Βιβλιο

Ο κόσμος είναι απλός: Το σημείο συνάντησης Γιώργου Σεφέρη και Χρήστου Βακαλόπουλου

Όταν συνδέονται στο κεφάλι σου δύο φαινομενικά ασύμβατα πράγματα

Γιώργος Φλωράκης
ΤΕΥΧΟΣ 906
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η γραφή του Γιώργου Σεφέρη και του Χρήστου Βακαλόπουλου, το βάθος της σκέψης τους και το σημείο συνάντησής τους

Η πιο δημιουργική στιγμή σου είναι όταν συνδέονται στο κεφάλι σου δύο φαινομενικά ασύμβατα πράγματα.

Ο Σεφέρης ήταν ένας καθωσπρέπει αστός. Ένας διπλωμάτης που κατέλαβε σοβαρές και υπεύθυνες θέσεις. Επιπλέον, ένας σεβαστός από όλους ποιητής, που έφτασε μέχρι το Νόμπελ. Ο Βακαλόπουλος από την άλλη, ήταν ένας μποέμ – ο άνθρωπος που θα συναντούσες σ’ ένα μπαρ να πίνει, να μιλάει και πάνω απ’ όλα να παρατηρεί.

Στον Σεφέρη με τραβούσε από παλιά, πέρα από την ίδια τη γραφή του, η σχέση του με τον Πόρο, η αγάπη του για την κλασική μουσική και η βαθύτητα των ημερολογίων του. Ίσως ακόμη κι αυτή η ίδια η κίνηση να κρατάει ημερολόγια. Ειδικά, αυτά τα ημερολόγια!

Στον Βακαλόπουλο είναι πολλά, ίσως επειδή είναι και πιο κοντά στη γενιά μου. Η παρατηρητικότητά του, σίγουρα. Η αγάπη του για το τραγούδι, που μοιάζει αντίστοιχη με αυτήν του Χατζιδάκι και την ίδια στιγμή, η αντιπάθειά του για την κλασική μουσική. Πάνω απ’ όλα όμως, εκείνη η παιδικότητα που ξεπροβάλλει από μερικά από τα κείμενά του. Αφορμή γι’ αυτές τις Σημειώσεις, είναι το «1965 μ.Χ.», το πρώτο από τα διηγήματα της δεύτερης πλευράς –όπως το θέτει ο Βακαλόπουλος– στις «Νέες αθηναϊκές ιστορίες».

Το 1965, ο Βακαλόπουλος ήταν 9 ετών. Και το διήγημα αυτό μοιάζει να γράφεται από ένα παιδί σ’ αυτή την ηλικία: «Εγώ ξέρω λίγη κιθάρα, ο Παπαδάκος τι ξέρει; Παίζει τερματοφύλακας και τις περισσότερες φορές χάνουμε, αλλά η Λένα και η Νανά δεν έχουν ιδέα από ποδόσφαιρο ώστε να καταλάβουν τι χωνί είναι ο Παπαδάκος. Εγώ του είπα του Άγγελου ότι πρέπει να αλλάξουμε τερματοφύλακα για να νικήσουμε κάποτε την έκτη, την προηγούμενη φορά χάσαμε γιατί ο Παπαδάκος έφαγε μια χλιαρή κεφαλιά κι έτσι έγινε το τρία-δύο, ήταν μεγάλη αδικία».

Θα σου πάρει πολλά χρόνια –αν είσαι ο Πικάσο– να μάθεις πάλι να ζωγραφίζεις σαν παιδί. Να ξαναβρείς αυτό που σου ξερίζωσαν στους παιδικούς σταθμούς. Να, αυτό είναι το κεντρικό θέμα που πραγματευόταν η «Μόμο», το ομώνυμο κείμενο του Μίκαελ Έντε. Αυτό και ο χρόνος. Οι αναμνήσεις, δηλαδή.

Ο Βακαλόπουλος θυμάται. Και μάλιστα με μια διαβολεμένη ακρίβεια, όχι μόνο ως προς τα γεγονότα αλλά και ως προς το συναίσθημα που αυτά άφηναν. «Έχω καταλάβει ότι η Νανά δεν ενδιαφέρεται για τα τραγούδια όπως εγώ με τον Άγγελο, δεν εξαρτά τη ζωή της από τα τραγούδια. Αυτό συμβαίνει μόνο στους μεγάλους που νομίζουν ότι η μουσική έγινε για να συνοδεύει το φαί, τους γάμους, όλα αυτά που μας πηγαίνουν και βαριόμαστε. Δεν καταλαβαίνουν ότι όλα τα άλλα έγιναν για να υπάρχει μουσική να την ακούμε και να βλέπουμε ταινίες. Να γιατί οι μουσικές ταινίες είναι οι καλύτερες, όταν τις δεις λένε ότι μπορείς να πεθάνεις. Αν δεν πεθάνεις, μπορείς να συνεχίσεις ν’ ακούς τραγούδια μέχρι να πεθάνεις, κάπως έτσι πρέπει να ζει κανείς».

Είναι η δεύτερη φορά στις Σημειώσεις (και μάλιστα συνεχόμενη) που τσιτάρω Βακαλόπουλο. Ίσως γιατί αυτό «το πρώτο διήγημα της δεύτερης πλευράς» με αφόπλισε. Για την αμεσότητα της γραφής, τη ζωντάνια της ανάμνησης και πιο πολύ για την απλότητα της σκέψης. Σ’ αυτή την απλότητα ακριβώς είναι που νιώθω ότι ο Βακαλόπουλος συναντά τον Σεφέρη: «Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση/ από τ’ αγκάθι σου έφευγε του δρόμου ο στοχασμός / η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ’ αποχτήσει / ο κόσμος ήταν εύκολος· ένας απλός παλμός».

«Ένας απλός παλμός» είναι ο κόσμος, τόσο για τον εννιάχρονο Βακαλόπουλο του «1965» όσο και για τον τριαντάχρονο Σεφέρη του «Ερωτικού λόγου» του 1930. Κι αν ο Βακαλόπουλος μοιάζει αισιόδοξος σε πρώτη ανάγνωση, δεν είναι ακριβώς: «Πέρασα από το θρανίο της Νανάς και της χάιδεψα τα μαλλιά. Δεν κουνήθηκε καθόλου, νομίζω ότι της άρεσε πολύ. Μετά πήγα και κάθισα δίπλα στον Άγγελο κι όταν χτύπησε το κουδούνι και σχολάσαμε του είπα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μην τα φτιάξω με τη Νανά κι ότι είμαστε πολύ τυχεροί γιατί από του χρόνου, όπως έγραφε η εφημερίδα, θα ερχόταν και στην Ελλάδα η τηλεόρασις». Κι ο Σεφέρης, λιγότερο ειρωνικός μα το ίδιο θλιμμένος στο βάθος του: «Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας / μόνο στη μνήμη απόμεινες, ένας βαρύς ρυθμός/ ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας / τρικύμισμα της θάλασσας… Ο κόσμος είναι απλός».

Έργο μεικτής τεχνικής του Γιώργου Φλωράκη για τη στήλη του Σημειώσεις Ενός Μονομανούς