Βιβλιο

Είναι άραγε η καθαρεύουσα της «Φόνισσας» του Παπαδιαμάντη ικανή να απωθήσει ένα σύγχρονο αναγνώστη;

«Κάποια όμορφα πράγματα στη ζωή χρειάζονται κόπο»

Γιώργος Δήμος
Γιώργος Δήμος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η «Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, η χρήση της καθαρεύουσας από τον συγγραφέα και οι αλλαγές στη γλώσσα του έργου.

Η «Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, η χρήση της καθαρεύουσας από τον συγγραφέα και οι αλλαγές στη γλώσσα του έργου.

Με αφορμή τη νέα μεταφορά του έργου στη μεγάλη οθόνη από την Εύα Νάθενα, με πρωταγωνίστρια την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στο ρόλο της Φραγκογιαννούς, η «Φόνισσα» (1912), του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, έχει εμφανιστεί και πάλι στα ράφια των βιβλιοπωλείων, συγκεκριμένα σε μία νέα έκδοση από τις Κλασικές σειρές του Μίνωα (01/05/2023), που διατηρεί την κομψή καθαρεύουσα του συγγραφέα. Από την εποχή που πρωτοκυκλοφόρησε σε συνέχειες, από τον Ιανουάριο ως τον Ιούνιο του 1903, στο λογοτεχνικό περιοδικό «Παναθήναια» (επάνω στις οποίες βασίζεται η νέα αυτή έκδοση), η «αστυνομική» νουβέλα του Παπαδιαμάντη έχει κυκλοφορήσει σε πολλές διαφορετικές εκδόσεις, μερικές από τις οποίες αποφάσισαν να απλοποιήσουν το περίτεχνο, λόγιο ύφος του «αγίου των ελληνικών γραμμάτων».

Μπορεί, όμως, ο κάθε εκδοτικός οίκος να αποφασίζει αυθαίρετα να αλλάζει τη γλώσσα που επέλεξε για ένα από τα καλύτερα, κατά γενική ομολογία, έργο του ο μεγάλος πεζογράφος, τον οποίο λάτρεψαν κριτικοί και λογοτέχνες, από τον Κωνσταντίνο Καβάφη ως τον Ρένο Αποστολίδη; Άλλωστε, ο μόνος λόγος που θα ήθελε κανείς να αλλάξει έστω και ένα κόμμα σε αυτό το σύντομο μεν, αλλά πολύ μεστό κείμενο του Παπαδιαμάντη, θα ήταν για να «λαϊκίσει» και να απευθυνθεί σε μία μερίδα αναγνωστών που αποφεύγουν να διαβάσουν έργα σαν τη «Φόνισσα», γιατί η καθαρεύουσα είναι «δύσκολη» και τους κουράζει. Παρότι, όμως, που γράφτηκε σε μία εποχή που το ποσοστό των «γραμματιζούμενων», εκείνων, δηλαδή, που είχαν παρακολουθήσει κάτι παραπάνω από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, ήταν πολύ κάτω του πενήντα τοις εκατό του γενικού πληθυσμού, ο συγγραφέας διάλεξε μια γλώσσα λόγια για να πει την ιστορία του, ίσως για να της δώσει το κύρος που χαρακτήριζε το λόγο των ιερωμένων, όταν αναδείκνυαν φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα σαν και αυτό που πραγματεύεται το μυθιστόρημα. Έτσι, η όποια απλοποίηση πηγαίνει κόντρα στις προθέσεις του συγγραφέα.

Η ιστορία της «Φόνισσας» είναι εκείνη της Φραγκογιαννούς ή Χαδούλας, μιας «γριάς» (που δεν θα πρέπει να ήταν παραπάνω από πενήντα πέντε χρονών), η οποία, βασανισμένη πρώτα ως φτωχό παιδί, ύστερα ως σύζυγος ενός άντρα που πέθανε νωρίς και τέλος ως μάνα, με τα αγόρια της να έχουν φύγει όλα για την Αμερική και εκείνη να είναι αναγκασμένη να βρει προίκα για τα τρία απαιτητικά κορίτσια της, προκειμένου να τα παντρέψει, όταν πια γίνεται γιαγιά ενός κοριτσιού, μέσω της κόρης της Δελχαρώς, που έχει το όνομα της σκληρής μητέρας της, «ψηλώνει ο νους της» και μια κρύα νύχτα βάζει το χέρι της στο στόμα του για να το κάνει να σωπάσει, τόσο, που καταλήγει να το σκοτώσει.

Ενώ η Φραγκογιαννού, όμως, έχει διαπράξει το ύψιστο αμάρτημα και ίσως εδώ να διακρίνει κανείς και τις επιρροές του Παπαδιαμάντη από τον Γεώργιο Βιζυηνό, έχοντας ξαλαφρώσει τόσο την οικογένειά της από οικονομικές δυσκολίες που δημιουργεί ο παράλογος θεσμός της προίκας, που τα κορίτσια οφείλουν να έχουν για να βρουν γαμπρό, ζητάει από τον Άγιο Νικόλαο, που προστατεύει το νησί (τη Σκιάθο, όπου λαμβάνει χώρα η ιστορία και από όπου καταγόταν και ο ίδιος ο συγγραφέας) να της δώσει ένα σημάδι αν έκανε καλά ή όχι που σκότωσε το μωρό, που είχε την «ατυχία» να γεννηθεί κορίτσι. Η ιστορία έχει εξεταστεί και από εγκληματολόγους, που ισχυρίζονται πως η «γριά» πρωταγωνίστρια δεν δρούσε ως «παιδοκτόνος», αλλά ως «ιδεοληπτική εγκληματίας», κάτω από τις συνθήκες που δημιουργούσε η άδικη αυτή παράδοση.

Το κείμενο, έτσι, έχει πολλές αναγνώσεις, με τον Παπαδιαμάντη να είχε αρχικά επιλέξει τον κλήρο σαν λειτούργημα και να έχει τελικά στραφεί στη λογοτεχνία, ως ένα πιο σύγχρονο και αποτελεσματικό μέσο, για να διορθώσει τα κακώς κείμενα της εποχής του, αλλά κυρίως ξεχωρίζει για τον τρόπο με τον οποίο ένας άντρας ψυχογραφεί με τέτοια ακρίβεια μια βασανισμένη γυναίκα, που έχει γίνει σκληρή μετά από τις δοκιμασίες που έχει περάσει, συνήθως εξαιτίας των ανδρών που βρέθηκαν γύρω της. Είναι άραγε η γλώσσα που χρησιμοποιεί πραγματικό εμπόδιο για να μυηθεί κάνεις σε αυτόν τον κόσμο που θέλει να αποκαλύψει ο Παπαδιαμάντης;

Η ελληνική γλώσσα, όπως έχουν επισημάνει πολλοί γλωσσολόγοι ανά τα χρόνια, δεν χωρίζεται σε αρχαία και νέα με μια συγκεκριμένη τομή στην ιστορία της εξέλιξής της. Η βυζαντινολόγος Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ εξηγεί πως τα αρχαία Ελληνικά δεν είναι μία «νεκρή γλώσσα», όπως είναι τα λατινικά φερειπείν, τα οποία έχουν διασπαστεί στις ρομαντικές γλώσσες της Ευρώπης, που είναι τα Ιταλικά, τα Γαλλικά, τα Ισπανικά, κλπ. Τα Νέα Ελληνικά αποτελούν συνέχεια των αρχαίων, με το νήμα που τα συνδέει να μην έχει πραγματικά «κοπεί» ποτέ.

Τα αρχαία Ελληνικά, βέβαια, του Αισχύλου, ας πούμε, ή του Θουκυδίδη, κάθε άλλο παρά γνώριμα φαίνονται σε έναν Νεοέλληνα, που φυσικό είναι να μην μπορεί να καταλάβει καλά το αυθεντικό κείμενο χωρίς μια κάποια «εξομάλυνση». Δεν είναι όμως λογικό αυτό, αν αναλογιστούμε πως πρόκειται για λόγια κείμενα μιας τελείως ξένης σε εμάς εποχής, για την οποία τυχόν μας λείπουν και λαογραφικές γνώσεις; Συγκριτικά μπορούμε να παραθέσουμε και το παράδειγμα της Καινής Διαθήκης, κείμενα που σήμερα δεν μπορούμε να διαβάσουμε από το αυθεντικό με μεγάλη ευκολία, που όμως ήταν γραμμένα όσο πιο απλά γινόταν, ούτως ώστε να μπορούν να απευθυνθούν σε ολόκληρο το ποίμνιο.

Τομή δεν ήρθε λοιπόν ούτε καν με τον Χριστιανισμό, αφού τόσο τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, όσο και τα μεσαιωνικά έργα (που βέβαια υποτίθεται πως δεν είναι γραμμένα, όχι στην Αρχαία, αλλά ούτε καν στην ελληνιστική Κοινή, μα στα Νέα Ελληνικά που χρησιμοποιούνται και σήμερα) θέλουν μια κάποια απλοποίηση για να γίνει κατανοητό το περιεχόμενό τους από έναν μέσο σύγχρονο αναγνώστη. Πού τοποθετείται λοιπόν η καθαρεύουσα μέσα σε όλο αυτό το σχεδιάγραμμα; Η ειλικρινής απάντηση είναι πουθενά.

Η καθαρεύουσα είναι ένα κατασκεύασμα του 18ου αιώνα. Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος του 1828 βρέθηκε μπροστά σε ένα δίλημμα, με το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του να μην διαθέτει σχεδόν καθόλου μόρφωση και να χρησιμοποιεί πάρα πολλές τούρκικες λέξεις, που μετά από 400 χρόνια υποδούλωσης δεν επρόκειτο να εξαφανίζονταν από το λεξιλόγιο από τη μια μέρα στην άλλη. Το δίλημμα, λοιπόν, ήταν είτε να υιοθετήσει ως κυρίως γλώσσα μία που ο λαός δεν μιλούσε και αδυνατούσε πια να την καταλάβει, είτε να υιοθετούσε τη μπασταρδεμένη και φτωχή καθομιλουμένη, ως γλώσσα στην οποία θα γράφονταν πια μέχρι και δημόσια έγγραφα και δικογραφίες, «πετώντας» τον πλούτο αιώνων για μια διάλεκτο τουρκικών επιρροών. Έτσι, η μέση λύση ήρθε με την υιοθέτηση μιας εξίσου μπασταρδεμένης και κομμάτι κουτής ψευδό-λόγιας γλώσσας, που όμως είχε όρους που χρησιμοποιούνταν σε δίκες και κυβερνητικά διατάγματα. Αυτή είναι η λεγόμενη καθαρεύουσα.

Η καθαρεύουσα αποτελεί, συνεπώς, μια ελαφρώς πλουσιότερη εκδοχή της φτωχότατης καθομιλουμένης που κληρονομήσαμε από την εποχή της τουρκοκρατίας. Το γεγονός ότι σήμερα μας φαίνεται πολύ «δύσκολη», για να την αφήσει κανείς κατά μέρος και να παρακολουθήσει την πλοκή, μαρτυράει κάτι το τουλάχιστον δυσοίωνο για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γλώσσα μας.

Η «Φόνισσα» και τα υπόλοιπα έργα του Παπαδιαμάντη, όπως και τα διηγήματα του Βιζυηνού ή τα μυθιστορήματα του Ροΐδη, θα πρέπει να διαβάζονται στην αυθεντική τους γλώσσα, όσο και ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ στην Αγγλική ή ο Αλμπέρ Καμύ στη Γαλλική, αν (και για όσο) υπάρχει ακόμα αυτή η δυνατότητα. Άλλωστε, κάποια όμορφα πράγματα στη ζωή χρειάζονται κόπο για να τα αποκτήσεις, αλλά τελικά αξίζουν περισσότερο από άλλα έρχονται εύκολα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ