Βιβλιο

«Σαν επισκέπτες» - Καλοκαίρι στη Χίο του Γιάννη Μακριδάκη

Ο τρόπος μου να προσανατολίζομαι σε έναν άγνωστο τόπο βασίζεται στις αναφορές που προέρχονται από τα κείμενα και τους συγγραφείς που αγαπώ

Μαίρη Καιρίδη
Μαίρη Καιρίδη
ΤΕΥΧΟΣ ok zoomer
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Σαν επισκέπτες» - Καλοκαίρι στη Χίο του Γιάννη Μακριδάκη
© Μαίρη Καιρίδη

OK Zoomer: Μαζί με τον Γιάννη Μακριδάκη γνωρίσαμε την αγαπημένη του Χίο και μάθαμε περισσότερα για εκείνον 

Η αποτίμηση του φετινού καλοκαιριού (αυτές οι γραμμές γράφονται Δεκαπενταύγουστο) μας φέρνει αντιμέτωπους με μια στενόχωρη συνειδητοποίηση: το ελληνικό Θέρος δεν είναι πλέον αυτό που ήταν. Σαν να ξυπνήσαμε μια μέρα και να αντιληφθήκαμε συλλογικά ότι το πολύτιμο καλοκαίρι μας πλήττεται από δεινά. Οι διακοπές, που έχουν γίνει έτσι κι αλλιώς ένα ακριβό προνόμιο, χάνουν την αθωότητά τους. Ίσως γι’ αυτό μία φράση από το Ταό Τε Κινγκ, το θεμελιώδες κείμενο του Ταοϊσμού και του αρχαίου κινεζικού πολιτισμού γραμμένο τον 6ο αιώνα π.Χ., δεν έφυγε από το μυαλό μου αυτό το καλοκαίρι: «Τα παλιά χρόνια οι Σοφοί που ακολουθούσαν το Ταό ήταν διστακτικοί σαν να διέσχιζαν ποτάμι τον χειμώνα, ειλικρινείς κι αυθεντικοί σαν κούτσουρο απελέκητο, κενοί κι ανοιχτοί σαν τις κοιλάδες, σεβαστικοί σαν επισκέπτες σε ξένο σπίτι».

Πουθενά δεν είναι αυτή η λογική πιο εμφανής από τον τρόπο που ζούμε τις διακοπές μας. Καταναλώνουμε έναν τόπο, τον φωτογραφίζουμε χωρίς να τον κοιτάζουμε, και δεν μας ενδιαφέρει πώς θα τον αφήσουμε φεύγοντας. Αν είχα- με τη λογική του επισκέπτη, όπως περιγράφει το Ταό για τους αρχαίους σοφούς, θα θέλαμε να μάθουμε για τον οικοδεσπότη μας, να προσαρμοστούμε στα ήθη των ανθρώπων που μας φιλοξενούν, να προσεγγίσουμε την γλώσσα τους, να προσπαθήσουμε να διακρίνουμε κάποια στοιχεία του φυσικού τοπίου, να μάθουμε το όνομά τους, να πατήσουμε μαλακά στη γη και να φύγουμε, αν είναι δυνατόν, χωρίς ν’ αφήσουμε ίχνη της παρουσίας μας. Αυτές τις σκέψεις έκανα καθώς μπαίναμε στο λιμάνι της Χίου τέλη Ιουλίου. Φτάσαμε στο νησί χωρίς να γνωρίζουμε πολλά για τον τόπο. Διαλέξαμε τη Χίο ως τόπο διακοπών γιατί θέλαμε ένα μεγάλο νησί, που να προσφέρεται για ανακάλυψη, και γιατί αγαπάμε τη άγρια και πλουσιοπάροχη φύση του Βορείου Αιγαίου.

Ο τρόπος μου να προσανατολίζομαι σε έναν άγνωστο τόπο βασίζεται στις αναφορές που προέρχονται από τα κείμενα και τους συγγραφείς που αγαπώ: στη Σιθωνία ψάχνω τον Πεντζίκη, στη διαδρομή Θεσσαλονίκη - Αθήνα τον Ιωάννου, στη Σκιάθο τον Παπαδιαμάντη, στο Παρίσι τον Κορτάσαρ... Στη Χίο αναφορά μου ήταν ο Γιάννης Μακριδάκης. Από το 2008, ο Μακριδάκης συνεπαίρνει το αναγνωστικό κοινό με τις περιγραφές της ζωής στο νησί και την απόδοση της ντοπιολαλιάς, γνωρίζοντας συνεχείς ανατυπώσεις των βιβλίων του στις εκδόσεις της Εστίας. Οι ήρωές του καλλιεργούν τη γη, ζουν στην ύπαιθρο, κάνουν χειρωνακτικές εργασίες, είναι αυτάρκεις. Είναι επίσης ιδρυτής του Κέντρου Χιακών Μελετών «Πελινναίο» και ασχολείται ενεργά με τη φύση, τη λαογραφία και την παράδοση του νησιού. Με όσους συναναστρεφόμουν πρόφερα αυτό το όνομα έχοντάς το σαν πυξίδα. Μέχρι που που ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας Ο Μάκελος –που αν σας βγάλει ο δρόμος προτρέπω να την τιμήσετε– στο χωριό Πιτυός μού έτεινε το τηλέφωνο με τον συγγραφέα στην άλλη άκρη της γραμμής, πρόσχαρο, ορεξάτο να συναντήσει μία αναγνώστρια που έφτασε ως το νησί του.

«Να βρεθούμε τη Δευτέρα στη Χίο στο καφέ Αλκυόνη; Εκεί πίνω τον καφέ μου μετά τη δουλειά στο μαστίχι». Πέταξα από τη χαρά μου!

Το πρωί της Δευτέρας εμφανίστηκε με μαυρισμένες παλάμες. Μας τις έδειξε με περηφάνια. «Σήμερα κεντούσα». Κέντημα, όπως μάθαμε στο εκπληκτικό Μουσείο Μαστίχας, είναι η διαδικασία κατά την οποία οι μαστιχοπαραγωγοί φτιάχνουν μικρά ανοίγματα πάνω στον φλοιό του μαστιχόδεντρου, απ’ όπου θα τρέξει το ρετσίνι. Ο Μακριδάκης, 52 χρόνων σήμερα, έχει να φύγει από το νησί από το 2019 και τα τελευταία χρόνια έχει αφιερωθεί στην καλλιέργεια της μαστίχας. Στις δημοτικές εκλογές έχει βάλει υποψηφιότητα ως δημοτικός σύμβουλος, μας μίλησε λοιπόν με πάθος για το όραμά του για το νησί: προστασία του περιβάλλοντος, θέσπιση κανόνων για την τουριστική εκμετάλλευση των παραλίων, ακτοπλοϊκή σύνδεση με Σάμο και Ικαρία. Όση ώρα μιλούσαμε μαζί του γίναμε κοινωνοί των προβλημάτων της τοπικής κοινωνίας. Η ενασχόλησή του με την τοπική αυτοδιοίκηση είναι ένας τρόπος να αλλάξει τον κόσμο και η αγάπη του για τις τοπικές μικρές κοινότητες είναι έκδηλη σε όλα του βιβλία – έχει καταστήσει τη Χίο έναν από τους λογοτεχνικούς προορισμούς της χώρας. Όντας αποδέκτης πολλαπλών αιτημάτων αναγνωστών που φτάνουν στο νησί για να γνωρίσουν τους τόπους που περιγράφονται στα βιβλία του, ο Μακριδάκης οργανώνει λογοτεχνικές περιηγήσεις και λογοτεχνικά εργαστήρια τον Σεπτέμβριο.

Σε ένα από τα βιβλία του, «Το Ζουμί του Πετεινού», ο πρωταγωνιστής, ένας άντρας γύρω στα εξήντα που έχει ζήσει στο νησί όλη του τη ζωή μαζί με τη σύζυγο και τα παιδιά του, βιώνει με σφοδρότητα τις ειδήσεις της οικονομικής κρίσης που έρχονται από την Αθήνα, τις οποίες η τηλεόραση αναπαράγει αδιάκοπα. Δεν μπορεί να συμφιλιώσει τη δική του πραγματικότητα της αυτάρκειας που του εξασφαλίζει το μποστάνι και η καλλιέργεια της γης με τα σαρωτικά γεγονότα της περιόδου 2010-2012 όπου διακυβεύονται έννοιες όπως «βιωσιμότητα του χρέους» και «εθνική κυριαρχία». Οι αντηχήσεις από την «κρίση» που ο ίδιος δεν έχει βιώσει στο πετσί του αφήνουν βαρύ ψυχολογικό αποτύπωμα. Μία ιστορία που εκτυλισσόμενη στην «περιφέρεια» μιλάει στην ουσία για το πώς χάθηκε το μέτρο στο «κέντρο».

Ο Μακριδάκης εμπνέεται από υπαρκτά πρόσωπα της Χίου τα οποία συναναστρέφεται στην καθημερινή ζωή του. Έτσι όταν επισκεφτήκαμε την οικογενειακή ταβέρνα Φάμπρικα στη Βολισσό (επιβάλλεται και εδώ μια επίσκεψη) και η φιλόξενη κυρία Σοφούλα μάς ξενάγησε στον εσωτερικό χώρο του πετρόκτιστου σπιτιού που τον έχουν διαμορφώσει ως μουσείο από παραδοσιακά αντικείμενα, αναγνωρίσαμε τα βιβλία του Μακριδάκη ανάμεσα σε πινακωτές και ζωγραφισμένες στο χέρι κεραμικές στάμνες. Η κυρία Σοφούλα, δείχνοντας όλο καμάρι το «Ζουμί του Πετεινού», μας εκμυστηρεύτηκε: «Σ’ αυτό εδώ το βιβλίο ο Γιάννης με έκανε ηρωίδα, είμαι η γυναίκα του πρωταγωνιστή! Μου άλλαξε μόνο το όνομα, με είπε “δώρο του θεού”». Ένιωσα τότε ότι ένας τόπος αποκαλύπτεται στον επισκέπτη που θα θελήσει να τον αφουγκραστεί. Ίσως λοιπόν ένας τρόπος να επανακτή- σουμε τον δεσμό με τον εαυτό μας, με τους άλλους, με τη φύση και με το πολυλάλητο ελληνικό καλοκαίρι να μας δίνεται από τους λογοτέχνες, τα κείμενα και το δίκτυο που φτιάχνουν, σ’ αυτό έγκειται το όραμα του «λογοτεχνικού τουρισμού».

Γυρίσαμε το νησί απ’ άκρη σ’ άκρη χωρώντας όσο περισσότερα χιλιόμετρα μπορούσαμε μέσα σε μία βδομάδα: από τη βόρεια πλευρά, από τη Βολισσό και το απόκοσμο οροπέδιο του Αίπους ως τα νότια μαστιχοχώρια και την ανατολική πλευρά του Κάμπου και της Χίου που αντικρίζουν το Τσεσμέ. Θέλω να πιστεύω πως φτάσαμε «σεβαστικοί ως επισκέπτες» και φύγαμε γεμάτοι από την ικανοποίηση της γνωριμίας με έναν μέχρι πρότινος άγνωστο τόπο στον οποίο θα επιστρέψουμε.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ