Βιβλιο

O Άγγελός της - Μέρος 25ο

Μυθιστόρημα - 25ο Μέρος (25/12/23)

Ισαβέλλα Ζαμπετάκη
Μυρσίνη Ελευθερίου
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 47

Όλα θυμίζουν σαββατόβραδο, αν και τα τελευταία αρκετά χρόνια το σαββατόβραδο σήμαινε για μένα αναμονή για τις κυριακάτικες εφημερίδες — και τίποτε άλλο. Ή, έστω: αν και δεν πρόκειται να βγεις ή να συμμετάσχεις με οποιονδήποτε άλλο τρόπο στη γενική τάση του κόσμου να αποζημιώνεται μία ή δύο ημέρες της εβδομάδας για τις στερήσεις ψυχαγωγίας, ή καλύτερα διασκέδασης, που υφίσταται όλες τις υπόλοιπες, και πάλι κάτι πλανάται στην ατμόσφαιρα ακόμη και του δικού σου σπιτιού, ενός σπιτιού όπου οι μέρες κυλούν μεταξύ τους πανομοιότυπα και χωρίς ονόματα. Είναι ένα «κάτι», μια κάποια αύξηση στους δείκτες νωχέλειας και αίσθησης πως τα πάντα μπορούν να μετατεθούν για την επαύριο. Τα ένιωθα κι εγώ αυτά, αλίμονο —όπως τόσοι και τόσοι άλλοι άνθρωποι που ζουν μόνοι και δουλεύουν όλες τις ημέρες, χωρίς να ξέρουν τι θα πει Σαββατοκύριακο. Τα ένιωθα μέχρις ενός σημείου —κανείς μοναχικός δεν είναι αποκλεισμένο από τον κόσμο νησί—, εξ ου και προόριζα τα σαββατόβραδά μου για κραιπάλες με τηγανητό κοτόπουλο παραγγελία, ή για ένα καινούργιο κουτί σοκολατάκια, ή για κάτι παρόμοια ριζοσπαστικό και επαναστατικό. Ναι, τα σαββατόβραδά μου συντονίζονταν με τη δόνηση του υπόλοιπου κόσμου, και άνοιγαν την όρεξή μου για κακάο, ζάχαρη και λίπος. Μάλιστα, ακόμη χειρότερα, δεν ήταν σπάνιες οι φορές που επέλεγα να πάω στον κινηματογράφο ακριβώς εκείνες τις μέρες, όχι για «να δω κόσμο», αλλά μόνο και μόνο για να μπω κι εγώ στο μεγάλο ποτάμι της ανθρωπότητας και να κολυμπήσω μαζί της — και, από ένα σημείο και μετά, ίσως και για να παρατηρήσω κάποια ενδιαφέροντα πρόσωπα ή κινήσεις στις πολυθρόνες γύρω μου, που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω στα βιβλία του Βλαντιμίρ και της Μίνα. Αυτή ήταν η επικρατέστερη δικαιολογία μου, τέλος πάντων. Και ο τρόπος μου να ξεχνώ πως, μπορεί μεν η ζωή που ζούσα να ήταν αυτή που ήταν από επιλογή μου, μα πως οι επιλογές μας γίνονται συνήθως ανάμεσα σε ό,τι μάς είναι διαθέσιμο. Δεν μπορείς να διαλέξεις αυτό που δεν μπορείς να έχεις. Αλλά και πάλι: δεν έχουν σημασία όλα αυτά. Στην πραγματικότητα, αυτό που πρέπει να κάνει κανείς για να μην τον καταπλακώσει η ζωή είναι να ανακαλύπτει μικρά-μικρά πραγματάκια που θα τον ευχαριστούν προσωπικά και που θα τα ονομάζει μόνος του ρουτίνες του σαββατόβραδου. Και να διακοσμεί με αυτά την καθημερινότητά του, όσο περισσότερο και όσο πιο συχνά το μπορεί. Αυτό είναι μια μεγάλη σοφία που πέρασα πολλά δύσκολα χρόνια για να τη μάθω.

Όμως τώρα, εδώ, όλα θυμίζουν πραγματικό σαββατόβραδο: το πλήθος των ανθρώπων, το ντύσιμό τους, τα κοκκινισμένα τους μάγουλα, ο τρόπος που περπατούν, που μιλούν και που νεύουν. Τα χαμόγελά τους. Ποιος ξέρει, ίσως και να είναι πράγματι σαββατόβραδο. Αλλά δεν θα ρωτήσω, μόλο που στ’ αλήθεια δεν θυμάμαι αν χθες ήταν Παρασκευή, ή όχι. Χθες, την τελευταία ημέρα της προηγούμενης ζωής μου, και πρώτη της τωρινής. Θυμάμαι τόσο λίγα από τότε. Κι έχω τόσο πολλά στο μυαλό μου από το τώρα.

Εμάς τούς έξι, καταρχάς. Οχτώ, μαζί με τους δύο Τσέχους.

Προχωράμε σε μία χαλαρή διάταξη, για να μη δυσχεραίνουμε την κυκλοφορία των πεζών στον παραλιακό δρόμο. Μάλλον δεν επιτρέπεται η κυκλοφορία αυτοκινήτων αυτή την ώρα, ή απλώς είναι αδύνατη, γιατί πραγματικά ο κόσμος είναι περισσότερο από αρκετός. Δεν είχα καταλάβει ότι το χωριό μπορούσε να φιλοξενήσει τόσο πολλούς.

«Πού βρέθηκαν όλοι αυτοί;» ρωτάω τον Ισμαήλ, που βαδίζει δίπλα μου με μια ελαφρώς τεταμένη, και ελαφρώς φανερή, εγρήγορση.

Περπατάμε λίγα βήματα πίσω από τους υπόλοιπους και κοντά-κοντά ο ένας στον άλλο έξω από τον κυρίως δρόμο,στην προκυμαία, σχεδόν κολλητά με τη θάλασσα.

Δεν μου απαντά —φυσικά…— αμέσως. Παίζει λίγο το ένα του μάτι και το μισοκλείνει όπως ο Κλιντ Ίστγουντ, πριν ανοίξει ένα χιλιοστό το στόμα του.

«Το λούνα-παρκ», λέει.

Το λούνα-παρκ! Για κάποιο λόγο το είχα ξεχάσει προς στιγμήν αυτό. Μάλιστα… Δηλαδή, όλοι αυτοί ήρθαν πράγματι εδώ για τα εγκαίνια εκείνης της ατραξιόν που μέχρι σήμερα το πρωί έμοιαζε με παλιό σκηνικό παρατημένης στη μέση ταινίας; Ποιος θα το έλεγε. Κοιτάζω το ρολόι μου. Λέει οχτώ παρά είκοσι, και ο ουρανός είναι φωτεινός ακόμη. Μπορεί η ώρα να πέρασε χωρίς να το καταλάβω, αλλά το σκοτείνιασμα εκεί ψηλά στη στοιχειωμένη βίλα του Βενιαμίν και των φίλων του ήταν εντελώς παραπλανητικό. Ο ήλιος έχει μπόλικο δρόμο ακόμη για να δύσει. Και, μέχρι τότε, έχουμε ελπίδες, όλοι.

Θυμάμαι κάποια λόγια: Το βραδάκι όλος ο κόσμος θα μαζευτεί εδώ.Εκείνος ο ανατριχιαστικός, βρόμικος καφετζής, ή ό,τι ήταν, δεν έπεφτε έξω τελικά. Όλοι θα πήγαιναν να δουν τη μοναδική καινοτομία της περιοχής. Τη μοναδική ατραξιόν. Κοίτα να δεις… Μόνο που είχε πει και κάτι άλλα πράγματα· κάτι πράγματα παλαβά: Κάτι που φαίνεται χαμηλά μπορεί να είναι ψηλά στην πραγματικότητα.

Ξεφυσάω και ξαφνικά νιώθω μια ψύχρα να κατρακυλά πέρα από τους λόφους, να περνά από μέσα μας και να καταλήγει στη θάλασσα. Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα ο ουρανός κοκκίνισε στο βάθος, σαν να βιαζόταν να σβήσει τα φώτα του και να αποσυρθεί. Δεν το ήθελα αυτό. Δεν μου άρεσε. Καλά θα έκανε να εξαντλούσε το ωράριό του. Δεν έπρεπε να παραδώσουμε ούτε μία στιγμή στο σκοτάδι.

Προσπαθώντας να τυλίξω το μαντίλι μου έτσι που να μου σκεπάζει καλύτερα τους ώμους, καθώς αυτό το μπλουζάκι που φοράω είναι ο ορισμός του αμάνικου και η ξαφνική ψύχρα που κατέβηκε από ψηλά με ανατρίχιασε τόσο πολύ που όλο μου το δέρμα έχει μπιμπικιάσει, βλέπω λίγα μέτρα στα αριστερά μου την πανύψηλη Άννα, που ξεχωρίζει εύκολα ανάμεσα στο πλήθος, και τους δίδυμους ξοπίσω της να στρίβουν προς την αντίθετη μεριά από αυτή της παραλίας. Ο Βενιαμίν δεν φαίνεται, αλλά πιθανότατα εκείνος θα ήταν που άλλαξε πρώτος πορεία. Πιάνω τον Ισμαήλ από το χέρι —μια αδιανόητη παραχώρηση εκ μέρους του— και του δείχνω με τα μάτια. Καταλαβαίνει και, χωρίς να πει κάτι, αν και τραβώντας διακριτικά το χέρι του, προπορεύεται ένα βήμα για να ακολουθήσουμε τους τέσσερίς τους αφήνοντας την προκυμαία και μπαίνοντας αναπόφευκτα μέσα στο κύμα του κόσμου. Δεν είναι κάτι που μου αρέσει, όμως δεν μπορώ να κάνω και αλλιώς.

«Αποφάσισες τελικά;» τον ρωτώ με τα δάχτυλά μου να παλεύουν ακόμη με το μαντίλι μου και τους κόμπους του.

Περνούν μερικά δευτερόλεπτα. Και μετά:

«Αν αποφάσισα τι;»

Ω Θεέ μου…

«Αφού ξέρεις τι εννοώ…»

Αναστενάζει με όλη εκείνη τη διακριτικότητα που έχω πια μάθει τόσο καλά και συνεχίζει να βαδίζει λοξά μέσα στους περιπατητές. Ίσως το κάνει επίτηδες.

Τρέχω σπρώχνοντας αδιακρίτως τούς γύρω μου και μετά από λίγο βρίσκομαι πάλι στο πλάι του, λαχανιασμένη πιο πολύ από το άγχος της ασφυκτικής γειτνίασης με τόσους ανθρώπους, παρά από την ίδια την προσπάθεια.

«Πες μου», επιμένω. «Θα το κάνουμε τελικά όλοι μαζί αυτό; Θα τον εμποδίσεις; Θα μείνεις στην άκρη; Τι; Πες μου, πρέπει να ξέρω. Θέλω να ξέρω».

Και πάλι δεν λέει τίποτε.

«Ισμαήλ…» Πεισμώνω, αλλά δεν έχω καμία όρεξη να του το δείξω. «Πάντως», συνεχίζω, «εγώ θα κάνω ό,τι μού πεις εσύ…»

«Μη λες ψέματα», λέει, φτύνοντας τις λέξεις.

«Μπα, ξύπνησες; Καμιά φορά, ξέρεις, σκέφτομαι πως δεν έχεις ζωή μέσα σου. Σαν να είσαι ρομπότ. Αλλά ξέρεις κάτι; Δεν είσαι ρομπότ, Ισμαήλ. Μπορείς να ζηλέψεις και να θυμώσεις όπως ο καθένας μας. Τα ρομπότ, από την άλλη, ούτε ζηλεύουν, ούτε θυμώνουν».

«Να ζηλέψω; Τι εννοείς ότι μπορώ να ζηλέψω; Πότε ζήλεψα;»

«Αυτό διάλεξες να μου πεις; Αυτό; Μα δεν καταλαβαίνεις πως το “Πότε ζήλεψα, πότε ζήλεψα;” είναι η μεγαλύτερη απόδειξηπως πράγματι ζηλεύεις;»

«Δεν ζηλεύω».

«Δεν. Ζηλεύω. Κυρία». Τον κοροϊδεύω παριστάνοντας το ρομπότ, πράγμα που φυσικά τον εξοργίζει. Όχι ότι θα το δείξει, βέβαια…

Βγαίνουμε επιτέλους από το πλήθος και μπαίνουμε κατευθείαν σε έναν στενό κάθετο δρόμο που συναντά την παραλιακή οδό κάπου πενήντα μέτρα μακριά από το μπαρ όπου μέθυσα χθες.

«Και δεν σου λέω ψέματα», επιμένω τρέχοντας ξοπίσω του. «Θα κάνω στ’ αλήθεια ό,τι μού πεις».

Ο Ισμαήλ σταματάει. Άρα τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά.

«Θα κάνεις αυτό που σου έβαλε στο κεφάλι ο αδελφός μου να κάνεις. Μη λες ψέματα».

Νά το πάλι. Η ίδια ανοησία που έχει κολλήσει στο αγύριστο αντρικό κεφάλι του.

Να είναι άραγε όλοι οι άγγελοι άντρες; Δεν νομίζω. Ή μάλλον, τώρα που το σκέφτομαι, ναι, πιθανότατα. Γι’ αυτό πηγαίνουμε κατά διαόλου.

«Δεν μου έβαλε κανείς τίποτε στο κεφάλι», του λέω. «Είναι αστείο και μόνο που το σκέφτεσαι. Αλλά κρύο αστείο. Είναι κωμικό. Και κυρίως είναι προσβλητικό. Δεν είμαι κανένα δοχείο για να του βάζεις πράγματα στο κεφάλι, ξέρεις. Δεν είμαι μηχάνημα για να του πατάς κουμπιά. Δεν είμαι χαζή για να με κοροϊδεύουν με ανοησίες. Και βέβαια δεν μου κάνανε μάγια. Όλα αυτά βρίσκονται μόνο μέσα στο δικό σου το μυαλό. Είναι φυσιολογικό να φέρομαι όπως φέρομαι, και δεν θα δώσω λογαριασμό σε κανέναν. Όπως επιλογή μου είναι να κάνω τελικά αυτό που θα μου πεις εσύ, όπως σού είπα ήδη δύο φορές. Το καταλαβαίνεις; Επειδή είμαστε ομάδα. Επειδή με έσωσες, επειδή σού χρωστάω, και… και επειδή σε… επειδή σε συμπαθώ κιόλας. Θα κάνω ό,τι αποφασίσεις εσύ, κι ας θέλω όσο τίποτε άλλο να στριμώξουμε αυτό το καθίκι στη γωνία και να το κάνουμε να μετανιώσει για τα εγκλήματά του και να…»

Θεέ μου, τι λέω;

Ανατριχιάζω και τινάζω τους ώμους μου όπως περπατάμε, σαν να σκαρφάλωσε εκεί πάνω κάτι γερασμένο και κάπως γλιτσερό. Ο Ισμαήλ δεν μιλάει, δεν λέει τίποτε μετά από όλα αυτά, που τα είπα σε πολύ λιγότερο χρόνο από όσο τούς φαίνεται και σε πολύ πιο εκνευρισμένο τόνο από όσο δικαιολογούνταν. Βέβαια, ο Ισμαήλ δεν θα έλεγε τίποτε ακόμη και αν του είχα απαντήσει μονολεκτικά. Όμως και πάλι: το ξέρω πια πως είμαι μια άλλη· μια άλλη που γεννιέται μέσα μου και μιλά με τη γλώσσα μου. Μια άλλη που αναλαμβάνει να πει αυτά που νιώθω πολύ πιο άμεσα από ό,τι θα μπορούσα ποτέ να τα πω εγώ. Κι ας έχει αυτόν τον μελοδραματικό τόνο. Τι κακό έχει ο μελοδραματικός τόνος; Τι κακό έχει το μελόδραμα; Κανένα.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, πάντως, ο Ισμαήλ δεν συνέχισε να μου λέει ότι ο αδελφός του με μάγεψε για να πάω με το μέρος του. Δεν ξέρω βέβαια αν κατάλαβε —ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του— πως ο Βενιαμίν ήταν απλώς σέξι και με είχε προφανώς γοητεύσει, όπως δεν ξέρω αν καλά-καλά χωρούσε το μυαλό του κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω καν αν ξέρει τι πάει να πει σέξι. Ή αν απλώς το θεωρεί πιο σπάνιο από τη μαγεία και τις γητειές. Αλλά δεν μου είπε και τι είχε αποφασίσει ότι θα γινόταν με εμένα τελικά, την ώρα της μάχης. Γιατί, για να τον κάνω να πιστέψει πόσο πολύ είχα αυτοβούλως εξαρτηθεί από τον αδελφό του και τις επιθυμίες του αναφορικά με τον πόλεμο που είχε ξεκινήσει, του το υποσχέθηκα και αυτό… Ανοησία μου; Πολύ πιθανό.

Ξεφυσάω ενοχλημένη και θορυβημένη. Κι αν του ’ρθει να με πετάξει στα μετόπισθεν; Κι αν με διατάξει να πάρω ένα βιβλίο να διαβάζω όσο εκείνοι θα μάχονται με τους ανίερους αντιπάλους τους, σαν να ’μαι σχολιαρόπαιδο; Αν με έχει για τέτοια; Τι κάνω τότε; Θα τον υπακούσω; Θα πω, Ναι, εσύ είσαι το αφεντικό, σε εσένα τα χρωστάω έτσι κι αλλιώς αυτά, πηγαίνετε να διασκεδάσετε μόνοι σας;

Γιατί αυτό τού είπα…

Ξεφυσάω ξανά. Τα πράγματα είναι μπλεγμένα, και με στενοχωρεί αυτό. Και πολύ κακώς είναι τόσο μπλεγμένα. Το πράγμα ήταν ξεκάθαρο αρχικά:

Ένας πολύ επικίνδυνος άνθρωπος. Εξαιτίας του έφυγε από τη ζωή μία γυναίκαμε την οποία σχετιζόταν ο αδελφός μου.

Και τώρα ο αδελφός σου ζητάει εκδίκηση! Όμως ο φονιάς της δεν είναι άνθρωπος. Είναι κάτι πολύ χειρότερο και πολύ πιο επικίνδυνο. Ο Βενιαμίν είναι δυνατός, μα δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μαζί του, θα καταστραφεί.

Ναι, πρέπει να τον εμποδίσουμε. Γι’ αυτό ήρθα, άλλωστε. Γι’ αυτό είμαι εδώ.

Δεν θυμάμαι πια με ακρίβεια πότε ειπώθηκαν όλα αυτά —πριν δύο ώρες, το μεσημέρι, το πρωί, χθες ή πριν από χρόνια—, αλλά έκτοτε κάποια πράγματα άλλαξαν, και άλλαξαν κατά εκατόν ογδόντα μοίρες. Τώρα πια πέθαινα για το σχέδιο του Βενιαμίν, ακόμη και αν δεν είχε σχέδιο. Ακόμη και αν έκανε κάτι πολύ ηρωικό και καθόλου έξυπνο, πράγμα που πιθανότατα έτρεμε ο αδελφός του. Γι’ αυτό έτρεμε και για μένα. Γι’ αυτό και θα με έστελνε με δυσμενή μετάθεση στα μετόπισθεν, μακριά από τις όμορφες φωτιές του πολέμου.

Μα ποιος σού είπε, καλέ μου άγγελε, πως προτιμώ τη σιγουριά των μετόπισθεν;

Μα ποιος σού το είπε ότι θέλω να σωθώ;

«Καλώς», λέει.

«Τι είπες;» τον ρωτάω. Αποκλείεται να είπε καλώς. Κανείς δεν λέει καλώς. Και σίγουρα όχι ο Ισμαήλ — δεν βρίσκει τίποτε καλώς καμωμένο και αντάξιό του.

«Θα πας μαζί του, μιας και είναι αυτό που πραγματικά θέλεις, μιας και το επέλεξες. Αφού με ρωτάς,και καθόσον πρόκειται να κάνεις, όπως λες, ό,τι σού πω εγώ τελικά, αυτή είναι η απόφαση που πήρα».

Κοντοστέκεται και γυρνά προς το μέρος μου. Κοντοστέκομαι και γυρνώ προς το μέρος του.

«Μέσα στα καθήκοντα αυτού που σώζει τη ζωή κάποιου, είναι και η συντήρηση της ευτυχίας του», λέει.

«Ποιος το λέει αυτό;» ρωτάω. «Οι Κινέζοι;»

Δεν μου απαντά. Είπε ήδη αρκετά για όλο το βράδυ. Πιθανότατα και για το επόμενο.

«Ευχαριστώ», του λέω τελικά, και νιώθω να δακρύζω. Αν ήμασταν σε ταινία, τώρα θα ακούγονταν οι πρώτες νότες ενός ρομαντικού τραγουδιού για δεκατετράχρονα. Δεν είμαστε σε ταινία. «Οπότε…» συνεχίζω με δυσκολία, «οπότε θα πολεμήσουμε μαζί λοιπόν. Ωραία. Ωραία… Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι. Πόσο περήφανη και… και γεμάτη με κάνεις».

Ακούγοντας τις νότες εκείνου του σαχλοτράγουδου στο μυαλό μου, πέφτω στο στήθος του και τον σφίγγω δυνατά στην αγκαλιά μου. Και μετά τον σφίγγω λίγο περισσότερο. Ή πολύ.

«Φτάνει τώρα», λέει εκείνος και με σπρώχνει ελαφρά προς τα πίσω.

Ναι, υποθέτω πως ντρέπεται με τέτοιες συναισθηματικές εκδηλώσεις. Δεν είναι ακριβώς η φτιαξιά του αυτή, δεν είναι το στιλ του. Το στιλ του είναι να στέκεται σαν να κατάπιε μπαστούνι και να σε σώζει όταν πας να βουτήξεις από γέφυρες.

«Εντάξει», του λέω. «Πάμε να βρούμε τους άλλους. Και να με κεράσεις κάτι να φάω. Πεθαίνω της πείνας».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 48

Είμαι η μόνη που τρώω. Όχι κανένα σπουδαίο εύρημα, όχι κάποιο γεγονός που πηγαίνει μπροστά την ιστορία μας — αλλά ναι, είμαι η μόνη. Οι υπόλοιποι, εκτός από τον Ισμαήλ που κάθεται αμίλητος στην άκρη χωρίς να βάλει απολύτως τίποτε στο στόμα του, αρκούνται σε κάτι ποτά που παραγγέλνουν. Μα, αλήθεια, αυτά δεν τους πειράζουν; Πώς γίνεται να σε πειράζει και να σε κάνει να σκας σαν βαρελότο μια απλή μακαρονάδα με σάλτσα και τριμμένο τυρί και όχι ένα ουίσκι ή ένα ποτήρι Μπλάντι Μαίρη;

Καταπίνοντας μία γεμάτη πιρουνιά ακόμη, συνειδητοποιώ πως αυτό που πίνουν δεν είναι Μπλάντι Μαίρη. Λοξοκοιτάζω και βλέπω το φλασκί που πηγαινοέρχεται από χέρι σε χέρι και γεμίζει κρυφά τα αδειασμένα τους ποτήρια.

Καλέ μου Θεέ.

Δεν μιλάω. Δεν λέω τίποτε. Ας πιουν ό,τι θέλουν. Ας είναι ό,τι να ’ναι αυτό το ποτό που μοιράζονται από το φλασκί τους. Εγώ θα τελειώσω το φαγητό μου, θα πιω το νερό μου και θα καθίσω ήσυχη-ήσυχη στην άκρη να καπνίσω το τσιγάρο μου. Αυτό θα κάνω. Χωρίς ερωτήσεις, χωρίς ανησυχία, και χωρίς φόβο.

Γιατί αυτοί μού φαίνεται πως μάλλον φοβούνται.

Οι περισσότεροι τουλάχιστον — με πρώτο τον Ισμαήλ. Όσο για την Άννα, μοιάζει χαμένη στον κόσμο της και κοιτάζει κάπου πέρα μακριά καθώς αράζει στην καρέκλα της, ενώ οι δίδυμοι Τέσλα ψιθυρίζουν μυστικά ο ένας στο αυτί του άλλου με τη Χελ και τη Στρομ ξαπλωμένες στα πόδια τους φαινομενικά ήρεμες. Ο δε Βενιαμίν… ο δε Βενιαμίν με κοιτά πάνω από το ποτήρι του, καθώς πίνει μικρές-μικρές γουλιές από το ποτό του. Κι όποτε το κατεβάζει στο ύψος του πιγουνιού, γλείφει τα κόκκινα χείλη του, με προσποιητή ηδονή.

Θεέ μου.

Με κοροϊδεύει. Με εμπαίζει. Με στριμώχνει στη γωνία και δεν με αφήνει με να ξεφύγω. Είναι όλος ένας μαγνήτης, ένα πεδίο έλξης, μία ηλεκτρομαγνητική δίνη, κι εγώ ένα ελαφρύ μεταλλικό έλασμα, μια σπείρα που πετά περιστροφικά ίσια μέσα στο στόμα του, για να με καταπιεί, να με φάει και να με χωνέψει.

Ο Ισμαήλ φταίει. Ο Ισμαήλ φταίει για όλα. Αν δεν ήταν τόσο απόμακρος, τόσο κρύος, τόσο απίστευτα ψυχρός, τόσο… τόσο δειλός, δεν θα αφηνόμουν να γοητευτώ από την αύρα θηρευτή που ξεχύνεται ίδια με άγριο μέλι μέσα από τους πόρους του αδελφού του. Εύχομαι μόνο να ήταν μια στάλα έστω διεκδικητικός ο ίδιος, μια στάλα… μια στάλα ανθρώπινος. Μόνο να μην ήταν τόσο άγγελος. Για να μη με παιδεύει έτσι.

Γυρίζω και τον κοιτάζω, σκουπίζοντας τα χείλη μου με μια χαρτοπετσέτα· τουλάχιστον αισθάνομαι πολύ καλύτερα τώρα που έβαλα κάτι στο στόμα μου. Και νά, με κοιτάζει κι αυτός. Έι… Ενδιαφέρον είναι αυτό που διακρίνω στο βλέμμα του; Μακάρι. Θα ήθελα τόσο πολύ να ήταν! Αλλά ίσως δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια σκιά. Ή κάτι —μια κίνηση, μια έκλειψη, μια αλλαγή τροχιάς, οτιδήποτε—, κάτι με τα αστέρια που τρέχουν εκεί μέσα. Γιατί είναι και γεμάτος αστέρια. Που βέβαια δεν θα τα μοιραστεί ποτέ με κανέναν. Και ασφαλώς όχι με μένα. Τι μονόχνοτος άντρας…

Πίνω το νερό μου και τεντώνομαι στην καρέκλα μου. Όμορφα είναι εδώ. Ήσυχα. Καμία σχέση με την τρέλα του παραλιακού δρόμου. Σχεδόν θέλω να κάτσουμε κι άλλο σ’ αυτό το μοναχικό μπαρ-εστιατόριο, έτσι όπως είμαστε τώρα, χωρίς να μιλάμε πολύ, χωρίς να σκεφτόμαστε αυτά που είναι να έρθουν, χωρίς να σκεφτόμαστε την αποστολή μας, ή τη βία που πρόκειται να ξεσπάσει. Σιχαίνομαι τη βία, την απεχθάνομαι με κάθε μου κύτταρο, τη μισά — ωστόσο νά που δήλωσα αμέσως συμμετοχή στο σχέδιο του Βενιαμίν. Πόσο παράξενες τροχιές μπορεί να πάρει η ζωή σου αν ξαναρχίσει απ’ την αρχή. Πόσο αλλόκοτη μπορεί να είναι. Και πόσο αλλόκοτη μπορεί να είσαι κι εσύ. Τι μπορεί να σημαίνει άραγε αυτό; Ότι ήσουν από πάντα έτσι; Ότι είναι οι συνθήκες αυτές που κανονίζουν ποια εκδοχή του εαυτού σου πρέπει να παρουσιάζεις κάθε φορά στον κόσμο; Δεν ξέρω. Αλλά ίσως, ίσως, να μην είμαι τελικά, να μην είμαι πάντα εννοώ, ό,τι φοβόμουν και ό,τι ήξερα πως είμαι μια ζωή. Να μην είμαι τόσο μέτρια, τόσο χλιαρή. Ίσως. Δεν ξέρω. Και κανείς δεν θα μου το πει ποτέ με σιγουριά.

Δεν μου αρέσει αυτή η σειρά σκέψεων και καταφεύγω στα τσιγάρα μου. Τα έχω αμελήσει, κι αυτό είναι άδικο. Πρέπει να προσαρμόσω τα πάντα στη νέα εποχή. Σ’ αυτή την εποχή κυνηγιού.

Βγάζω ένα τσιγάρο, το ανάβω κάτω από το ψαθάκι μου, και αμέσως όλα είναι καλύτερα. Χαμογελάω. Κι απέναντί μου βλέπω τον άγγελό μου να κρύβει έναν αναστεναγμό.

Αλλά δεν τον κρύβει καλά.

Σβήνω το τσιγάρο μου και σηκώνομαι για να πλύνω τα χέρια μου στο μπάνιο. Όλα τα διψασμένα βλέμματα της παρέας μου, αυτής της άγριας συμμορίας, καρφώνονται επάνω μου.

«Μήπως είναι ώρα να κάνουμε κάτι;» τους λέω καθώς κοντοστέκομαι για μια στιγμή. «Πόσο ακόμα να περιμένουμε; Δεν ξέρω για εσάς, αλλά αν κάτι μού έμαθε εμένα η ζωή μου, είναι ότι ο καιρός περνάει. Και ότι ποτέ δεν είναι αρκετός. Ο χρόνος είναι η μόνη μας περιουσία».

Χαμογελάω μ’ αυτό που είπα καθώς μπαίνω μέσα στο μαγαζί και κατευθύνομαι προς τις τουαλέτες. Είπαμε: τρελαίνομαι για το μελό. Δεν είναι το άλας της γης, αλλά είναι το άρτυμα της δικής μου ζωής. Και, ναι, τυχαίνει να είμαι μελό. Και τι μ’ αυτό δηλαδή;

Η πόρτα του μπάνιου κλείνει πίσω μου με ένα κλικ και χαμογελώ πάλι, κοιτώντας το είδωλό μου στον καθρέφτη. Ναι, είμαι μια άλλη.

Και μάλλον είμαι και ωραία. Ή και πολύ. Ή όσο μού φτάνει· ή όσο αρκεί για να φτάνει και να περισσεύει στους άλλους· ή όσο θέλω.

Στέλνω ένα φιλί στον καθρέφτη, αλά Μέριλιν, με το ένα μάτι κλειστό.

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice

Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ