Βιβλιο

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της

Μυθιστόρημα - 1ο Μέρος (01/12/23)

Μυρσίνη Ελευθερίου
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Τα βιβλία μου. Απλώνω το χέρι μου στο ράφι και χαϊδεύω τις ράχες τους. Η καρδιά μου μελώνει για λίγο, και ίσως να δακρύζω και μια στάλα. Ίσως.

Είναι πέντε όλα κι όλα. Ούτε πολλά, ούτε λίγα. Αλλά είναι και τα πέντε δικά μου, και δεν μπορώ παρά να τα αγαπώ. Όπως τα αγαπούν και πολλές άλλες γυναίκες. Ανέλπιστα πολλές. Κατά μία έννοια, αυτά τα πέντε βιβλία δεν είναι μόνο δικά μου επειδή έτυχε να τα γράψω εγώ. Είναι μαζί και όλων εκείνων των γυναικών που τα αγόρασαν, τα διάβασαν, τα έβαλαν βιαστικά πίσω στην τσάντα τους καθώς έβγαιναν από το βαγόνι του μετρό για να πάνε στη δουλειά ή ενώ κατέβαιναν από το λεωφορείο στη στάση τους επιστρέφοντας στο σπίτι, τα ακούμπησαν στο κομοδίνο τους με έναν σελιδοδείκτη να τους θυμίζει σε ποιο σημείο νικήθηκαν από τον ύπνο, ή τα στοίβαξαν μαζί με άλλα διαβασμένα βιβλία στη βιβλιοθήκη ή στο σύνθετο· όλων εκείνων των γυναικών που τα άφησαν να μπουν στη ζωή τους, και να την αλλάξουν λιγάκι.

Το κακό είναι ότι καμιά τους δεν ξέρει ότι είναι δικά μου. Ή, έστω, και δικά μου. Και δεν το ξέρει καμιά τους, γιατί απλούστατα δεν έχουν το όνομά μου τυπωμένο επάνω τους. Κανένα από τα πέντε. Συγγραφέας τους φαίνεται να είναι κάποια Μαίρη Νόρντικ.

Μαίρη Νόρντικ…

Κι εγώ λέγομαι Μαίρη. Αλλά όχι Νόρντικ. Φυσικά και δεν λέγομαι Νόρντικ. Κανείς δεν λέγεται Νόρντικ.

Παρ’ όλα αυτά όμως, η Μαίρη Νόρντικ είμαι εγώ. Εγώ, και άλλη καμία. Κι ας μην το ξέρουν οι αναγνώστριές μου.

Αλλά έχει και χειρότερο. Φυσικά και έχει. Το εξής: δεν θα ξαναείμαι πια η συγγραφέας τους, δεν θα ξαναείμαι πια η Μαίρη Νόρντικ, και δεν θα ξαναείμαι πια η Μαίρη σκέτο. Δεν θα ξαναείμαι τίποτε. Όχι πια. Για την ακρίβεια, όχι από τις 10:10 σήμερα το πρωί — εκείνη την ώρα που χαμογελάνε τα ρολόγια με δείκτες, την αγαπημένη ώρα των κλασικών ωρολογίων χειρός και των διαφημιστών τους στα περιοδικά μόδας.

Το στριφογυρίζω λιγάκι στο μυαλό μου αυτό, και χαμογελώ. Λοιπόν, είναι αστείο, αν το καλοσκεφτείς. Ένα από τα πρώτα πράγματα που θα γίνουν όταν τελειώσουν όλα αυτά, μερικές ώρες ή έστω μια-δυο μέρες μετά τις 10:10 σήμερα το πρωί, είναι η αποκάλυψη της αλήθειας: ο εκδότης μου θα φανερώσει την πραγματικότητα, γιατί πια η ιστορία με το ψευδώνυμό μου δεν θα έχει καμία απολύτως σημασία, ή αξία, και δεν θα μπορεί να εξαργυρωθεί. Δεν θα υπάρξει άλλο μυθιστόρημα της Μαίρης Νόρντικ. Όχι πια. Από την άλλη όμως —κι εδώ είναι το ωραίο, εδώ είναι το ζουμί— τα πέντε αυτά βιβλία θα μπορούσαν να κάνουν μία καινούργια καριέρα με το πραγματικό μου όνομα. Με τη διαφορά ότι εγώ δεν θα είμαι πια εδώ για να το ζήσω.

Δεν θα είμαι πια εδώ για να ζήσω οτιδήποτε, εδώ που τα λέμε. Τετέλεσται.

Ρουφώντας τη μύτη μου, παίρνω τα δάχτυλά μου από τα βιβλία της Μαίρης Νόρντικ και σκουπίζω γρήγορα τα μάτια μου.

Δεν πειράζει, σκέφτομαι. Δεν μπορεί να τα έχει όλα κανείς σ’ αυτό τον κόσμο. Καλά ήταν μέχρι εδώ.

«Καλά;»

Η Βαριεστημένη, Αυστηρή Φωνή μέσα στο κεφάλι μου είναι ειρωνική. Σαρκαστική. Μακάρι να ήταν ένα χαρτί, να το ’παιρνα στα χέρια μου, να το τσαλάκωνα και να το πετούσα στον κάλαθο των αχρήστων. Να το πετούσα στα σκουπίδια.

«Καλά;» ξαναλέει. «Αλήθεια τώρα;»

Αναστενάζω και απομακρύνομαι από τη βιβλιοθήκη μου. Έχει δίκιο. Το ξέρω. Δεν ήταν και πολύ καλά. Τα πράγματα θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να είχαν πάει πολύ καλύτερα. Ή, έστω, κάπως καλύτερα.

Δεν πήγαν.

Δεν πήγαν καθόλου καλύτερα.

Και νά που έφτασαν και εδώ που έφτασαν. Στρέφω το κεφάλι μου και κοιτάζω το ρολόι στον πέρα τοίχο. Ένα ωραίο ρολόι που πήρα από το ΙΚΕΑ. 07:15. Εδώ έφτασαν. Έφτασαν στο σημείο να μην υπάρχει τίποτε πια. Και όχι αύριο ή μεθαύριο, αλλά σε κάτι λιγότερο από τρεις ώρες. Γιατί, το είπαμε — στις 10:10, όλα θα έχουν τελειώσει.

Λοιπόν, ναι, τα πράγματα με μένα θα μπορούσαν πράγματι να είχαν πάει πολύ καλύτερα. Ή έστω, κάπως καλύτερα. Λίγο. Τόσο δα.

Αλλά τι να κάνουμε τώρα. Τι μπορούμε να κάνουμε; Τίποτε.

Σκουπίζω πάλι τα μάτια μου, ξαναρουφάω τη μύτη μου και, στρέφοντας την πλάτη στη βιβλιοθήκη, πάω προς την άλλη μεριά της σαλοκουζίνας μου για να φτιάξω έναν καφέ. Έχω ανάγκη από έναν καλό, δυνατό καφέ.

Μελλοθάνατη, ποιο θέλεις να είναι το τελευταίο σου γεύμα;

Φτιάξτε μου έναν στρέτο εσπρέσο, παρακαλώ. Θα προσέθετα, Με στέβια, αλλά έχω κόψει κάθε γλυκαντική ουσία εδώ και αιώνες.

Όμως, ενώ έχω κάνει μερικά βήματα, ξαναγυρίζω απότομα, πηγαίνω στη βιβλιοθήκη και βγάζω από το ράφι το πρώτο-πρώτο από τα βιβλία μου, τα Γαλάζια μάτια της καταχνιάς.

Α, ναι: τα Γαλάζια μάτια της καταχνιάς

Κάτι σαν ηλεκτρισμός με διαπερνά μόλις το πιάνω. Στατικός ηλεκτρισμός. Μια κυματιστή αστραπή που τρέχει παγωμένη στη ραχοκοκαλιά μου.

Ξεφυσάω. Και διασχίζω επιτέλους τη σαλοκουζίνα μου για εκείνο τον καφέ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Βάζω τα δυνατά μου να τον κάνω όσο καλύτερο γίνεται, αν και δεν είμαι σίγουρη πως μπορεί κανείς να βάλει πράγματι τα δυνατά του όταν χρησιμοποιεί κάψουλες και μία φτηνή μηχανή, και όχι φρεσκοαλεσμένους κόκκους καφέ και μία κανονική εσπρεσιέρα. Παρ’ όλα αυτά, κάνω ό,τι μπορώ. Έχω καθήκον απέναντι στον εαυτό μου. Κάψουλα-ξεκάψουλα, αυτός εδώ θα είναι ο τελευταίος μου καφές. Οπότε πρέπει να είναι καλός.

Και, ναι, νομίζω ότι τον πέτυχα. Ή, έστω, τον πέτυχε η μηχανή μου. Έβαλα όμως κι εγώ το χεράκι μου. Άφησα το νερό να ζεσταθεί καλά μέσα της, χωρίς να βιάζομαι — αν πατήσεις το κουμπί αμέσως μόλις γίνει πράσινο, έχεις ξεκινήσει στραβά. Οπότε, άφησα το νερό να πιάσει την καλύτερη δυνατή θερμοκρασία. Έπειτα έπιασα το μικρό φλιτζανάκι από το χερούλι και το κράτησα ελαφρώς λοξεμένο, δύο εκατοστά κάτω από το ακροφύσιο της μηχανής —αν το λένε πράγματι έτσι—, γιατί θεωρώ πως το ύψος της ροής παραείναι μεγάλο για να γίνει σωστό καϊμάκι. Η ίδια η μηχανή μου έχει κατασκευαστικό πρόβλημα. Φαντάσου… Και, κοίτα να δεις λοιπόν, ο καφές χύνεται στο φλιτζάνι με μια λεπτή, στριφογυριστή ροή, σαν τις πρώτες σταγόνες που έβγαλε εκείνη η πηγή του Μωυσή στην έρημο, και το καϊμάκι είναι στ’ αλήθεια καϊμάκι, και όχι απλώς ένα ανοιχτό καφετί χρώμα πάνω από το μαύρο τού καφέ. Και είναι ακριβώς στο επιθυμητό ύψος: ενάμισι εκατοστό από το βάθος του φλιτζανιού. Ωραία, ωραία. Πολύ ωραία. Η ζωή είναι υπέροχη. Η ζωή είναι τέλεια. Και μοσχομυριστή σαν καφές.

Αναστενάζω και ακουμπώ το φλιτζανάκι στη νησίδα, πάνω σε ένα αρχαίο σουβέρ με τη διαφήμιση μιας άγνωστής μου μπίρας. Δεν θυμάμαι πώς και πότε βρέθηκε στο σπίτι μου αυτό το σουβέρ, αλλά είναι πάντα εκεί, στη θέση του, και το χρησιμοποιώ συχνά, σχεδόν κάθε μέρα. Είναι ένα ήσυχο, καλόγνωμο σουβέρ. Σαν κι εμένα. Κάθομαι στο ψηλό σκαμπό και κοιτάω: το σουβέρ που δεν ταιριάζει καθόλου με το φλιτζάνι του καφέ· το καϊμάκι· και μια ξανθωπή φουσκάλα που μόλις σκάει μπροστά στα μάτια μου με ένα άηχο παφ. Μυρίζει όμορφα. Μοσχοβολάει. Δοκιμάζω μια γουλιά. Ωραίος είναι, ναι. Καλός. Ικανοποιητικός. Για κάψουλα τέλος πάντων.

Αναστενάζω ξανά και ανοίγω το μεσαίο συρτάρι της νησίδας. Βγάζω έξω το κουτί με τα φάρμακα. Έπειτα βγάζω το άλλο κουτί από κάτω του, με τα σύνεργα ραπτικής. Το ανοίγω. Και βγάζω από μέσα του κλωστές, βελόνες, κουβαρίστρες, μία μεζούρα — και ένα πακέτο τσιγάρα.

Το αγόρασα χθες.

«Ένα πακέτο τσιγάρα», είπα στον περιπτερά.

«Τι τσιγάρα θέλετε;» μου είπε.

«Δεν έχω πρόβλημα», του είπα.

Δεν μου είπε κάτι άλλο.

Κοίταξε προς τα δεξιά του, άπλωσε το χέρι, το μετάνιωσε, κοίταξε αριστερά του και λίγο λοξά, άπλωσε το άλλο χέρι και έπιασε ένα λεπτό κρεμ πακέτο με μια εικόνα χειρουργείου στο κάτω του μισό.

«Σας κάνουν αυτά;» με ρώτησε.

«Ναι», του είπα. «Και έναν αναπτήρα, παρακαλώ».

Αυτά έγιναν χθες.

Ψάχνω μέσα στις κλωστές και ανασύρω και τον αναπτήρα. Τον αφήνω δίπλα στον καφέ μου. Ξετυλίγω το πακέτο από το λεπτό πλαστικό που το προστατεύει. Το ανοίγω. Βγάζω έξω ένα τσιγάρο τραβώντας το με τα νύχια. Το φέρνω στο στόμα μου.

Και ξαφνικά με ζώνουν οι αμφιβολίες. Δεν έχω ιδέα γιατί το κάνω αυτό. Όπως δεν έχω ιδέα για ποιο λόγο είχα κρύψει τα τσιγάρα, λες και θα με έπιανα στα πράσα και θα μου έβαζα τιμωρία, ή λες και ντρεπόμουν γι’ αυτή μου την αποκοτιά. Αλλά βασικά το πρόβλημα είναι άλλο: δεν έχω καπνίσει ποτέ μου· δεν νομίζω να καπνίζει κανένας γνωστός μου· και γενικά έχω την εντύπωση πως πια ο κόσμος δεν καπνίζει. Οπότε, γιατί εγώ; Και γιατί τώρα; Ερωτηματικά.

Ας είναι.

Ανάβω το τσιγάρο με μία γρήγορη, αποφασιστική κίνηση.

Περιμένω ότι θα βήξω. Ότι θα πνιγώ και θα βήξω.

Δεν βήχω.

Ρουφάω λίγο καπνό ακόμη. Τίποτε πάλι.

Αλλά όχι. Περίμενε. Νά που τώρα βήχω λιγάκι.

Καπνίζω κι άλλο, με τα μάτια μισόκλειστα, φυσώντας τον καπνό από τη μύτη, και παρατηρώ ότι στο τσιγάρο μου έχει πλέον σχηματιστεί ενός λεπτός και εύθραυστος κύλινδρος λευκόγκριζης στάχτης μήκους περίπου τριών εκατοστών. Από στιγμή σε στιγμή θα πέσει και θα τα κάνει όλα χάλια.

Έπρεπε να φροντίσω και για ένα τασάκι. Το αμέλησα. Είμαι άσχετη.

Σηκώνομαι κρατώντας το τσιγάρο προσεκτικά, με το άλλο μου χέρι από κάτω, και το σβήνω στον νεροχύτη. Το πετάω στα σκουπίδια, βγάζω τη σακούλα έξω και τη δένω κάνοντας φιόγκο την κίτρινη κορδέλα της. Είναι άδεια, καθώς είχα πετάξει τα σκουπίδια μόλις χθες το βράδυ.

Δεν πειράζει.

Βάζω καινούργια σακούλα σκουπιδιών στον κάδο. Και τακτοποιώ. Τακτοποιώ πράγματα που είναι ήδη τακτοποιημένα. Τα ελέγχω όλα ξανά, και τα βρίσκω καλά. Αναστενάζω ξανά, κάπως θεατρικά αυτή τη φορά, ξανακάθομαι στο σκαμπό και ακουμπώ και τα δέκα μου δάχτυλα πάνω στο βιβλίο μου, με τα μάτια καρφωμένα στον τίτλο του: Τα γαλάζια μάτια της καταχνιάς. Μετά, χιλιοστό το χιλιοστό, σέρνω το βιβλίο προς το μέρος μου.

Στο εξώφυλλο, δεσπόζει η φωτογραφία ενός νεαρού άντρα. Ενός αντρικού μοντέλου. Είναι γυμνός από τη μέση και πάνω· ίσως να είναι ολότελα γυμνός, αλλά δεν θα το μάθουμε ποτέ. Η φωτογραφία κόβεται λίγα χιλιοστά κάτω από τους κοιλιακούς του. Και τι κοιλιακοί. Φαίνεται λες και δεν κάνει τίποτε άλλο όλη την ημέρα από το να τους γυμνάζει, με μία ποικιλία από ευφάνταστους τρόπους. Όπως και καθετί επάνω του, δηλαδή. Ώμους, μπράτσα, όλα αυτά. Τα γυμνάζει όλα εξαντλητικά, τα φέρνει στα όριά τους. Έχει το κεφάλι του στραμμένο προς τα δεξιά, όχι για να κοιτάξει κάπου ή κάποιον —κάποιαν— αλλά απλώς για χάρη της πόζας. Είναι όλος αυτό που λέμε «ηδυπάθεια». Τα φρύδια του είναι ελαφρώς γερμένα, λες και σκέφτεται κάτι ή πάει να βγάλει σέλφι. Τα χείλη του φουσκωμένα, επίσης ελαφρώς, πάλι λες και βγαίνει σέλφι. Και… αυτά. Δεν έχει κάτι άλλο. Δεν λέει κάτι άλλο. Δεν μας προετοιμάζει για οτιδήποτε. Α, πόσο κρίμα.

Τώρα, κάπου πάνω από το κεφάλι του, είναι γραμμένο το όνομά μου με λεπτά κόκκινα γράμματα. Το όνομά «μου»: Μαίρη Νόρντικ. Είπαμε, αυτή η άλλη γυναίκα είμαι εγώ. Εγώ, και καμία άλλη. Πιο χαμηλά, κάπου κάτω από το κέντρο, και βασικά πάνω στο μέσον των υπερβολικά καλογυμνασμένων κοιλιακών του, είναι γραμμένος ο τίτλος του βιβλίου, με κεφαλαία γράμματα: Τα γαλάζια μάτια της καταχνιάς. Και είναι κάπως αστείο, γιατί, αν το παρατηρήσεις, ο νεαρός με τους κοιλιακούς έχει καστανά μάτια. Και γενικά είναι μάλλον μελαχρινός. Καστανομελάχρινος. Ψιλοπράγματα όμως, δεν πειράζει: «Δε βαριέσαι». Η ονομασία του εκδοτικού οίκου δεν υπάρχει στο εξώφυλλο, λες και ο εκδότης ντρεπόταν να βάλει τη σφραγίδα του εκεί, για να τη βλέπει αμέσως όλος ο κόσμος. Υπάρχει μόνο το σήμα του εκδοτικού στη ράχη —ένα δελφίνι που πηδάει έξω από το νερό— και, με ψιλά γράμματα, η ονομασία κάτω χαμηλά στο οπισθόφυλλο, σχεδόν κρυμμένη δίπλα από ένα ακόμη δελφίνι που πηδάει έξω από το νερό: ΕΚΔΟΣΕΙΣ FLIPPER.

Πιάνω το βιβλίο —είναι μία έκδοση τσέπης, κοντόχοντρη και ελαφριά— και με τα δυο μου χέρια και το φέρνω κοντά στη μύτη μου για να το μυρίσω. Μυρίζει κάπως απαίσια. Κάτι σαν μούχλα. Το ξεσκόνισμα δεν είναι το φόρτε μου. Κι αυτό που λένε όλοι για την όμορφη μυρωδιά των βιβλίων δεν ισχύει για τα βιβλία γενικά — ισχύει για τα βιβλία που μόλις βγήκαν από το βιβλιοδετείο, το κανονικό βιβλιοδετείο, με τις βαμβακερές κλωστές τους και τις κόλλες τους. Δεν ισχύει για τα βιβλία τσέπης που βγαίνουν δέκα-δέκα από τη μηχανή.

Όχι ότι έχω τίποτα με τα βιβλία τσέπης. Ίσα-ίσα, τα αγαπώ. Εγώ κι αυτά, είμαστε ένα. Αν ήμουν βιβλίο, θα ήμουν βιβλίο τσέπης. Βιβλίο περιπτέρου.

Η ευωδιά των βιβλίων αφορά επίσης τα παλιά βιβλία. Όχι όμως τα δικά μας όταν θα παλιώσουν, αλλά τα ήδη παλιά βιβλία. Αυτά με τα βαριά εξώφυλλα, τα δερμάτινα καλύμματα και τα συναφή. Βασικά, κανείς δεν ξέρει πώς θα μυρίζουν τα σημερινά βιβλία μετά από εκατό χρόνια. Κανείς δεν μπορεί να μας το εγγυηθεί. Και, εδώ που τα λέμε, καλύτερα που δεν θα μάθουμε. Κάτι μού λέει πως δεν θα μοσχοβολάνε κιόλας.

Στριφογυρίζω λίγο το πρώτο μου μυθιστόρημα —το πρώτο μυθιστόρημα της Μαίρη Νόρντικ, τέλος πάντων— και με τον αντίχειρά μου περιτρέχω τις σελίδες του πιάνοντάς τες από την κάτω δεξιά γωνία και αφήνοντάς τες να ξεφυλλιστούν γρήγορα από την τελευταία μέχρι την πρώτη, βγάζοντας έναν ήχο από φουρφούρι. Τα μάτια μου βουρκώνουν πάλι και τα σηκώνω ψηλά ανοιγοκλείνοντάς τα. Και, όπως βλέπω στο μεγάλο ρολόι τοίχου από το ΙΚΕΑ, είναι 7:25. Και ο καφές μου κρύωσε για τα καλά: δεν ήπια παραπάνω από εκείνη την πρώτη γουλιά. Που τη χάλασα με τη γεύση του τσιγάρου.

Ή μάλλον ψέματα, δεν κρύωσε. Ακόμα χειρότερα: είναι χλιαρός. Όπως κι εγώ. Ο καφές μου έγινε όπως εγώ, και εγώ είμαι πάντα, πάντα, όπως ο καφές μου. Είμαι μέτρια κι εγώ — χλιαρή. Κι αν υπάρχει κάτι που το ξέρω καλά, είναι αυτό εδώ: δεν είναι καλό να είσαι μέτριος και χλιαρός. Αυτή είναι μία μεγάλη, μία στρογγυλή, ατόφια αλήθεια. Και δεν είμαι μόνο εγώ που το λέει και το πιστεύει. Το λέει ακόμη ένας συγγραφέας, πολύ καλύτερος από τη Μαίρη Νόρντικ, αν και όχι το ίδιο έμπειρος, καθώς έχει γράψει μόνο ένα βιβλίο όλο κι όλο, και μάλιστα μικρό, νουβέλα. Ο Ιωάννης. Εκείνος ο Ιωάννης, ναι. Αυτός που μας λέει ότι ο Θεός είπε, «Γνωρίζω τα έργα σου· ξέρω ότι δεν είσαι ούτε ψυχρός, ούτε ζεστός. Μακάρι να ήσουν είτε ψυχρός είτε ζεστός. Επειδή όμως εσύ είσαι χλιαρός, και ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, θα σε ξεράσω από το στόμα μου».

Αυτά λέει. Και, για όνομα του Θεού, για μένα τα λέει. Και με τρομάζει.

Θα σε ξεράσω από το στόμα μου.

Χριστούλη μου.

Εντάξει, είναι ο Ιωάννης, ένας μάλλον εντελώς θεοπάλαβος τύπος, και είναι η Αποκάλυψη (εδάφιο 3, στίχοι 15-16, για την ακρίβεια), αλλά και πάλι… Αλλά και πάλι, όποτε το σκέφτομαι ανατριχιάζω.

Όφελον ψυχρός ής ή ζεστός. Μακάρι να ήσουν είτε ψυχρός είτε ζεστός.

Αλλά δεν είσαι. Όχι, δεν είμαι.

Μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματός μου.

Ο καφές με πνίγει, και σαν την τρελή πιάνω ένα μονίμως άδειο λευκό βάζο από δίπλα και τον φτύνω μέσα για να μην τα κάνω όλα χάλια. Δεν πρέπει να σκέφτομαι την Αποκάλυψη όταν πίνω καφέ.

Με έναν αναστεναγμό, και αφού πρώτα σκουπίσω γερά τα χείλη μου με μια χαρτοπετσέτα σαν να σβήνω με το σφουγγάρι εκείνες τις ανόητες σκέψεις για τη χλιαρότητα και την Αποκάλυψη, αφήνω τα Γαλάζια μάτια της καταχνιάς πάνω στη νησίδα, εξακολουθώντας όμως να κοιτάζω εκείνο το αγόρι στο εξώφυλλο λοξεύοντας μια στάλα το κεφάλι μου. Λοιπόν, όχι. Δεν μοιάζει καθόλου με τον Βλαντιμίρ. Ούτε κατά διάνοια. Έστω, μοιάζουν μόνο στο στόμα. Κατά τα άλλα, έχουν ελάχιστα κοινά. Μηδαμινά. Ο Βλαντιμίρ, για παράδειγμα, έχει ένα μουσάκι, όπως αυτό που στόλιζε το πρόσωπο των Τριών Σωματοφυλάκων, είναι ξανθός, με μαλλί σχεδόν ξασπρισμένο, και βέβαια, όπως το υπαινίσσεται ήδη ο τίτλος, γαλανομάτης — προφανώς· το είπαμε. Όμως στη γυαλάδα των ματιών του «ταξιδεύουν οι αιώνες», ενώ «θύελλες μαίνονται μέσα τους, και τρικυμίες που απειλούν να σε παρασύρουν σε κολασμένες αβύσσους χωρίς σωτηρία». Λοιπόν, για τέτοια μάτια μιλάμε. Για τόση καταχνιά.

Αχ… ο Βλαντιμίρ. Αχ ο Βλαντιμίρ Ντρέικ.

Ωραίο όνομα, ε; Ωραίο.

Βλαντιμίρ από το Βλαντ, και Ντρέικ… Ντρέικ;

Ντρέικ από το Ντράκουλ. Βλαντ Ντράκουλ, κυρίες μου. Α, ναι, ναι, ναι: Βλαντ Ντράκουλ, ο Κόμης Δράκουλας αυτοπροσώπως!

Βεβαίως. Τον ξέρατε ήδη λοιπόν. Αυτός ήταν ο Βλαντιμίρ μου. Αυτός, και άλλος κανείς.

Και, ναι: ήταν. Ήταν και δεν θα ξαναείναι πια.

Αλλά έζησε πάντως μέσα σε πέντε χοντρά μυθιστορήματα (ή έστω: κοντόχοντρα), και πέρασε μάλλον καλά εκεί μέσα. Μπορεί μεν να έμπλεξε σε χίλιες δυο θανάσιμες περιπέτειες, να κινδύνεψε από χίλιους τρομακτικούς κινδύνους, να τον κυνήγησαν μυριάδες ορκισμένοι εχθροί θέλοντας να μπήξουν ένα κοφτερό παλούκι στην καρδιά του και να κόψουν με μανία και ηδονή το κεφάλι του, μπορεί, μπορεί, μπορεί — αλλά πάντα κατάφερνε να τους ξεφεύγει την τελευταία στιγμή, και πάντα μα πάντα έβγαινε αυτός νικητής στο τέλος. Και ο συγκεκριμένος ήταν μόνο ο ένας λόγος που ο Βλαντιμίρ μου πέρασε καλά στα βιβλία του. Στα βιβλία που έγραψα για χάρη του.

Ο άλλος ήταν η Μίνα Χέλσινγκ. Η Μίνα Χέλσινγκ — η αγαπημένη του.

Ναι, ξέρω πως τα έχω μπερδέψει λιγάκι. Το ξέρω, το ξέρω, επίτηδες το έκανα. Δεν ήθελα ο δικός μου Βλαντιμίρ να είναι ο κανονικός Κόμης Δράκουλας, με φοδραρισμένες μπέρτες να κρέμονται από τους ώμους του και μισοερειπωμένα κάστρα να υψώνονται πέρα στο φόντο. Καμία σχέση. Ήθελα να είναι νέος, σύγχρονος, μοντέρνος, σέξι, hot, απίθανος και πέρα για πέρα ερωτεύσιμος. Για να μην πω για την οικονομική του επιφάνεια και τα πανάκριβα υπερσύγχρονα αυτοκίνητα που οδηγούσε. Και για όλα τα άλλα. Όπως επίσης δεν ήθελα η Μίνα να είναι… Όχι, ψέματα: η Μίνα είναι σαν την κανονική Μίνα η μισή, γλυκούλα και αθώα, και σαν απόγονος του Βαν Χέλσινγκ η άλλη μισή. Δηλαδή θύμα και κυνηγός μαζί.

Θύμα και κυνηγός, ναι — η Μίνα, η Μίνα μου.

Δηλαδή… εγώ.

Δεν ντρέπομαι να το πω: ομολογώ πως το πρότυπο για τη Μίνα δεν ήταν τόσο η μυθιστορηματική της απεικόνιση στο μυθιστόρημα του Μπραμ Στόκερ, τον περίφημο Δράκουλα. Όχι. Από εκεί δεν πήρα σχεδόν παρά μόνο το όνομα. Η Μίνα στα βιβλία μου είναι… είμαι εγώ, ή τέλος πάντων όπως εγώ θέλω να φαντάζομαι τον εαυτό μου. Η Μίνα…

Διόρθωση: όπως ήθελα να τον φαντάζομαι. Η Μίνα μού μοιάζει, αν και εγώ δεν μοιάζω καθόλου στη Μίνα. Και συγγνώμη για το οξύμωρο του πράγματος, συγγνώμη για την ανακολουθία.

Η Μίνα —για να δώσω ένα παράδειγμα— είναι δυναμική· εγώ όχι, αλλά όφειλα να είμαι. Η Μίνα είναι χειραφετημένη· εγώ όχι, αλλά όφειλα να είμαι. Η Μίνα είναι σκληρό καρύδι· εγώ όχι, αλλά όφειλα να είμαι. Η Μίνα μπορεί να κρεμαστεί με δύο δάχτυλα από το περβάζι ενός παραθύρου, εκατό μέτρα πάνω από ένα αφρισμένο ποτάμι, και να μη σηκώσει παλμό· εγώ όχι, και, ξανά όχι, αυτό δεν το όφειλα, για όνομα του Θεού, ποιος θέλει να κρεμιέται από περβάζια; Και βέβαια η Μίνα είναι υπερσέξι· εγώ όχι, αλλά δεν θα με πείραζε και να ήμουν. Είπαμε: η Μίνα, η κυνηγός και ερωμένη του Βλαντιμίρ είναι εγώ, όπως ήθελα να ήμουν.

Όπως θα ήθελα να ήμουν αν δεν ήμουν εγώ. Με την εξαίρεση αυτού του κόλπου με τα παράθυρα και τα λοιπά ακροβατικά.

Νομίζω είμαι σαφής.

Μισοκλείνω τα μάτια, σπρώχνω το βιβλίο λίγο παραπέρα και πιάνω πάλι τον καφέ μου λες και σκέφτομαι κάτι τρομερά σημαντικό, πράγμα που δεν ισχύει. Τώρα πια ο εσπρέσο μου κρύωσε στ’ αλήθεια, δεν είναι πια χλιαρός. Αλλά δεν πειράζει, θα τον πιω. Δεν θέλω να πάει χαμένος ο τελευταίος μου καφές σ’ αυτό τον κόσμο.

Αφήνω το άδειο φλιτζανάκι πάνω στο σουβέρ της μπίρας και αναστενάζω, με το μυαλό μου να ξεγλιστρά πάλι στη Μίνα και στον άντρα που λάτρευε όσο τίποτε άλλο στον κόσμο, μα που η μοίρα τα είχε φέρει ανάποδα και όφειλε να τον σκοτώσει. Πράγμα όχι εύκολο, βέβαια. Δεν μιλάμε για έναν όποιον κι όποιον βρικόλακα, μιλάμε για τον Κόμη Δράκουλα αυτοπροσώπως. Τα είπαμε αυτά. Κι έπειτα, κατά βάθος, η Μίνα δεν θέλει να σκοτώσει τον μακάβριο εραστή της. Εδώ είναι το ωραίο. Και γιατί δεν θέλει; Ε, πώς να το κάνουμε; Δεν σκοτώνεις το πιο σέξι αρσενικό στον κόσμο, έτσι δεν είναι; Έτσι είναι. Απλώς τον κυνηγάς συνέχεια, και δεν χάνεις την ευκαιρία να είσαι… κοντά του. Όσο πιο κοντά του γίνεται. Δεν χάνεις την ευκαιρία «να γεύεσαι την αψάδα των καυτών του φιλιών όπως έγερνε ολόκληρος πάνω από το σώμα σου». Δεν χάνεις την ευκαιρία «να λικνίζεσαι φυλακισμένη στους σμιλεμένους μυς των ατσάλινων μπράτσων του» και να «τυλίγεσαι από την υπνωτιστική μυρωδιά του αρώματος που απέπνεαν τα μαλλιά του, ιδρωμένα καθώς ήταν από εκείνο τον ολέθρια σαγηνευτικό χορό των σωμάτων τους».

Ναι, τέτοια γράφω στα βιβλία μου.

Και, ναι, η Μίνα ήταν κυνηγός βρικολάκων από οικογενειακή παράδοση — αλλά δεν ήταν χαζή.

Η χαζή ήμουν εγώ που δεν είχα εξασφαλίσει μεγαλύτερα ποσοστά από τα βιβλία.

Γιατί τα βιβλία μου με τον Βλαντιμίρ και τη Μίνα, αυτούς τους κολασμένους εραστές, πήγαν καλά. Πήγαν καλά όσο όλα τα άλλα πράγματα της ζωής μου μαζί… επί χίλια. Γιατί, για να το πω πιο απλά, τίποτε άλλο δεν πήγαινε καλά. Όλα τα άλλα —θαρρώ το ξανάπα— πήγαιναν μέτρια και χλιαρά. Μόνο αυτά πήγαιναν καλά — τα βιβλία. Και όχι καλά: τέλεια.

Μόνο τα βιβλία με τον Βλαντιμίρ και τη Μίνα. Και ποιος θα το ’λεγε…

Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.