Βιβλιο

Γιώργος Στόγιας: «Από τη στιγμή που το βιβλίο έχει φύγει από τον έλεγχό μου, δεν πιστεύω ότι έχω πάνω του εξουσία»

Μια συζήτηση με αφορμή το μυθιστόρημά του «Όχι δεν χωριζόμαστε» (εκδ. Μελάνι)

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 881
15’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο Γιώργος Στόγιας.

Γιώργος Στόγιας: Συνέντευξη για το νέο του βιβλίο «Όχι δεν χωριζόμαστε» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι 

Μια παιδική κατασκήνωση, ένας ενήλικος υπαρχηγός σε υπαρξιακή κρίση κι ένα καλοκαίρι που όλα μπορεί να συμβούν. Μιλάμε με τον Γιώργο Στόγια για τον ήρωα του τελευταίου του μυθιστορήματος «Όχι δεν χωριζόμαστε» (εκδόσεις Μελάνι) και όλα αυτά που τους κατατρύχουν, και τον Αλέξη και τον συγγραφέα. 

Ο ήρωάς σου αντλεί στοιχεία από τον σαλιντζερικό εφιάλτη του Χόλντεν Κόλφιλντ. 
Όπως οι δίσκοι που λιώσαμε στην εφηβεία έχουν κολλήσει στα τοιχώματα της καρδιάς μας, έτσι κουβαλάμε και τα αντίστοιχα βιβλία. Έχεις δίκιο, εκεί υπάρχει «Ο φύλακας στη σίκαλη», αλλά και οι δύο «Τροπικοί» του Χένρι Μίλλερ που έχουν επηρεάσει καθοριστικά την ευαισθησία, την προσωπικότητα και αναπόφευκτα τη γραφή μου (όχι αναγκαστικά προς το καλύτερο, ίσως γιατί τα έπαιρνα απολύτως τοις μετρητοίς). Πιο κοντά στον Κόφιλντ είναι η πρωτοετής φοιτήτρια ηρωίδα από το μυθιστόρημά μου «Εαρινό εξάμηνο». Ο Αλέξης έχει μια σχετική σοφία της ενήλικης εμπειρίας, όπως και μια πραγματική ζωή (οικογένεια, δουλειά), που πρακτικά φαίνεται ότι είναι διατεθειμένος να την κάψει, αρκεί να μπορέσει να μείνει λίγο περισσότερο κάτω από τον αδυσώπητο ήλιο του ατελείωτου καλοκαιριού.

Πολιτικά συντηρητικός, αλλά αισθητικά ριζοσπάστης· ένας μπαμπόγερος που παλιμπαιδίζει ή μια ψυχή που σπαρταρά και δεν παραδίδεται; Μίλησέ μου για τον Αλέξη σου.
Ο Αλέξης είναι ό,τι χειρότερο μπορείς να σκεφτείς για αυτόν, αλλά και ό,τι καλύτερο. Υπήρξαν αναγνώστες που τον προσέλαβαν εξαρχής ως ένα τέρας και επιθυμούσαν την εξάλειψή του, υπήρξαν και άλλοι που ταυτίστηκαν απολύτως μαζί του, πανηγύριζαν για τις επιτυχίες του και θλίβονταν για τα πάθη του. Ακόμα και να το ήθελα, δεν θα μπορούσα να δώσω γραμμή για τη σωστή ερμηνεία. Αυτό που ξέρω σίγουρα όμως είναι ότι στο ξεκίνημα ήμουν πολύ κακός μαζί του. Ήταν σαν να πρωταγωνιστούσε σε μια σεξοκωμωδία με υπαρξιακές αντηχήσεις, και το κοινό θα γελούσε πρωτίστως μαζί του, ειδικά όταν θα προσπαθούσε να είναι σοβαρός. Όσο όμως η ιστορία προχωρούσε, ο χαρακτήρας ορθωνότανε και ζητούσε από μένα να τον σεβαστώ περισσότερο ως υπόσταση, ακόμα κι όταν έκανε βλακείες.

Το εξώφυλλο του βιβλίου «Όχι δεν χωριζόμαστε» του Γιώργου Στόγια

Θέλω να γυρίσεις σε εκείνες τις μέρες, τότε που συνέλαβες την ιδέα του τόπου, του χρόνου, την εποχή και τον κεντρικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος. Σε εκείνες, δηλαδή, τις μέρες που όλα συνέβαιναν μέσα στο μυαλό σου. Οπότε: από τη στιγμή που κάθισες και άρχισες να γράφεις ως τη στιγμή που το τελείωσες, κατά πόσο κατάφερες να γράψεις κάτι βάσει σχεδίου και συγκεκριμένου πλάνου που κατάρτισες; Ή στην πορεία όλα ανατράπηκαν και ο Αλέξης έτρεχε από μόνος του κι εσύ το μόνο που έκανες ήταν να τρέχεις και να τον συμμαζεύεις; 
Στην αρχή υπήρχε το σκηνικό, με στοίχειωνε χρόνια. Μετά ήταν μια εικόνα κοντά στο τέλος, το όνειρο που βλέπει ο Αλέξης τη πρώτη νύχτα στο αστυνομικό τμήμα. Η πορεία ήταν σαν οδήγημα σε αχαρτογράφητη περιοχή. Ήξερα πού ήθελα να φτάσω αλλά κατά τη διαδρομή κοιτούσα συνεχώς κοντά μπροστά μου για να αποφύγω λακκούβες και παγίδες. Έτρεχα με όλη μου τη δύναμη, έπαιρνα ενέργεια από την ίδια μου την ταχύτητα, καταπίνοντας βουλιμικά χιλιάδες λέξεις κάθε μέρα γραφής (η πρώτη μορφή του μυθιστορήματος — με έκταση διπλάσια από την τελική— ολοκληρώθηκε σε λίγες ελεύθερες εβδομάδες δυο καλοκαιριών). Στις ανάπαυλες, συνήθως ενώ έκανα γυμναστική, σκεφτόμουν τα επόμενα ένα-δυο κεφάλαια, τη σειρά των γεγονότων και τα πρόσωπα της κάθε σκηνής.

Από εκεί και πέρα, καθώς ήμουν πάνω από τον υπολογιστή και κουνούσα το κεφάλι μου με τη μουσική από τα ηχεία (κάτι ατελείωτες λίστες με επιλογές από δισκογραφία των Fall και των Tuxedomoon), ο Αλέξης και οι υπόλοιποι βασικοί ρόλοι αναλάμβαναν τους διαλόγους με συλλογικό αυτοσχεδιασμό, κάποτε κρατώντας την πρώτη ηχογράφηση, άλλοτε αναζητώντας μέσα από εξαντλητικές πρόβες την ιδανική εκδοχή.

Στο τέλος του βιβλίου παραθέτεις λεξικό με τα ονοματεπώνυμα των χαρακτήρων, που αγγίζουν τον αριθμό εβδομήντα. Για ποιον λόγο ανέβασες στη σκηνή τόση πολυφωνία και πόσο σε ζόρισε η διεύθυνση αυτής της big band, για να μιλήσω με όρους μουσικής, που ξέρω πόσο την αγαπάς.
Έχει αρκετά μειονεκτήματα η λογοτεχνία, αλλά για φαντάσου τα έξοδα μιας παράστασης με τόσους ηθοποιούς! Θα ήταν κρίμα να μην εκμεταλλευτώ τη δυνατότητα του μέσου για πολυπρόσωπο cast, δεδομένου ότι αυτό απαιτούσε και το θέμα μου. Η ζωή μιας κατασκήνωσης όπως αυτή που περιγράφω, με πληθυσμό (παιδιά και προσωπικό) κοντά στα οκτακόσια άτομα, σε περιορισμένο χώρο για κάθε περίοδο τριών εβδομάδων, τρέφεται από μαζικά θεάματα. Όλοι συμμετέχουν και όλοι παρακολουθούνται. Υπάρχουν οι προγραμματισμένες τελετουργίες, όπως επίσης και «δράματα» που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό είναι εκτός επιτελικού ελέγχου. Η σύνθεση των δύο αυτών πλευρών, των επαναλήψεων και των ανατροπών, φτιάχνει τον εκάστοτε κατασκηνωτικό μύθο.

Οι εβδομήντα χαρακτήρες που ανέφερες περιλαμβάνουν τους πρωταγωνιστές, τους δεύτερους και τους τρίτους ρόλους. Είναι αυτοί που είτε επειδή βρέθηκαν στην ακτίνα δράσης του Αλέξη, είτε επειδή είχαν τις δικές τους επιθυμίες και φιλοδοξίες, κατάφεραν να ξεχωρίσουν από τους εκατοντάδες κομπάρσους. Η συγκεκριμένη συνθήκη κλειστού περιβάλλοντος, με κοινοτιστικά στοιχεία και ημερομηνία λήξης, ένα «γκροτέσκο ομοίωμα της κοινωνίας» όπως την περιέγραψε ο ψυχίατρος Αθανάσιος Αλεξανδρίδης σε σημείωμά του για το βιβλίο μου, με κινητοποιεί συναισθηματικά και φαντασιακά. Νιώθω άνετα στην αποτύπωσή της (κάτι ανάλογο ήταν η φοιτητική ζωή σε ένα επαρχιακό πανεπιστήμιο που χρησιμοποίησα ως πλαίσιο στο εαρινό εξάμηνο). Ίσως επειδή σε τέτοιες καταστάσεις, είτε ως δρων υποκείμενο εντός αυτών, είτε ως δημιουργός ιστοριών, ενισχύω και ταυτόχρονα καταστρέφω το ζωτικό (μου) ψέμα ότι η μείωση της ιδιωτικότητας μειώνει και την αίσθηση της μοναξιάς.

Για βοήθεια μάλιστα έχω φτιάξει και μια λίστα στο Spotify με όλα τα κομμάτια που «ακούγονται» στο μυθιστόρημα. 

Κεφάλαιο ροκ εν ρολ: από τον Έλβις Κοστέλο και το «Ατυχήματα συμβαίνουν» ή τους Kinks, «Οι άνθρωποι τραβούν καλοκαιρινές φωτογραφίες ώστε να αποδείξουν πως όλα συνέβησαν», η μουσική είτε σαν εισαγωγική βινιέτα των κεφαλαίων είτε παρούσα εντός των σελίδων, δείχνει να προοικονομεί και να προδίδει, για τους μύστες, τη μελλοντική πορεία του ήρωα, θεωρώ όμως πως μαρτυρά και το ψυχαναλυτικό του υπόβαθρο. Δεν σε φοβίζει όμως πως αυτή η εμμονική σου μουσικοληπτικότητα (εγώ μαζί σου!) μπορεί και να φοβίζει τον μέσο αναγνώστη; 
O Βιμ Βέντερς είχε πει ότι ξεκίνησε να γυρίζει ταινίες γιατί ήθελε να βάλει μέσα τους τα ροκ τραγούδια που του άρεσαν (και, εύλογη σύμπτωση, στο πρώτο του soundtrack είχε Kinks). Δεν υιοθετώ αναγκαστικά αυτή την παραδοξολογία, και καταλαβαίνω πως αν κάποτε «ωριμάσω» συγγραφικά, μπορεί και να κόψω τις πολλές μουσικές αναφορές, με την έννοια του να κρατήσω μόνο τα απολύτως αναγκαία. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να κοροϊδεύω τον εαυτό μου, δεν προβλέπω αυτό να γίνεται, και δεν στενοχωριέμαι. Γενικά στο έργο μου είμαι του υπερθεάματος και της ασωτίας — όχι των χαμηλών τόνων και του μινιμαλισμού (δίχως αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορώ να εκτιμήσω την Τέχνη κάποιου που είναι έτσι και το στηρίζει). Απλώς είναι ο δικός μου τρόπος.

Αντιλαμβάνομαι ότι σε σχέση με τη μουσική είναι σαν να χωρίζω εκ των πραγμάτων τους αναγνώστες μου σε δυο κατηγορίες: αυτούς που πιάνουν άνετα τις αναφορές και αυτούς που δυσκολεύονται. Δεν είναι όμως αυτή μια περίπτωση σαιξπηρικών happy few και λαού στην πλατεία. Ακόμα κι όταν υπάρχει μια μη αναγνωρίσιμη αναφορά, το βλέπω σαν να δίνω στον αναγνώστη μια πάσα στον κενό χώρο. Για βοήθεια μάλιστα έχω φτιάξει και μια λίστα στο Spotify με όλα τα κομμάτια που «ακούγονται» στο μυθιστόρημα. Αυστηρά μιλώντας, κάποιος θα μπορούσε κριτικά να επιχειρηματολογήσει ότι τέτοιες μέριμνες υπακούν σε μια εξωλογοτεχνική λογική, δεν προκύπτουν από εσωτερική αναγκαιότητα του βιβλίου. Ο προσεκτικός αναγνώστης πιστεύω ότι θα καταλάβει το γιατί ο Αλέξης θα διαφωνούσε έντονα με μια τέτοια άποψη. 

Triffids ή Go-Betweens, by the way; Ξέρεις, στριμώχνω εδώ αυτή την ερώτηση γιατί παρακολουθώ φανατικά στο φέισμπουκ τις μουσικές σου αναρτήσεις και πάντα ήθελα να σου το ρωτήσω στο μέσεντζερ. Οπότε, μιας και το έφερε η κουβέντα λόγω του βιβλίου, για πες μου, κύριε! 
Εντάξει, και από τις δυο μεριές της ζυγαριάς, τεράστια μεγέθη! Όπως και στην ερώτηση Beatles ή Stones, υπάρχει η απάντηση που στηρίζεται στην αποτίμηση της μουσικής καθαρά αξίας, και η ανενδοίαστα προσωπική (εννοείται Stones). Triffids λοιπόν, για το αυστραλιανό μελόδραμα, την πρώτη νύχτα στο ΡΟΔΟΝ, την αυτοκαταστροφικότητα (στο σώμα, το πνεύμα, τις φιλίες, τις επαγγελματικές επιλογές) ενός από τους δύο πιο ταλαντούχους και φιλόδοξους καλλιτέχνες της γενιάς του (ο άλλος ήταν ο Nick Cave — αυτή είναι μια πιο άγρια σύγκριση γιατί έμοιαζαν περισσότερο).

Με εκνευρίζει αυτή η πλαστή διχοτομία, αλλά εδώ μπορεί να μου φανεί χρήσιμη: Οι Go-Betweens ήταν σαν να ενσάρκωναν την απολλώνια διάσταση, ενώ οι Triffids τη διονυσιακή. Βέβαια, το As long as that των Go-Betweens είχε δώσει το Leitmotiv στον πιο σκοτεινό εφιάλτη που είχα ποτέ ξύπνιος, και άρα οι απλοποιήσεις ισχύουν μόνο σε κανονικές συνθήκες και δεν λένε ποτέ όλη την ιστορία. Στη διάλυση των Triffids ήταν αφιερωμένη η μοναδική μου απόπειρα σε τυπική δισκοκριτική, ενώ οι εμμονικές αφηγήσεις του πατέρα της ηρωίδας στο Εαρινό Εξάμηνο για το άθλιο τέλος του David McComb έμοιαζαν στην κόρη του σαν μετάθεση αυτοεκπληρούμενης προφητείας σε σχέση με τη δική της απότομη καθοδική πορεία.

Εκτός από τον Σάλιντζερ, θεωρώ πως το μυθιστόρημά σου πατάει και πάνω σε Φίλιπ Ροθ στρατηγικές.
Ο Φίλιπ Ροθ είναι η μεγαλύτερη λογοτεχνική επιρροή μου στη δεύτερο μισό (το ενήλικο με τις ευθύνες) της ως τώρα ζωής μου. Δεν τον είχα διαβάσει έφηβος ή φοιτητής, πέρα από το αναπόφευκτο «Βυζί», στο οποίο δεν είχα βρει αυτά που περίμενα από το εξώφυλλο. Παντρεμένος όμως, με μικρά παιδιά, με πρωινή δουλειά και συνειδητοποιώντας αργά και βασανιστικά ότι μάλλον δεν θα γινόμουν ποτέ επαγγελματίας σκηνοθέτης θεάτρου, έπεσα με τα μούτρα στο έργο του Φίλιπ Ροθ. Δεν είναι υπερβολή να πω ότι η μαγεία της γραφής του με έσπρωξε και μου έδωσε την έμπνευση να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου στο πρώτο μου μυθιστόρημα.

Με ικανοποιεί ότι ο λογοτεχνικός μου κόσμος έχει πολύ ισχυρές επιρροές από τον Ροθ (και από άλλους συγγραφείς που μου σύστησε μέσα από τα δοκίμια του, όπως ο Τζον Άπνταϊκ). Είναι ένα πρότυπο που θα άξιζε να κοπιάζει κανείς ματαίως δέκα ζωές για να του μοιάσει. Αυτό που ήθελα να πω με το «Όχι δεν χωριζόμαστε» είναι αδιαχώριστο με την αφήγηση της ιστορίας του. Ο κάθε αναγνώστης μπορεί να φτιάξει τη δική του ερμηνεία, κάτι που εξαρτάται από το πόσο του πρόσφερε ευχαρίστηση σε πρώτο επίπεδο, αλλά και από τη γενικότερη πολιτισμική του σκευή, τις ιδεολογικές του αξίες και προτεραιότητες, όπως επίσης και τις προκαταλήψεις του.

Ειλικρινά, από τη στιγμή που το βιβλίο έχει φύγει από τον έλεγχό μου, δεν πιστεύω ότι έχω πάνω του μεγαλύτερη εξουσία επένδυσης/επιβολής νοήματος από οποιονδήποτε άλλον έχει μπει στον κόπο να το διαβάσει. Για την Πτώση του Αλέξη μπορώ να δεχτώ κάθε άποψη που έχω ακούσει σχετικά με το αν ήταν δίκαιη ή άδικη, απρόβλεπτη ή μοιραία, εσωτερική του ανάγκη ή κοινωνική επιταγή, σημείο των καιρών ή κλασική τιμωρία για την ύβρη.

Προσωπικά, δεν γράφω πια για τους δικούς ανθρώπους (μπορεί να το έκανα λίγο στην αρχή). Δεν περιμένω κάποιου είδους «δικαίωση» ή «αναγνώριση», ούτε από τους φίλους μου, πόσο μάλλον από τους γονείς μου ή την οικογένειά μου.

Το ότι ο ήρωάς σου είναι περικυκλωμένος από εφήβους κι εσύ εντός του βιβλίου χειρίζεσαι με μαεστρία τη γλώσσα τους, υποθέτω πως έχει να κάνει με την επαγγελματική σου ιδιότητα αλλά και τη ζωή με τις κόρες σου. Το ότι επίσης εντός του μυθιστορήματος ενθέτεις και όλα τα σχετικά με το θεατρικό έργο του Σαίξπηρ «Τρωίλος και Χρυσηίδα» το χρεώνω επίσης στην ενασχόλησή σου με το θέατρο. Αδύνατον για τον συγγραφέα —ευλογία και κατάρα συνάμα— να μην μπορεί να ξεφύγει από τον εαυτό του αλλά και να χρησιμοποιεί συγχρόνως στοιχεία του προσωπικού κοινωνικού του περιβάλλοντος, που προσδίδουν στο βιβλίο του αναμφισβήτητη πειστικότητα. Αλήθεια, τι κριτική σου έκαναν οι κόρες σου και τι κριτική σου έκανε η γυναίκα σου; 
Η προσέγγισή μου είναι ότι όπως ένας ροκ μουσικός έχει το δικαίωμα να αξιοποιεί μέσα σε ένα τετράλεπτο τραγούδι όλο το υλικό που έχει στη διάθεσή του (βιωματικό, επιρροές, αναφορές, ιδέες, φαντασία), έτσι κι ένας συγγραφέας δεν χρειάζεται να δίνει λογαριασμό ή ακόμα και να απολογείται αν κάνει κάτι αντίστοιχο στις δικές του συνθέσεις. Εκτιμώ εκείνους τους συγγραφείς που μπορούν με επιτυχία να ζωντανέψουν μακρινές εποχές και σκηνικά δίχως να έχουν καμία αντίστοιχη προσωπική εμπειρία, αλλά δεν καίγομαι να τους μοιάσω. Οι δίδυμες κόρες μου, δεκαέξι ετών τώρα, ενδιαφέρονται και έχουν ανάγκη, συναισθηματική και πρακτική, περισσότερο τον πατρικό μου ρόλο και τις υποχρεώσεις μου, παρά την καλλιτεχνική μου έκφραση (παρότι και οι δυο διαβάζουν αρκετά, και αγαπάνε, αυτενεργώς πια, σινεμά και θέατρο, με το δικό τους, υπό συνεχή διαμόρφωση, γούστο). Ίσως σε κάποια φάση στο μέλλον να μπουν στο τριπάκι να διαβάσουν τα βιβλία μου και να δουν τις βιντεοσκοπημένες παραστάσεις μου.

Προσωπικά, δεν γράφω πια για τους δικούς ανθρώπους (μπορεί να το έκανα λίγο στην αρχή). Δεν περιμένω κάποιου είδους «δικαίωση» ή «αναγνώριση», ούτε από τους φίλους μου, πόσο μάλλον από τους γονείς μου ή την οικογένειά μου. Η σύζυγός μου είναι ιδιαίτερη περίπτωση (μόνο το ότι με αντέχει θα ήταν επαρκές επιχείρημα, αλλά υπάρχουν και χίλια άλλα στοιχεία δικά της που την κάνουν να ξεχωρίζει). Θα μπορούσε να νιώσει άβολα για το ότι υπάρχουν τόσες ερωτικές σκηνές στα βιβλία μου, ή να σκεφτεί το ότι πιθανώς κάποιοι αναγνώστες που μας γνωρίζουν προσωπικά θα ψάξουν να κάνουν συνδέσεις και ταυτίσεις ανάμεσα στη λογοτεχνία και την πραγματικότητα. Ακόμα κι αν κάποιες φορές μπορεί να νιώθει έτσι (κάτι που είναι εντελώς ανθρώπινο — κι εγώ θα είχα αντίστοιχα συναισθήματα αν ήμουν στη θέση της), ξέρει να το ελέγχει, και να με στηρίζει. ‘Άλλωστε, με δεδομένο ότι έχει παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς όλη την καλλιτεχνική μου πορεία (για παράδειγμα στη Δολοφονία του Μαρά έπαιζε την τρόφιμο ψυχιατρείου που με μαστίγωνε ως Μαρκήσιο Ντε Σαντ), τα τωρινά μου σκάνδαλα είναι πταίσματα. 

Να δώσω μπράβο και εύσημα και για τις ερωτικές σκηνές: είχα πολύ καιρό να διαβάσω (επιτέλους) ένα μυθιστόρημα που οι σελίδες στάζουν γνήσια ρεαλιστική κάβλα κι όχι ραφιναρισμένα έντεχνη ή ψευδορομαντική λογοτεχνικοσεξουαλικότητα…
Δεν έχω πρόβλημα με αυτούς που πιστεύουν ότι, για λόγους αστικής ευπρέπειας, ο κόσμος του σεξ (φαντασιώσεις και πράξεις) οφείλει να βρίσκεται εκτός του πεδίου της «καλής» λογοτεχνίας. Στα έργα τους βάζουν αποσιωπητικά ή γράφουν μια πρόταση που δίνει στον αναγνώστη σήμα για το πού πάει η συνάντηση, και αφήνουν ένα ξαφνικό κενό στην αφήγηση μέχρι το επόμενο πρωί. Τα βιβλία τους κρίνονται εκ του αποτελέσματος, και η επιλογή τους μπορεί να είναι λειτουργική σύμφωνα με τους στόχους και το γενικότερο ύφος τους, δίχως να κρύβει υποκρισία ή πουριτανισμό. Μπορεί απλώς να έχουν την άποψη ότι το σεξ είναι κάτι τόσο σωματικό και ενστικτώδες που οι λέξεις δεν μας βοηθούν να το περιγράψουμε και να το αναπαραστήσουμε. Παρότι μπορεί να βρει κανείς αρκετά αντεπιχειρήματα από την ιστορία της λογοτεχνίας (για παράδειγμα, ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλυ θα έπρεπε να ανήκει στην υποχρεωτική ύλη για κάθε νέο συγγραφέα, και να του καθαρίζει το μυαλό από βικτοριανές ιδέες), δέχομαι ότι πρόκειται περί προσωπικής καλλιτεχνικής απόφασης. Μια χαρά.

Αυτό που δεν αντέχω, και συμφωνώ απόλυτα μαζί σου, είναι η απόπειρα «εξευγενισμού» του σεξ, «εξύψωσής» του σε «ανώτερη» σφαίρα, μέσω ποιητικότροπων εκφράσεων και ντροπαλού μυστικισμού. Από τη μια γελάω (αλλά δεν είναι πραγματικά αστείο γιατί το γλίστρημα του νοήματος δεν είναι εμπρόθετο), και από την άλλη θυμώνω γιατί έτσι διαιωνίζονται πατριαρχικές προκαταλήψεις που δεν έχουν συνείδηση της γενεαλογίας τους (ο Καζαντζάκης έχει κάνει μεγάλη ζημιά). Προσωπικά, η τεχνική μου σε αυτό το θέμα είναι απλή: Αντί να προσπαθώ να μιλήσω για τα συναισθήματα ή την αίσθηση του σώματος την ώρα της ερωτικής πράξης, βάζω αυτί στις σκέψεις των ηρώων μου, στις λέξεις που λένε στον εαυτό τους και στους άλλους. Αυτό είναι ένα πιο ασφαλές στοίχημα σε σχέση με μια πιο άμεση περιγραφή της ηδονής ή της μη ικανοποίησης. Βρίσκω ενδιαφέρουσα την απόσταση/διαπάλη ανάμεσα, από τη μια μεριά, στη συνειδητή μας σκέψη, το σώμα ως ημιαυτόνομη υλικότητα και, από την άλλη, τις δικές μας προσδοκίες και αυτές των εραστών μας. Και εννοείται ότι πουθενά δεν επιχειρώ να αποκρύψω, πίσω από συσκοτιστικές αφαιρέσεις, ότι μιλάει ένας άντρας συγγραφέας, με αρσενικό μυθιστορηματικό αφηγητή. Οι αναγνώστριες μπορούν να κρίνουν αν και κατά πόσο οι ερωτικές σκηνές είναι ρεαλιστικές, και αν επιβεβαιώνεται από τη γραφή μου ο στίχος των Depeche Mode “People are basically the same” από το See you. 

Τι βιβλία, παρεμπιπτόντως, έχεις βάλει στο μάτι για να τα διαβάσεις στη θερινή σου ανάπαυλα;
Το ράφι της βιβλιοθήκης του γραφείου μου με τα αδιάβαστα είναι γεμάτο, γιατί ένα διαβάζω και τρία αγοράζω. Τουλάχιστον αν συμβεί μια καταστροφή και δεν κυκλοφορούν νέα βιβλία, δεν θα μείνω χωρίς νέες αναγνωστικές συγκινήσεις. Μόλις ξεκίνησα την αυτοβιογραφία της Sinead O’ Connor με τίτλο Rememberings γιατί είδα τη συγκλονιστική ταινία που βασίστηκε στο βιβλίο. Ίσες δόσεις γενναιότητας, ταλέντου, αυτοκαταστροφικότητας και συντονισμένης επίθεσης του δισκογραφικού και του μιντιακού κατεστημένου, συν η χολερική επιθετικότητα των συναδέλφων της, συνθέτουν μια ανεπανάληπτη ιστορία σύντομης ανόδου και παρατεταμένης πτώσης.

Μετά σκοπεύω να διαβάσω το Κρέας για τους λύκους του Χάρι Κούνζρου γιατί έχει σύγχρονη θεματολογία και γράφτηκαν καλά λόγια από πολύ κόσμο (αν και γενικά φοβάμαι τις επιτυχίες της εποχής και έχω φάει πολλές φόλες — θα δείξει). Για «τούβλο» τον Αύγουστο, έχω πάρει το Θάλασσα, θάλασσα της Άιρις Μέρντοχ, της οποίας διάβασα την άνοιξη το Black Prince και, δίχως να σταματήσω να γελώ, θαύμασα τον τρόπο που φτιάχνει εξωφρενικές καταστάσεις από το μηδέν και πώς ανενδοίαστα χειρίζεται μεταφυσικά σπαρταριστούς διαλόγους οι οποίοι πηγαίνουν για τέσσερις-πέντε σελίδες (φαντάζομαι ότι οποιοσδήποτε εκδότης θα φρίκαρε αν το έκανε αυτό ένας σύγχρονος συγγραφέας). 

 ποτέ δεν θα μάθουμε πώς θα είχαν τα πράγματα αν η διεθνής συγκυρία ήταν διαφορετική

Είσαι «ζώο πολιτικό» με δημόσια παρουσία στα μέσα δικτύωσης. Εκθέτεις τολμηρά τις ιδέες και τις απόψεις σου, οπότε θα σου ζητήσω τη γνώμη σου για όλα αυτά που συμβαίνουν στην ελληνική πολιτική σκηνή σε παρόντα χρόνο. Ξέρεις, δεν θεωρώ άμοιρη την πολιτική αναταραχή και την μπερδεμένη κατάσταση που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια με το τι ποιότητας λογοτεχνία γράφεται ή προωθείται από συγκεκριμένους κύκλους, που, εργαλειοποιώντας (κάθε είδους) τέχνη, τη θέλουν φτηνά καταγγελτική και στρατευμένη και so greek to me…
Μόλις μια δεκαετία έχει περάσει από την εποχή της αντιμνημονιακής φρενίτιδας και την εκλογική μεγέθυνση των κομμάτων που είχαν καβαλήσει το κύμα της λαϊκής οργής για την απώλεια κεκτημένων που το πολιτικό σύστημα υποτίθεται ότι εγγυόταν. Το παραμύθι μιας «άλλης λύσης» τελείωσε τον Αύγουστο του ’15 όταν αποδείχτηκε πως η κυβέρνηση δεν αναλάμβανε την ευθύνη να διαχειριστεί τις αδιανόητες συνέπειες της τυχοδιωκτικής διαπραγματευτικής τακτικής της. Βέβαια ποτέ δεν θα μάθουμε πώς θα είχαν τα πράγματα αν η διεθνής συγκυρία ήταν διαφορετική, αν η Μέρκελ δεν ακολουθούσε κατευναστική στάση απέναντι στη Ρωσία μετά την εισβολή στην Κριμαία, και ο Πούτιν δεν ήθελε να διαταράξει τις σχέσεις τους και τις δουλειές που είχε σε συνεργασία με τους Γερμανούς. Τότε ο Πούτιν, αν έβλεπε ότι τον συνέφερε, θα μπορούσε να προσφέρει το τυράκι ενός χαμηλότοκου δανείου στην ελληνική κυβέρνηση, και μετά την έξοδο της χώρας από το ευρώ και την ΕΕ θα είχαμε μπει σε άγριες περιπέτειες με τον στρατό να εγγυάται την εσωτερική ασφάλεια, και με πολιτικούς όπως η Κωνσταντοπούλου, ο Βαρουφάκης και ο Λαφαζάνης σε ισχυρές θέσεις εξουσίας.

Τα γράφω αυτά για να θυμόμαστε τι αποφύγαμε, αλλά και για να καταλάβουμε το ό,τι ακολούθησε. Η σταδιακή πτώση του ΣΥΡΙΖΑ, παράλληλα με τη γρήγορη άνοδο της ΝΔ (η οποία οφειλόταν σε τεράστιο βαθμό στο πρόσωπο του Κ. Μητσοτάκη), μέχρι τη σημερινή δεύτερη στη σειρά κεντροδεξιά αυτοδύναμη κυβέρνηση και την πολιτικοϊδεολογική σχετική υπεροπλία της, είναι απότοκα των γεγονότων εκείνου του πυκνού δραματικού καλοκαιριού. Είναι σαν η πλειοψηφία των πολιτών να «ξύπνησε» από μια παρατεταμένη κρίση μανίας και να θέλει δυο πράγματα: Να τιμωρήσει όσες δυνάμεις θεωρεί πως την παρέσυρε με εμπρηστικά λόγια, και λίγο κόντεψε να βάλει φωτιά στην ίδια τη χώρα. Και να ακολουθήσει όσες δυνάμεις δείχνουν ικανές να «οργανώσουν» μια καθημερινότητα με ασφάλεια και ανάπτυξη, όπου η πολιτική διαδικασία θα υπάρχει για να βοηθά τον πολίτη να κάνει τη ζωή του καλύτερη, και όχι το αντίθετο (δηλαδή την εξάπλωση της πολιτικής σφαίρας σε όλο το φάσμα της προσωπικής εμπειρίας, όπως συμβαίνει σε επαναστατικές εποχές).

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν το κατάλαβε αυτό και έκανε αντιπολίτευση με εξιδανίκευση του αγώνα στους δρόμους, με δοξολογία της αντίστασης και της ανατροπής, και έπεσε ακόμα πιο χαμηλά. Το ΠΑΣΟΚ δείχνει να το έχει εμπεδώσει καλύτερα, αλλά αμφιταλαντεύεται, τόσο επειδή θέλει να έχει διακριτή φωνή σε σχέση με τα μεγαλύτερά του κόμματα, δεξιά και αριστερά, αλλά και γιατί το προφίλ και οι δυνατότητες του προέδρου του δεν είναι τα ιδανικά για να φέρουν πίσω παλιούς ψηφοφόρους και να κερδίσουν νέους. Η παρούσα κατάσταση δεν προσφέρεται για εφησυχασμό και αμέριμνη αισιοδοξία.

Ναι μεν υπάρχει ανακούφιση για τα χειρότερα που αποφεύχθηκαν, αλλά παραμένουν πολλά προβλήματα: μια κυβέρνηση που ουσιαστικά στηρίζεται (ως συγκολλητική ουσία των πολύ διαφορετικών τάσεων και των επιπέδων ικανότητας του προσωπικού) στον ηγέτη της (που και αυτός έχει τις αδυναμίες του και τις ανασφάλειές του, όπως αυτές φάνηκαν κατά την πρώτη τετραετία με μερικές λανθασμένες επιλογές προσώπων και την περιρρέουσα αλαζονεία). Επίσης, η απουσία ισχυρής αλλά και σοβαρής αντιπολίτευσης, που να ελέγχει αλλά και να προτείνει, φοβάμαι ότι θα έχει αρνητικές συνέπειες στη λειτουργία της Βουλής και στο έργο που αυτή πρέπει να επιτελεί.

Τέλος, σχετικά με τους λογοτεχνικούς κύκλους που μέσα στην κρίση νόμισαν ότι σηκώνοντας τα επαναστατικά λάβαρα ανακάλυψαν το σύντομο δρόμο για την πλήρη κυριαρχία στην επαρχιακή πολιτιστική μας ζωή (αν και οι ίδιοι πίστευαν για σύντομο χρονικό διάστημα ότι άλλαζαν τουλάχιστον την Ευρώπη, ίσως και τον κόσμο), η καλύτερη στάση είναι η αδιαφορία (η οποία συντονίζεται θαυμάσια με τη λήθη στην οποία έχουν πέσει τα αποκαλυψιακά βιβλία και τα κριτικά σημειώματα που τα εκθείαζαν κατά την περίοδο των Αγανακτισμένων). Ακόμη βέβαια βγαίνουν πολλές σούπες για τις οποίες γράφονται διθύραμβοι, αλλά γενικότερα το κλίμα έχει αλλάξει, η παραγωγή είναι πιο διαφοροποιημένη και γράφονται ενδιαφέροντα νέα βιβλία εκτός της πολιτικά κυρίαρχης «ευαισθησίας» στα ελληνικά γράμματα. Το ζήτημα είναι οι μηχανισμοί με τους οποίους θα ξεχωρίσουν και θα φτάσουν στο κοινό, μιας και τόσο η «παραδοσιακή» κριτική του Τύπου, όσο και η «πιο δημοκρατική» των κοινωνικών μέσων έχουν προβλήματα εγκυρότητας και έχουν εν μέρει απαξιωθεί. 

Επιστρέφω στο βιβλίο: είναι ακόμα ισχυρό και νωπό μέσα σου ή έβαλες μπροστά κάτι άλλο; 
Μου αρέσουν οι συζητήσεις πάνω στο Όχι δεν Χωριζόμαστε, και πέρασα καταπληκτικά στις παρουσιάσεις. Οι σκέψεις και τα σχόλια των αναγνωστών με κάνουν να αναστοχάζομαι πάνω στη γραφή και τις ιδέες μου. Από την άλλη μεριά, δεν είναι μόνο ότι το μυθιστόρημα έχει αλλάξει από τις οπτικές όσων το διάβασαν, το ίδιο έχει συμβεί και σε μένα γιατί έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε που το ξεκίνησα. Είμαι ένας αρκετά διαφορετικός άνθρωπος, σε άλλη φάση της ζωής μου, και νιώθω την ανάγκη, με μη γνώριμο τρόπο σε σχέση με το παρελθόν, να δημιουργήσω κάτι δικό μου, άχρηστο πρακτικά, μια πολυτέλεια της φαντασίας, που όμως να μην έχει ξαναγίνει. Και κάποια στιγμή να το δημοσιεύσω με την πρόθεση να πείσει, να συγκινήσει, να παραξενέψει, να προκαλέσει δηλαδή αντιδράσεις αντίστοιχες με τον αντίκτυπο που έχουν σε μένα τα βιβλία, οι ταινίες, οι παραστάσεις και οι δίσκοι που έχω αγαπήσει. Έτσι, έχω ξεκινήσει, αργά και πειραματικά, ένα νέο μυθιστόρημα, το οποίο βρίσκεται σε πολύ αρχικό στάδιο και δεν ξέρω πού θα με οδηγήσει. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ