Βιβλιο

Joshua Barley: Ο Άγγλος που μεταφράζει δημοτικά τραγούδια στα αγγλικά

Μιλήσαμε με τον νεαρό μεταφραστή για το βιβλίο του «Greek Folk Songs», τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο που διατήρησε και την αγάπη του για τον ελληνικό πολιτισμό

Γιάννης Χ. Παπαδόπουλος
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ο Joshua Barley μιλάει στην Athens Voice για το βιβλίο «Greek Folk Songs» και την απόδοση ελληνικών δημοτικών τραγουδιών στα αγγλικά.

Mother with your nine sons and with your only daughter,
that precious only daughter, the one you loved so dearly,
twelve years old and you kept her in – the sun it never saw her,
you washed her in the hours of night, braided her hair in the darkness;
under the stars, the morning star, you fixed her lovely tresses.

Αυτό που μόλις διαβάσατε είναι οι πέντε πρώτοι στίχοι του δημοτικού τραγουδιού «Του νεκρού αδερφού» μεταφρασμένου στα αγγλικά. Όταν, πριν λίγους μήνες ενημερώθηκα για τη δίγλωσση έκδοση με τίτλο «Greek Folk Songs» (εκδόσεις Αιώρα, Αθήνα 2022, 184 σελ.) που πρόκειται για μια ανθολογία δημοτικών τραγουδιών (επιμελημένων σε ό,τι αφορά το ελληνικό κείμενο από τον Παντελή Μπουκάλα) μεταφρασμένων στα αγγλικά με μέριμνα παράλληλα για την απόδοση του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου στίχου ώστε να διασωθεί στη μετάφραση η ρυθμικότητα των τραγουδιών, θέλησα να γνωρίσω τον μεταφραστή της έκδοσης. Το όνομά του: Joshua Barley.

Τον συναντώ μέσω βιντεοκλήσης, είναι χαμογελαστός, γύρω στα τριάντα και τον χτυπά ο ανοιξιάτικος ήλιος από το παράθυρο του σπιτιού που μένει σε ένα χωριό του Ζαγορίου. Πριν καλά-καλά το καταλάβω, ο νεαρός κλασικός φιλόλογος και μεταφραστής με σπουδές πάνω στην σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία στο King’s College του Λονδίνου μού μιλά για το γεγονός ότι, γλωσσικά, τα δημοτικά τραγούδια είναι εξίσου δεξιοτεχνικά όπως κάθε γραπτή ποίηση, ότι το 15σύλλαβο μέτρο υπήρξε προφανώς κινητήριος δύναμη στη γλωσσική καινοτομία των Ελλήνων αλλά και για το ότι το δεύτερο μισό του 15σύλλαβου στίχου αποτέλεσε θερμοκοιτίδα για μερικές από τις πιο εφευρετικές, σύνθετες λέξεις της ελληνικής γλώσσας. Πώς όμως βρέθηκε στην Ελλάδα ένας νεαρός μεταφραστής από την Αγγλία και πώς κατέληξε να μεταφράζει ελληνικά δημοτικά τραγούδια;

«Επισκέφτηκα πρώτη φορά την Ελλάδα το 2010. Πιο στοχευμένα, όμως, ήρθα όταν ήμουν στο Πανεπιστήμιο - σπούδαζα Αρχαία Ελληνικά, Κλασική Φιλολογία δηλαδή. Ήρθα με αφορμή το μάθημα της αρχαιολογίας, παρόλο που δεν με ενδιέφερε τόσο αυτό το αντικείμενο. Όταν βρέθηκα στην Αθήνα κάτι με άγγιξε στη φύση γύρω μου, στο περιβάλλον, στη γλώσσα που μιλούν οι σύγχρονοι Έλληνες και θέλησα να μάθω την ομιλούσα. Αργότερα, μπόρεσα να κάνω ένα μάθημα στην Νεοελληνική Λογοτεχνία και έτσι ήρθα σε επαφή μέσω κάποιων ποιητών, όπως ο Καβάφης και ο Σεφέρης, με τα μοντέρνα ελληνικά. Κόλλησα μέσω της λογοτεχνίας. Όταν τελείωσα τις σπουδές μου, αποφάσισα πως έπρεπε οπωσδήποτε να έρθω στην Ελλάδα να ζήσω, πράγμα που έγινε το 2012. Η άφιξή μου στην Αθήνα συνδυάστηκε με ένα πρόγραμμα υποτροφιών για την εκπαίδευση νέων μεταφραστών της Ακαδημίας Αθηνών. Ήταν μια τρομερή ευκαιρία, τόσο για να βρω εργασία και να έχω ένα εισόδημα, όσο και για να γνωρίσω κόσμο και να έρθω σε επαφή με τη λογοτεχνία. Ήταν η καλύτερη αρχή που θα μπορούσα να έχω. Μετά από δύο χρόνια, αποφάσισα να γυρίσω στην πατρίδα μου, όπου έκανα μεταπτυχιακό στις νεοελληνικές σπουδές στο Λονδίνο με σπουδαίους καθηγητές όπως ο Ρόντρικ Μπίτον ή ο Ντέιβιντ Ρικς. Τότε προέκυψε να μεταφράσω την ποίηση του Μιχάλη Γκανά (A greek ballad, Yale University Press, Νοέμβριος 2019, μετάφραση Joshua Barley & David Connolly) και θεώρησα ότι αυτό το βιβλίο ήταν μια καλή αφορμή να επιστρέψω στην Ελλάδα».

«Η τελευταία μετάφραση ελληνικών δημοτικών τραγουδιών δημοσιεύθηκε περισσότερα από εκατό χρόνια πριν, το 1900», μου λέει ο Josh, προσθέτοντας ότι επρόκειτο για μια μετάφραση σε πεζό λόγο και όχι ποιητικό, με αποτέλεσμα ένας ανυποψίαστος αναγνώστης να μην αντιλαμβάνεται πως αυτά που διαβάζει είναι τραγούδια. «Η αστεία ιστορία με αυτήν την μετάφραση του 1900, που υπογράφεται από τον G. F. Abbott είναι πως στον πρόλογο, ο Abbott αφιέρωνε την έκδοση σε έναν προ προπαππού μου, τον Richard Claverhouse Jebb, επιφανή κλασικιστή της εποχής του. Φυσικά δεν εννοώ πως σημαίνει κάτι το γεγονός ότι η τελευταία μετάφραση αφιερωνόταν σε πρόγονό μου και το ότι εγώ υπογράφω μια νέα μετάφραση αυτών των τραγουδιών, αλλά μου φαίνεται σαν ανέκδοτο», προσθέτει.

Τον ρωτώ τι ήταν αυτό που τον τράβηξε στα δημοτικά τραγούδια. «Αντιλαμβανόμουν τα τραγούδια αυτά ως κάτι σημαντικό για την νεοελληνική ποίηση. Αρχικά είναι και κομμάτι της ζώσας παράδοσης, καθώς τραγουδιούνται ακόμα. Το γεγονός, συγχρόνως, ότι έχω επισκεφτεί πανηγύρια κυρίως στην Ήπειρο και άκουσα τραγούδια για τον Χάρο για παράδειγμα, με βοήθησε να καταλάβω τόσο το φιλοσοφικό τους βάθος όσο και την επίδρασή τους στην μετέπειτα ποίηση– αν κατανοήσεις τον ρυθμό και τη δομή τους, μπορείς να καταλάβεις και την μετέπειτα ποίηση, και τον Ελύτη και τον Παλαμά και τον Σεφέρη. Η ελληνική ποιητική παράδοση είναι συνεχής και αδιάκοπη. Στο βιβλίο, εντούτοις δε διασώζεται η μουσική υπόσταση, δίνεται έμφαση στο κομμάτι του ποιητικού λόγου.

Αυτά παρόλο που είναι τραγούδια -και δεν μπορούμε να τα αντιληφθούμε πλήρως αν δεν υπάρχουν στο κοινωνικό τους πλαίσιο (δηλαδή μέσα σε μια αγράμματη κοινωνία)- λειτουργούν επίσης σαν όμορφα ποιήματα. Θα μπορούσε να πει κανείς το ίδιο πράγμα για τον Όμηρο. Το πιο γνωστό απόφθεγμά του Κωστή Παλαμά είναι ο ορισμός της ποίησης ως “ο λόγος που πάει να γίνει τραγούδι”.

Έκανα πολλές δοκιμές για τη μεταφραστική φόρμα που θα χρησιμοποιούσα. Η δυσκολία ήταν να βρω μια μορφή σε αγγλικό ποιητικό λόγο που ν’ αντιστοιχεί στον ελληνικό δεκαπεντασύλλαβο αλλά να μην κουράζει το αυτί του Αγγλόφωνου αναγνώστη. Δεν υπάρχει μια φόρμα, δεν είναι μαθηματικά, πρέπει να δοκιμάσεις διάφορους τρόπους. Δοκίμασα για παράδειγμα με ιαμβικό πεντάμετρο (που χρησιμοποιούσε ο Σαίξπηρ). Εν τέλει χρησιμοποίησα ένα ευέλικτο μέτρο μεσ' στο οποίο ακούγεται ο δεκαπεντασύλλαβος, αποδίδεται ο ρυθμός και η γλαφυρότητα των λέξεων, αλλά συγχρόνως δεν με ανάγκασε να κάνω ζημιά στο αγγλικό κείμενο (π.χ. να βάλω πρόσθετες λέξεις). Ήταν ένας συμβιβασμός.

Ο μεγαλύτερος πλούτος είναι στα μοιρολόγια. Διάβασα και ένα φοβερό βιβλίο του Γκι Σονιέ (Τα μοιρολόγια - Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Εκδόσεις Νεφέλη, 1999) για τα μοιρολόγια. Εμπνεύστηκα πολύ τόσο απ’ τις σκέψεις του όσο και από το περιεχόμενο των μοιρολογιών. Φερ’ ειπείν η αντίληψη για τον θάνατο που βρίσκεις σ’ αυτά τα τραγούδια με συναρπάζει. Όλος αυτός ο λεξιλογικός πλούτος στα μοιρολόγια είναι κάτι που με κάνει να νιώθω συντριβή. Στο προτελευταίο μοιρολόι που υπάρχει στο βιβλίο λέει: “νέε μου ηλιογέννητε και ηλιοσκαμαγκισμένε”. Όταν το διάβασα έπρεπε να ψάξω πολύ για να βρω τι σημαίνει το “ηλιοσκαμαγκισμένος”, ότι δηλαδή τα μαλλιά του έχουν ασπρίσει σαν το μαλλί από τον ήλιο. Ή τα τραγούδια της ξενιτιάς, οι παραλογές που είναι πιο μεγάλες σε έκταση ιστορίες έχουν επίσης τρομερό ενδιαφέρον. Ο πλούτος όμως των μοιρολογιών είναι ασύλληπτος, ασύγκριτος. Είναι τα πιο παλιά και έχουν διασωθεί στο πέρασμα των αιώνων. Οι εικόνες, το λεξιλόγιο τους είναι σαν να έχουν ζυμωθεί στο πέρασμα του χρόνου, σαν να έχουν διαβρωθεί, φιλτραριστεί και πλαστεί ξανά και ξανά. Όπως ένα κομμάτι γυαλιού που λυαίνει και μεταπλάθει το κύμα της θάλασσας σε κάποια παραλία (πράγμα που συνέβη και με τα ομηρικά έπη). Διαβάζεις δυο στροφές και βλέπεις ένα λεξιλόγιο με απίστευτη οικονομία και πλούτο συγχρόνως. Δεν έχουν την ανάγκη χρήσης μεταφορών, φιλτράρουν τα νοήματα, αποκρυσταλλώνουν την ουσία και στη μεταδίδουν με μια λέξη. Μια μονάχα λέξη σου περιγράφει μια ολόκληρη εικόνα».

KITSOS’ MOTHER
Kitsos’ mother she was sat on the river bank,
and she was quarrelling with that stream and pelting it with stones:
‘River, won’t you dry up for me; river, won’t you turn back,
so I can cross to the other side, to the brigand villages,
where the brigands hold their meets, where they have their lairs?’
Kitsos was captured, he was seized, they took him off to hang him.
A thousand men went out in front, a thousand more behind him,
and at the back, the very back, walked Kitsos’ mother.
And she was singing a lament, and she was singing sadly,
‘Kitsos, where are your weapons, where is your gleaming waistcoat?’
‘Crazy mother, hare-brained mother; Mother, you’ve lost your wits!
Why don’t you weep for my lost youth, for my graceful swagger,
but only for my wretched arms, and for my wretched waistcoat?’

CHAROS AND THE SOULS
Why are the mountains black and welling up with tears?
Is it the wind that batters them, is it the rain that beats them?
It’s not the wind that batters them, it’s not the rain that beats them,
it’s only Charos passing by, with the dead departed.
He drags the young men out in front, the old men at the rear,
the tender little children all arrayed upon his saddle.
The old men are beseeching him, the young men on their knees,
‘Charos, stop at our village – stop at the clear fountain,
and let the elders have a drink, the young men play at quoits,
and let the little children go and gather flowers.’
‘I won’t stop at your village, nor at the clear fountain,
for mothers come for water there and recognize their children,
and husbands see their wives there too and won’t be separated.’