Βιβλιο

Το οικοσύστημα της νιότης και η συμφιλίωση με το παρελθόν

Με αφορμή το βιβλίο «Της Ντροπής: 73 μικρές βαρωσιώτικες ιστορίες» της Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη (εκδ. Μελάνι)

Ρωμανός Γεροδήμος
ΤΕΥΧΟΣ 849
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Το Βαρώσι και η σχέση μας με το παρελθόν μέσα από τις 73 μικρές ιστορίες της Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη 

Οι περισσότεροι άνθρωποι, με εξαίρεση όσους ίσως έζησαν ακραία τραυματικές εμπειρίες, βλέπουν την παιδική και εφηβική τους ηλικία σαν έναν ιδανικό κόσμο. Περνούν την υπόλοιπη ζωή τους προσπαθώντας είτε να κρατήσουν αυτόν τον κόσμο ζωντανό, είτε να τον αναστήσουν, είτε να τον διορθώσουν. Σε κάθε περίπτωση διατηρούν μια διαλεκτική σχέση με τη νεότητά τους. Σίγουρα θλίβονται όταν απομακρύνεται – ακόμη κι αν δεν ήταν ιδανική· ειδικά αν δεν ήταν ιδανική, αφού νιώθουν ότι δεν είχαν την ευκαιρία να ζήσουν εμπειρίες ή την ασφάλεια και την ευτυχία που μπορεί να παρατηρούν στους άλλους. Όλοι οι άνθρωποι, κάποια στιγμή, περνούν τα πέντε στάδια του πένθους για την ίδια τους τη νεότητα: την άρνηση, τον θυμό, τη διαπραγμάτευση, την κατάθλιψη και την αποδοχή.

Ίσως η ενήλικη ζωή μας, η πραγματική ενηλικίωση, να είναι μία πολύ μακρόσυρτη διαδικασία πένθους και αποδοχής της απώλειας του σύμπαντος της νεότητας· και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τη σωματική μας νεότητα ή την αθωότητα, αλλά και με τους ανθρώπους με τους οποίους μεγαλώσαμε, και με τους ήχους και τις εικόνες της καθημερινότητας που μας περιέβαλλαν όταν ο κόσμος ήταν λίγο πιο απλός, λίγο πιο ασφαλής, λίγο πιο ξέγνοιαστος.

Αν και όταν αυτή η μάχη με τον εαυτό μας, με το παρελθόν μας, φτάσει σε ένα ειρηνικό τέλος, τότε αποδεχόμαστε ότι όλα αλλάζουν, τα πάντα αλλάζουν πάντα, ότι το παρελθόν πέρασε. Η σχέση μας με το παρελθόν είναι λιγάκι σαν κονσομασιόν: μπορούμε να το κοιτάμε αλλά δεν θα μπορέσουμε ποτέ να το ακουμπήσουμε. 

Όλο αυτό που μόλις περιέγραψα, αυτός ο αποχαιρετισμός της νεότητας, θα έπρεπε να παίρνει πάρα πολλά χρόνια – ίσως και ολόκληρη τη ζωή μας. Αυτό είναι το φυσιολογικό. Αυτό είναι το υγιές.

Στην περίπτωση ανθρώπων που, εν μία νυκτί, εκδιώχθηκαν βίαια από το σπίτι τους, από την οικογένειά τους, από την πόλη τους, από τη χώρα τους, από τη ζωή τους, από το οικοσύστημα της νιότης τους, αυτός ο ξεριζωμός βιάζει την ψυχή τους (με τη διττή έννοια της βίας και της βιασύνης) γιατί, εκτός όλων των άλλων, τους στερεί αυτή την τόσο θεμελιώδη διαδικασία ειρήνευσης με την απώλεια της νεότητας που είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης κατάστασης.

Αφορμή για τις σκέψεις αυτές είναι η έκδοση του νέου βιβλίου της Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη με τίτλο «Της Ντροπής: 73 μικρές βαρωσιώτικες ιστορίες» (εκδ. Μελάνι). Η Αβρααμίδου έχει μια μοναδική ικανότητα να σκαρφίζεται ιστορίες με αφορμή μια φωτογραφία ή μία ιδέα, και μέσα σε λίγες αράδες να φτιάχνει έναν ολόκληρο κόσμο: να χτίζει ατμόσφαιρα και να σε βάζει στον χωροχρόνο της ιστορίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως δεν πρόκειται απλώς για ένα μωσαϊκό τυχαίων ιστοριών, αλλά για ένα παζλ που όταν ολοκληρώνεται μας μεταφέρει, με τον πιο απλό και ανθρώπινο τρόπο, στην Αμμόχωστο πριν την εισβολή του 1974.σκ

Μέσα από την εκτεταμένη χρήση του παρατατικού («καθόταν», «έκαιγε», «άπλωνε», «έβραζε», «ταξίδευε», «βρισκόταν», «ζήλευε», «τράβαγε» - σελ. 14), η συγγραφέας σε βυθίζει στη δράση, αλλά κυρίως περιγράφει τη ζωή πριν. Ο παρατατικός της Αβρααμίδου υφαίνει τον ιστό μιας καθημερινότητας: τις μικρές συνήθειες ενός τρόπου ζωής που διαταράχθηκε ξαφνικά. Η τομή στον χρόνο, το σημείο καμπής στο οποίο ο χρόνος (και η ζωή) έσπασε, δεν είναι πάντα ορατή – πολλές φορές υπονοείται. Η αντίστιξη όμως παρελθόντος και παρόντος είναι πάντα ξεκάθαρη: στο παρελθόν, ο (διαρκής) παρατατικός, η ζωή που έρρεε· στο παρόν, ο (στιγμιαίος και σχεδόν αδιάφορος) αόριστος: η βελόνα του τώρα σκαλώνει στο τότε. 

Η ανάγνωση του βιβλίου αυτού είναι μια σωματική εμπειρία: μυρίζουμε τα λουλούδια, γευόμαστε τα χειροποίητα γλυκά (ένα ποτηράκι ούζο στη μαρμελάδα σύκο το μυστικό που ζήλευε όλο το Βαρώσι), νιώθουμε με την αφή μας την υφή των πραγμάτων. Ακόμη κι όσοι δεν είχαμε ιδέα για την Αμμόχωστο, μαθαίνουμε τη γεωγραφία της πόλης: τον κινηματογράφο του Χατζηχαμπή, την οδό Δημοκρατίας, την οδό Ακροπόλεως, τους φούρνους και τα ζαχαροπλαστεία, τις μοδίστρες και τους τσαγκάρηδες. Μέσα από αυτές τις καθημερινές ιστορίες, η Αβρααμίδου επιτελεί μια υπηρεσία τεκμηρίωσης και διατήρησης της μνήμης, και παραδίδει έναν τόμο αναφοράς. 

Ποιος θυμάται πλέον την Αμμόχωστο; Ποιος νοιάζεται και ποιος συζητάει για την Αμμόχωστο, εκτός από τους τουρίστες των ερειπίων και τα μοντέλα του Ιnstagram που φωτογραφίζονται έξω από τα κτίρια-κουφάρια;

Στις «Φράουλες», ο Γιόζεφ Ροτ γράφει: «Άλλες πόλεις γίνονται μεγάλες και τρανές, ή αν είναι ο θάνατος γραφτό τους, αργοσβήνουν, εκατό ή και χίλια χρόνια κάνουν να πεθάνουν. Τη μικρή μας πόλη, όμως, ο Χάρος τη θέρισε με το μεγάλο κοφτερό δρεπάνι του σε μια στιγμή μέσα και την αφάνισε από προσώπου γης. Τώρα δεν είμαι πουθενά γεννημένος, πουθενά δεν είμαι σπίτι μου. Είναι αλλόκοτο και τρομερό, κι εγώ ο ίδιος νιώθω σαν πλάσμα του ονείρου, που δεν έχει ούτε ρίζα ούτε σκοπό, που δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος, μόνο πάει κι έρχεται χωρίς να ξέρει καν πούθε έρχεται, που πάει. Έτσι είναι όλοι οι συντοπίτες μου. Ζούνε σκορπισμένοι στον απέραντο κόσμο, γαντζώνονται μ’ αδύναμες ρίζες σε ξένα χώματα, κάνουν παιδιά τα οποία δεν ξέρουν πού γεννήθηκε ο πατέρας τους, για τα οποία ο παππούς τους είναι κιόλας παραμύθι» (εκδ. Άγρα, μτφρ. Μαρία Αγγελίδου). 

Στον πυρήνα του βιβλίου – και της ιστορίας της Αμμοχώστου, και του Κυπριακού προβλήματος συνολικά – βρίσκεται η ντροπή. Η ντροπή αυτών που ταπεινώθηκαν από τους εισβολείς· η ντροπή αυτών που μπήκαν στην άδεια πόλη και έκαναν πλιάτσικο· η ντροπή των εποίκων που έζησαν στα ξένα σπίτια· η ντροπή των νεαρών τουρκοκυπρίων που μεγαλώνουν σε ένα μη-κράτος, μία οντότητα χωρίς ταυτότητα· η ντροπή της ηγεσίας και του λαού της Κύπρου που τα τελευταία 40 χρόνια αφήνει τις ευκαιρίες για λύση, επιστροφή και συμφιλίωση να χαθούν, τη μία μετά την άλλη· η ντροπή η δική μας, της Ελλάδας, για τον ρόλο μας στη δημιουργία των συνθηκών που συνετέλεσαν στην εισβολή και την κατοχή· για την αμέλειά μας πριν και την άγνοιά μας μετά. 

Η ντροπή είναι η κινητήριος δύναμη των πάντων. Είναι το προπατορικό αμάρτημα. Είναι η ρίζα μιας γκάμας αρνητικών συναισθημάτων – του θυμού, της οργής, της απαξίωσης, του φόβου, του μίσους, και φυσικά κάθε μορφής βίας έναντι των άλλων, έναντι του εαυτού αλλά και έναντι τρίτων, άσχετων, θυμάτων που γίνονται παράπλευρες απώλειες. 

Κινητήριος δύναμη της ίδιας της ντροπής είναι μια πράξη των άλλων που θεωρούμε ότι μας προσβάλλει, μας ταπεινώνει, μας κοροϊδεύει ή γενικά υποδηλώνει με κάποιο τρόπο ότι ο άλλος (ο, ας πούμε, πομπός της ταπείνωσης) δεν μας σέβεται, δηλαδή θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο ή καλύτερο από τον δέκτη. Με άλλα λόγια στον πυρήνα της ντροπής –και άρα του θυμού, και της βίας και όλων των δεινών– είναι μια πραγματική ή φανταστική σχέση ανισότητας

Ωστόσο, το καταπληκτικό με τη θεωρία της ντροπής, είναι ότι δεν μας δίνει απλώς την εξήγηση, το κλειδί για να ερμηνεύσουμε το πρόβλημα· μας δίνει και τη λύση, τη θεραπεία. Μας δείχνει πώς να επουλώσουμε τα τραύματα, πώς να γίνουμε πιο ανθεκτικοί στις ταπεινώσεις, και κυρίως το πώς να διαχωρίζουμε και να προστατεύουμε τον εαυτό μας από τις πράξεις ή τα λόγια των άλλων, αλλά και το πώς να προσεγγίσουμε τους άλλους – πώς να μπούμε στη θέση τους για να κατανοήσουμε τη δική τους ντροπή, γιατί αυτό είναι το μόνο σίγουρο: οι πάντες δρουν με κίνητρο τη ντροπή.

Το να αντιληφθείς το ότι νιώθεις ντροπή και να μπορέσεις να το διαχειριστείς είναι η αρχή της θεραπείας. 

Η ντροπή είναι το ακατανόμαστο συναίσθημα· κανείς δεν μιλάει γι’ αυτό. Οι ψυχοθεραπευτές στις συνεδρίες αναγκάζονται να περιφέρονται γύρω από το συναίσθημα αυτό γιατί η ύπαρξη της (πρωτογενούς) ντροπής προκαλεί (δευτερογενή) ντροπή. Το να αντιληφθείς το ότι νιώθεις ντροπή και να μπορέσεις να το διαχειριστείς είναι η αρχή της θεραπείας. 

Η Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη κατονομάζει το ακατανόμαστο συναίσθημα. Πάει βαθιά, και περισσότερο από ποτέ στα βιβλία της– μαζί με την πίκρα, τον καημό, την απογοήτευση για τα λάθη και τη χαμένη ζωή, βλέπουμε τους σπόρους της συγχώρεσης, της συμφιλίωσης με τους άλλους αλλά πρωτίστως με τον εαυτό.

Γράφοντας για τον Γιόζεφ Ροτ, στη «Φούγκα της Νοσταλγίας» (εκδ. Άγρα), ο Διονύσης Καψάλης σημειώνει: «Πλάι πλάι με τη λαχτάρα, τον καημό της ύπαρξης, πλάι πλάι με τον πόνο της επιστροφής, πορεύεται μαζί και η μελαγχολική γνώση ότι δεν υπάρχει επιστροφή, ή, κι αν υπάρχει ως κίνηση, ως περιπλάνηση, δεν υπάρχει σαν προορισμός, κι αν υπάρχει σαν προορισμός, δεν υπάρχει σαν τέλος, σαν καταλλαγή – πλάι πλάι στην ακατάβλητη αγωνία της περιπλάνησης [...] εμφανίζεται η δυνατότητα της αφήγησης σαν μια νέα δυνατότητα ύπαρξης».

Μέσα από αυτό το βιβλιαράκι με τις 73 μικρές ιστορίες, που τις συνοδεύουν ισάριθμες φωτογραφίες, η Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη κατορθώνει να μας προσφέρει αυτό που η ίδια δεν μπορεί να ακουμπήσει: μέσα από το βιβλίο ζούμε στο Βαρώσι, και το Βαρώσι ζει μέσα από αυτήν και τους αναγνώστες της.

Οι δυνάμεις της ιστορίας –οι πόλεμοι, τα πραξικοπήματα, οι επαναστάσεις, οι μεγάλες οικονομικές και τεχνολογικές αλλαγές– παρασέρνουν τα άτομα σαν τσουνάμια. Αυτό συνέβαινε πάντα και μάλλον θα συνεχίσει να συμβαίνει. Ωστόσο, η Αβρααμίδου εξανθρωπίζει το μακροκοινωνικό: μας υπενθυμίζει ότι στην άλλη πλευρά της εξίσωσης της ισχύος δεν βρίσκονται αριθμοί αλλά άνθρωποι· με σάρκα και αίμα, με όνειρα και σχέδια, φόβους, επιθυμίες και αδυναμίες. Η αφηγήτρια αρνείται να παραμείνει ένα θύμα, ένα αντικείμενο της ιστορίας. Μέσα από τη λαχτάρα της για το σπίτι της το οποίο παραμένει άδειο και περιφραγμένο και στο οποίο δεν της επιτρέπεται να γυρίσει, μέσα από τον καημό και τις μνήμες της, αναζητάει τη βούληση. Επιδιώκει να έχει λόγο. Διεκδικεί ρόλο ως υποκείμενο της ιστορίας. Ο πρόσφυγας-αντικείμενο γίνεται άνθρωπος-υποκείμενο.

Αυτή η μάχη, του ατόμου να παραμείνει υποκείμενο της ιστορίας και όχι απλώς αντικείμενο δομικών δυνάμεων –μια μάχη την οποία δίνει η φιλελεύθερη σκέψη εδώ και αιώνες, και ήταν το κεκτημένο της Δύσης στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα– θα είναι η μάχη και του 21ου αιώνα, με βασικούς αντιπάλους σε πρώτη φάση αυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα όπως της Κίνας και της Τουρκίας, και σε δεύτερη φάση ενδεχομένως με αντίπαλο την Τεχνητή Νοημοσύνη.

* Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο «Της Ντροπής: 73 μικρές βαρωσιώτικες ιστορίες» (εκδ. Μελάνι), που μόλις κυκλοφόρησε