Βιβλιο

Στέλιος Ράμφος - Διακόσια χρόνια γέννα, 1821-2021: Προδημοσίευση του βιβλίου

Διαβάστε πρώτοι ένα απόσπασμα από το νέο βιβλίο του επιδραστικού φιλοσόφου για τα διακόσια χρόνια από την εθνεγερσία του 1821 που θα κυκλοφορήσει στις 27/5 από τις εκδόσεις Αρμός

A.V. Team
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Προδημοσίευση - Στέλιος Ράμφος, «Διακόσια χρόνια γέννα, 1821-2021»: Διαβάστε ένα απόσπασμα από το βιβλίο που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Αρμός.

Το νέο βιβλίο του Στέλιου Ράμφου με τίτλο «Διακόσια χρόνια γέννα, 1821-2021» αναμένεται να κυκλοφορήσει την Παρασκευή 27 Μαΐου από τις εκδόσεις Αρμός και ενώ γιορτάζουμε τα διακόσια χρόνια από την εθνεγερσία του 1821, όχι τα διακόσια χρόνια από το 1821. Η χρονολογία ισχύει για όλους· η γενέθλια σημασία της ισχύει μόνο για τους Έλληνες διότι αυτοί εξεγέρθηκαν τότε, κερδίζοντας με βαρύ φόρο αίματος την νεώτερη ιστορική τους υπόσταση. Η πορεία του έθνους μας ακόμη δεν έχει αποκρυσταλλωθεί ώστε να διατυπώσουμε επακριβώς με όρους ιστορικότητος την δυναμική του ιδρυτικού εκείνου γεγονότος. Όσο η χώρα θα ταλαντεύεται μεταξύ των στρατηγικών της επιλογών και της καθημερινότητος των νοοτροπιών μας, τόσο το Εικοσιένα θα παραμένει στο νόημά του ρευστό, καίτοι ως συμβάν είναι αδιαμφισβήτητο. Η ελληνική κοινωνία μετεωρίζεται, αφού κυριαρχεί ακόμη στα πολιτικά πράγματα ένα μπρoς-πίσω που εμποδίζει την συνεπή της ενότητα στον ιστορικό χρόνο. (…) Καταγράφοντας η επέτειος την σημασία και όχι την εικόνα των γεγονότων, αναδεικνύεται δυνητικά πηγή του ιστορικού χρόνου και ως τέτοια συνδέεται αδιάρρηκτα με το ίδιο το βέλος του.

Στέλιος Ράμφος - Διακόσια χρόνια γέννα, 1821-2021 (εκδ. Αρμός): Απόσπασμα από το βιβλίο 

[..] Περιεχόμενο των Απομνημονευμάτων είναι, κατά Σεφέρη, «ο τραγικός αγώνας ενός ανθρώπου, που με όλα τα ένστικτα της φυλής του ριζωμένα βαθιά μέσα στα σπλάχνα του, αναζητά την ελευθερία, το δίκιο, την ανθρωπιά», ενώ η γλώσσα τους με την αμεσότητα και την ασφάλεια στην έκφραση δείχνει έναν αυθορμητισμό που δεν αφήνει ζωτικό χώρο στον συλλογισμό και την εσωτερικότητά του. Ο Μακρυγιάννης εκφράζεται άμεσα χωρίς να το επιδιώκει η να το ξέρει. Είναι ό,τι αισθάνεται και γράφει όπως αισθάνεται, αλλά η φυσική αίσθηση των πραγμάτων αποβαίνει εις βάρος της σημασίας τους. Το αυθόρμητο δηλώνει μία μεταδοτικότητα αμεσίτευτη η οποία, υπηρετώντας την μερικότητα, υπερφαλαγγίζει την σκέψη, όπως αντιπαρέρχεται και την μορφή, οπότε διευκολύνει το χάος αντί να το βάζει σε τάξη.

Μορφή δεν ονομάζουμε κάποιο συνεκτικό εξωτερικό σχήμα αλλά την ύψωση των πραγμάτων στο ήθος του νοήματος, όπου επικρατεί το βάθος της εκφράσεως και όχι το βάρος της ύλης. Ως αισθητή παρουσία μιας πνευματικής οντότητος συνιστά αναγεννητική πρόσληψη του εμπειρικού στην καθολικότητά του. Γι’ αυτό και το έργο τέχνης μας μορφώνει ψυχικά. Αντιθέτως, στην περίπτωση των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη έχουμε περιεχόμενο χωρίς μορφή, ένα Εγώ χωρίς Εμείς, όπου το αδιαμόρφωτο περιεχόμενο εκβάλλει σε αναρχούμενο ύφος. Δεν βάζει απλώς τάξη στο χάος του ύφους η μορφή· ανάγει κυρίως τις ψυχικές εικόνες σε ζωντανή υπόσταση. Εκτός μορφής το άμεσο ύφος αρπάζεται εύκολα από κάθε στιγμή και σβήνει μαζί της. Η αμεσότης ως ευκολία δεν είναι ύφος, είναι αυτοβεβαίωση.

Η αμεσότης των Απομνημονευμάτων είναι μάλλον προνεωτερική καταβολή παρά προσωπική έκφραση. Μία παραβολή με το προγενέστερό τους Χρονικό του Γαλαξιδιού το επιβεβαιώνει. Και στις δύο περιπτώσεις τα ιστορικά γεγονότα προσλαμβάνονται σαν φυσικά φαινόμενα και διεκδικούν την συναισθηματική μας προσχώρηση, οπότε η έκφραση τίθεται στην υπηρεσία των αισθήσεων εις βάρος του νοήματος. Το νόημα προϋποθέτει απόσταση και ορίζει πεδίο δράσεως την μορφή. Στην έξαψη και στην δίνη του αισθήματος η γλώσσα εύκολα παραμιλάει. Όπως το κλέφτικο τραγούδι, και το κείμενο του Μακρυγιάννη απηχεί το κοινοτικό πνεύμα και προβάλλει το ταυτοτικό σχήμα ηρωισμός - δικαιοσύνη στο κενό της υποκειμενικότητος. Μετατρέπει έτσι την εκάστοτε ατομική του ενέργεια και τοποθέτηση σε «γεγονός», αναμιγνύοντας τις αισθήσεις με τις εντυπώσεις και τις παρατηρήσεις με τις προτιμήσεις καθώς αφηγείται τα πράγματα.

[..] Η γραφή του Μακρυγιάννη ακολουθεί τον τρόπο του δημοτικού τραγουδιού. Τα περιστατικά κυλούν κατά παράταξη σαν φυσικά φαινόμενα και η θέληση αντί να προηγείται τα ακολουθεί. Γι’ αυτό και αγνοεί την ελευθερία της ευθύνης με το υποκειμενικό της υπόβαθρο. Όλα συνυπάρχουν στην συνθήκη ενός συγκυριακού παρόντος, το οποίο δεν αφήνει στην έκφραση άλλη διέξοδο από την επανάληψι του ίδιου εν είδει διαφορετικού. Ξαναζούμε τα διατρέξαντα στον χρόνο τους και όχι στον δικό μας· παραιτούμαστε από την φαντασία για να δεξιωθούμε μια παραστατική περιγραφή και να μη βγούμε στην καθαρή συγκίνηση που γεννούν τα πλάσματα της ψυχής. Προσοχή όμως: Από την «συγκίνηση» των αισθητών προέρχεται επίσης η αγάπη για το χαμηλό και ο αρνητισμός της.

Στις βιωματικές απογειώσεις του ρουμελιώτη οπλαρχηγού τα γεγονότα και τα συναισθήματα διαπλέκονται αδιάλυτα, το παρελθόν αναπαράγεται σαν μέλλον, ο χρόνος της ενθυμήσεως δεν διαφέρει από τον της αισθήσεως, ενώ η ηθική παράμετρος του προσθέτει μία διάστασι απείρου. Όμως, όσο εμμένουμε στο παρελθόν τόσο μεγαλώνει η αδυναμία μας να συμβολοποιούμε τα γεγονότα και καταφεύγουμε σε αλληγορίες και παρομοιώσεις, τόσο χρειαζόμαστε ηθικοπλαστικά στερεότυπα.

Έτσι στο «διά ταύτα» των εξιστορήσεων, η αμεσότης γυρίζει σε λαϊκό αίσθημα, οι αγωνιστές μονίμως «διακονεύουν» και οι «εκλαμπρότατοι τους κατατρέχουν». Ο ίδιος είναι «πατριδοφύλακας» ενός τόπου που χάνεται. Εξ ου και διαμαρτύρεται ακατάπαυστα με αποστροφές του τύπου «κι όσα σημειώνω τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρω να βλέπω το άδικον να πνίγη το δίκιον». Μιλεί ένας άνθρωπος, την ύπαρξη του οποίου καθορίζει η εικονογραφική διαστολή των σωματικών αισθήσεων, η δε κοινοτική λογική του απαγορεύει να κοιτάζεται «απ’ έξω».  [..]

[..] Το βίωμα των αισθήσεων ως πηγή της υπάρξεως δεσμεύει την φαντασία στις παραστάσεις τους και υποβιβάζει την δημιουργία σε περιγραφή, με ευθύβολους πολύ συχνά, αλλά πλαγίους πάντα τρόπους. Πως να υπηρετήσει έτσι την σκέψη; Όπως όλοι οι αυτόχθονες εξεγερμένοι Έλληνες, ο συγγραφέας μας αντιλαμβάνεται την εθνική ανεξαρτησία εκτός ελευθερίας της βουλήσεως. Θεωρεί την ελευθερία δύναμι δικαιοσύνης και τον δίκαιο «ζυγαριά της ζωής», φροντιστή της ισορροπίας του κόσμου και του μέτρου του, όχι όμως και υποκείμενο ευθύνης. Γι’ αυτό στην προνεωτερική διαγωγή η χρησιμοθηρία ήταν κάτι απολύτως θεμιτό, καθώς μαζί με το αποτέλεσμα εκεί μετρά η επιτηδειότητα με την ευστροφία της και την πανουργία. Αλλιώς πολέμαρχοι με διφορούμενη συμπεριφορά, όπως ο Γώγος Μπακόλας, ο Βαρνακιώτης η ο Ανδρούτσος, δεν θα θεωρούνταν παλληκάρια. Ο Όμηρος δεν έπλασε τυχαία το ηρωικό πρότυπο του πολυμήχανου Οδυσσέα. Τον Μακρυγιάννη ενδιέφερε κατ’ εξοχήν να μην τραυματισθεί η συνοχή της ομάδος, την οποία απειλούσε η ελευθερία της ατομικής βουλήσεως. Καταλάβαινε την δικαιοσύνη σαν ταυτισμό του ατόμου με τους κανόνες της στεγανής κοινότητος, κάτι που το διαφοροποιούσε εκ των πραγμάτων από τον νεώτερο άνθρωπο με την υποκειμενική του συνείδηση. Σαν να μπορούσε να υπάρξει κανείς ελεύθερος εκτός ελεύθερης πολιτείας! Δεν του περνούσε από τον νου ο πολίτης με την αυτεξούσιο θέληση, τα ατομικά δικαιώματα και την κοινωνική ευθύνη. Αυτό κρύβεται πίσω από το περιβόητο «βρισκόμαστε στο Εμείς και όχι στο Εγώ» και μας παραμονεύει.

Το υπογραμμίζει, συν τοις άλλοις, εμφατικά η απόφαση του Μακρυγιάννη να εικονογραφήσει τις μάχες της Παλιγγενεσίας εντεταγμένες σε υπεριστορική προοπτική. [..]

Η εξιστόρησή τους τόσο στο βιβλίο όσο και στις εικόνες είναι απολογητική της αληθείας, τουτέστι προσαρμόζει στην βούλησή της τις περιστάσεις. Όπως ξέρουμε, προϋπόθεση κάθε δογματισμού είναι τα πρωτεία μιας ιδεολογικής «αλήθειας» απέναντι στην πραγματικότητα. Ψυχικό επακόλουθο αυτής της υπεροχής είναι η διάπλαση των ανθρώπων κατά τις επιταγές παραστάσεων που έχουν διακόψει τους δεσμούς τους με τον λόγο, την δημιουργική φαντασία, την αυθυπέρβαση, και έχουν συνθηκολογήσει με το τέλμα των φαντασιώσεων.

Το αντελήφθη ο Κορνάρος και έγραψε τον Ερωτόκριτο, το συνειδητοποίησε ο Θεοτοκόπουλος και πέρασε στην Δύσι, όχι όμως ο Σεφέρης που τους εξωμοίωσε με τον ρουμελιώτη οπλαρχηγό. Στον Μακρυγιάννη θαύμασε την «ασφάλεια» της εκφράσεως που ακουμπά στην λαϊκή παράδοση, του διέφυγε όμως πως η μεσαιωνικής καταβολής λαϊκή αδιακρισία του ιστορικού χρόνου από τον μυθικό, όχι κάποια ψυχολογία του στρατηγού, υπαγόρευε την αμεσότητα και τον αυθορμητισμό της εκφράσεώς του και πως η παράδοση ζει μόνο όταν ζυμώνεται στον χρόνο τον οποίο της προσφέρει ανοιχτόχερα η μορφοπλαστική ενέργεια του πολιτισμού.

Στέλιος Ράμφος © Αγγελική Μπιρμπίλη

Στέλιος Ράμφος - βιογραφικό

Ο Στέλιος Ράμφος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939. Σπούδασε στην Νομική Αθηνών και από το 1965 Φιλοσοφία στο Παρίσι, όπου και δίδαξε (Βενσέν 1969-1974). Επέστρεψε και εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα το 1974. Η εργασία του επικεντρώνεται στην ερμηνευτική του ελληνισμού με ιδιαίτερη έμφαση στην κατανόηση των πνευματικών χαρακτηριστικών που κληροδότησε το Βυζάντιο στην Νεώτερη Ελλάδα, η άγνοια των οποίων εμποδίζει την αυτοσυνειδησία μας. Ερευνά κυρίως τις συνέπειες που είχε η ματαίωση της βυζαντινής Αναγεννήσεως για την διάπλαση του νεοελληνικού ψυχισμού, ο οποίος παραμένει έκτοτε ελλειμματικός και αστάθμητος, έρμαιο των συγκυριών της ιστορικότητος. Στην Αθήνα δίδαξε κατά το παρελθόν, μεταξύ άλλων, στο Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, ενώ τώρα διδάσκει στο Ίδρυμα Βασίλη και Μαρίνας Θεοχαράκη.