Βιβλιο

Μαρία Τοπάλη: Γιατί η ποίηση είναι σημαντική

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης η γνωστή ποιήτρια γράφει στην Athens Voice

A.V. Guest
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης - 21 Μαρτίου 2022: Η ποιήτρια Μαρία Τοπάλη γράφει στην ATHENS VOICE. Το ποίημα είναι από το βιβλίο της «Μαζί τ’ ακούγαμε» (εκδ. Πατάκη)

Όχι και τόσο ψηλά, εκεί, στον Υμηττό
Ο καλύτερος τρόπος για να αναρωτηθούμε αν η ποίηση είναι σημαντική, είναι να φανταστούμε για μια στιγμή τον κόσμο χωρίς αυτήν. Ας υποθέσουμε λοιπόν μια ελληνική (και μια παγκόσμια) γλώσσα χωρίς ποίηση. Πώς θα ήταν τα λόγια μας; Θα τους έλειπαν, μάλλον, τα φτερά, με ό,τι αυτό σημαίνει. Κάποιος θα το έβλεπε θετικά: θα είχαμε λόγια γειωμένα, στέρεα, αποκλειστικά και μόνον πεζά. Μήπως όμως θα σέρνονταν λίγο; θα αναρωτιόταν κάποιος άλλος. Τί ωφελεί να είναι τα λόγια φτερωμένα; Δεν θα υπήρχε, ας πούμε, «άκρα του τάφου σιωπή». Θα αρκούμασταν σε κάτι σαν «νεκρική ησυχία» ή «απόλυτη σιωπή». Στην ταινία «Interstellar» δεν θα ακουγόταν η φωνή του Μάικλ Κέιν να απαγγέλλει “do not go gentle into that good night”. Μάλλον δεν θα ακουγόταν τίποτα. Θα μας έλειπε; Δεν θα περιμέναμε τους βαρβάρους ούτε θα μιλούσαμε ειρωνικά για Λακεδαιμονίους ούτε θα μας ακολουθούσε η πόλη ούτε θα θυμόταν το σώμα μας ούτε θα αποχαιρετούσαμε την Αλεξάνδρεια. Σας νιώθω τώρα που αποσταθεροποιηθήκατε - ακούσατε άραγε κάποιο τρίξιμο στο οίκημα που μας στεγάζει; Σωστά το σκέφτεστε: ακόμη και αν ρίχναμε στην πυρά πολλές ποιήτριες και πολλούς ποιητές, θα ήμασταν αναγκασμένοι να κρατήσουμε έξω τον Καβάφη, αλλιώς θα γέμιζε τρύπες η γλώσσα. Δηλαδή θα γέμιζε μαύρα σημάδια η οπτική μας για τον εαυτό μας και τον κόσμο που μας περιβάλλει. Σάμπως νομίζετε μπορούν οι Γερμανοί να φθινοπωριάσουν χωρίς τον Ρίλκε και να προειδοποιήσουν τους μαθητευόμενους μάγους τους χωρίς τον Γκαίτε; Παλιές ιστορίες, θα πείτε. Παλιοί ποιητές. Μήπως να μείνουμε τουλάχιστον σε αυτούς; Μήπως δεν χρειάζονται άλλοι;

Πάντως, οι περισσότερες και οι περισσότεροι από αυτές και αυτούς δεν κατάφεραν στην εποχή τους να πουλήσουν πάνω από μερικές δεκάδες, άντε μερικές εκατοντάδες, αντίτυπα. Υπάρχουν ογκόλιθοι που δεν βραβεύθηκαν ποτέ, άλλοι που δεν δημοσίευσαν καν εν ζωή, κι όμως στην πορεία εγκαταστάθηκαν για τα καλά μέσα στη γλώσσα. Μας ορίζουν με τα λόγια τους. Κάτι ανθεκτικό και χρήσιμο παράγεται στο περιθωριακό αυτό φυτώριο – κι αν ίσως ήταν λιγότερο περιθωριακό στο παρελθόν, ας μη γελιόμαστε, στους νεώτερους χρόνους οι ποιητές, ιδίως οι καλοί ποιητές, δεν ήταν ποτέ pop. Θέλει αρετήν και τόλμη. Αλλά ταυτόχρονα παρέχει κιόλας αρετήν και τόλμη η ποίηση: την εκκολάπτει, την γεννά, τη συσκευάζει, τη διακινεί. Πώς το κάνει αυτό; Είναι κανένα μυστικό για μυημένους;

Ξέρω ανθρώπους υπεράνω πάσης υποψίας, γιατρούς, δικηγόρους, στελέχη επιχειρήσεων που διατηρούν – όχι πολύ φανερά είναι η αλήθεια - γλάστρες ή παρτέρια ή έστω ανθοδοχεία με ποιήματα, παλαιότερα αλλά και σύγχρονα. Πρόλαβα ήδη να ζήσω αρκετά για να δω στις μέρες μου την καμπύλη της - ελληνικής – δημόσιας συζήτησης για την ποίηση να παίρνει σχήμα ανοιχτής προς τα πάνω παραβολής με το ναδίρ να βρίσκεται πίσω μου. Περισσότερο από τις άλλες τέχνες, η ποίηση, με το ευτελέστερο των υλικών, την κοινή και κοινόχρηστη γλώσσα, θα κερδίζει όσο θα γίνεται αντιληπτή με φυσικότητα: σαν αναπνοή, σαν βήμα. Εδώ η γλωσσική εκπαίδευση πάσχει. Φορτώνει με μαλάματα το πρόσωπο της ποίησης και τη φθείρει. Την καταποντίζει στα βαθιά πλατάνια. Και μήπως ξέρουμε στον καιρό μας να αναπνέουμε ή να περπατάμε; Πολύ αμφιβάλλω.

Αλλά τα πράγματα αλλάζουν. Πριν 15 ή 10 χρόνια ο Υμηττός ήταν άδειος τις Κυριακές, άντε να συναντούσες στη βόλτα κανέναν γραφικό συνταξιούχο. Τώρα τις Κυριακές τον αποφεύγουμε τον Υμηττό, λόγω συνωστισμού. Πού κρυβόταν το μυστικό; Μπορεί κάποια στιγμή οι περιπατητές των ορεινών διαδρομών να συναντηθούν με την υπομονετική σπονδυλική στήλη του Υμηττού σε κάτι παλιά ημερολόγια. Μπορεί να αγγίξει το μάτι τους ένα αχαμνό σπερδούκλι.

Μπορεί να μας μπερδεύει καμιά φορά η όψη, ιδίως αν είμαστε εθισμένοι στην κόψη, αλλά υπάρχουν σοβαρά αποθέματα ποίησης στα λαγκάδια της Λιλιπούπολης. Όσο για τα θέματα που απασχολούν τους ποιητές, θα δανειστώ τη φράση ενός ψυχιάτρου, όταν τον ρώτησα πρόσφατα αν κάτι άλλαξε ως προς τους ασθενείς του στη διάρκεια της πανδημίας. Μην τα πιστεύετε, μου είπε περίπου, αυτά που ακούτε. Οι ασθενείς μας στη διάρκεια της πανδημίας θέλουν να λένε αυτά που λένε πάντα: για τη μητέρα, τον πατέρα, τους φίλους, τους εραστές, τα προβλήματά τους. Έτσι, θα έλεγα κι εγώ, για τις ποιήτριες και τους ποιητές ότι, ακόμη κι αν νομίζουν ότι μιλούν για τις φάλαινες ή την παγκόσμια επανάσταση, στην πραγματικότητα μιλούν πάντοτε και αποκλειστικά για τον εαυτό τους. Και αποζητούν το ταίρι τους, την αναγνώστρια και τον αναγνώστη που θα τους χορτάσει.

Η ποιήτρια Μαρία Τοπάλη © Μαριλένα Σταφυλίδου


Ποίημα της Μαρίας Τοπάλη από το βιβλίο «Μαζί τ’ ακούγαμε», Πατάκης

ΤΑ ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΤΟΥΧΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ (ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ)
Ι.

Σύμφωνα πάντα
με το γνωστό σε όλους παραμύθι,
ο βασιλιάς ήταν γυμνός.

Μόνο που γίνανε τα πράγματα λιγάκι διαφορετικά.

Πράγματι εμφανίστηκε ολόγυμνος
στη διάρκεια μιας επίσημης παράτας
όχι όμως γιατί τάχα τον ξεγέλασε
κάποιος αετονύχης.
Η γύμνια του, καλά γνωστή στον ίδιο και στους συν αυτώ
ήταν της εξουσίας η σκευή.
Μ’ αυτήν ταπείνωνε τους πάντες:
Και να τον βλέπουν έτσι όπως δεν το επιθυμούσαν
Και το αντίθετο να μαρτυράν.

Ώσπου μια μέρα εκείνο το παιδί
κινδύνευσε να τα τινάξει όλα στον αέρα!
Έτσι συμβαίνει πάντα.
Αρκεί να το τολμήσει κάποιος πρώτος
- ας είναι και παιδί.
Μετά οι άλλοι ακολουθούν.

ΙΙ.
Ο αρχικαρδινάλιος
ήτανε άνθρωπος σοφός.
Μπορεί βεβαίως
ν’ άδειαζε κάθε πρωί
του αφέντη το καθήκι
μα ήταν, κατά τα άλλα,
ακριβοσπουδαγμένος και πανίσχυρος.

Άφησε να περάσει η πρώτη μπόρα.
Γίνανε ταραχές, στηθήκαν οδοφράγματα.
Ο καρδινάλιος διαπραγματεύτηκε,
μοίρασε χρήμα, υποσχέσεις.
Τα πράγματα ηρέμησαν.
Με τον καιρό άρχισε να χλομιάζει
η εικόνα του ηρωικού παιδιού.

Ποιος ήτανε αυτός, στο κάτω-κάτω;
Ένα παιδί που θα υπέδειχνε
πως μέχρι τότε ήμασταν υποταγμένοι όλοι ανεξαίρετα;

Άρχισε να διαδίδεται
πως ήταν αλαζόνας το παιδί.
Κακόβουλο και επιφανειακό κι απρόσεχτο
-«βέβαια, ήταν γυμνός ο βασιλιάς»-
ήταν ωστόσο η μόνιμη επωδός.

Μέχρι που κάποιος (κέρδισε αργότερα στον κλάδο του διακρίσεις και τιμές)
είπε, σε μια ταβέρνα, ένα βράδυ:
«Εγώ πάντως, θυμάμαι πως φορούσε κάλτσες».
Τότε ακόμα ένας πρόσθεσε: «Κι εγώ! Σαν κάτι να θυμάμαι, μπλε δεν ήταν;»

Έτσι, ανασυστήθηκε σιγά-σιγά
από το τίποτα
όλη η στολή του βασιλιά
και ζήσανε αυτοί καλά.

ΙΙΙ.
Θ’ αναρωτιέστε: το παιδί;

Απομονώθηκε,
και τα ταλέντα του αμφισβητήθηκαν σε βάθος.
Έπεσε, όπως λένε, «σε δυσμένεια».
Κατάθλιψη, απώλεια μνήμης, τα γνωστά.

Μια μέρα
μάζεψε όλο του το θάρρος
για να σηκώσει
με παρρησία
στα δυο του χέρια τις σακούλες του σούπερ μάρκετ
και να περάσει απ’τη μπάρα του ταμείου.

Με μάτια σαν της Σφίγγας, τον περίμεναν οι Μήδοι
κι από τις δυο μεριές:

«Hello, Leonidas!», τον χαιρέτησαν. «How are you feeling today»;

Δεκέμβριος 2012


Μαρία Τοπάλη - βιογραφικό

Η Μαρία Τοπάλη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1964. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στη Φραγκφούρτη. Από το 1996 δημοσιεύει ποίηση, κριτική και μεταφράσεις από τα γερμανικά. Είναι μητέρα δυο κοριτσιών, ζει στην Αθήνα και εργάζεται στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. Δημοσιεύει κριτικά και άλλα κείμενα στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο συνεργαζόμενη τακτικά με την "Ποιητική" και με την "Καθημερινή της Κυριακής". Από τις εκδόσεις "Νεφέλη" κυκλοφορούν οι ποιητικές συλλογές της "Σερβίτσιο Τσαγιού" (1999) και "Λονδίνο και άλλα ποιήματα" (2007), από τις εκδόσεις "Πατάκη" κυκλοφορεί το βιβλίο-ποίημα "Βερμίου Κατάβαση" (2010), η μετάφρασή της των Ελεγειών του Ντουίνο του Ρ.Μ. Ρίλκε (2011), από τις εκδόσεις "Οκτώ" το θεατρικό μιούζικαλ " Ο Χορός της Μεσαίας Τάξης" (2012) και από τις εκδόσεις "Γαβριηλίδης" το βιβλίο "Για τέσσερα χέρια" (2013) που εξέδωσε μαζί με τον Κωνσταντίνο Ματσούκα. Το τελυταίο της βιβλίο "Μαζί τ’ ακούγαμε" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη (2018).