Βιβλιο

Τα σάιτ του βιβλίου στην Ελλάδα και το μέλλον της ανάγνωσης

Ελένη Γκίκα (Fractal), Ελένη Κορόβηλα (BookPress), Γιάννης Μπασκόζος (Ο Αναγνώστης) και Μάκης Τσίτας (Diastixo.gr): Τέσσερις διευθυντές βιβλιοφιλικών σάιτ μιλούν για το βιβλίο και την αγορά του στην Ελλάδα

Κυριάκος Αθανασιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 813
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ελένη Γκίκα (Fractal), Ελένη Κορόβηλα (BookPress), Γιάννης Μπασκόζος (Ο Αναγνώστης) και Μάκης Τσίτας (Diastixo.gr) μιλούν στην ATHENS VOICE

Μιλήσαμε με τους διευθυντές τεσσάρων μεγάλων και επιτυχημένων ελληνικών σάιτ για το βιβλίο και την ανάγνωση: με την Ελένη Γκίκα (Fractal), την Ελένη Κορόβηλα (BookPress), τον Γιάννη Μπασκόζο (Ο Αναγνώστης) και τον Μάκη Τσίτα (Diastixo.gr). Τους ευχαριστούμε θερμά για τον χρόνο τους. Και, κυρίως, για όλη τη δουλειά και τις υπηρεσίες που προσφέρουν στον χώρο του βιβλίου στην Ελλάδα.

Πόσο καιρό είναι στον αέρα το σάιτ σας;

Ελένη Γκίκα, Fractal: Πρωτοβγήκαμε στον αέρα στις 11 Ιουνίου 2014, το fractal είχε σχεδιαστεί από μας (Τάκης Κατσιμάρδος, Γιάννης Παναγόπουλος κι εγώ η νονά του) για το «Έθνος». Αλλά όταν σκοτώθηκε ο Λουκάς (σύζυγος της Μαρίας Μπόμπολα) έκανα βουτιά, ήμουν ανίκανη για οτιδήποτε, τα παιδιά όμως πήραν πρωτοβουλία και σε συνεργασία με τον Γιάννη Φαρσάρη, ο οποίος πήρε επάνω του όλα τα τεχνικά και τα διαδικαστικά, ξαφνικά απόκτησε υπόσταση, άρχισε να αναπτύσσεται σαν ζωντανός οργανισμός, να συγκεντρώνει γύρω του ομοίους σαν τον Παράξενο Τζων, και εννοείται ότι ζωντάνεψε πάλι κι εμένα.

Ελένη Κορόβηλα, BookPress: Την bookpress.gr τηδημιουργήσαμε μαζί με τον Κώστα Κατσουλάρη ταυτόχρονα με την έντυπη BookPress, τον Ιούνιο του 2009, με το ξεκίνημα. Αλλά, ως δυναμικός ιστότοπος, με όλες τις δυνατότητες και τη σύγχρονη τεχνολογία, που ανανεωνόταν καθημερινά, στο μοντέλο του σημερινού, υπάρχει από τον Δεκέμβριο του 2010. Έντεκα γεμάτα χρόνια, δηλαδή. 

Γιάννης Μπασκόζος, Ο Αναγνώστης: Από το 2013, του χρόνου κλείνουμε δεκαετία.

Μάκης Τσίτας, Diastixo.gr: Σε λίγο κλείνει 10 χρόνια.

Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να συντηρείται ένα βιβλιοφιλικό σάιτ στην Ελλάδα, ή να σταθεί σε επαγγελματικό επίπεδο;

Ελένη Γκίκα, Fractal: Δύσκολο, φαντάζομαι. Αν και για μας, εκτός από τον απίστευτο όγκο δουλειάς που μοιραζόμαστε οι τρεις (Γιάννης Φαρσάρης τα ιντερνετικά, Δήμητρα Ντζαδήμα τα media και άλλα πολλά, η αφεντιά μου επιμέλεια), έτσι όπως αποφασίσαμε όλο αυτό να γίνεται για τη σωτηρία της ψυχής μας, τα πράγματα φαντάζομαι γίνονται πιο απλά. Εξάλλου για τα υπόλοιπα θα χρειαζόμαστε άνθρωπο, καθώς σε μας, και σε μένα ιδιαίτερα, προξενούν αλλεργία.

Ελένη Κορόβηλα, BookPress: Πολλά προβλήματα οφείλονται στο γεγονός ότι υπάρχει πολυδιάσπαση στον χώρο, που είναι μάλλον ένα γενικότερο ελληνικό φαινόμενο. Δεν κοστίζει άλλωστε πολύ να φτιάξεις ένα σάιτ. Το να καταφέρεις όμως να το κρατάς σε επαγγελματικό επίπεδο, που πάει να πει εκτός των άλλων να εργάζονται και να δημοσιεύουν σε αυτό επαγγελματίες δημοσιογράφοι και συγγραφείς, αυτό είναι πολύ δυσκολότερο. Νομίζω ότι στην bookpress.gr είμαστε από τα λίγα σάιτ με αποκλειστικό αντικείμενο το βιβλίο που απασχολούν ανθρώπους επαγγελματικά, έστω και part-time. Κι αυτό πιστεύω ότι φαίνεται και αναγνωρίζεται. 

Γιάννης Μπασκόζος, Ο Αναγνώστης: Ο Αναγνώστης έχει τη μορφή Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας. Δεν αμείβεται κανείς συνεργάτης, τα όποια μικρά κέρδη επενδύονται στο σάιτ. Είμαστε κάτι σαν «κηπουροί βιβλίων», διακονούμε το βιβλίο από αγάπη, γράφουμε επαγγελματικά αλλά βιοποριζόμαστε από άλλες πηγές ο καθένας μας. Οι διαφημίσεις που φιλοξενούμε καλύπτουν τα έξοδά μας. Φαντάζομαι ότι αν λειτουργούσαμε απολύτως επαγγελματικά θα ήταν πολύ δύσκολο να συντηρηθούμε, και όσοι το επιχειρούν μάλλον χάνουν τον αμιγή βιβλιοφιλικό τους χαρακτήρα.

Μάκης Τσίτας, Diastixo.gr: Εφόσον μιλάμε για επαγγελματικό επίπεδο, όπως στην περίπτωσή μας —δηλαδή με σταθερούς συνεργάτες, με πολλά θέματα καθημερινά, επιλεγμένα και επιμελημένα κείμενα, πρωτότυπα εικαστικά—, χρειάζεται πολλή και συστηματική δουλειά. Εκ του αποτελέσματος, βλέπουμε ότι όλη αυτή η δουλειά που γίνεται στο Diastixo.gr αναγνωρίστηκε από τον εκδοτικό —και όχι μόνο— χώρο από την πρώτη στιγμή. 

Παρά την κρίση, η εκδοτική παραγωγή στην Ελλάδα έχει διατηρηθεί σε μάλλον υψηλά επίπεδα. Το ίδιο ισχύει και για τη διετία του κορωνοϊού. Πώς το εξηγείτε;

Ελένη Γκίκα, Fractal: Γράφουν οι Έλληνες! Και καλά κάνουν. Μακάρι και να διαβάζουν! Διότι γράφουν καλά. Στην τελευταία δεκαετία έχουν γραφτεί αριστουργήματα και έχουν γίνει εκδοτικά θαύματα. 

Ελένη Γκίκα (Fractal)


Ελένη Κορόβηλα, BookPress: Στη διάρκεια της κρίσης η παραγωγή έπεσε, αυτό το δείχνουν όλα τα στοιχεία. Όχι ότι ήταν απαραίτητα αρνητική αυτή η «διόρθωση», γιατί δεν ξέρω αν τα 10.000 βιβλία του 2008 ήταν μια υγιής κατάσταση. Στη διετία της πανδημίας συνέβη όμως κάτι άλλο: το βιβλίο, όπως και κάποια άλλα πολιτιστικά αγαθά, απέκτησαν μεγαλύτερη υπεραξία και στη συνείδηση ανθρώπων που μέχρι τότε δεν την είχαν. Ήταν μια ευκαιρία για το βιβλίο να αποδείξει ότι είναι το κυρίαρχο πολιτιστικό αγαθό που μπορεί να στηρίξει τον άνθρωπο ακόμη και στις πιο τραγικές στιγμές, ακόμη κι όταν όλα γύρω του μοιάζουν να καταρρέουν. Επιπλέον, πολλοί γονείς ανακάλυψαν ότι δεν γίνεται να αφήνουν τα παιδιά τους όλη μέρα μπροστά σε μια οθόνη, και στράφηκαν στο βιβλίο. Πιστεύω ότι, μέσα στην κρίση της πανδημίας, όσοι διάβαζαν ήδη έγιναν πιο εντατικοί αναγνώστες, αλλά, το σημαντικότερο, εμφανίστηκαν και νέοι αναγνώστες, που πριν δεν είχαν βάλει το βιβλίο στη ζωή τους. Το βιβλίο, κι αυτό δεν είναι απλό, έγινε trend. Μια θετική μόδα. Χωρίς να ξοδευτεί ούτε ένα ευρώ. Το έκανε η ίδια η ζωή. 

Γιάννης Μπασκόζος, Ο Αναγνώστης: Πράγματι, σύμφωνα με τους εκδότες η πρώτη χρονιά του lockdown, το 2020, είχε κέρδη. Για την περυσινή χρονιά, το 2021, δεν έχω στοιχεία. Νομίζω το lockdown έστρεψε έναν κόσμο στο βιβλίο (μεταξύ μας, έγινε και το πιο φθηνό δώρο για τις γιορτές). 

Μάκης Τσίτας, Diastixo.gr: Σε σχέση με το θέατρο, τη μουσική, τα εικαστικά και τον κινηματογράφο, που έπαθαν τεράστια ζημιά τη διετία της πανδημίας, το βιβλίο πράγματι έχει βγει μέχρι στιγμής αλώβητο τόσο από την υγειονομική όσο και από την οικονομική κρίση, αρκετοί εκδότες μάλιστα αύξησαν τον τζίρο τους. Κι αυτό επειδή το βιβλίο αποδεικνύεται στήριγμα σε δύσκολους καιρούς, όπως και μια οικονομική μορφή ψυχαγωγίας, για την απόλαυση της οποίας δεν χρειάζεται να βγει κανείς από το σπίτι. Αλλά κι επειδή έγινε καλή και συστηματική δουλειά ως προς τη διαφήμιση και το μάρκετινγκ από αρκετούς εκδότες. (Κι εδώ να πω πως υπάρχει μεγάλο περιθώριο βελτίωσης στο κομμάτι αυτό, αφού κάποιοι εκδοτικοί οίκοι δεν έχουν καν site, ενώ υπάρχουνκαι κάποιοι άλλοι που τα social media τους υπολειτουργούν…).

Διακρίνετε κάποιες τάσεις στην εκδοτική παραγωγή;

Ελένη Γκίκα, Fractal: Μικροί εκδοτικοί οίκοι που στην κυριολεξία «κεντάνε» —πολλοί δουλεύουν για τη σωτηρία της ψυχής τους—, μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι που επιτέλους έχουν αρχίσει να κάνουν επαγγελματική δουλειά, καινούργιοι εκδοτικοί με πολλές αυτοεκδόσεις που ωστόσο πολλές φορές εκδίδουν διαμάντια. Η ροζ λογοτεχνία κατακάθισε πια, πόσο έρωτα ν’ αντέξει κανείς, άνθηση νουάρ και καινούργια φρέσκια θεματολογία. Και βιβλία, κυριολεκτικά, από αισθητική άποψη, έργα τέχνης. 

Ελένη Κορόβηλα, BookPress: Η σημαντικότερη, έχω την εντύπωση, είναι η ανοδική τάση των βιβλίων για παιδιά. Από τα βιβλία για πολύ μικρά παιδιά μέχρι τα βιβλία για εφήβους και νέους. Μια τάση που επίσης νομίζω ισχυροποιείται είναι τα βιβλία αυτοβελτίωσης, αλλά και γενικότερα τα βιβλία που εκλαϊκεύουν την ψυχολογία ή την επιστήμη. Γενικότερα, παρατηρείται ένας θετικός οργασμός στον εκδοτικό χώρο, κι είναι πολύ δύσκολο να πεις πού πάει το πράγμα. Η μεταφρασμένη λογοτεχνία, για παράδειγμα, δίνει κάθε χρόνο δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες, αξιόλογους τίτλους και, απ’ ό,τι φαίνεται, πολλοί από αυτούς συναντούν και το κοινό τους και άλλοι δημιουργούν ένα νέο κοινό. Αυτό είναι κάτι σπουδαίο γιατί καλύπτονται ελλείψεις χρόνων, είτε γιατί σημαντικά λογοτεχνικά έργα δεν είχαν μεταφραστεί στα ελληνικά είτε γιατί οι παλαιότερες μεταφράσεις είναι πια ξεπερασμένες ή ήταν και εξαρχής προβληματικές. Σε αυτόν τον τομέα, τη μετάφραση και την επιμέλεια των βιβλίων που εκδίδονται, υπάρχει ακόμη δουλειά να γίνει, παρά την τεράστια πρόοδο, γιατί οι αναγνώστες είναι πλέον απαιτητικοί, δεν ανέχονται ένα βιβλίο γεμάτο τυπογραφικά λάθη ή αγγλισμούς ή γαλλισμούς ή με στραμπουληγμένη σύνταξη. 

Ελένη Κορόβηλα (BookPress)

Γιάννης Μπασκόζος, Ο Αναγνώστης: Μεταφράζονται πολύ γρήγορα τα μυθιστορήματα από άλλες γλώσσες στην ελληνική. Όχι πάντα με τις καλύτερες προϋποθέσεις (μετάφραση, επίμετρα, σημειώσεις κλπ.). Κάποια από αυτά δεν προσφέρουν κάτι ουσιαστικό στον βιβλιόφιλο αναγνώστη πέρα από την ενημέρωση ότι «εκδόθηκε και αυτό». Μέσα στην πληθώρα που εκδίδονται, ιδίως από τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους, χάνονται και τα πολύ καλά. Μεγάλο ενδιαφέρον (και μία εκδοτική τάση) προκαλούν τα βιβλία πάνω στη «διαφορετικότητα». Όσον αφορά την εμφάνιση του βιβλίου, υπάρχει μια εικαστική τυποποίηση σε ένα καλό επίπεδο (αλλά μέχρι εκεί) από τους περισσότερους εκδοτικούς οίκους, μόνον κάποιοι μικροί εκδότες τολμούν και δίνουν μεγάλη προσοχή στην τυποτεχνία, κάτι που προσδίδει υπεραξία στο ίδιο το λογοτεχνικό προϊόν. Εκδίδονται πολύ καλά βιβλία για παιδιά. Ευδοκιμεί το δοκίμιο, μεταφρασμένο και ελληνικό. 

Μάκης Τσίτας, Diastixo.gr: Καταρχάς, τα τελευταία χρόνια ξεκίνησαν τη λειτουργία τους νέοι εκδοτικοί οίκοι, κυρίως μικροί. Κάποιοι από αυτούς δραστηριοποιούνται στον τομέα των αυτοεκδόσεων, οι οποίες γνωρίζουν μεγάλη άνθηση: ένας συγγραφέας που τα έργα του έχουν απορριφθεί από μεγάλους εκδότες, μπορεί να τα δει τυπωμένα με λίγα χρήματα και σε λίγα αντίτυπα (ψηφιακές εκτυπώσεις). Επίσης, τα βιβλία αυτοβελτίωσης ήρθαν με επιτυχία και πάλι, μετά από πολλά χρόνια, στο προσκήνιο, ενώ τα graphicnovel εξελίχθηκαν σε εξαιρετικά δημοφιλές είδος για το ενήλικο και νεανικό-παιδικό κοινό. Πολύ πρόσφατα ξεκίνησε και το ενδιαφέρον για την παραγωγή audiobooks.

Διακρίνετε κάποιες τάσεις στην ελληνική πεζογραφία τα τελευταία χρόνια;

Ελένη Γκίκα, Fractal: Άλλαξε η θεματολογία, πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, τη στιγμή που η επιστημονική φαντασία έχει γίνει η ζωή μας, και επιτέλους τολμήσαμε καινούργιες τεχνικές. Είμαστε στον 21ο αιώνα, δεν γίνεται να γράφουμε όπως στον 19ο αιώνα. 

Ελένη Κορόβηλα, BookPress: Υπήρξε μια έντονη τάση, με κάποιου είδους γλωσσικό και θεματικό «τοπικισμό», που σχηματικά θα λέγαμε ότι την εξέφρασε πιο μαζικά η επιτυχία του «Γκιακ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου. Από εκεί και πέρα, όλα τα λουλούδια ανθίζουν. Δύο είναι όμως τα μεγάλα προβλήματα. Πρώτον, έχουν πληθύνει (υπερβολικά;) τα βιβλία που βγαίνουν με τη χρηματοδότηση του ίδιου του συγγραφέα, χωρίς κανένα κριτήριο από τη μεριά του εκδότη και συχνότατα με ελλιπή έως ανύπαρκτη διακίνηση. Δεύτερον, καλά βιβλία ελληνικής πεζογραφίας δυσκολεύονται να βρουν το κοινό που τους αξίζει, για διάφορους λόγους. 

Γιάννης Μπασκόζος, Ο Αναγνώστης: Υπάρχει μια επιστροφή σε γλωσσικές τοπικές παραδόσεις που φάνηκε να μην είναι απλώς μόδα αλλά και προσπάθεια κατάκτησης του γλωσσικού ελληνικού πλούτου. Επίσης διακρίνεται μια επιστροφή στην ιστορία καιστα ιστορικά πρόσωπα, η οποία έχει πολλές οπτικές και μερικές φορές μάς ξαφνιάζει ευχάριστα. Το διήγημα εξακολουθεί να έχει δεσπόζουσα θέση. Το αστυνομικό μυθιστόρημα Ελλήνων συγγραφέων αποκτά βιβλιοφιλικό εκτόπισμα. Τέλος, υπάρχει μια ελπιδοφόρα γενιά νεότερων μυθιστοριογράφων και ποιητών (κοντά στα 40 χρόνια τους) που με τα πρώτα δύο ή τρία βιβλία τους έδωσαν το στίγμα της εποχής τους και μας έπεισαν ότι θα μείνουν. 

Μάκης Τσίτας, Diastixo.gr: Θα τόνιζα κυρίως την άνθηση της αστυνομικής λογοτεχνίας και της λογοτεχνίας του φανταστικού, καθώς επίσης και την άνθηση της μικρής φόρμας. Η τελευταία ίσως οφείλεται στα μαθήματα δημιουργικής γραφής που πλέον προσφέρουν αρκετοί φορείς, καθώς και στο Facebook, όπου πολλοί είδαν τα κείμενά τους να διαβάζονται και να εισπράττουν θετικά σχόλια (τουλάχιστον από τους φίλους τους), κι έτσι προχώρησαν στο επόμενο βήμα, που είναι η έκδοση βιβλίου.

Τι ρόλο παίζουν τα social media στη διαμόρφωση του αναγνωστικού κοινού; Ευνοείται περισσότερο κάποιο συγκεκριμένο είδος λογοτεχνίας; Έχει σημασία αυτό, ή σημασία έχουν μόνο οι πωλήσεις συνολικά;

Ελένη Γκίκα, Fractal: Στην εποχή μας; Τον μεγαλύτερο! Ακόμα και για τους παραδοσιακούς αναγνώστες, πόσο μάλλον για τα νέα παιδιά. Όλοι είναι κολλημένοι στο τάμπλετ και στο κινητό, όλα «παίζουν» στο διαδίκτυο πια, έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που μοιραζόμαστε τα πάντα, πόσο μάλλον τις αναγνωστικές προτιμήσεις ή εμπειρίες μας. Και οι εκδοτικοί οίκοι εξάλλου ήδη το ξέρουν. Και με χαρά διαπιστώνω ότι είναι η λογοτεχνία που τ’ αξίζει που κερδίζει. Το αντιλαμβάνεται κανείς διαβάζοντας και τηλίστα με τα ευπώλητα πια.

Ελένη Κορόβηλα, BookPress: Τα κοινωνικά δίκτυα, που για πολλά άλλα πράγματα ελέγχονται αυστηρά (όπως π.χ. είναι η ποιότητα της πληροφορίας που διακινείται σε αυτά ή οι κίνδυνοι για τη δημοκρατία που έχουν ενισχυθεί από την κακή χρήση τους και με υπαιτιότητα των μεγάλων πλατφορμών), σε ό,τι αφορά το βιβλίο αποδείχτηκαν πολύ θετικά για τη διάδοσή του και για την ενίσχυση των δεσμών των αναγνωστών μεταξύ τους. Οι ποικίλες ομάδες στα κοινωνικά δίκτυα είναι, μαζί με τις Λέσχες Ανάγνωσης, από τα θετικότερα πράγματα που έχουν συμβεί στον χώρο του βιβλίου την τελευταία δεκαετία. Ωστόσο, και εδώ η ευκολία του μέσου, η δυνατότητα δηλαδή που έχει ο καθένας να δημιουργεί έναν λογαριασμό και να δημοσιεύει, λειτουργεί σχεδόν αποκλειστικά με μοναδικό κριτήριο να είναι «όμορφη», θελκτική, η ανάρτηση. Αυτό, στην περίπτωση των βιβλιοφιλικών λογαριασμών, μπορεί να είναι κάπως αόριστα θετικό για το βιβλίο, αλλά δεν ξέρω αν ενισχύει ουσιαστικά τη φιλαναγνωσία.

Γιάννης Μπασκόζος, Ο Αναγνώστης: Υπάρχουν παρέες διαδικτυακές που συζητούν για βιβλία, κάτι οπωσδήποτε θετικό. Όμως στην πλειονότητά τους οι κρίσεις για βιβλία στα social media κινούνται μάλλον επιφανειακά, συγκυριακά και χωρίς σπουδαία κριτήρια. Λείπει, και είναι φυσικό μάλλον, η συγκριτική αξιολόγηση. Π.χ., διαβάζει κάποιος ένα βιβλίο και ενθουσιάζεται, αν ο ίδιος δεν έχει μεγάλη αναγνωστική κουλτούρα λογικά θα υπερβάλει στην κρίση του και θα επηρεάσει και άλλους. Οπωσδήποτε στα κοινωνικά δίκτυα προτιμώνται τα ευπώλητα, ορισμένοι ποιητές ή κάποια βιβλία που βαφτίζονται cult. 

Γιάννης Μπασκόζος (Ο Αναγνώστης)

Μάκης Τσίτας, Diastixo.gr: Όπως προανέφερα, τα social media και ιδίως το Facebook έχουν διαδραματίσει συγκεκριμένο ρόλο υπέρ της συγγραφής μικρής φόρμας. Ως προς το είδος, έχω την αίσθηση ότι προβάλλονται περισσότερο τα βιβλία αισθηματικής λογοτεχνίας και τα παιδικά. Ακολουθούν η αστυνομική λογοτεχνία και η λογοτεχνία του φανταστικού. Για τα είδη αυτά, συνήθως προβολή και πωλήσεις πάνε μαζί. Από την άλλη, η ποίηση, αν και προβάλλεται επίσης πολύ από τα social media, είναι γνωστό ότι παραμένει αντιεμπορικό είδος.

Έχει αμβλυνθεί η κριτική της λογοτεχνίας τα τελευταία χρόνια; Εάν πράγματι συμβαίνει κάτι τέτοιο, είναι πρόβλημα;

Ελένη Γκίκα, Fractal: Είμαστε στο μεταίχμιο σε όλα, κατά συνέπεια και στην κριτική της λογοτεχνίας. Όλοι δημοσιογραφούν, κατά κάποιο τρόπο, και όλοι κρίνουν. Και γιατί όχι, δηλαδή. Δεν με χαλάει καθόλου όλα αυτό. Ας σταματήσουν και οι αυθεντίες να μιλούν μεταξύ τους. Όταν ο αναγνώστης καταλαβαίνει τον αναγνώστη και όχι τον ειδικό που επιμένει να προβάλλει τις γνώσεις του και όχι την άποψή του για ένα βιβλίο, αντιλαμβάνεστε προς τα πού κλίνει η ζυγαριά. Οφείλουμε να γίνουμε πιο σαφείς και κρυστάλλινοι όλοι, και να πάψει κι αυτό το «αριστούργημα» και «το βιβλίο της χρονιάς». Πόσο πια «αριστουργήματα» και «βιβλία της χρονιάς»;

Ελένη Κορόβηλα, BookPress: Το θέμα που θίγετε είναι δύσκολο και θέλει μεγάλη ανάλυση για να συζητηθεί χωρίς να δημιουργούνται παρανοήσεις. Σε προηγούμενη ΔΕΒΘ είχαμε οργανώσει ως bookpress.gr μία συζήτηση στη Θεσσαλονίκη ακριβώς με αυτό το θέμα, γιατί οι απόψεις διίστανται και το τοπίο είναι περίπλοκο και θολό. Αν πρέπει να πω μια κουβέντα, θα έλεγα το εξής: Υπάρχει ένα πρόβλημα με την ανανέωση των επαγγελματιών κριτικών βιβλίου, οι οποίοι μέχρι πρόσφατα βιοπορίζονταν για να αφιερωθούν στο έργο τους από τις μεγάλες εφημερίδες. Με την εξασθένιση των εφημερίδων, έχει εξασθενίσει και αυτή η λειτουργία. Το αποτέλεσμα είναι ότι πολλοί άνθρωποι γράφουν κριτικές ή βιβλιοπαρουσιάσεις, αλλά όλο και λιγότεροι το έχουν αυτό ως βασική επαγγελματική ενασχόληση. Αν λοιπόν με το «αμβλυνθεί» εννοείτε να έχει χάσει η κριτική την επιρροή της και το κύρος της μέσα στον χώρο του βιβλίου, αυτό αν συμβαίνει είναι αρνητικό. Αν όμως εννοείτε ότι περισσότεροι άνθρωποι γράφουν σήμερα βιβλιοκριτικές, αυτό μου ακούγεται θετικό. Εμείς πάντως στηνbookpress.gr προσπαθούμε να κρατάμε ζωντανή την κριτική λογοτεχνίας, ενισχύοντας όσο μπορούμε ανθρώπους που ασχολούνται με αυτήν διαχρονικά, με σοβαρότητα και επαγγελματισμό. 

Γιάννης Μπασκόζος, Ο Αναγνώστης: Ναι, έχει αμβλυνθεί αλλά αυτό είναι ένα σύνθετο πρόβλημα που ορίζεται από διάφορους παράγοντες: Ελαττώθηκαν οι στήλες της κριτικής στις εφημερίδες. Οι εφημερίδες δεν πληρώνουν τους κριτικούς και προτιμούν να δίνουν τις σελίδες τους σε λογοτέχνες που δημοσιεύουν σχοινοτενείς παρουσιάσεις. Βρίσκω πολύ θετικές αυτές τις παρουσιάσεις, αλλά δεν συνιστούν λογοτεχνικές κριτικές. Στο μεταξύ και οι εκδότες είναι ευχαριστημένοι με οποιαδήποτε παρουσίαση ακόμα κι αν την αλιεύουν από άγνωστα πρόσωπα του διαδικτύου και πρόκειται για μια θετική γνώμη τεσσάρων γραμμών. Ο κριτικός λογοτεχνίας γράφει διαφορετικά:γνωρίζει τα υπόλοιπα έργα του συγγραφέα, συγκρίνει, τοποθετεί το κρινόμενο στο πλαίσιο της σύγχρονης ελληνικής παραγωγής, γνωρίζει τα διακείμενα, συσχετίζει, διερωτάται και θέτει προβληματισμούς προς το βιβλιόφιλο αναγνωστικό κοινό. Νομίζω αξίζει να πληρωθεί για αυτό. Και αυτό είναι ένα πρόβλημα. 

Μάκης Τσίτας, Diastixo.gr: Πράγματι, έχει αμβλυνθεί. Θεωρώ όμως ότι δεν είναι πρόβλημα αυτό, είναι θέμα άποψης: να προβάλλονται τα καλά βιβλία, άρα οι κριτικές είναι θετικές γι’ αυτά, και να μένουν εκτός αξιολόγησης (γιατί και η αρνητική κριτική, προβολή είναι) τα υπόλοιπα.

Μάκης Τσίτας (Diastixo.gr)

Υπάρχουν τρόποι για να διευρυνθεί ο αριθμός των σταθερών αναγνωστών στη χώρα μας;

Ελένη Γκίκα, Fractal: Έχουν ήδη φροντίσει οι λέσχες ανάγνωσης, οι ιντερνετικές βιβλιοφιλικές ομάδες, η κρίση και η πανδημία. Μόνο να γίνουμε όλοι λιγότερο γραφομανείς και περισσότερο μανιώδεις αναγνώστες. Να το χωνέψουμε καλά ότι θα πρέπει να διαβάσεις πολύ και πολλά για να γράψεις τα ελάχιστα δικά σου ώστε ν’ αξίζουν.

Ελένη Κορόβηλα, BookPress: Βεβαίως υπάρχουν τρόποι. Αλλά χρειάζεται σχέδιο και παρεμβάσεις από την Πολιτεία. Το κλείσιμο του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου έκανε κακό, κι έκτοτε η Πολιτεία είναι αμήχανη έως αδιάφορη για το ζήτημα. Μοιάζει να το έχει αφήσει να το «λύσει η αγορά». Αυτό όμως δεν είναι ούτε ηθικά ούτε κοινωνικά σωστό. Το να αφήνεις ανθρώπους έξω από τη διαδικασία της ανάγνωσης, στερημένους από τον πλούτο του βιβλίου, είναι λάθος, εγκληματικό θα έλεγα, σε πάρα πολλά επίπεδα. Αυτό το απλό πράγμα, οι περισσότεροι που ασκούν πολιτική μοιάζουν να μην το κατανοούν.

Γιάννης Μπασκόζος, Ο Αναγνώστης: Κατά τη γνώμη μου, νομίζω και άλλων πολλών, μόνον αν η ανάγνωση του λογοτεχνικού βιβλίου μπει στο σχολείο και ακόμα καλύτερα στην προσχολική ηλικία. Όχι αποσπασματικά και με φιλολογικά κριτήρια (όπως να ζητείται να πουν οι μαθητές αν πρόκειται για τριτοπρόσωπη αφήγηση ή αν είναι ομοδιηγητικός ο τρόπος αφήγησης) αλλά ουσιαστικά. Γνωρίζω ότι σε φίλους που διάβαζαν από μικρά παιδιά ποτέ δεν έλειψε το βιβλίο δίπλα στο κομοδίνο τους. Αντίθετα είναι πολύ λιγότεροι όσοι ανακαλύπτουν το διάβασμα σε μεγάλη ηλικία — και αυτό το τελευταίο βεβαίως έχει τη δική του αξία!

Μάκης Τσίτας, Diastixo.gr: Ναι, αρκεί να ξεκινήσουμε από νωρίς. Στο οικογενειακό πλαίσιο, με τους γονείς να δίνουν το παράδειγμα, και στο σχολικό πλαίσιο, με την καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας και τη δημιουργία σχολικών —και δημόσιων— βιβλιοθηκών, που διαμορφώνουν αναγνώστες. Επίσης, βοηθά πολύ η λειτουργία βιβλιοφιλικών site και βιβλιοφιλικών ομάδων στα socialmedia, η ύπαρξη πολιτιστικών εκπομπών στα ΜΜΕ και οι λέσχες ανάγνωσης.

Πρέπει το κράτος να χρηματοδοτεί ή να βοηθά με άλλους τρόπους τους εκδότες στην προσπάθειά τους για εξαγωγή κάποιων τίτλων, και με ποια κριτήρια πρέπει να γίνεται κάτι τέτοιο;

Ελένη Γκίκα, Fractal: Είναι κάτι που ήδη γίνεται απ’ όλους τους άλλους. Ό,τι καινούργιο κι ό,τι σημαντικό αξίζει να χρηματοδοτείται και να κυκλοφορεί στις ξένες αγορές, και μη με ρωτήσετε «ποιο είναι το καινούργιο» και «ποιο το σημαντικό» γιατί υπάρχουν κριτήρια, φτάνει να μην είναι οι κολλημένες σταθερές μας και τα κολλημένα μυαλά μας, και όλοι τα ξέρουμε.

Ελένη Κορόβηλα, BookPress: Φυσικά και πρέπει. Το κάνουν όλες οι χώρες, ακόμη και χώρες με ισχυρές γλώσσες, όπως η Γαλλία και η Ισπανία, και όλες οι χώρες με γλώσσες που μιλιούνται λιγότερο. Εν ολίγοις, το κάνουν όλες οι χώρες, εκτός από τη δική μας, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα. Σε αυτόν τον τομέα η ελληνική Πολιτεία έχει ξεπεράσει τον εαυτό της σε αδράνεια και ανικανότητα. Εδώ και λίγο καιρό κάτι κινείται ξανά, κι ευτυχώς στη σωστή κατεύθυνση. Δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε την πυρίτιδα, τα μοντέλα υπάρχουν.

Γιάννης Μπασκόζος, Ο Αναγνώστης: Εννοείται ότι το κράτος πρέπει να κάνει ό,τι και τα άλλα κράτη που προωθούν τη λογοτεχνία τους. Αλλά εδώ και χρόνια είχε σταματήσει αυτή η προσπάθεια. Ελπίζω τώρα που ξανάρχισε (πλατφόρμα GreekLit.gr) να έχει καλά αποτελέσματα. Πρέπει να γίνει πιο μαζικά, πιο οργανωμένα, με περισσότερους πόρους και με πολλούς τρόπους. Δεν αρκεί μόνον η μετάφραση αλλά και η δημιουργία ξεχωριστών event, διαφημιστικές καμπάνιες,επιδότηση βιβλίων που μεταφέρονται στον κινηματογράφο κλπ. Υπάρχει μόνον ένα κριτήριο: να είναι καλό βιβλίο.

Μάκης Τσίτας, Diastixo.gr: Όχι απλώς πρέπει, επιβάλλεται. Όπως γίνεται και σε όλα τα πολιτισμένα κράτη, ιδίως αν η γλώσσα τους, όπως η δική μας, δεν ανήκει στις διαδεδομένες γλώσσες. Κατά συνέπεια, για να μεταφραστεί χρειάζονται ενισχυτικές ενέργειες από την πλευρά της Πολιτείας, δηλαδή να δοθούν επιχορηγήσεις σε ξένους εκδότες για τη μετάφραση ελληνικών έργων (όχι μόνο λογοτεχνία, αλλά και μελέτες, παιδικά, θεατρικά). Είχαν γίνει κάποιες ενέργειες στο παρελθόν (όπως το πρόγραμμα Φράσις), που όμως δεν είχαν συνέχεια. Τώρα γίνεται μια προσπάθεια με το GreekLit, που ελπίζω να πάει καλά. Αν και τα ποσά που δίνονται για το συγκεκριμένο πρόγραμμα θα πρέπει να αυξηθούν. Ως προς τα κριτήρια: πρώτο και κύριο θα πρέπει να είναι ασφαλώς η ποιότητα των έργων.

Προβλέπετε κάποιες σημαντικές αλλαγές μέχρι το τέλος της δεκαετίας στην Ελλάδα σε σχέση με τις εναλλακτικές μορφές βιβλίου;

Ελένη Γκίκα, Fractal: Ήδη έχουν αρχίσει και αλλάζουν πολλά. Η δική μου γενιά μεγαλώνει, και φαντάζομαι ότι το ακουστικό βιβλίο θ’ αρχίσει να ανθίζει σημαντικά, η νέα γενιά μεγαλώνει και είναι εξοικειωμένη ήδη με το ηλεκτρονικό βιβλίο. Αλλά και το παραδοσιακό βιβλίο συν τω χρόνω κερδίζει αισθητικά, χαίρεσαι πια και να το κρατάς, πόσο μάλλον να το διαβάζεις, και μακάρι να σε κάνει να θέλεις και να το ξαναδιαβάζεις. 

Ελένη Κορόβηλα, BookPress: Όχι σημαντικές. Παρότι η πληροφόρηση για το βιβλίο έχει εν πολλοίς μετατοπιστεί στο διαδίκτυο, όπως έχει γίνει συνολικά με τα media, πιστεύω αντίθετα ότι το έντυπο βιβλίο θα συνεχίσει να είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού στον εκδοτικό χώρο, με εξαίρεση συγκεκριμένα είδη βιβλίων (χρηστικά, πανεπιστημιακά, λεξικά κι εγκυκλοπαίδειες). Παρότι η πανδημία ευνόησε το e-book, δεν είδαμε κάποια σημαντική ανατροπή από αυτήν την πλευρά. Υπάρχει επίσης μια τάση που αφορά τα audiobooks, που δεν έχει καταγραφεί πλήρως, αλλά που φαίνεται πως κερδίζουν έδαφος, περισσότερο ανάμεσα στους νέους. Οι γκουρού του ψηφιακού κόσμου έχουν διαψευσθεί επανειλημμένως στις προβλέψεις τους για το βιβλίο και πιστεύω ότι θα συνεχίσουν να διαψεύδονται. Σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο άυλος και ρευστός και αόρατος, ο υλικός κόσμος του βιβλίου είναι και θα παραμείνει απαραίτητος για τους ανθρώπους της γραφής και της ανάγνωσης. Ποιος θέλει το αγαπημένο του βιβλίο να γίνει απλώς ένα «αρχείο» σε κάποιο «νέφος»; 

Γιάννης Μπασκόζος, Ο Αναγνώστης: Απαιτείται περισσότερος χρόνος από μια δεκαετία. Οι πολιτιστικές συνήθειες αλλάζουν αργά και απαιτούν μεγάλα χρονικά διαστήματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να προωθούνται (και να επιδοτούνται)οι εναλλακτικές μορφές του βιβλίου (e-book, audiobookκ.ά.). 

Μάκης Τσίτας, Diastixo.gr: Το ηλεκτρονικό βιβλίο δεν ευδοκίμησε στην ελληνική αγορά και τα ποσοστά παραμένουν εξαιρετικά χαμηλά, κάτι που δεν νομίζω ότι θ’ αλλάξει, τουλάχιστον θεαματικά. Ίσως καλύτερη πορεία να σημειώσουν τα audiobooks.

Γραφτείτε συνδρομητές στα newsletter του Fractal (fractalart.gr), της Book Press (bookpress.gr), του Αναγνώστη (oanagnostis.gr) και του Diastixo.gr: είναι χρήσιμα — και δωρεάν.