Βιβλιο

Γιώργης Ξηρογιάννης: «Ο λογοτέχνης ανδρώνεται στη μοναξιά»

Στο «Κισσόσπιτο» ο πεζογράφος και ποιητής εμπνέεται από την τραγική μορφή του κομμουνιστή και επαναστάτη Νίκου Πλουμπίδη για να μας αφηγηθεί μια ιστορία πάθους

A.V. Guest
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη με τον συγγραφέα, ποιητή και βιβλιοπώλη Γιώργη Ξηρογιάννη με αφορμή το βιβλίο του «Το Κισσόσπιτο», που κυκλοφορεί από τις εκδ. Βακχικόν.

Της Χριστίνας Σανούδου


Σπούδασε εμποροπλοίαρχος επειδή ονειρευόταν να γίνει ζωγράφος, μπάρκαρε για έξι μήνες αλλά η ζωή τον ανάγκασε να γίνει στεριανός, και τελικά ανακάλυψε πως το ιδανικό επάγγελμα για να συνδυάζει όλες τις μεγάλες του αγάπες -τη ζωγραφική, τη μουσική και τη λογοτεχνία- ήταν αυτό του βιβλιοπώλη. Παρότι χωρίς αμφιβολία ανήκει στα ανήσυχα πνεύματα, ο Γιώργης Ξηρογιάννης έχει κατορθώσει να βρει το δικό του λιμάνι: το βιβλιοπωλείο του στην Καλλιθέα, το οποίο ονόμασε «Αργία» αποτίοντας φόρο τιμής όχι στην... τεμπελιά, μα στις χωρίς συγκεκριμένο προορισμό περιπλανήσεις της φαντασίας που, αν είμαστε τυχεροί, οδηγούν στη δημιουργικότητα.

Στο τρίτο του μυθιστόρημα, «Το Κισσόσπιτο», το οποίο μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν, ο πεζογράφος και ποιητής εμπνέεται από την τραγική μορφή του κομμουνιστή και επαναστάτη Νίκου Πλουμπίδη για να μας αφηγηθεί μια ιστορία πάθους, αφοσίωσης και εσωτερικής αναζήτησης με φόντο έναν μυστηριώδη πύργο της Μάνης.

Τι πυροδότησε το ενδιαφέρον σας για τον Νίκο Πλουμπίδη; Και γιατί, αν και η μορφή του διαπνέει ολόκληρη την ιστορία σας, δεν του δώσετε πιο ενεργό ρόλο;
Κοιτάξτε, αρκετά κοπίασα για να πείσω τον Νίκο Πλουμπίδη να αφήσει τα πείσματα και να… κατοικίσει στο Κισσόσπιτο. Δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι: Από ένα σημείο και μετά οι ήρωες του μυθιστορήματος αποκτούν αυτονομία, παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους, σκέφτονται και δρουν έχοντας κατακτήσει το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού τους, αλλιώς θα έμεναν φερέφωνα του συγγραφέα. Ο ήρωας δεν δύναται να ξεφύγει της μοίρας του (ούτε ο Δίας το κατόρθωσε) αλλά μπορεί να παρέμβει στη μοίρα του. Έτσι και ο Νίκος Πλουμπίδης έτσι και ο Ζουμπουλάκος, η Μυρσίνη, η Πηνελόπη, το μπλε κορίτσι, το μαυροκόκκινο πουλί και οι υπόλοιποι ήρωες του βιβλίου μου, μικροί και μεγάλοι, δεν είναι μαριονέτες των ορέξεών μου, αλλά υπάρξεις υπεύθυνες για τις πράξεις και τις επιλογές τους, έτοιμοι να θυσιαστούν για μια ιδέα, έτοιμοι να σκορπιστούν απ’ τον έρωτα ή να τον βιώσουν στην πιο ακραία του ομορφιά, έτοιμοι να πληρώσουν το τίμημα που τους αναλογεί. Αυτοί ζουν τη ζωή τους κι εγώ την απολαμβάνω περιγράφοντάς την. Όσο για το ενδιαφέρον μου για τον Νίκο Πλουμπίδη, ποιος θα γνώριζε την ιστορία του και δεν θα συγκλονιζόταν απ’ την τραγικότητά της;

Τι συμβολίζει το Κισσόσπιτο και τι η κατάρρευσή του;
Την απέλπιδα προσπάθεια του ατόμου ν’ αποπλανήσει τη μοναξιά. Προσπάθεια που και όταν είναι επιτυχής γίνεται πολλές φορές .…μπούμερανγκ. Το Κισσόσπιτο, αυτή η αφανής αντίστιξη: Τόσο τρομακτικά όμορφο, τόσο απελπιστικά δυνατό, τόσο... ευάλωτο μες στην μοναδικότητά του.

«Ακίνητο» αποκαλεί τον Μανώλη ο πολυταξιδεμένος φίλος του. Θα λέγατε ότι τα ταξίδια που μας καθορίζουν περισσότερο είναι στον πραγματικό χώρο ή προς τα μέσα, στον ανεξερεύνητο εσωτερικό κόσμο μας;
Από τις πιο ενδιαφέρουσες ερωτήσεις που μου έχουν θέσει!
Και ο «Ακίνητος» και ο Ταξιδευτής φίλος του είναι διψασμένοι για ζωή. Ο καθένας με τον τρόπο του. Οποιοδήποτε ταξίδι, αν το βιώνεις, σε οδηγεί στα έγκατα της ύπαρξής σου. Οποιοδήποτε ταξίδι προς τα μέσα μας γίνεται πάντα δίχως σκάφανδρο με αποτέλεσμα ή να πνιγείς ή να ανακαλύψεις ένα νέο σύμπαν για να κατοικείς όταν ο έξω κόσμος ασελγεί στην ψυχή σου.

Ο αινιγματικός γέρο-Ζουμπουλάκος αναφέρεται στην ανάγκη του επαναστάτη να εξουσιάζει. Πως μπορούμε να αποφύγουμε την παγίδα της απάθειας χωρίς να προδώσουμε, όπως ο Νίκος Πλουμπίδης, τον εαυτό μας;
«Όποιος νικά τους άλλους είναι ισχυρός, όποιος νικά τον εαυτό του είναι πανίσχυρος» λέει ο Λάο Τσε στο Τάο τε Κινγκ.
Ποιος δεν έχει προδώσει ποτέ τον εαυτό του; Ποιος δεν έχει προδώσει ποτέ κάποιον άλλον; Ας σηκώσει το χέρι, όποιος δεν το έχει κάνει ποτέ, έστω και μέσα στο σκοτάδι για να μην …προδοθεί. Όποιος δρα και θα προδώσει και θα προδοθεί. Και θα κάνει λάθη και θα ηττηθεί και θα αποτύχει. Αλλά, όπως λέει κι ο Μπέκετ, προσπάθησε κι άλλο, κι ας αποτύχεις πάλι, να αποτύχεις καλύτερα! Μόνο έτσι νομίζω, ή και έτσι, θα μάθει κάποιος τον εαυτό του. Μόνο έτσι δεν θα χάσει ποτέ τον ίσκιο του το σώμα μας. Μόνο έτσι η ψυχή μας θα διψάει ακόμα λίγο για ζωή! Επειδή ο εαυτός μας έχει πάντα και μία πλευρά που δεν την έχει δει ακτίνα φωτός ποτέ, ούτε το βελούδο σκοτάδι έχει ποτέ χρωματίσει. Στέκει εκεί, μεγαλοπρεπής και αόρατη, περιμένοντάς μας, μαγεμένοι να τρεκλίσουμε στον μπλε ίσκιο της.
Η αυτογνωσία δεν είναι κάτι που το αγοράζεις άπαξ και πλέον το κατέχεις, δεν είναι ο προορισμός, αλλά το ίδιο το ταξίδι και μέσα απ’ τις περιπέτειες του ταξιδιού, την κατακτάς.

Τι σας ώθησε να σπουδάσετε στη σχολή εμποροπλοιάρχων και υπό ποιες συνθήκες «προσαράξατε» σε ένα βιβλιοπωλείο;
Ήθελα να αγοράσω χρόνο ώστε να ασχοληθώ με τη ζωγραφική, την πρώτη μου αγάπη! Σκεφτόμουν ότι ένας χρόνος στα καράβια μπορεί να θρέψει, με σωστή διαχείριση, δύο με τρία στεριανά χρόνια. Υπολόγιζα ότι έτσι θα έχω χρήμα και όλο το χρόνο δικό μου για να «σπουδάσω» την Ζωγραφίαν. Φευ! Στους έξι μήνες, για λόγους ανωτέρας βίας, αναγκάστηκα να εγκαταλείψω μπάρκα και ταξίδια.
Όταν, μετά από χρόνια, έκλεισε το τμήμα στη στεριανή δουλειά μου, μοιραία έγινα βιβλιοπώλης. Ήταν ο μόνος τρόπος να ακούω μουσική, να ζωγραφίζω, να διαβάζω και να γράφω, κάνοντας πως δουλεύω.

Αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι στον τρόπο που λειτουργεί ο χώρος του βιβλίου στην Ελλάδα τι θα ήταν αυτό;
Το βιβλίο είναι ένα ιδιαίτερο «προϊόν». Είναι ένα πολιτιστικό αγαθό το οποίο αναγκαστικά εμπορευματοποιείται για να φτάσει στον «καταναλωτή», στον αναγνώστη δηλαδή. Εκείνο που θα έκανα, εάν είχα ένα μαγικό ραβδί, θα ήταν να περιορίσω στο απολύτως αναγκαίο την εμπορευματοποίηση του βιβλίου. Δυστυχώς οι ιθύνοντες της κάθε, δυστυχώς, κυβέρνησης αντιμετωπίζουν το βιβλίο πρώτα και κυρίως σαν εμπόρευμα και δευτερευόντως σαν πολιτιστικό αγαθό, είτε λόγω ανικανότητας και έλλειψη παιδείας και κουλτούρας, είτε υπηρετώντας τυφλά τα ισχυρά οικονομικά λόμπι που καθορίζουν παρασκηνιακά την πολιτική για το βιβλίο. Η απουσία δε ενός στιβαρού συνδικαλιστικού οργάνου, που θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν αντίβαρο, έστω, στην αυθαιρεσία των ιθυνόντων και του παρασκηνίου, αφήνει το βιβλίο να μεταβάλλει ουσία και να χάνει την αίγλη του.

Κατά τη γνώμη σας πώς επηρεάζει η πανδημία την εγχώρια και διεθνή λογοτεχνική παραγωγή;
Ό,τι συμβαίνει στον κόσμο επηρεάζει την τέχνη. Μερικές τέχνες όμως τις έχει βαραθρώσει η διπλή κρίση, μην ξεχνάμε ότι ο covid 19 γεννήθηκε μέσα στην οικονομική κρίση. Το θέατρο, η μουσική, ο κινηματογράφος, ο χορός... έχουν υποστεί τα πάνδεινα. Ο λογοτέχνης ανδρώνεται στη μοναξιά και στην απομόνωση. Πόσα αριστουργήματα έχουν γραφτεί σε φυλακές και εξορίες! Η κατάρα της λογοτεχνίας είναι να τρέφεται απ’ τις δυστοπίες της ζωής. Φέρτε μερικά αριστουργήματα της λογοτεχνίας στο μυαλό σας και δείτε τον κοινό παρονομαστή τους! Μήδεια και Μονόγραμμα, Οιδίπους και Άννα Καρένινα, Ρωμαίος και Ιουλιέτα και Ελένη, Σύγνεφο με παντελόνια και Μια εποχή στην κόλαση… Φανταστείτε για λίγο τον Ρωμαίο να παντρευόταν την Ιουλιέτα ή την Μήδεια να μην σκότωνε τα παιδιά της, αλλά να τα μεγάλωνε και να την γηροκομούσαν δίπλα στον γέρο Ιάσωνα! Ποιον θα αφορούσε μια τέτοια ιστορία; Ο Λόγγος τα κατάφερε με το Δάφνις και Χλόη, άλλο αντίστοιχο δυσκολεύομαι να βρω!

«Αργία», πώς επιλέξατε αυτόν τον ιδιαίτερο τίτλο για το βιβλιοπωλείο σας;
Ήθελα να ξορκίσω τη δουλειά και να μαυλίσω την εργασία. Αργία μήτηρ πάσης… δημιουργίας.