Βιβλιο

Γιάννης Σολδάτος: «Ήμουν ένας σκεπτόμενος κι ελεύθερος κάου-μπόυ»

«Δεν μπορούσα να βολευτώ στα όρια μιας τέχνης ή μιας ενασχόλησης»

Πηνελόπη Μασούρη
ΤΕΥΧΟΣ 756
16’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γιάννης Σολδάτος: Η ζωή του ιστορικού κινηματογράφου και διευθυντή του εκδοτικού Αιγόκερος με αφορμή το δίτομο έργο του «Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου»

Τα πρώτα μου χρόνια, τ’ αξέχαστα, δεν τα έζησα κοντά στ’ ακρογιάλι, όπως λέει και το τραγούδι, μα στη πλαγιά του βουνού, σε χωριό της Νότιας Λευκάδας, που στο βάθος έβλεπες τη θάλασσα. Όμως από κοντά τη θάλασσα την είδα κάπου στα πέντε μου χρόνια, όταν με πήγαν στον γιατρό που διέθετε το χωριό και διέθετε και θάλασσα. Είναι η σημερινή Βασιλική που το καλοκαίρι δεν πέφτει καρφίτσα, ενώ τότε την ίδια εποχή «ξύνανε οι λαγοί τ’ αρχίδια τους». Όλοι πήγαιναν στα βουνά για να αλλάξουν αέρα. 

Έφερα το παρατσούκλι «το παπαδοπαίδι» γιατί βρήκα στην εκκλησία το καταφύγιο που στέγασε την έντονη θρησκοληψία που μου είχαν φορτώσει, αλλά προπάντων μια θεατρική σκηνή που λάβαινε χώρα, κατ’ επανάληψη, το μοναδικό θρησκευτικό και συνάμα κοσμικό θέαμα που απολάμβανε σύσσωμο το χωριό στη διάρκεια του χρόνου. Κρατούσα το θυμιατό δίπλα στον παπά, τον σταυρό, έψελνα και καμιά φορά, αν και παράφωνος, και μοίραζα, με τις οδηγίες του παπά, τις ελεημοσύνες που μάζευαν από τους φτωχούς με προορισμό τους φτωχότερους. Τη σιωπή του Θεού τη μελέτησα αργότερα, σαν φανατικός κινηματογραφόφιλος, μέσα από τις ταινίες του μεγάλου σουηδού Ίνγκμαρ Μπέργκμαν.

Ασχολιόμουν και με τη διαφέντευση των δώρων της αμερικάνικης Ούντρα, η γνωστή Αμερικάνικη Βοήθεια, διεθνής οργανισμός που έστελνε και στη χώρα μας την ελεημοσύνη της. Όσα αποφόρια συγκέντρωναν οι υπερατλαντικοί μας σύμμαχοι, φορτώνονταν σε υπερωκεάνια και έφταναν στις αναξιοπαθούσες χώρες. Την επομένη από την άφιξη της Βοήθειας, το χωριό αποκτούσε χρώμα παράξενο, σαν σερπατί που μας εκτοξεύθηκε από άλλο πλανήτη. 

«Αναπαράσταση». Φωτογραφία από το βιβλίο του Γιάννη Σολδάτου «Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου»

Έμαθα γράμματα πολλά από τον δάσκαλό μου στο δημοτικό. Ο ίδιος δάσκαλος πολύ συχνά ξήλωνε το καδρόνι από το χάρτη της Μεγάλης Ελλάδας και με αυτό μάτωνε τα χέρια της μισής τάξης. Τι είναι το Πυθαγόρειο Θεώρημα; «Το τετράγωνο της υποτείνουσας του ορθογώνιου τριγώνου ισούται με το άθροισμα των τετραγώνων των δύο κάθετων πλευρών». Πόσο ξύλο δεν έφαγαν οι ελληνόπαιδες, για να το αποστηθίσουν και μετά ήταν δώρον άδωρον για κάποιους, αφού δεν είχαν καταλάβει ποια είναι η υποτείνουσα.

Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί του ΕΙΡ στη Δυτική Ελλάδα είχαν αναλάβει το «μακάβριο» έργο του περατάρη για τον κόσμο της επαγγελίας: Γερμανία, Βέλγιο, Αυστραλία, Καναδάς... Στη πενταετία της μεγάλης καραμανλικής ανασυγκρότησης, έφυγε η μισή Ελλάδα με μια αλλαξιά ρούχα και ένα τραγούδι του Καζαντζίδη στα χείλη, αφιερωμένο εξαιρετικά από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς του ΕΙΡ. Η Λευκάδα, από τους πιο φτωχούς νομούς της χώρας, έχασε όλο το εργατικό της δυναμικό που αδυνατούσε να επιβιώσει στο νησί της ελιάς και της ξερολιθιάς.

«Το Αίνιγμα». Φωτογραφία από το βιβλίο του Γιάννη Σολδάτου «Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου»

Μεγάλωσα με τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Ο Βαλαωρίτης ήταν για τη Λευκάδα κάτι παραπάνω από εθνικός ποιητής. Όσοι ήξεραν γράμματα τον διάβαζαν και οι άλλοι τον μετέφεραν από στόμα σε στόμα, σαν τα δημοτικά τραγούδια. Ένα δεν συχώρεσα στον ποιητή της Μαδουρής: Το ότι πρωτοστάτησε στην ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα. Έτσι η Ιόνιος Πολιτεία, τα Επτάνησα, από ευρωπαϊκή χώρα μετατράπηκαν κι αυτά σε τουρκοχώρια. 

Στα δύο νεκροταφεία που βρίσκονται στις εκκλησίες μέσα στο χωριό, αναπαύονται οι ηλικιωμένοι πρωταγωνιστές της παιδικής ηλικίας μου και κάποιοι παλιότεροι που δεν έφτασαν ποτέ τα τριάντα, γιατί σφάχτηκαν ανάμεσά τους στον Εμφύλιο, που στη Λευκάδα ξεκίνησε πριν τελειώσει η Κατοχή και έγινε μακελειό. «Τόσα αδέρφια σφάχτηκαν ανάμεσό τους, όσα δεν σφάχτηκαν αρνιά ποτέ για Πάσχα». Τόσο εύστοχα το είπε ο Άγγελος Σικελιανός που μετά τα εφηβικά μου χρόνια με κέρδισε, Λευκάδιος κι αυτός και προστέθηκε δίπλα στο συντοπίτη μας βάρδο Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.

Ακόμα η βόρεια Λευκάδα γέρνει προς τα αριστερά και η νότια προς τα δεξιά. Το μεγάλο κανάλι, το αλώνι, εκεί που ο παππούς μου κρεμούσε στις ελιές και στις αχλαδιές τα φίδια που τα έπιανε με τα χέρια του. Μετά ήρθε η Χούντα, τρίτη τάξη του γυμνασίου ήμουν και μάθαμε πως «ο στρατός έσωσε τη χώρα». Ρώτησα πού, πώς και γιατί δεν κάναμε μάθημα εκείνη την Παρασκευή. Ένας συμμαθητής μου είχε ακούσει πως έγινε αυτοκρατορία, με αυτοκράτορα τον λευκαδίτη ναύαρχο τον Τούμπα. Χαμός στο ίσιωμα. Αργότερα στη Νομική, είχαμε και άλλο Τούμπα, πρύτανη, αυτόν που λέγαμε «ποιος τη πρόδωσε παιδιά την Νομική / είναι ο Τούμπας ο αλήτης, ο φασίστας, ο Εκοφίτης». 

Στο μεταξύ οι «εθνοσωτήρες» χτύπαγαν κάτι ποσοστά πάνω από 90% στα δημοψηφίσματά τους. Δεν δικαιολογούνται τα αδικαιολόγητα με θεωρίες για «βία και νοθεία», είναι πολλά τα λεφτά...

Μετά έφευγα συνέχεια. Ρίζωσα και ξερίζωσα πολλές φορές. Έχασα τους φίλους. Βίωσα στην Πρέβεζα του Καρυωτάκη μια Άνοιξη χωρίς Καλοκαίρι και Χειμώνα. Χόρτασα και τη θάλασσα. Στην Πρέβεζα πήγα στο Λύκειο, μέσα στον αστερισμό των πρώτων χρόνων της Χούντας. 

Όπως όλοι οι «ανήσυχοι» νέοι σκαρώναμε αλλόκοτα πράγματα στην τάξη, ειδικά στο γυμνασιάρχη μας στον κύριο Λευτέρη. Μια φορά που κάναμε φασαρία στο μάθημά του, θύμωσε εκείνος και διέταξε το τελευταίο θρανίο να βγει έξω. Κι εμείς πήραμε το θρανίο και το βγάλαμε στο διάδρομο. Μετά ο γυμνασιάρχης έδωσε δύο μέρες αποβολή στο τελευταίο θρανίο. Εμείς μεταφέραμε την εντολή στο θρανίο και συνεχίσαμε να πηγαίνουμε στην τάξη και να καθόμαστε σε άλλες θέσεις, χωρίς αυτός να μας πάρει χαμπάρι. Την τρίτη μέρα φέραμε ξανά το θρανίο μέσα και καθίσαμε στη θέση μας. Του τραγουδούσαμε και το «Λευτέρη, Λευτέρη, Λευτέρη / σ’ έχω σταμπάρει στο παλιό μου το τεφτέρι / μην κοροϊδεύεις κι έχω γίνει πια ξεφτέρι». Μέσα στην κουφαμάρα του το έπιασε και φιλοδώρησε όλη την τάξη με μια βδομάδα αποβολή. Και μετά πήγαμε στο φρούραρχο. Ήταν συμμαθήτριά μας η κόρη του, Παπαδοπούλου λεγόταν, όπως και ο πατέρας της, συνταγματάρχης και Γεώργιος, όπως ο μεγάλος ο αρχηγός τους. Όταν μας ρώτησε ο φρούραρχος, τι τραγουδούσαμε, του είπε ο Πάνος ο Πλούμης, ποδοσφαιριστής της ΠΑΣ και αργότερα εξέχων μέλος του ΚΚΕ: «Την άγια νύχτα τη χριστουγεννιάτικη». Ήτανε παραμονή Χριστουγέννων και διέταξε ο μεγάλος να ακυρωθεί η αποβολή... Η ηθογραφία σε όλο της το μεγαλείο... Πήγα και στους προσκόπους και ζήτησα από την πρώτη μέρα να με κάνουν αρχηγό και με κάνανε, χωρίς να ξέρω να δέσω σωστά ένα κόμπο. Γαϊδουρόκομπους δένω ακόμα, αλλά αρχηγός έγινα και τον «Μάκβεθ» του Σέξπιρ ανέβασα στην Πρέβεζα και έσκισε. Δεν είχα διαβάσει άλλο θεατρικό, το βρήκα στη βιβλιοθήκη ενός καθηγητή... Η θρασύτητα σε όλο της μεγαλείο.

«Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού. Φωτογραφία από το βιβλίο του Γιάννη Σολδάτου «Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου»

Με τα φιλολογικά μαθήματα τα πήγαινα χάλια, ειδικά με τα καταραμένα αρχαία, ακόμα και όπως μας τα δίδασκε μια σπουδαία, όπως εξελίχθηκε αργότερα, πνευματική μορφή, ο Δημήτρης Σκλαβενίτης. Τα δίδασκε λάθος, είμαι σίγουρος και για χρόνια πολλά του το έλεγα, μέχρι πρόσφατα που έφυγε από τη ζωή και διάβαζε πρώτος και καμάρωνε με τα βιβλία μου. «9 μου έβαζες», του έλεγα. «19, σου έβαζα». Κάπου στους διαδρόμους χανόταν ο άσος και μετά έτρεχε ο καθηγητής μου, που λυπόνταν τον πατέρα μου, μακρινό του συγγενή, να προσθέσει τον άσο και το 9 γινόταν 10 και έτσι δεν έμενα στην ίδια τάξη.
Στα μαθηματικά και στη φυσική ήμουν άριστος και κατά κει πήγαινα. Με τη χημεία τα πήγαινα χάλια, σαν τον Μητσοτάκη, τον παλιό, που λέγανε πως όταν ήταν υπουργός Συντονισμού έκανε τη δραχμή σκατά και πήρε Νόμπελ Χημείας.

Θέτω διαρκώς ερωτήματα, σαν να ανακαλύπτω ξανά τον κόσμο, όπως οι Ίωνες φιλόσοφοι, πριν δυόμισι χιλιετίες... Τότε διαισθάνονταν μια κίνηση προς τα εμπρός, με κινητήριες δυνάμεις τον αέρα και το νερό. Τώρα ο αέρας εγκλωβίστηκε ανάμεσα στα τσιμεντένια κτίρια και τα ποτάμια μπαζώθηκαν... Η φύση μας εκδικείται. Εγώ ήμουν θρασύς, αλλά κάποιοι άλλοι είναι ανόητοι και τώρα κλαίνε και οδύρονται.

Ήρθα στην Αθήνα το 1970.
Ο συμμαθητής μου στην Πρέβεζα, αείμνηστος εδώ και λίγο καιρό, Γιώργος Μπαζίνας (ο άνθρωπος της «Βαβέλ» και του «Παρά Πέντε», άτομο χαρισματικό), μου έδειξε το δρόμο του κινηματογράφου. Ήρθε πριν από μένα στην Αθήνα και πήγε στη Σχολή Σταυράκου. Θέλησα να πάω κι εγώ την επόμενη χρονιά, αλλά δεν με άφησε ο πατέρας μου. Μετά από δέκα χρόνια βρέθηκα καθηγητής στην ίδια σχολή. Όταν αργότερα διηγήθηκα τη μικρή αυτή περιπέτεια στον Τσαρούχη απεφάνθη: «Έτσι είναι με τη Σχολή Σταυράκου, όσοι δεν κατάφεραν να γίνουν μαθητές, έγιναν καθηγητές». Έτσι είναι αυτός ο τόπος, γίνεσαι ό,τι δηλώσεις. Κι εγώ δήλωσα πολλά και μετά μάτωσα πολύ για να τα υπηρετήσω.

Θέλησα να μπω στην Αρχιτεκτονική, αλλά στο σχέδιο ζωγραφίζω τα κεφάλια τριγωνικά και τη γιαγιά μου σαν καρούλι. Γενικά με το ρυθμό είμαι άστα να πάνε. Ένα στο αριστερό... Το χαβά μου εγώ, δεν το κατάλαβα ποτέ και έχω πάντα το ένα στον αέρα. Κάποτε θα αποφασίσω πού είναι το ένα. Ο χορός είναι η «σπεσιαλιτέ» μου. Ο αείμνηστος δάσκαλός μου στα εκδοτικά, ο Γιάννης Δουβίτσας της Νεφέλης, το είχε μαράζι: «Να δω τον Σολδάτο να χορεύει κι ας πεθάνω». Πίστευα πως δεν θα πεθάνει ποτέ, όμως σηκώθηκε αυτός και χόρεψε και έμεινε πάνω στο χορό. 

Βρέθηκα στη Νομική, Πολιτικές και Οικονομικές Επιστήμες (ΠΟΕ), στο δεύτερο μισό της Χούντας. Πού μυαλό για μαθήματα, καθώς το καράβι με είχε πετάξει πολύ αριστερά. Από Τροτσκιστές και Μαοϊκούς, μαζί και ΠΑΣΟΚ, αργότερα και ΚΚΕ εσωτερικού. Το ορθόδοξο ΚΚΕ δεν μου έκατσε. Φανταστείτε πως μετά τη μεταπολίτευση κάποιο από τα μαοϊκά παρακλάδια ήθελε να με κατεβάσει υποψήφιο βουλευτή κάπου στη Δυτική Μακεδονία. Εγώ βρέθηκα εκλογικός αντιπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ στο χωριό μου και ψήφισα ΚΚΕ εσωτερικού. Τους λυπήθηκα γιατί πήραν ένα ψήφο, το δικό μου.

Στα χρόνια της Νομικής κάναμε αντίσταση, έτσι το λέγαμε και το εννοούσαμε και τρέχαμε όλοι μέρα στους δρόμους και φωνάζαμε «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία». Μια μέρα με πιάσαν κι εμένα, όπως όλους και με βάλανε στην κλούβα, αλλά ήμουν μικρόσωμος και πήδηξα από το παράθυρο και έτσι χάθηκαν οι αντιστασιακές μου δάφνες. Ευτυχώς γιατί μπορεί να καταντούσα αργότερα βουλευτής ή υπουργός, όπως πολλοί συμφοιτητές μου που μας φόρτωσαν μύρια κακά.

Το βράδυ του Πολυτεχνείου ήμουν εκεί στα μέσα και στα έξω, έστω θεατής, αλλά το ζούσα. Είδα και το τανκ να μπαίνει και τα μεγάφωνα να φωνάζουν «λαέ ξεσηκώσου»... Καλά... Ο κόσμος ήρθε με ένα χρόνο καθυστέρηση, το Νοέμβρη του ’74 στην τιμητική. Ένα εκατομμύριο... Αυτό το ένα εκατομμύριο αν έβγαινε στους δρόμους εκείνο το βράδυ δεν θα μπορούσαν να περάσουν τα τανκς κάτω από το Χαλάνδρι. Και όταν από την ταράτσα της Νομικής φωνάζαμε «Ψηλά το κεφάλι λαέ», οι περαστικοί κοίταζαν κάτω, τ’ αρχίδια τους. Γι’ αυτό αργότερα δήλωσα αναρχικός, που καμιά φορά ταυτίζεται με τον μικροαστό του κερατά. Μήπως κι εγώ εντέλει είμαι μικροαστός που τα βάζω με τον εαυτό μου, προκειμένου να επιβιώσω; Τέλος πάντων, αν και αναρχικός σέβομαι τους κανόνες της αστικής δημοκρατίας για να απαιτώ και εγώ από αυτήν να λειτουργούν τα φανάρια όταν κινούμαι στην Πατησίων. 

Σ’ εκείνα τα δύσκολα χρόνια ήθελα να κάνω θέατρο, σκηνοθετούσα και έγραφα στα «Θεατρικά» του Γιώργου Χατζιδάκι. Έστησα και το «1821», επηρεασμένος από το «1789» της Αριάν Μνούσκιν, με ένα επιτελείο συνεργατών που αργότερα φοίτησαν και διέπρεψαν στο Θέατρο Τέχνης, αλλά μας το απαγόρευσε η σύγκλητος, αν και είχε πέσει η Χούντα. Δεν μου έβγαινε και πολύ το θέατρο και έφτιαξα το Κινηματογραφικό Τμήμα της Πανεπιστημιακής Λέσχης, που ακόμα διαπρέπει.

Εκεί εμφανίστηκε ένας μοιραίος στη ζωή μου άνθρωπος, ο Θανάσης Ρεντζής, από τα πρωτοπαλίκαρα του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, που μου ζήτησε να γράψω μια Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου, για λογαριασμό ενός εγγλέζου εκδότη, που δεν γνώριζε τίποτε για το εγχείρημα και ποτέ δεν τον είδαμε. Είπα ναι, γιατί δεν έμαθα ακόμη να λέω όχι και επί 45 χρόνια παιδεύομαι, με δεκάδες εκδόσεις του έργου, πάντα διορθωμένες και συμπληρωμένες και δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα στις πωλήσεις. Χρειάστηκε πολλή δουλειά, απίστευτος όγκος έρευνας και επαφών και ταύτισα τη ζωή μου με αυτό το έργο. Ο χώρος το αναγνώρισε και αυτή ήταν η μεγάλη μου αμοιβή, όπως και η γνωριμία και η φιλία μου με όλα τα κορυφαία πρόσωπα του κινηματογράφου μας από τα χρόνια του μεσοπολέμου ως τις μέρες μας. Τώρα κυκλοφορεί η νέα έκδοση συμπληρωμένη έως σήμερα.
Αυτό το βιβλίο με οδήγησε με καραμπόλες προς το επάγγελμα του εκδότη, που ποτέ δεν το είχα φανταστεί. Δίσταζαν να εκδώσουν κινηματογραφικό βιβλίο η Νεφέλη και ο Καστανιώτης.

Μιλάω για επάγγελμα, γιατί από τον Μάρτη του 1980 υπάρχει άδεια εξάσκησης επαγγέλματος σαν εκδότης, με τον διακριτικό τίτλο Αιγόκερως. Με τον Αιγόκερω γεννήθηκε η μέχρι τότε ανύπαρκτη κινηματογραφική βιβλιογραφία. Στο χώρο της κινηματογραφικής σκηνοθεσίας με έβαλε ο Λάκης Παπαστάθης, μέσα από την εκπομπή «Παρασκήνιο».

Εκείνη την εποχή έγραψα και το πρώτο μου πεζογράφημα με τίτλο «Τρομαχτικές Ιστορίες», και υπότιτλο «Στιγμές στρατιωτικού ορθο-λογισμού», μικρές ιστορίες που αναφέρονταν στο στρατό, όπως τον βίωσα στην «παράξενη και αλλόκοτη» ιστορία μου, πανομοιότυπη με όλων των ανδρών που πήγαν φαντάροι. Μότο του «Δεν ήθελα να γίνω ποιητής. Ήθελα να γίνω χαλαστής». Ένας ποιητικός στίχος, ενάντια στην ποίηση. 

Αργότερα στα πεζογραφήματά μου χρησιμοποίησα το όνομα Θωμάς. Δεν με λένε Θωμά και δεν ξέρω γιατί υιοθέτησα αυτό το όνομα. Ίσως από τον άπιστο Θωμά που ήθελε να αγγίξει τις πληγές Εκείνου για να πεισθεί. Ίσως από τον Θωμά τον απατεώνα του Κοκτό που εξαπάτησε το σύμπαν, ακόμα και τον εαυτό του τη στιγμή που τον βρήκε η σφαίρα, λέγοντας: «Πέσε κάτω και κάνε τον πεθαμένο, για να μην καταλάβουν οι άλλοι πως πέθανες στ’ αλήθεια». Ίσως παριστάνω τον πεθαμένο από χρόνια για να μην καταλάβουν οι άλλοι πως πέθανα εδώ και πολλά χρόνια και με υποκαθιστά ένας πλαστογράφος του εαυτού μου. 

Τα λογοτεχνικά βιβλία που έγραφα πλήθαιναν, δίπλα στα κινηματογραφικά, και αυτό με οδήγησε στο να δίνω βιβλία μου και σε άλλους εκδότες (Καστανιώτης, Κέδρος, Σαβάλλας, Ψυχογιός, Βακχικόν κ.λπ.). Η αρχή έγινε με το «Αίνιγμα», βιβλίο (Καστανιώτης) και ταινία, ενώ τα περισσότερα βιβλία μου τα έκανα και ταινίες.  

«Το Αίνιγμα» με τον Θανάση Βέγγο. Φωτογραφία από το βιβλίο του Γιάννη Σολδάτου «Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου»

Η ματιά μου στο «Αίνιγμα» είναι απομυθοποιητική και ιδιαίτερα σκληρή. Σε άλλες εποχές και σε άλλα συμβάντα ταξίδεψα, ανάμεσα στους Προσωκρατικούς, τον κύκλο των Λαβδακιδών, την Ιερή Πορνεία. Η ταινία είναι η αρχή μιας περιπέτειας, που ξεκίνησε σαν ντοκιμαντέρ πάνω στον Κολωνό και κατέληξε φιξιόν, μια ιστορία γέννημα της παρακμής του πολιτισμού μας. Εκεί όπου περπάτησαν ο Πλάτωνας, ο Σοφοκλής, η Αντιγόνη, ο Θησέας, ο Οιδίποδας που κατέληξε για να καθαρθεί στον ιερό λόφο των Ευμενίδων. Παρόντες ο Βέγγος, ο Δαμιανός, η Αντιγόνη ως πόρνη και βασική ηρωίδα, αλλά και η βασίλισσα-πόρνη Θεοδώρα. Στη φθορά του μύθου και του χώρου, η ηρωίδα της ταινίας συναντά την Αντιγόνη και την Iσμήνη, πόρνες στον Κολωνό. O ιστορικός Κολωνός γέμισε πορνεία.

Αργότερα, όταν μπήκαν στο παιχνίδι, εκτός από τις ταινίες και τα πεζογραφήματά μου, και τα θεατρικά μου έργα συνέδεσα την πόρνη με την ηθοποιό, λίγο αυθαίρετα. Το παράδοξο του ηθοποιού, το επεσήμανε ο Ντιντερό: Οι καλές ηθοποιοί και οι αντίστοιχες πόρνες πληρώνονται καλά, όταν εκθέτουν το σώμα τους και το όποιο ταλέντο τους, επί χρήμασι. Επέστρεψα στην αρχαία ιερή πορνεία, τότε που θέατρο και θρησκεία ταυτίζονταν, στα πλαίσια των θρησκευτικών τελετών. Έκανα τις αρχαίες ηρωίδες πόρνες.

«Το Αίνιγμα». Φωτογραφία από το βιβλίο του Γιάννη Σολδάτου «Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου»

«Και θα έχω άνδρα και γιο στο ίδιο κρεβάτι;» Αναρωτιέται η Ιοκάστη, όταν δέχεται έναν πελάτη, που της κάνει πρόταση γάμου και θα αποκαλυφθεί πως είναι ο γιος της.
Εκείνος την κοίταξε βαθιά στα μάτια, με σπαραγμό γι’ αυτά που γκρεμίζονταν και με χαρά γι’ αυτά που ανέτειλαν, και της είπε:
«Καιρός να απαλλαγούμε από τις ενοχές και τις τραγωδίες μας».

Στο θέατρο με ώθησε ξανά ο αείμνηστος Γιώργος Μιχαηλίδης, σπουδαίος σκηνοθέτης και δάσκαλος, που ανέβασε το πρώτο μου θεατρικό που είδε το φως της σκηνής το «Όταν ο Σκαρίμπας κήρυξε τον πόλεμο κατά της Χαλκίδας», ενώ παράλληλα ο Γιώργος Αρμένης ανέβασε το «Όταν ο Παπαδιαμάντης συνάντησε τον Βιζυηνό». Ακολούθησαν καμιά εικοσαριά έργα σε μια δεκαετία. Παράλληλα ο Αιγόκερως ξανοίχτηκε στο θέατρο με 200 βιβλία σε δεκαπέντε χρόνια.

Τόλμησα να αρνηθώ, αλλά και να φλερτάρω με την όποια εξουσία. Μέμφομαι τη συνδικαλιστική δράση για τα χάλια της και βρέθηκα πρόεδρος του Συνδέσμου Εκδοτών, Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, μέλος του ΔΣ της Εταιρίας Ελλήνων Σκηνοθετών, αλλά και παλαιότερα πρόεδρος σε καλλιτεχνικά σωματεία, για να ξεβαλτώσω χώρους και τους βραχυκύκλωσα έτι περαιτέρω. Πρότεινα στον τότε υπουργό Πολιτισμού να κλείσει το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου και συνέβαλα σε αυτό σαν πρόεδρος του Συνδέσμου Εκδοτών. Ήταν ένας πέρα για πέρα σάπιος οργανισμός που εξυπηρετούσε μερικούς ημέτερους και όχι το βιβλίο. Δέκα χρόνια προσπαθούν να φτιάξουν νέο και υγιές, αλλά δεν γίνεται τίποτε. Μήπως σκεφτόμαστε λάθος; Πρότεινα να μπει χέρι στο Κέντρο Κινηματογράφου και ξεσηκώθηκαν εναντίον μου και οι πέτρες (όχι οι νοήμονες) και το γλίτωσαν για να διαιωνίζεται αυτή η τρισάθλια εικόνα πάνω από μία δεκαετία και να σπαταλώνται άσκοπα χρήματα που θα μπορούσαν να στηρίξουν την κινηματογραφική μας παραγωγή. Ήμουν ένας σκεπτόμενος και ελεύθερος κάου μπόυ, σαν το φίλο και δάσκαλό μου Βασίλη Ραφαηλίδη.

«Ο Θίασος» του Αγγελόπουλου. Φωτογραφία από το βιβλίο του Γιάννη Σολδάτου «Η ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου»

Δεν μπορούσα να βολευτώ στα όρια μιας τέχνης ή μιας ενασχόλησης. Προσπάθησε ο φίλος Θόδωρος Αγγελόπουλος να μου περάσει τη θέση του «ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς». Όμως ο Θόδωρος έκανε πρωταθλητισμό σε ένα αγώνισμα και το έφτασε πολύ ψηλά. Εγώ ήθελα να είμαι δεκαθλητής. Αν έκανα ένα πράγμα και δεν μου πήγαινε καλά κατέφευγα στα άλλα για να μην τρελαθώ. Με αποδέχτηκαν και με τίμησαν σαν ιστορικό του κινηματογράφου όλες οι προσωπικότητες του χώρου μας και σαν τέτοιο με σύστηναν. Μου έδωσαν και πήραν από μένα για τη δουλειά τους και τη δουλειά μου. Μόνο ένας τα απαξίωνε όλα γιατί του ήταν άχρηστα, ο Θανάσης Βέγγος, που με σύστηνε σκέτα σαν «οικογενειακό φίλο» και ας χάρηκε με το βιβλίο και την ταινία που έφτιαξα γι’ αυτόν. Ο Κούνδουρος με απειλούσε πλειστάκις όταν έλεγα ότι θέλω να γράψω ένα βιβλίο γι΄ αυτόν. Το τόλμησα και πέθανε κρατώντας επί δέκα χρόνια στα χέρια, αυτό το πλέον αλαζονικό πλάσμα που γνώρισα, ένας από τους πιο ωραίους Έλληνες. Γενεές 14 και θα καταντήσω γραφικός αν σωρεύσω όλα τα πρόσωπα που γνώρισα και τι μου είπαν και τι τους είπα και πόσο σπουδαίοι ήταν και πόσο σπουδαίος είμαι.  Ένας σοφός δάσκαλός μου, στη δεκαετία του ’70, ο Βασίλης Ρώτας, μου είχε πει: «Το καράβι της κοινωνίας έχει σηκώσει την άγκυρα, έχει ανοίξει τα πανιά, ταξιδεύει και πάει και πάει και όλο στο ίδιο σημείο βρίσκεται». 

Στο τέλος της ταινίας μου «Φιοντόρ ο παίχτης», αναγνωρίζεται πως ο κόσμος δεν αλλάζει και ο ήρωας αναρωτιέται: «Γιατί να αλλάξει;» Να γίνει πώς ο κόσμος; Καλύτερος; Σύμφωνα με τη δική μου άποψη και ιδεολογία; Συγγνώμη, αλλά αυτό εγώ το ονομάζω φασισμό.
Πολλοί επεχείρησαν να αλλάξουν το κόσμο, είχαν τη δύναμη και κατάφεραν να τα κάνουν σκατά. Όχι άλλη ανάπτυξη, μας βρήκαν οι πληγές του Φαραώ, φάγαμε τις σάρκες μας, σαν τον Ερισύχθονα το Θεσσαλό. Όχι άλλα ρεκόρ, μας έπνιξε η ντόπα, ας βάλουμε ένα πύραυλο στο κώλο μας να πάει το άλμα σε ύψος κυριολεκτικά στα αστέρια και να τελειώνουμε. Όχι άλλες συμβουλές και άλλα κηρύγματα, μη με παίρνετε στα σοβαρά. Εκ του πονηρού το λέω γιατί ξέρω πως δεν θα με πάρετε στα σοβαρά. 


Ποιος είναι ο Γιάννης Σολδάτος

Ο Γιάννης Σολδάτος
  • Γεννήθηκε στη Λευκάδα. Συγγραφέας της Iστορίας του Ελληνικού Kινηματογράφου και διευθυντής του εκδοτικού οίκου Αιγόκερως.
  • Κινηματογραφικά και λογοτεχνικά βιβλία: Έχουν εκδοθεί τα βιβλία του: Οι μεγάλοι κωμικοί του κινηματογράφου (σύνταξη, Νεφέλη, 1979), Iστορία του Ελληνικού Kινηματογράφου (Νεφέλη, 1979 και στη συνέχεια Αιγόκερως, με πολλαπλές βελτιωμένες εκδόσεις μέχρι σήμερα), Τρομαχτικές Ιστορίες (διηγήματα, Αιγόκερως, 1981), Πολεμικές Ιστορίες (διηγήματα, Αιγόκερως, 1983), Από τον «Γολγοθά μιας ορφανής» στο ΠΑΣΟΚ (κινήματο(σ)γραφική Ιστορία της Ελλάδος, Αιγόκερως, 1983 και 2019), Ζαν Λυκ Γκοντάρ (κριτική βιογραφία, Αιγόκερως, 1984), Στον αστερισμό του Κριού (μυθιστόρημα, Αιγόκερως, 1987 και αναθ. έκδ. το 2006),  Κινηματογράφος, Ντανταϊσμός, Σουρεαλισμός (σύνταξη, Αιγόκερως, 1992  και αναθ. έκδ. το 2009), Αλέξης Δαμιανός (κριτική βιογραφία, Αιγόκερως, 1993 και αναθ. έκδ. το 2016), Ο Ελληνικός Kινηματογράφος (ντοκουμέντα, Αιγόκερως, 1994), Συνοπτική Iστορία του Ελληνικού Kινηματογράφου (Αιγόκερως, 1995 και αναθ. έκδ. το 2015), Tο Aίνιγμα (μυθιστόρημα, Καστανιώτης, 1996), Eύα, η αγαπημένη των βρικολάκων (νουβέλα, Αιγόκερως, 1999), Η πλάνη (νουβέλα, Αιγόκερως, 2000), Ένας άνθρωπος παντός καιρού (κριτική βιογραφία, Αιγόκερως, 2000 και αναθ. έκδ. το 2017 με τίτλο Θανάσης Βέγγος, ένας άνθρωπος παντός καιρού), Ελληνικός Κινηματογράφος, ένας αιώνας (πανόραμα 2 τόμοι, Κοχλίας, 2001), Διά του κατόπτρου σύνταξη, 150 συγγραφείς, Κοχλίας, 2002), Υποβρύχιος έρωτας (μυθιστόρημα, Κέδρος, 2003), Ελένη: Λιοσίων 5Α (διηγήματα, Αιγόκερως, 2004), Διόνυσος, ο βασιλεύς των ορέων (μυθιστόρημα, Καστανιώτης, 2006), Oδύσσειες σωμάτων στο έργο του Νίκου Κούνδουρου (κριτική βιογραφία, Αιγόκερως, 2009). Η Ιστορία του γυμνού στον κινηματογράφο (ιστορικό λεύκωμα, Ψυχογιός, 2010), Το ερωτευμένο τρένο, (μυθιστόρημα, Αιγόκερως, 2012), Το σημείο του σταυρού (φωτογραφικό λεύκωμα, Αιγόκερως, 2012), Η επέλαση των Απάτσι (νουβέλα, Αιγόκερως, 2012), Οιδίπους επί πορνείω (διηγήματα, Αιγόκερως, 2013), Πέτρου και Παύλου (μυθιστόρημα, Αιγόκερως, 2014), Θέματα και πρόσωπα του Ελληνικού Kινηματογράφου (επιλογή από τα κείμενα του συγγραφέα, Αιγόκερως, 2015), Η Ευδοξία, ο Μίμης και τα κοράκια, (μυθιστόρημα, Vakxikon, 2016), Ελληνικός Kινηματογράφος και Ελληνική Λογοτεχνία (Αιγόκερως, 2020)      
  • Έχει κάνει τη σύνταξη και την επιμέλεια στα βιβλία των εκδόσεων του Αιγόκερου και του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Νίκος Παναγιωτόπουλος, Θανάσης Βέγγος, Αλέξης Δαμιανός, Ντίνος Δημόπουλος, Βασίλης Γεωργιάδης, Κώστας Σφήκας, Βασίλης Ραφαηλίδης, Ντίνος Κατσουρίδης, Μπάμπης Ακτσόγλου, Αντώνης Μοσχοβάκης, Νίκος Κολοβός, Ελληνική Κινηματογραφική Βιβλιογραφία κλπ. Ακόμη σε σειρές για την ελληνική λογοτεχνία.
  • Κινηματογράφος-Τηλεόραση (ταινίες): Έχει σκηνοθετήσει 40 επεισόδια της σειράς «Η περιπέτεια ενός ποιήματος» (Παραγωγή: Aιγόκερως, ET2, 1989-1992). 26 επεισόδια της σειράς «Το βιβλίο» (Παραγωγή: Σύνδεσμος Εκδοτών Βιβλίου, EΡT (2015-2017). Tις ταινίες Η απολογία του Θεόφιλου Τσάφου (Παραγωγή: Aιγόκερως, ET2, 1989), Bήματα (Παραγωγή: Aιγόκερως, ET2, 1996), Tο Aίνιγμα (Παραγωγή: Aιγόκερως, EΡT, EKK, ΦAΣMA, 1998). Την ταινία Υποβρύχιος έρωτας (Παραγωγή: Aιγόκερως, EΡT, NEW STAR, 2005), Βίοι αγίων (Παραγωγή: Aιγόκερως, ΜΕDIAVOX, 2010), Φιοντόρ, ο παίκτης (Παραγωγή: Aιγόκερως, 2010) και Η επέλαση των Απάτσι (Παραγωγή: Aιγόκερως, 2012). Tα ντοκιμαντέρ Ένας άνθρωπος παντός καιρού (Παραγωγή: Aιγόκερως, ET, EKK, Κρατικό βραβείο ντοκιμαντέρ, 2004), Τοπία της σιωπής / Νίκος Κούνδουρος / Η Αθήνα του ’50 (Παραγωγή: Περίπλους, EΡT, 2009) και Οιδίπους επί πορνείω (Παραγωγή: Aιγόκερως, 2017). Tις μικρού μήκους Ένα Σάββατο βράδυ (Παραγωγή: Aιγόκερως, EKK, 1988) και Ελένη Λιοσίων 5Α (Παραγωγή: Aιγόκερως, 2014). 5 ντοκιμαντέρ με τον γενικό τίτλο «Καστρολόγος», αναφορά στον Φώτη Κόντογλου (Παραγωγή: ET1, 1986). 10 Παρασκήνια (ET1). 4 δραματοποιημένα επεισόδια της σειράς «Σελίδες με θέα». 
  • Θέατρο: Έχουν εκδοθεί ή παρασταθεί από σκηνής τα θεατρικά του έργα: Όταν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης συνάντησε τον Γεώργιο Βιζυηνό (Αιγόκερως. Σκηνοθεσία: Γιώργος Αρμένης, Νέο Ελληνικό Θέατρο, 2008. Εκδόθηκε αρχικά με τον τίτλο Οι συνέπειες της παλιάς ιστορίας). Όταν ο Σκαρίμπας κήρυξε τον πόλεμο κατά της Χαλκίδας (Αιγόκερως. Σκηνοθεσία: Γιώργος Μιχαηλίδης, Ανοιχτό Θέατρο, 2008 και Θέατρο Μέλι, 2009. Εκδόθηκε αρχικά με τον τίτλο Βοϊδάγγελοι). Πόε (Αιγόκερως. Σκηνοθεσία: Αλμπέρτο Εσκενάζυ, Θέατρο της Μεσογείου, 2009). Όταν ο Θεόφιλος συνάντησε την ερωτευμένη απελπισθείσα (Αιγόκερως. Σκηνοθεσία: Γιάννης Μόρτζος, Θέατρο Τέσσερις Εποχές, 2014. Παρουσιάστηκε σε πρώτη μορφή από το Θεατρικό αναλόγιο 2010, Ταξίδι Τεχνών στην Ερεσό, Υπουργείο Πολιτισμού, με τον τίτλο Εν Μυτιλήνη 1934). Ιερή πόρνη (Αιγόκερως. Σκηνοθεσία: Γιάννης Σολδάτος, Αγγέλων Βήμα, 2011). Μαρία, όπως η Παναγία (Σκηνοθεσία: Γιάννης Σολδάτος, Εμπρός, 2013). Αγία Μαρία η Μαγδαληνή, Κασσάνδρα, Εταιρικός διάλογος (Αιγόκερως. Σκηνοθεσία: Γιάννης Μακρόπουλος, Studio Κυψέλης, 2013). Ο ντέντεκτιβ - Τι είδε η υπηρέτρια (Αιγόκερως, 2008). Του Αγίου Αντωνίου Αρτό (Αιγόκερως, 2006). Όταν ο Παζολίνι συνάντησε το αγόρι που του πρόσφερε το θάνατο (Αιγόκερως. Σκηνοθεσία: Γιώργος Λιβανός, Studio Κυψέλης, 2015). Είμαι η Αντιγόνη... (Αιγόκερως. Σκηνοθεσία: Γιάννης Σολδάτος, Εσωθέατρο, 2016). Ο Φελίνι και τα όνειρα των κλόουν (Αιγόκερως. Σκηνοθεσία: Γιώργος Λιβανός, Studio Κυψέλης, 2016). ΠΟΛΥΞΕΝΗ, Πολλοί ξένοι στον ίδιο τόπο (Αιγόκερως. Σκηνοθεσία: Ιουλιέτα Καλαντζή, Εσωθέατρο, 2017). Όταν ο Καραγκιόζης συνάντησε τη Μέρκελ στα Εξάρχεια (Αιγόκερως. Σκηνοθεσία: Δημήτρης Παντελιάς, Θέατρο Τέχνης, Θεατρικό αναλόγιο 2017). Όποιος κοιτάξει τη Μέδουσα κατά πρόσωπο πετρώνει (Αιγόκερως. Σκηνοθεσία: Γιάννης Σολδάτος, Studio Κυψέλης, 2018). Το βράδυ που η Μέριλιν πέρασε στη λεωφόρο των αστεριών (Αιγόκερως. Σκηνοθεσία: Γιώργος Λιβανός, Studio Κυψέλης, 2019), Δεν πάω πόλεμο (Σκηνοθεσία: Γιώργος Λιβανός, Θεατρικό αναλόγιο 2020).
  • Με τον τίτλο Άπαντα τα Θεατρικά κυκλοφορούν από τον Αιγόκερω όλα τα θεατρικά του έργα.
  • Έχει ακόμη γράψει πάνω από είκοσι ανέκδοτα θεατρικά.
  • Έχει διατελέσει καθηγητής της Iστορίας Kινηματογράφου σε κινηματογραφικές και δραματικές σχολές, γενικός γραμματέας της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου και πρόεδρος του Συνδέσμου Εκδοτών Βιβλίου.