Βιβλιο

Μαρία Παναγοπούλου, η «Πενθερά» σκοτώνει τον έρωτα ή όχι;

Ένα κοινωνικό μυθιστόρημα με αστυνομική πλοκή, που επιχειρεί να ρίξει φως σε ένα διαχρονικό στερεότυπο της ελληνικής κοινωνίας

Γιούλη Τσακάλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Παρουσίαση του νέου βιβλίου «Η Πενθερά» της Μαρίας Παναγοπούλου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

«Πόσο πρωτότυπο μπορεί να είναι ένα βιβλίο που ασχολείται με ένα θέμα τόσο κοινότοπο όσο η πεθερά»;, μπορεί να αναρωτηθείτε. «Όσο δεν φαντάζεστε», είναι η απάντηση που θα πάρετε διαβάζοντας το βιβλίο «Η Πενθερά» της Μαρίας Παναγοπούλου, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.

Ένας εμπνευσμένος τίτλος, μία πολύ έξυπνη ιδέα και η ρέουσα γραφή της συγγραφέως που έχει την ικανότητα να κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι την τελευταία σελίδα, δημιούργησαν ένα πολύ δυνατό μυθιστόρημα, βασισμένο σε αληθινές ιστορίες.

Η Πενθερά. Από τη σύνθεση των λέξεων «πένθος» και «έρως» ή αλλιώς «ο θάνατος του έρωτα». Δύο ηλικιωμένες γυναίκες, άγνωστες μεταξύ τους, δέχονται δολοφονική επίθεση την ίδια μέρα και ώρα. Στη Μάνη η μία, στην Καλαμαριά η άλλη, έχουν ένα και μόνο κοινό σημείο: είναι πεθερές που δεν εγκρίνουν τις νύφες τους. Η Αγορίτσα, μια σκληρή Μανιάτισσα που διαφεντεύει τις ζωές όλων, εξοργίστηκε με την απόφαση του γιου της, δικηγόρου Σαράντου Πιερόγιαννη, να παντρευτεί μια δυναμική χειρουργό και να αναβάλλουν για αργότερα την απόκτηση ενός παιδιού. Η Μόσχω, μια καλοκάγαθη χήρα Πόντια, ανέχεται τη Θεσσαλονικιά καλλονή νύφη της, προκειμένου να ζει κάτω από την ίδια στέγη με τον γιο της, οδηγό νταλίκας, Ηρακλή Τερκενλεκίδη.

© Μάνος Γαμπιεράκης

Δύο πεθερές που κάποιοι τις θέλουν νεκρές. 
Δύο νύφες που εύχονται να είχαν ορφανούς συζύγους.
Δύο γιοι που συνθλίβονται στις συμπληγάδες της μητρικής αγάπης και του έρωτα.

Μία δημοσιογράφος που μετατρέπεται σε φυγά προκειμένου να αποδείξει την αθωότητά της και να ξεφύγει από τα αγδίκιωτα αισθήματα.

Ένα κοινωνικό μυθιστόρημα με αστυνομική πλοκή, που επιχειρεί να ρίξει φως σε ένα διαχρονικό στερεότυπο της ελληνικής κοινωνίας: υπάρχουν πεθερές-αράχνες ή πρόκειται για ένα άλλοθι των ζευγαριών που δεν καταφέρνουν να κατακτήσουν το «για πάντα»;

Η Mαρία Παναγοπούλου με εκφραστική ευχέρεια που σου δημιουργεί την αίσθηση ότι «ακούς» και «βλέπεις» την ιστορία που διαβάζεις, καταφέρνει να σε παρασύρει στην επόμενη σελίδα με κομμένη την ανάσα.

Ήρωες ανθρώπινοι, εμπνευσμένοι από υπαρκτά πρόσωπα, που ίσως να σας θυμίσουν την πεθερά σας, τον άντρα σας, τη νύφη σας, την κόρη ή τον γιο σας, ίσως και τον ίδιο σας τον εαυτό. Συνεχείς και καθηλωτικές οι ανατροπές του βιβλίου, δεν γίνονται απλώς για να εξυπηρετήσουν την πλοκή και να «εκβιάσουν» την αγωνία του αναγνώστη, αλλά πηγάζουν από δράσεις που προκαλούν ακραίες αντιδράσεις. Κανένας από τους πρωταγωνιστές δεν είναι καλός ή κακός χωρίς αιτία, τα λάθη και τα πάθη τους έχουν εξήγηση, είτε συμφωνείς με αυτήν είτε όχι.

Προσωπικά, έγινα έξω φρενών με τη Μανιάτισσα πεθερά και συμπόνεσα την Πόντια. Θαύμασα τη Μανιάτισσα νύφη και γέλασα με τη Θεσσαλονικιά. Θύμωσα με τον Θεσσαλονικιό γιο-σύζυγο και μου ήρθε να αρπάξω τον Μανιάτη από το μαλλί.

Με εντυπωσίασε η έρευνα που έχει κάνει η συγγραφέας σε ήθη, έθιμα και νοοτροπίες της Μάνης και του Πόντου, αλλά ακόμη περισσότερο με εντυπωσίασε ο τρόπος που τα έχει ενσωματώσει στην ψυχοσύνθεση των ηρώων και στην ιστορία, χωρίς να κουράζει με περιττές πληροφορίες.

Η χρήση των τοπικών διαλέκτων, κυρίως από τη Μανιάτισσα αλλά και από την Πόντια πεθερά, είναι άλλο ένα μεγάλο ατού του βιβλίου. Αν και η ιστορία διαδραματίζεται στο σήμερα, οι δύο ηλικιωμένες γυναίκες επιμένουν να χρησιμοποιούν τη ντοπιολαλιά μιας άλλης, ξεχασμένης εποχής, βοηθώντας μας έτσι να τη γνωρίσουμε.

Στις μεγάλες εκπλήξεις του βιβλίου ανήκει και η σχέση των ηρώων με τη λογοτεχνία. Τα βιβλία παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στις ζωές τους αλλά και στην εξέλιξη της ιστορίας. Ξεχώρισα την περίπτωση της Οιάνθης, που ζει απομονωμένη στην κορυφή ενός πυργόσπιτου στο Οίτυλο της Μάνης, έχοντας για συντροφιά τα 1.114 βιβλία της. Μια δυνατή μυθιστορηματική ηρωίδα που με συγκίνησε βαθιά και με δίχασε. 

Αναπάντεχο το φινάλε του μυθιστορήματος, εκεί που ήμουν σίγουρη ότι όλοι οι πρωταγωνιστές είχαν αναλάβει το μερίδιο της ευθύνης τους και είχαν πληρώσει για τις πράξεις τους, ήρθε η πλήρης ανατροπή των δεδομένων.

© Μάνος Γαμπιεράκης

Κλείνοντας το βιβλίο συνειδητοποίησα ότι είναι δύσκολο να ταχθείς ξεκάθαρα με τη μία ή με την άλλη πλευρά. Σε κάποια κεφάλαια ξυπνάει μέσα σου η ιδιότητα της συζύγου και νύφης, σε κάποια άλλα παίρνει τα ηνία η ιδιότητα της μάνας και πεθεράς (ή μέλλουσας πεθεράς), στο τέλος όμως βγάζεις τα δικά σου συμπεράσματα για το εάν η πεθερά σκοτώνει τον έρωτα ή όχι.

Προτείνω ανεπιφύλακτα να το διαβάσετε και ανυπομονώ να μοιραστείτε μαζί μου τα δικά σας συμπεράσματα, αφού το μόνο βέβαιο είναι πως «Η Πενθερά» δεν είναι ένα έργο που το διαβάζεις και το ξεχνάς. Δίνει μπόλικη τροφή για σκέψεις και κουβέντα, προβληματισμό και αυτοκριτική, χιούμορ και σάτιρα, γύρω από ένα θέμα που μάλλον δεν θα πάψει ποτέ να απασχολεί την ελληνική κοινωνία.