Βιβλιο

Η «Σεροτονίνη» του Μισέλ Ουελμπέκ προκαλεί ευφορία

Το τελευταίο του μυθιστόρημα από σαδομαζοχιστικό γίνεται βαθιά ρομαντικό (Εστία)

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 708
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μισέλ Ουελμπέκ

Με έναν υπέροχο και μαγικό τεχνικά τρόπο, Η «Σεροτονίνη» του Μισέλ Ουελμπέκ από σαδομαζοχιστικό γίνεται βαθιά ρομαντικό (εκδ. Εστία)

Ως και τα μισά της η «Σεροτονίνη» σε καταβυθίζει στο γνωστό ουελμπεκικό σύμπαν-λίμπο, συνοψίζοντας και ξετυλίγοντας σπαρταριστά και επικά όλα αυτά για τα οποία λατρεύεται αναγνωστικά ο «Μεγάλος Μισάνθρωπος». Γάλλος μεσήλικας σε βαριά κατάθλιψη κι έναν τόνο υπαρξιακής απελπισίας, βαράει αβέρτα Carpotix με τη συνταγή του ψυχίατρου του. 

Ένα μικρό οβάλ χάπι με μια εγκοπή στη μέση και συχνότερες παρενέργειες τη ναυτία, την εξαφάνιση της λίμπιντο και την πλήρη σεξουαλική ανικανότητα. Ο κλασικός ουελμπεκικός ήρωας, με την εγνωσμένη σωματική και ψυχική κατατονία. Λευκός, ευρωπαίος με μόνιμη κρισάρα άγχους προσωπικότητας: δεν γίνεται τίποτα και τίποτα δεν τον γιατρεύει, τσάμπα καταπίνει τα Carpotix σαν τα παλιά καλά καραμελάκια-ραντεβουδάκια. 

Πάντα αυτό δεν συμβαίνει στα βιβλία του; Η μοναξιά και η μελαγχολία των ηρώων του Ουελμπέκ δείχνουν ανίατα αήττητες, καταπίνουν, καταπίνουν ψυχοτρόπα αναλγητικά. Ματαίως. Ξοδεύονται σε κρεβάτια και σεξ με την οκά, ειδικά της κατηγορίας πληρωμένο, άρα εντελώς υποτακτικό. Όμως δυνατότητα επαναφοράς αισιοδοξίας ή έστω μιας κάποιας ευφρόσυνης έστω και τεχνικά διάθεσης, καμία. Τι να την κάνει; Ίσως κατά βάθος, κατά πλάτος, κατά μήκος, κατά διαόλου, να τη γουστάρει την απελπισία του, τόσο πολύ να τη γλεντάει την παρακμή του, που ακόμα και να αυτοκτονήσει δεν τα καταφέρνει. 

Ο δικός μας Ουελμπέκ! Που εδώ μας μιλά σαν Φλοράν-Κλοντ: το μέσα του θρύψαλα, το έξω του επίσης. Η Γαλλία τελειώνει, όπως κι αυτός, οι πόλεις τυποποιούνται με προβλέψιμες λεωφόρους, γειτονιές ή προάστια που αραδιάζονται το ένα μετά το άλλο με πολεοδομικό όραμα και εύτακτη δόμηση παρόμοιας με τα σούπερ μάρκετ. Τι να κάνει ο έρημος Φλοράν-Κλοντ; Να πάει στην εξοχή για να γλιτώσει; Σκατά! (Ουελμπέκ χωρίς βωμολοχία, καλοκαίρι χωρίς καρπούζι!) Οι εξοχές καταστρέφονται από τα μπουτίκ χοτέλ αγροκτήματα και τους ξενοδοχειακούς ερμπιενμπί πύργους, ο ήρωας Φλοράν-Κλοντ, επάγγελμα γεωργικός μηχανικός, βολοδέρνει στο όριο. Η νιότη του έχει τελειώσει με τον τρόπο που η παγκοσμιοποίηση τελείωσε και τη γαλλική γεωργία και την κτηνοτροφία. Λεμόνια από την Κίνα, κρασιά από την Καλιφόρνια, κρέατα αργεντίνικα, αποχαιρέτα το φουά γκρα, το καμαμπέρ ή τη Νορμανδία που χάνεται. Και στην καλύτερη, αν είσαι παραγωγός, βγες στους δρόμους φορώντας κίτρινο γιλέκο. Δεν θα πιάσει τόπο η οργή, αλλά εσύ κάνε το, εκτονώσου και πού ξέρεις; Γιατί, κατά τα άλλα, τίποτα δεν ξέρεις, αν και δεν είναι δύσκολο να το δεις: όσο και να τα σπάσεις, πίσω στις μέρες της πρότερης ευμάρειας δεν γυρνάς. Άλλοι αποφασίζουν. 

Καθόλου τυχαίο που κι αυτό το μυθιστόρημα θεωρήθηκε «προφητικό» – συμβαίνει συχνά με τα βιβλία του δικού μας. Γιατί εδώ, σε κομμάτι των σελίδων περιγράφει συγκλονιστικά την οργή των γάλλων αγροτοκτηνοτρόφων που οδηγούνται στην αυτοκτονία αδυνατώντας να αντιμετωπίσουν τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές και την παγκοσμιοποιημένη αγορά. Η ερήμωση του κόσμου, ενός κόσμου χωρίς καλοσύνη, χωρίς αλληλεγγύη, με τις μεταλλάξεις του πλέον ανεξέλεγκτες. Η αποτυχία των ιδανικών της νιότης, η απουσία έστω ακόμα και μιας παράλογης ελπίδας να ξαναβρεί κάποιους παλαιόθεν βηματισμούς του. 

serotonini-misel-oyelmpek.jpg

Εδώ όμως, κάπου δηλαδή στα μισά του βιβλίου, πάνω που λες, δεν μπορεί, αυτά όλα τα έχω διαβάσει και ξαναδιαβάσει, εδώ λοιπόν είναι που σκάει το αληθινό βιβλίο. Όλα αυτά τα «καυτά» προκύπτουν όχι ως «δράση» στο τώρα, αλλά ως ανάμνηση της παλιάς ζωής του, καθώς ο Φλόριαν-Κλοντ λόγω του χαπιού «αναπολεί» το παρελθόν, έως και τις τελευταίες μέρες, πριν αρχίσει το Carpotix να τον «ηρεμεί». Κι έτσι, μέσα σε αυτό το χημικό καθαρτήριο που περνά τις μέρες του βουλιάζοντας σε φτηνό σεξ, έχει να διαλέξει δύο δρόμους: ή θα αυτοκτονήσει ή θα προσπαθήσει να κάνει μια νέα αρχή. Κι εδώ είναι επιτέλους σαν ο Ουελμπέκ να αποφασίζει να γράψει ένα καινούργιο βιβλίο, απαλλαγμένο από τις μανίες, τις μανιέρες κι όλα αυτά που θέλει η «αγορά» του. Γιατί ξαφνικά, καταρράκτες από χαμένες αγάπες, λάθη, διαψευσμένες καλοσύνες, τσαλαπατημένα όνειρα, έρωτες, φιλίες, ενοχές και μεταμέλειες δίνουν στον Φλοράν-Κλοντ όχι ακριβώς συγχωροχάρτι – αυτά είναι για τους εύκολους συγγραφείς που μπορούν κι έτσι εύκολα να γδύνουν την τσέπη και την ψυχή των ήδη εύκολα γδυμένων αναγνωστών τους. Όχι, καθόλου έτσι δεν το κάνει ο Ουελμπέκ. 

Με έναν υπέροχο και μαγικό τεχνικά τρόπο, το μυθιστόρημα από σαδομαζοχιστικό γίνεται βαθιά ρομαντικό. Η πορνογραφία-μανιέρα του το στρίβει απότομα τραβώντας τον δρόμο των μεγάλων κλασικών. Που δεν χρειάζεται να έχεις ντοκτορά στη λογοτεχνία, ο Ουελμπέκ τους παραθέτει στεγνά: Γκογκόλ, Τόμας Μαν, Προυστ, Τζίμι Χέντριξ, Έλβις, Pink Floyd, ναι, βάζει και μουσική! Ένας άλλος Ουελμπέκ, ένα άλλο βιβλίο. Με ένα τέλος που μόνο αυτός μπορεί να δώσει, κι ως εδώ γιατί δεν κάνω σπόιλερ. «Βρισκόμουν λοιπόν στο στάδιο που το γηράσκον ζώο, ταλαιπωρημένο και με την αίσθηση πως έχει πληγωθεί θανάσιμα, αναζητά καταφύγιο για να...». Μάντεψε τη συνέχεια: α) να τελειώσει τη ζωή του, β) να αρχίσει μια νέα ζωή μηδενίζοντας την προηγούμενη. Όλα παίζουν σαν ανεστραμμένα είδωλα στη «Σεροτονίνη» και όπως όλα δείχνουν, ή τουλάχιστον όπως εγώ ο μανιακός του θεωρώ, ο Ουελμπέκ φτιάχνει μια λογοτεχνική πρόζα, που εδώ, από τη θέση «10ο βιβλίο» αποστομώνει τους φανατικούς αρνητές του: μεγάλη λογοτεχνία.  

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ