Βιβλιο

Απ’ τα Χριστούγεννα στη Βεγγάζη

Short Stories: Διαβάστε το διήγημα του Νίκου Αδάμ Βουδούρη στη νέα στήλη λογοτεχνίας της ATHENS VOICE

A.V. Guest
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στον Αδάμ και στον Μάριο

Η νιτσεράδα είναι κίτρινη, και το σκουφί του κόκκινο. Αυτός, είναι μελαμψός και τα χρώματα του πάνε. Είναι η πρώτη του μέρα στη δουλειά. Είναι εικοσιοκτώ χρόνων κι είναι, μετά από καιρό, χαρούμενος. Έχει στην Βεγγάζη γυναίκα και παιδί. Ελπίζει να τους φέρει εδώ. Γύρω του χιόνι πολύ, όπως κοιτά κι όπως περπατά είναι εμφανές πως από χιόνι δεν ξέρει.

Καρδιά του χειμώνα στην καρδιά του Όσλο, στον εμπορικότερο δρόμο. Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα, πολύχρωμα λαμπιόνια, Αϊ-Βασίληδες, τάρανδοι κι έλκηθρα, όλα γιορτινά. Άντρες κομψοί, γυναίκες φίνες, παιδιά υπάκουα, πηγαινοέρχονται, ψωνίζουν, ανταλλάσσουν ευχές και χαμόγελα. Νιφάδες κολλούν σε κασμιρένια παλτά και σε γούνες, γλιστρούν στα γυαλιστερά μπουφάν, το στρώνει στα ευρύχωρα πεζοδρόμια, μα σαν το στρώσει, σπεύδει αυτός, ο μελαμψός, κι όπως του υπέδειξαν, ακολουθεί τους δυο ξανθούς  που φορούν και τούτοι νιτσεράδες και σκουφιά. Και οι τρεις μαζί σαρώνουν με ειδικά σάρωθρα. Συγκεντρώνουν το χιόνι σε σωρούς, κι από κει το φορτώνουν σε μικρά κατακόκκινα φορτηγάκια, σαν μεγάλα παιχνίδια. Ο εκχιονισμός, επαναλαμβάνεται τακτικά, διακριτικά, αθόρυβα, τίποτα δεν ταράζει την γιορτινή ατμόσφαιρα, την νωχελική, την ευπρεπή, την τέλεια συντονισμένη.  

Στα διαλείμματα, αυτοί με τις νιτσεράδες, τριανδρία σιωπηλή, καπνίζουν, οι δυο δηλαδή, οι ξανθοί, ο άλλος, ο μελαμψός, δεν ανάβει τσιγάρο, αυτός κοιτά με πάθος το κινητό του, χαζεύει στην οθόνη την φωτογραφία της κόρης του, έγινε έντεκα χρόνων πριν κάνα μήνα. Χτες της κατεβήκανε τα αίματα, δεν είναι πια παιδί, είναι γυναίκα και φόρεσε μαντίλα πολύχρωμη. Τη βλέπει και δεν τη χορταίνει, συγκινείται μα ντρέπεται να κλάψει, αν κλάψει, στο χιόνι, στο τόσο κρύο, τα δάκρυά του κολλούν σαν  κρυσταλλάκια στα μαύρα ματοτσίνορα.

Όμως, το έστρωσε και πάλι, πιάνουν τα σάρωθρα, σκυφτοί στη δουλειά τους, και ξαφνικά ακούστηκε ωραία μουσική κι από μια βιτρίνα χύθηκε γαλάζιο φως. Η μουσική υποχωρεί και μια βαθιά γυναικεία φωνή λέει: Θέλεις να γίνεις φαντασίωση;

Όλοι πήγανε κατά κει, μαζί τους κι οι τρεις με τα κίτρινα. Η βιτρίνα, δεν είναι απλή βιτρίνα, είναι ένα τεράστιο βίντεο γουόλ. Παίζει μια ταινία, στο πλάνο ένα μελαχρινό κορίτσι που έχει δέσει στο κεφάλι ένα τριμμένο σάλι, σα μαντίλι, στέκεται στον χιονιά και τουρτουρίζει, ανάβει ένα σπίρτο και στη φλόγα του προβάλλει  ένα σαλόνι μοντέρνο, καλοφωτισμένο. Εκθαμβωτικές  γυναίκες, επίσημα ντυμένες κι άντρες με μαύρα ακριβά κοστούμια, όλοι τους πολύ νέοι, που έχουνε ντυθεί σαν μεγάλοι, περιφέρονται νωχελικά. Ανάμεσά τους, ένας όντως μεγάλος, μεσήλικας που μοιάζει νέος, φορεί λευκά φαρδιά ρούχα. Είναι ψηλός, ηλιοκαμένος και στην προσεγμένη του γενειάδα ίσως και να έχει απλώσει λίγη χρυσόσκονη. Αυτός είναι ο Σίλβιο Παντσίνι, Ιταλός μόδιστρος κι εδώ είναι το κατάστημά του, το κοριτσάκι με τα σπίρτα είναι η Ραφαέλα η δωδεκάχρονη ανιψιά του. Οι συγκεντρωμένοι στο πεζοδρόμιο τον αναγνωρίζουν κι αυτός, σα να τους βλέπει, υποκλίνεται στους θεατές, κατόπιν στρέφετε  στους καλεσμένους του, τους χαιρετά έναν-έναν και τους γεμίζει τα ποτήρια με κόκκινο κρασί. Οι καλεσμένοι είναι τα μοντέλα του και φορούνε δημιουργίες του. Τώρα κοντινό πλάνο στην πιο όμορφη της οθόνης. Τέλειο σώμα σε διάφανη δαντέλα, ζουμ στο ντεκολτέ, υπέροχο στήθος, αναπνοή μελετημένη. Ο μελαμψός ερεθίστηκε. Στο τόσο κρύο είχε καιρό να νιώσει κάτι τέτοιο. Έχωσε το χέρι στην τσέπη της νιτσεράδας, παραμέρισε το κινητό κι ένιωσε μέσα απ’ το ύφασμα τον ερεθισμό του. Τώρα γενικό πλάνο, όλο το σαλόνι, κάποιοι σηκώνονται, χορεύουν αργά-αργά αγκαλιασμένοι, κι ο λευκοντυμένος πέρα δώθε, χαϊδεύει τα έπιπλα, διορθώνει τα φορέματα, στρώνει τα κοστούμια χωρίς να εμποδίζει τον χορό, όμως το σπίρτο έσβησε, το σαλόνι  χάθηκε. Στο σκοτάδι, στον χιονιά,  έμεινε το κορίτσι να κρυώνει. Όλη η οθόνη γέμισε με το μελαχρινό κεφαλάκι. Τι ωραία μαύρα μελαγχολικά μάτια! Άναψε κι άλλο σπίρτο και στην φλόγα του πρόβαλε η όμορφη γυναίκα με την δαντελένιο φόρεμα να κρατά μια πιατέλα γεμάτη με τα φαγητά που τρώνε οι χριστιανοί. Πουλερικό ροδοψημένο, λαμπερό, και γύρω του φρούτα, ψημένα κι αυτά, γυαλίζουν στο φως. Ο μελαμψός ξεροκατάπιε, ένιωσε υγρά στο στομάχι του, μα η φλόγα έσβησε πάλι και στην οθόνη πρόβαλε ξανά η μικρή, σφίγγει το τριμμένο σάλι στο λαιμό και τρέμει σύγκορμη. Ετούτος σάστισε, κοιτάζει την κόρη του στο κινητό κοιτάζει και το κορίτσι στην γιγαντοοθόνη, πόσο μοιάζουν! Στην αρχή χαμογέλασε, μετά, δεν κρατήθηκε, έκλαψε, σκούπισε τα μάτια του, οι άλλοι δυο τον σκουντήσανε, το έστρωσε πάλι, ώρα για δουλειά, τα σάρωθρα περιμένουν. Η μέρα του πέρασε έτσι, σκούπισμα και κλεφτές ματιές στο κινητό και στη βιτρίνα, όπου η ταινία σταματά και ξαναρχίζει, κάποιοι στέκονται, κοιτάζουν, κάποιοι προσπερνούν, η βάρδια τελείωσε, οι τρεις με τις νιτσεράδες έφυγαν και στο πόστο τους ήρθανε άλλοι.

Δεν πήγε στον κοιτώνα των προσφύγων, περιπλανήθηκε αψηφώντας το κρύο και ξανάρθε εδώ. Βράδιασε, ο κόσμος λιγόστεψε. Νιτσεράδες πουθενά. Τη δική του τη φοράει ανάποδα, η γούνινη επένδυση προς τα έξω και το κίτρινο πλαστικό με τον λογότυπο της κομητείας του Όσλο από μέσα. Και το κόκκινο σκουφί του ανάποδα το φόρεσε, το μέσα έξω, και το μέσα είναι άσπρο. Τώρα δεν δουλεύει, τώρα θα δει την ταινία με την ησυχία του, την είδε πολλές φορές κι όταν η οθόνη γέμιζε με το μαντιλοδεμένο κοριτσάκι που ανάβει τα σπίρτα τα μάτια του βουρκώνουν, το σαγόνι του τρέμει, κρυσταλλάκια στα ρουθούνια και στα ματοτσίνορα. Περνάνε τρεις ντυμένοι αθλητικά, κάνουν τζόκιν, φορούν σκουφιά και γάντια, τον κοιτούνε με απορία. Ντρέπεται, φεύγει, πάει στο παρκάκι απέναντι, περιμένει να αραιώσει ο κόσμος, να πέσει η νύχτα, να ναι μόνος, να βλέπει και να κλαίει όσο θέλει. Η νύχτα έπεσε, το χιόνι πύκνωσε κι αυτός στη βιτρίνα μπροστά, όρθιος αρχικά, γονατιστός κατόπιν. Μόνος του και γύρω του γαλάζιο φως από την οθόνη. Λυγμοί πάνω στους λυγμός, χιόνι πάνω στο χιόνι. Αναφιλητά, έβγαζε τη ζεστή του ανάσα, κατάπινε παγωμένο αέρα. Τρέμει σύγκορμος. Στην αναποδογυρισμένη νιτσεράδα έψαξε την τσέπη να βρει το κινητό του. Έβγαλε φωτογραφία το τεράστιο γκρο πλαν. Στο γυαλί καθρεφτίζεται κι αυτός, τόσος όσο το πιγούνι του κοριτσιού. Ωραία φωτογραφία! πρόλαβε να την στείλει στους δικούς του στην Βεγγάζη, δεν πρόλαβε, ποιος ξέρει; Το κινητό του έπεσε απ’ τα χέρια, βούλιαξε στο αφράτο χιόνι. Λιποθύμησε, δυο τρεις σπασμοί και μετά τίποτα. Από χιόνι δεν ήξερε κι από το χιόνι σκεπάστηκε.

Νίκος Αδάμ Βουδούρης*

Δεκέμβρης 2018

*Ο Νίκος Αδάμ Βουδούρης, γεννήθηκε στο Γλυκορρίζι Μεσσηνίας. Από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα βιβλία του: «Ο βυθός είναι δίπλα», διηγήματα, και «Καϊάφας», μυθιστόρημα.