Βιβλιο

bookvoice

Το νέο της βιβλίο «Ο χρόνος πάλι» κυκλοφορεί στις 29 Οκτωβρίου (εκδ. Πατάκη).Η A.V. σας δίνει μια πρώτη γεύση. 

62222-137653.jpg
A.V. Team
ΤΕΥΧΟΣ 276
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
3815-10743.jpg

Στις καλοκαιρινές διακοπές του 1972, στο χωριό, έσπασα το ρολόι μου κάτω από παράξενες συνθήκες· ένα άλλο βράδυ έχασα τα παπούτσια μου και γύρισα ξυπόλητη στο σπίτι· φίλησα ένα αγόρι το οποίο δεν με αντιφίλησε· στραμπούληξα τον αστράγαλό μου προσπαθώντας να χορέψω Jethro Tull (το “Αqualung” δεν χορευόταν όσο και να προσπαθούσε κανείς)· στη συνέχεια, πάτησα ένα σκουριασμένο κονσερβοκούτι ενώ έμπαινα στη θάλασσα· πέρασα έναν ολόκληρο μήνα με το πόδι σφιχτοδεμένο σε γάζες. Η ξαδέρφη μου η Νέλλη ερωτεύτηκε συγχρόνως τρία άτομα – τον αγροτικό γιατρό που φρόντισε το πόδι μου, το παιδί του καφενείου της πλατείας που μας κερνούσε βανίλιες-υποβρύχια, καθώς και κάποια Αλίς που παραθέριζε στο γειτονικό Club Mediterranée· την απογοήτευσαν και τα τρία. (Τον Σεπτέμβριο, επιστρέφοντας στην Αθήνα, έγραψε το πρόβλημά της στη στήλη συμβουλών του «Φαντάζιο»· μήνες ψάχναμε να βρούμε τις απαντήσεις, αλλά η κυρία Ερμίνα δεν μας απάντησε.) 

Ήταν το τελευταίο καλοκαίρι στον Μαραθιά Δωρίδας: μετά το δεκαπενταύγουστο ο πατέρας μου κατέφτασε, μαινόμενος, με το Πεζό για να με παραλάβει (το Πεζό ήταν μια γαλλική παρένθεση στα αυτοκίνητα ανατολικοευρωπαϊκής κατασκευής): κυκλοφορούσαν φήμες ότι τα είχα φτιάξει μ’ ένα αγόρι· στο σπίτι του, στην άκρη του χωριού, ήταν εγκατεστημένο το τηλεγραφείο. 

Προτού ο μπαμπάς δώσει απότομο τέλος στις καλοκαιρινές διακοπές και προτού μου καταφέρει δυο συμμετρικά χαστούκια στην αυλή του σπιτιού της θείας –στην οποία επέρριψε ευθύνες για την έκλυτη ζωή μου–, δοκίμασα, μαζί με την ξαδέρφη μου τη Νέλλη, ουίσκι «στα βραχάκια»: η Νέλλη, μέσα στον ενθουσιασμό της μέθης, τηλεφώνησε σε δίδυμες συμμαθήτριές της και τις κάλεσε στο χωριό (κατέφτασαν μια εβδομάδα αργότερα όταν η Νέλλη είχε ξενερώσει και μετανιώσει), ενώ ο ξάδερφός μου ο Σωτήρης, σε παρόμοιο παροξυσμό γενναιοδωρίας, πρόσφερε φιλοξενία στο μικρό αγγλάκι με το οποίο διατηρούσε αλληλογραφία ώστε να εξασκείται στα αγγλικά· ο Άντρου, που ζούσε σε αλαργινό λιμάνι της βόρειας Αγγλίας, ανταποκρίθηκε αμέσως· οι θείες μας –η Κλειώ, η Φωτεινή, η Αθανασία, η Μεταξία– σήκωσαν τα χέρια ψηλά· είπαν: «Σηκώνουμε τα χέρια ψηλά», στην πραγματικότητα όμως ανασκουμπώθηκαν και βάλθηκαν να μαγειρεύουν σε μεγάλες χύτρες, σε τηγάνια και ταψιά· κολοκυθοκορφάδες, κολοκυθάκια τηγανητά, κολοκυθάκια γεμιστά. Στο χωριό υπήρχε πλησμονή κολοκυθιών, καθώς και ψαριών αν είχε πάει καλά το ψάρεμα (με πετονιά και πεταλίδες για δόλωμα) και το πυροφάνι. Στο σπίτι έμεναν οκτώ παιδιά και μπαινόβγαιναν άλλα τόσα· διαφαίνονταν ποικίλες απειλές: ο ξάδερφός μου ο Τάκης συνελήφθη να καπνίζει κι εγώ να πίνω για δεύτερη φορά ουίσκι στα βραχάκια και ν’ ακολουθώ κατά πόδας το παιδί του τηλεγραφείου –στο ψάρεμα, στις βαρκάδες και στα πάρτι στο μόλο– καθώς και ένα άλλο αγόρι που έπασχε από μια ψυχική διαταραχή αντίθετη του ιλίγγου: υψοφιλία. Σκαρφάλωνε στις κορυφές· όταν ήταν μικρός, η μάνα του τον έψαχνε ανάμεσα στα πουλιά: πάνω στα τηλεγραφόξυλα, στα κεραμίδια, στα δεντρόσπιτα στις λεύκες, στις δεξαμενές του βρόχινου νερού που βρίσκονταν στις στέγες και στις ταράτσες· ανέβαινε όπου υπήρχε σκάλα και πλάτανος, καμινάδα κι ανεμοδείχτης. Δεν έπεφτε ποτέ: κατέβαινε με επιδεξιότητα· ακριβώς όπως ανέβαινε. Εγώ τον ακολουθούσα χωρίς να πάσχω από την ίδια διαταραχή· κινδύνευα να γκρεμοτσακιστώ. Τις Κυριακές, οι θείες μου προσεύχονταν για μένα· εγώ δεν πλησίαζα ποτέ σε εκκλησία· ο αντικληρικαλισμός ήταν το μοναδικό κοινό που είχα με τον μπαμπά. 

Οι δίδυμες σημάδεψαν το καλοκαίρι του ’72: μας απέδειξαν ότι υπήρχε διαφορετικός τρόπος ζωής από το δικό μας. Ντύνονταν όμοια: βαμβακερά, σεμνά φορεματάκια με φραμπαλάδες και ψάθινα καπελάκια (εμείς περιφερόμασταν όλη μέρα με τα μαγιό και χωρίς καπέλα)· πρόσεχαν να μην καούν στον ήλιο (πασαλείβονταν με Nivea: εμείς ήδη, από τις αρχές Ιουλίου, είχαμε γίνει σαν τα γυφτάκια) και κοιμούνταν τη νύχτα. Ενώ εμείς, αφού λέγαμε, υποκριτικά, «Καληνυχτούλα!» κατεβαίναμε στην παραλία και στο μόλο πηδώντας από το παράθυρο και γλιστρώντας από το λούκι. Η ζωή μας, τα καλοκαίρια, έμοιαζε με το παραμύθι των αδελφών Γκριμ όπου, μολονότι κάθε βράδυ οι δώδεκα πριγκίπισσες πάνε για ύπνο στα κρεβατάκια τους, το πρωί τα παπούτσια τους είναι λιωμένα από το χορό. Οι δίδυμες έλεγαν «Καληνυχτούλα!» και το εννοούσαν· και εκτός αυτού, μας είχε εντυπωσιάσει το ότι, τα μεσημέρια, διάβαζαν γαλλικά μυθιστορήματα για μικρά κορίτσια –“Les malheurs de Sophie”– και για μεγάλα κορίτσια: τη «Στενή πύλη» του Αντρέ Ζιντ –μια ιστορία όπου ένας παπάς ερωτεύεται την τυφλή ψυχοκόρη του– και τους «Στοχασμούς» του Λαμαρτίνου. Ήταν πολύ, πάρα πολύ, καθωσπρέπει: ονειρεύονταν την ημέρα του γάμου τους και είχαν παράξενες συνήθειες· για παράδειγμα, έκοβαν τη φλούδα από το καρπούζι για να το φάνε· συνόδευαν τις θείες μας στην εκκλησία· βοηθούσαν στις δουλειές του σπιτιού (υπερηφανεύονταν ότι «έγλειφαν» το δωμάτιό τους ώστε να λάμπει από καθαριότητα)· το βράδυ, προτού κοιμηθούν, προσεύχονταν· και προτού προσευχηθούν δίπλωναν τα ρούχα τους πάνω στην καρέκλα· κάθε απόγευμα, πίνοντας αδιαμαρτύρητα κατσικίσιο γάλα, έγραφαν, με επιμέλεια, το ημερολόγιό τους. Αναρωτιόμουν τι έγραφαν: αφού δεν τους συνέβαινε ποτέ τίποτα. A

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ