Βιβλιο

Όσοι δεν διαβάζουν είναι στα μάτια μου οι άτυχοι

Το τοπίο του βιβλίου στα χρόνια της Κρίσης

32014-72458.jpg
A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 610
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
349362-724965.jpg

Εκτός από τις λίγο πολύ γνωστές λειτουργίες  του, το διάβασμα βιβλίων στα χρόνια της κρίσης εμπεριέχει και  μια παρηγορητική διάσταση. Καλύπτει κενά, κατανικά την πλήξη, λυτρώνει από τη μοναξιά, αποδιώχνει πειρασμούς που το βαλάντιό μας ενδέχεται να μην μπορεί πια να ικανοποιήσει. Και, ως συνήθως, μπορεί να μας οδηγήσει στην αριστοτέλεια έννοια της κάθαρσης μέσα από δύο βασικές οδούς, που ιδεατά μπορεί και να συμπλέουν: Την ταύτιση (όταν τα πάθη των ηρώων είναι αναγνώσιμα από την εμπειρία μας) και τη λυτρωτική φυγή (όταν μας αποκαλύπτονται νέοι κόσμοι, ήθη ή καταστάσεις). 

Καθώς η ανεργία καλπάζει, οι νέοι πτυχιούχοι έχουν περίπου παραιτηθεί από  οποιαδήποτε πιθανότητα να δουλέψουν κάποια στιγμή στο ορατό μέλλον, και οι συνταξιούχοι τείνουν  να γίνουν η πολυπληθέστερη πληθυσμιακή ομάδα, ο άφθονος ελεύθερος χρόνος καταπλακώνει τους συμπολίτες μας. Όσοι δεν διαβάζουν είναι στα μάτια μου οι άτυχοι - αυτοί που προσπαθούν να γεμίσουν  τον άπλετο  χρόνο τους με συνήθως ψευδή υποκατάστατα. Αντίθετα, μακάριοι οι διαβάζοντες, αυτοί που έχουν ήδη μια βιβλιοθήκη, αυτοί που η επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο δεν τους είναι ξένη ως δραστηριότητα, και που έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν μέσα από τον εκδοτικό πληθωρισμό. Αυτό το τελευταίο δεν υπήρξε διόλου αυτονόητο, ειδικά στο φαρ ουέστ της ελληνικής αγοράς (άλλοι θα ‘λεγαν «τη φούσκα»), όπου η θεωρία  «αφήστε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν» κυριάρχησε στις δεκαετίες της πλαστής ευημερίας και της άκοπης ανάπτυξης.  Στα ράφια κεντρικών βιβλιοπωλείων -και όχι μόνο του βιβλιοχαρτοπωλείου της γειτονιάς- έβλεπες  δίπλα δίπλα τον Τολστόι και τα ροζ μπεστ σέλλερ, τον Προυστ και αστυνομικά της πλάκας. Οι εκδοτικές στρατηγικές δεν βοήθησαν προς την κατεύθυνση της πλοήγησης των επίδοξων αναγνωστών, της κατάταξης, της αξιολόγησης, της ταξινόμησης. Το κακό βιβλίο εκτόπιζε το καλό. Παρόμοια εξώφυλλα με πίνακες του Ρέμπραντ ή του Μπος έντυναν μέτρια βιβλία με άσχετο θέμα. Η εξεζητημένη αισθητική επισκίαζε το περιεχόμενο. Τα οπισθόφυλλα προωθούσαν το προϊόν με παρόμοιους τρόπους. Οι διαφημιστικές καμπάνιες έβαζαν δίπλα σε κλασικά βιβλία της παγκόσμιας και εγχώριας λογοτεχνίας προϊόντα τουλάχιστον αδοκίμαστα  ως προς την αντοχή τους στο χρόνο. Και οι κριτικοί ακολουθούσαν ασθμαίνοντες, συχνά απρόθυμοι ή και ανίκανοι να ονοματίσουν το αριστούργημα ή να απορρίψουν το ευτελές.

Ακούω ήδη τις ενστάσεις: και τι πειράζει; δημοκρατία έχουμε, θα πουν πολλοί. Σωστά ή μάλλον ακριβώς: Ο εκδοτικός λαϊκισμός υπήρξε η καθ’ ημάς εκδοχή της δημοκρατίας, κάτι που κανέναν δεν βοήθησε στη μακρά διάρκεια. Το όποιο καλό γούστο δεν διατηρήθηκε, η έλλειψη αισθητικής (και παιδείας) του τυπικά εγγράμματου πληθυσμού δεν ωθήθηκε προς κάποιους δοκιμασμένους δρόμους. Μπορεί πρόσκαιρα τα μπεστ σέλερ να ξελάσπωσαν ή και να πλούτισαν εκδότες, ακόμη και κάποιους συγγραφείς, μεσομακροπρόθεσμα όμως απομάκρυναν το παλιό αναγνωστικό κοινό και αποθάρρυναν το εν δυνάμει νέο. Το βιβλίο μεταβλήθηκε σε αξεσουάρ ή συνοδευτικό της παραλίας. Ο εκδοτικός εξισωτισμός αποθάρρυνε συχνά τους ίδιους τους καλούς συγγραφείς που είδαν να εκτοπίζονται από τα ράφια και να αδυνατίζει η δυνατότητά τους να βιοπορισθούν από το γράψιμο. Έφεραν σύγχυση και ενίοτε αποπροσανατολισμό στο κριτικό λειτούργημα (ας μην φοβόμαστε τον όρο). Ενθάρρυναν την πολυσθένεια, με αποτέλεσμα ο ίδιος άνθρωπος να είναι ταυτόχρονα βιβλιοπώλης, συγγραφέας, κριτικός, επιμελητής/διορθωτής κειμένων, μπλόγκερ, καθηγητής δημιουργικής γραφής, σύμβουλος εκδόσεων και μεταφραστής, ώστε κούτσα κούτσα να βιοπορισθεί, σε ένα φαύλο κύκλο ποιοτικής πτώσης όλων των πιο πάνω λειτουργιών (σε άλλες κοινωνίες θεωρούνται αυτόνομα και διακριτά επαγγέλματα).

Και σήμερα; Η πτώχευση ήρθε φυσιολογικά όπως συμβαίνει με κάθε φούσκα. Ιστορικά βιβλιοπωλεία έκλεισαν,  προσωπικό απολύθηκε, ο κύκλος εργασιών συρρικνώθηκε, ακόμη και το περιλάλητο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου μεταβλήθηκε σε παράρτημα κάποιου οργανισμού με ασαφείς αρμοδιότητες. Το χειρότερο είναι ότι ο βασικός συντελεστής της βιβλιοπαραγωγής, οι ίδιοι οι συγγραφείς, δεν ζουν πια από το προϊόν της εργασίας τους. Καταξιωμένοι γραφιάδες περιφέρονται από οίκο σε οίκο παρακαλώντας να εκδοθούν, ζητιανεύουν κάνα βιβλίο για να ενημερωθούν ή υπογράφουν επαχθή συμβόλαια όπου το πρώτο ευρώ εισπράττεται εάν και όποτε πουληθούν τα πρώτα χίλια κομμάτια (δηλαδή, κατά τους εκδότες, ποτέ). Σ’ ό,τι αφορά την ποίηση, γίνεται πια σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν ιδίοις αναλώμασι.  

Ας είναι. Μ’ αυτούς και μ’ άλλους τρόπους (π.χ. μετακύλιση κόστους μέσω χρεών) το κόστος έχει συμπιεσθεί δραματικά, η αγορά παραμένει λίγο πολύ ζωντανή και οι περισσότεροι εκδοτικοί οίκοι ανοιχτοί. Αυτό είναι κατά τεκμήριο καλό, κυρίως σε ό,τι αφορά την ξενόγλωσση λογοτεχνία, που άλλωστε υπερέχει και ποιοτικά για έναν απλό λόγο: εκεί οι τίτλοι είναι ήδη επιλεγμένοι από χίλιες δυο σκληρές δοκιμασίες: Συνήθως πρόκειται για βραβευμένους συγγραφείς, για γνωστά ονόματα, για μπεστσελερίστες, για κλασικά βιβλία ως προς τα οποία οι μεγάλες αγορές, οι κριτικές επιτροπές και η διεθνής βιβλιοφιλική κοινότητα έχουν ήδη αποφανθεί. Δεν λείπουν φυσικά και τα μετριότατα ξένα βιβλία, τα κακομεταφρασμένα και οι λεγόμενες «πατάτες», δηλαδή βιβλία των 1.000 σελίδων που επιβάλλουν την παρουσία τους με τον όγκο και τις ευφυείς εκδοτικές στρατηγικές. Έτσι κι αλλιώς η ξενόγλωσση παραγωγή -με προεξάρχουσα την «αγγλόσφαιρα» που επιβάλλει πρότυπα, είδη και ήθη-  είναι σταθερά υπερτιμημένη σε σχέση με την ελληνική, που είτε λόγω προγραμματικής συγγραφικής (θεματικής) εσωστρέφειας είτε λόγω της περιθωριακής ανάδελφης γλώσσας μας είτε λόγω ανυπαρξίας στρατηγικής από το αρμόδιο υπουργείο είτε λόγω λαϊκιστικών/εξισωτικών επιλογών, παράγεται σχεδόν αποκλειστικά για το εντόπιο κοινό. Και παρά το ότι η μέση ποιότητα των ελληνικών βιβλίων μάλλον φθίνει στα χρόνια της κρίσης, υπάρχουν και διαμάντια που θα άξιζε να υπερβούν τα στενά σύνορά μας.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά πορευόμαστε όλοι.  Το βέβαιο είναι ότι σε μια χώρα με εκατομμύρια πτυχιούχους (το υψηλότερο ποσοστό παγκοσμίως), με την υψηλότερη ανεργία της ιστορίας, με άπειρα μεταπτυχιακά και διδακτορικά και διά βίου μάθηση κ.ο.κ. θα παράγεται και άφθονος γραπτός λόγος, έστω και απλήρωτος. Έτσι κι αλλιώς από την  ίδρυση του νέου κράτους είχαμε περισσότερες λ.χ. εφημερίδες και ποιητικές συλλογές από όλη την τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το σύνδρομο του «παντογνώστη ταξιτζή» είναι τόσο παλιό όσο και ο… Σουρής. Περισσότεροι έλληνες γράφουν σήμερα  παρά διαβάζουν, σχολίαζε πρόσφατα η έμπειρη περί τα ελληνικά πράγματα Κλαιρ Σαρνέ (σύζυγος του κριτικού Δημήτρη Ραυτόπουλου). Μπορεί αυτό να μην ακούγεται και τόσο υγιές από την άποψη της παραγωγικής αλυσίδας (της ευρύτερης οικονομίας, εννοώ) αλλά είναι σίγουρα θεραπευτικό από ψυχαναλυτική σκοπιά. Πρόσκαιρα τουλάχιστον. Γιατί αργότερα, άνθρωποι που εκδίδονται ιδίοις αναλώμασι (κυρίως από τον χώρο της ποίησης που γνωρίζει μια νέα άνθιση) ή που δεν έχουν περάσει μια έλλογη διαδικασία μύησης, κινδυνεύουν να περιπέσουν σε κατάθλιψη όταν το πόνημά τους δεν πουλήσει ούτε ένα αντίτυπο. 

Καλή τύχη σε όλους μας. Επιστρέφω άμεσα στο διάβασμα.


Τροποποιημένη εκδοχή κειμένου που πρωτοδημοσιεύθηκε στο από το Α.Π.Ε. / περ. ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ, Φεβ. 2017

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ