Βιβλιο

Ψυχολογικά παιχνίδια

Η Σοφί ντι Βιβιέ έχει τελειοποιήσει την τέχνη των τραπεζιών

Ελεάννα Βλαστού
ΤΕΥΧΟΣ 421
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Oι Προσκεκλημένοι Πιέρ Ασουλίν, μτφ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. Πόλις

Η Σοφί ντι Βιβιέ έχει τελειοποιήσει την τέχνη των τραπεζιών. Στο πολύ αστικό 7ο Παρισινό διαμέρισμα παραθέτει δείπνα όπου τίποτα δεν είναι αφημένο στην τύχη, άλλωστε πιστεύει ότι το τυχαίο αποτελεί την πρόνοια των αδύναμων. Μετρά την απόσταση ανάμεσα στα πιάτα, ευθυγραμμίζει τα ποτήρια, κρατάει αρχεία με τα μενού, τις ευχαριστήριες επιστολές της επομένης, τους καλεσμένους και τις θέσεις τους, γιατί ξέρει ότι ένα λάθος στο καθορισμό της διάταξης σημαίνει έναν εχθρό για μήνες. Ξέρει να διαλέγει τους συνδαιτυμόνες, οι οποίοι κρίνονται για τη συμπεριφορά τους.

Η βραδιά αυτή περιλαμβάνει: έναν Καναδό επιχειρηματία, μία διευθύντρια καναλιού, ένα δικηγόρο ειδικό στα αιματοβαμμένα διαζύγια, τη σύζυγό του που τον έχει χωρίσει άπειρες φορές ερήμην του, έναν πρέσβη σε διαθεσιμότητα με τη δηκτική σύζυγό του, ένα φιλόδοξο ζευγάρι με περιουσία προερχόμενη από τους ανεξιχνίαστους δρόμους των χρηματιστηρίων, ένα σύμβουλο διαχείρισης περιουσίας, ένα συγγραφέα μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και τη βιολόγο σύζυγό του που πιστεύει ότι αυτή η συντροφιά αξίζει λιγότερο από μια αποικία μικροβίων.

Η αναστάτωση είναι μεγάλη, όταν μια προληπτική καλεσμένη αρνείται να κάτσει στο τραπέζι με άλλους δώδεκα ορθολογιστές. Η λύση δίνεται όταν η Σόνια, η οικιακή βοηθός, κάθεται μαζί τους. Την υποδέχονται σαν την αναγκαία 14η ομοτράπεζη. Η κουβέντα ξεκινάει ανώδυνα, αλλά σύντομα το ενδιαφέρον και τη συζήτηση μονοπωλεί πλέον η αραβικής καταγωγής Σόνια, μουσουλμάνα στο θρήσκευμα, μεγαλωμένη έξω από τη Μασσαλία.

Πρόσωπο που προκαλεί θαυμασμό, χλευασμό και περιέργεια ταυτόχρονα. Η Σόνια αντιπροσωπεύει τη διαφορετικότητα, είναι η μειονότητα σε μια χώρα που νιώθει «περισσότερο προσκεκλημένη» απ’ ό,τι αλλού, είναι η απρόσκλητη μεταξύ ανθρώπων που αναγνωρίζονται. Συμβολικά τοποθετημένη μεταξύ φιλόδοξων, σιωπηλά εριστικών, προληπτικών και μεταλλαγμένων από τις πλαστικές, τη νεοπλουτιά ή την κοινωνική υποβάθμιση γυναικών. Εκείνη δεν μοιράζεται ούτε τους κώδικες επικοινωνίας, ούτε το κοινό σε όλες μαύρο φόρεμά τους.

Ο Πιέρ Ασουλίν καταφέρνει καλά να διηγείται ιστορίες «κεκλεισμένων των θυρών». Στο «Ξενοδοχείο Λουτέσια» (εκδ. Πόλις) δημιούργησε ατμόσφαιρα και δράμα. Εδώ, με το πρόσχημα της συνάθροισης, φτιάχνει μια «κωμωδία ηθών» με βιτριολικά πορτρέτα. Αποδεικνύεται ανελέητος με τους πρωταγωνιστές του, ξεσκεπάζει τους καθωσπρεπισμούς. Ο Ασουλίν, ακριβώς όπως και η οικοδέσποινα, μοιάζει να διασκεδάζει και, όπως γράφει κάπου, «ένα δείπνο στο Παρίσι είναι καθαυτό μια γαλλική κωμωδία».


Επικίνδυνος οίκτος Στέφαν Τσβάιχ, μτφ. Μιμίκα Κρανάκη, εκδ. Άγρα

Η ιστορία ξεκινάει το 1914 σε μια κωμόπολη συνοριοφυλακής στην ουγγρική μεθόριο. O εικοσιπεντάχρονος υπίλαρχος του αυστριακού Ιππικού Άντον Χοφμίλερ εξασφαλίζει απρόσμενα μια πρόσκληση σε δείπνο από τον τοπικό προύχοντα Λάγιο φον Κεκεσφάλβα. Περνάει μια βραδιά πλουσιοπάροχη πίνοντας και τρώγοντας δίπλα στην όμορφη ανιψιά του οικοδεσπότη. Στο τέλος της βραδιάς διαπράττει την γκάφα της ζωής του, ζητάει σε χορό την ανάπηρη οικοδέσποινα, τη δεκαοχτάχρονη Έντιθ φον Κεκεσφάλβα, και εκείνη ξεσπάει σε λυγμούς.

Ο πρώτος συναισθηματικός εκβιασμός έχει ήδη επιτευχθεί, οι πρώτες τύψεις είναι ήδη εκεί, το βάρος ενός λάθους αλλά και η ελαφρότητα που δίνει η χαρά της συγχώρεσης, όταν την επομένη ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να διορθώσει την γκάφα του στέλνοντας ένα μεγάλο μπουκέτο λουλούδια.  Η πλοκή συμπυκνώνεται στο αίσθημα της συμπόνιας. Ο Τσβάιχ τοποθετεί τους ήρωες απέναντι στις διακυμάνσεις που φέρνει ο οίκτος: ενοχές, ντροπή, περιφρόνηση, καθήκον, ευγνωμοσύνη, αγάπη.

Το μοναδικό μυθιστόρημα που έγραψε ο Τσβάιχ (1881-1942) κατά τη διάρκεια της συγγραφικής του καριέρας προβάλλει την εποχή του. Γραμμένο μετά την εγκατάστασή του στο Λονδίνο στα τέλη του 1930, σε μια περίοδο ταραγμένη τόσο σε συλλογικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο, στο κλίμα ενός πολέμου που πλησίαζε και ενός που είχε προηγηθεί, και με νωπές τις επικρίσεις των συναδέλφων του επειδή δεν είχε αποκηρύξει δημόσια το ναζισμό, αλλά και με τύψεις για το διαζύγιο και την επιλογή μιας νέας συζύγου με εύθραυστη υγεία και εξαρτημένης από τον ίδιο.

Σε μια επιστολή στο φίλο του Σίγκμουντ Φρόιντ γράφει: «Δουλεύω σε ένα ψυχολογικό μυθιστόρημα. Είναι μια επιστροφή στον κόσμο σας και το βιβλίο μπαίνει στα χωράφια της Ιατρικής». Τα ιστορικά των ασθενών, αλλά και τα γραπτά του Φρόιντ, συνέβαλαν στο μυθιστόρημα: συναντάμε τις λέξεις υστερικός και υποσυνείδητο, όπως και την πεποίθηση ότι το αγιάτρευτο είναι μια έννοια σχετική και όχι απόλυτη.

Με την προσήλωση που απαιτεί ο ιατρικός ορθολογισμός και με τη δεινότητα ενός καλού λογοτέχνη αναλύεται ένα καινοτόμο για την εποχή θέμα, αποτυπώνοντας όλα τα ψυχολογικά ξεσπάσματα των ηρώων του. Ο Τσβάιχ θέτει ερωτήματα και τα αφήνει συχνά αναπάντητα. Καταλήγει στο ότι ο «οίκτος είναι δίκοπο μαχαίρι. Στην αρχή, όπως η μορφίνη, είναι μια ευεργεσία για τον άρρωστο, ένα καταπραϋντικό που γίνεται θανάσιμο δηλητήριο όταν δεν ξέρεις τη σωστή αναλογία, το σημείο που πρέπει να σταματήσεις».