Ο Δημήτρης Μαμαλούκας γράφει αστυνομικό μυθιστόρημα παγκόσμιας κλάσης
23 ερωτήσεις στο δημιουργό του «Κρυφού πυρήνα των Ερυθρών Ταξιαρχιών»
Το νέο πρόσωπο του νουάρ παγκόσμιας κλάσης έχει ελληνική φυσιογνωμία. Δεν θα διαβάσετε άλλο αστυνομικό μυθιστόρημα το 2016 που θα μπορούσε εύκολα να αναμετρηθεί με τον «Κρυφό πυρήνα των Ερυθρών Ταξιαρχών» (εκδ. Κέδρος) του Δημήτρη Μαμαλούκα.
Ο αφηγηματικός τόπος είναι η Ιταλία, ο χρόνος είναι ένα παρόν που λαχταρά να καταβυθιστεί στην ταραγμένη περίοδο της δεκαετίας του εβδομήντα, η πρόφαση είναι η εξαφάνιση ενός φοιτητή από τη Μπολόνια και το πρωταγωνιστικό δίδυμο είναι οι Νικόλα Μιλάνο και Γκαμπριέλε Αμπιάτι, των οποίων η ανάμειξη στην υπόθεση του αγνοούμενου κινητοποιεί ένα ολόκληρο σύμπαν κλεφτών και αστυνόμων – ή σχεδόν κλεφτών και αστυνόμων, στον απολαυστικό αυτό αφηγηματικό χορό των πολλών πέπλων.
Ρώμη, Μιλάνο, Μπολόνια, Φλωρεντία, Ερυθρές Ταξιαρχίες, Πρίμα Λίνεα και οι ακροδεξιοί Οπλισμένοι Επαναστατικοί Πυρήνες που σκόρπισαν 85 νεκρούς στον σταθμό της Μπολόνιας, δόλιοι πολιτικοί και εξτρεμιστικές ομάδες, δράση, σεξ, αγωνία, θανατηφόρες παγίδες, νοητικές προκλήσεις και ιδεολογικό υπόβαθρο σε ένα βιβλίο που προσφέρει κάθε αναγνωστική τέρψη σε πλούσιες δόσεις. Μιλήσαμε στο συγγραφέα του.
Ταυτίζεστε ενίοτε με τον ωρολογοποιό που αναφέρετε στην προμετωπίδα του βιβλίου σας; Είναι ο συγγραφέας του «Κρυφού πυρήνα…» ένας τεχνίτης που προσωποποιεί ένα εξάρτημα ώστε να ταιριάζει με τη μεγαλύτερη τελειότητα στον συγκεκριμένο μηχανισμό;
Ναι, ο συγγραφέας θα μπορούσε να παρομοιαστεί με μαέστρο ωρολογοποιό. Συνθέτει με μεγάλη υπομονή ένα ένα τα κομματάκια της ιστορίας. Και είναι τόσες οι λεπτομέρειες και οι δυσκολίες του μηχανισμού που κάθε τεχνίτης θα παράγει έναν ελαφρώς διαφοροποιημένο μηχανισμό. Όπως στη ζωή. Η κάθε λεπτομέρεια μπορεί να παίξει τεράστιο ρόλο και να ανατρέψει όλα τα δεδομένα.
Εξιστορείτε το ποιόν μιας συγκεκριμένης πάστας ανθρώπων – ας πούμε γενικόλογα των πρώην μπλεγμένων, φτυσμένων από το σύστημα νοσταλγών της δεκαετίας του ’70, μιας λέσχης απόκληρων, μαζί και μιας συγκλονιστικής εποχής της οποίας ο απόηχος επιμένει. Πώς επιτύχατε τη σύνδεση ανάμεσα στην ανθρωπογεωγραφία και το χρονικό πλαίσιο;
Θα πω με το ένστικτό μου, τη συλλογή πληροφοριών και τη μελέτη βιβλίων και πηγών. Ο συγγραφέας πρώτα απ’ όλα είναι, ή πρέπει να είναι, ένας ακούραστος παρατηρητής. Ένα φιλμ, ένα βιβλίο, ένα περιοδικό εποχής πρέπει να αποτελεί για εκείνον αντικείμενο μελέτης.
Έχει φωτιστεί επαρκώς η περίοδος την οποία διερευνάτε; Υπάρχει πλούτος υλικού που αξίζει να αντληθεί και μελλοντικά, με τον τρόπο που άλλοι ομότεχνοί σας μετατρέπουν ιστορικές στιγμές σε κτήμα τους και δεν παύουν να επανέρχονται σε αυτές;
Νομίζω ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιόδου έχει μείνει ακόμα στο σκοτάδι. Είναι παρά πολλά ακόμα τα αναπάντητα ερωτήματα και τα κρυμμένα μυστικά, ειδικά για τρομοκρατικά χτυπήματα ή για δολοφονίες. Δεν ξέρω αν κάποια μέρα θα ανοίξουν αρχεία ή οτιδήποτε άλλο. Τρανό παράδειγμα η υπόθεση Μόρο. Ποτέ δεν θα μάθουμε την ακριβή αλήθεια.
Τι το ξεχωριστό στη συγκεκριμένη φάση; Για την ιστορία της Ιταλίας, για την ιστορία της Ευρώπης, για τα πάρε δώσε τους με το παρελθόν και τις προεκτάσεις στο παρόν;
Η συγκεκριμένη περίοδος στην Ιταλία, τα μολυβένια χρόνια, είναι από τις πιο γοητευτικές, τις πιο σκληρές αλλά και τις πιο ανθρώπινες. Περίοδος αλλαγών, ανακατατάξεων, πλούτου και φτώχειας, μια περίοδος «ζωής απόλυτης» θα τη χαρακτήριζα εγώ με μια μεγάλη δόση ρομαντισμού. Μακριά από τον εφιάλτη του παγκοσμίου πολέμου και της απόλυτης φτώχειας, και πριν από την άχαρη εποχή των ηλεκτρονικών συσκευών και του Μεγάλου Αδελφού.
Πέρα από τις βασικές θεματικές του, ο «Κρυφός πυρήνας…» είναι ταυτόχρονα και ένα μεγάλο, τρυφερό ραβασάκι προς την Ιταλία και την κουλτούρα της, διατυπωμένο με μια στοργή που αγγίζει ακόμη και όσους δεν έχουν την παραμικρή επαφή μαζί της. Υπάρχουν πόλεις, δρόμοι και στοές, αυτοκίνητα και καφετιέρες, βιομηχανικό ντιζάιν και έπιπλα, κόμικς, ποπ κουλτούρα, οινογνωσία, ενδύματα με ετικέτα. Πώς αποθησαυρίσατε αυτό τον πλούτο γνώσεων, ο οποίος δεν μπορεί να προέρχεται από την τυπική βιβλιογραφική έρευνα;
Η καλύτερη έρευνα είναι η αγάπη προς το αντικείμενο. Στη «Χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα» ήταν η αγάπη μου προς τα παλαιά βιβλία εκείνη που διάνθισε ολόκληρο το βιβλίο και στους αναγνώστες φάνηκε ότι οι λεπτομέρειες και οι αναφορές στη βιβλιοφιλία και τα σπάνια βιβλία είναι προϊόν μακροχρόνιας έρευνας. Κάτι αντίστοιχο έγινε κι εδώ. Χρόνια μελέτης, διαβάσματος, ξεφυλλίσματος περιοδικών και άρθρων, συλλογής διαφόρων πληροφοριών σχετικών με την Ιταλία και τον κόσμο της βρήκαν τη θέση τους στο συγκεκριμένο βιβλίο.
Ας σταθούμε μια στιγμή στη μουσική. Έχω γεμίσει ένα ολόκληρο σημειωματάριο με άγνωστα ονόματα προς διερεύνηση στο YouTube. Ποιοι είναι οι Le Orme και ποιο το «Cemento Armato» τους; Πόσο καλό ήταν το «Sirio 2222» των Baletto di Bronzo; Ήταν τόσο σπουδαίο το ιταλικό προγκρέσιβ; Και γιατί γνωρίζουμε τόσα λίγα για την ύπαρξή του;
Το ιταλικό προγκρέσιβ είναι η β΄ πλευρά του μπιτ, το οποίο αγαπάω εξίσου, της πιο ανάλαφρης δηλαδή μουσικής που ακούστηκε πάρα πολύ και στη χώρα μας με διασκευασμένα τραγούδια, όπως π.χ. «Το κορίτσι του φίλου μου». Οι The Rokes είναι ένα χαρακτηριστικό συγκρότημα. Το προγκρέσιβ ήταν πιο άγριο, πιο πειραματικό, πιο επαναστατικό, κολλάει καλύτερα στον Γκαμπριέλε και φυσικά στον Ανίμπαλε. Ιδανικό πάντρεμα κόμικ και βινύλιο προγκρέσιβ, όπως έχω αναφέρει και στα δύο βιβλία μου, το «Nuda» των Garibaldi με τριπλό εξώφυλλο ζωγραφισμένο από τον μεγάλο Guido Crepax. Πιστεύω ότι δεν έγινε τόσο γνωστό ακριβώς για το δύσκολο χαρακτήρα του.
Οι αναφορές σας έχουν μία προς μία τη σφραγίδα του μύστη. Απολύτως τίποτε δεν παρατίθεται πρόχειρα. Τα πικάπ δεν είναι σκέτα πικάπ, είναι Lenco εποχής ή Philips. Τα κρασιά είναι λομβαρδικά Sforzato di Valtellina, τα μπαρ βαφτίζονται από κόμικ του Μπενίτο Τζακοβίτι, τα έπιπλα έχουν την υπογραφή των Κάρλο και Έτορε Μπουγκάτι, οι πολυθρόνες είναι συλλεκτικά κομμάτια των 70s. Εξαιρώ εντελώς τα αυτοκίνητα, η λίστα των οποίων είναι ατελείωτη. Πώς διαχειριστήκατε τέτοιο όγκο πληροφοριών;
Να πω ότι τα κρασιά τα ανέθεσα για πρώτη φορά στο φίλο μου Σταύρο Ασθενίδη. Όλα τα υπόλοιπα είναι η προσωπική αγάπη για τη λεπτομέρεια και το ακριβό γούστο στο οποίο οι Ιταλοί απλώς δεν έχουν αντίπαλο. Τα αυτοκίνητα, ειδικότερα τα κλασικά και τα σπάνια, είναι ένα αντικείμενο που το ξέρω απ’ έξω και είναι το πρώτο που σχεδιάζω και γράφω για ένα βιβλίο, και το απολαμβάνω.
Δεν θα είναι κρίμα να μη βρει ένα τέτοιο βιβλίο το διεθνές του κοινό; Υπάρχει προοπτική να μεταφραστεί; Αν όχι στα αγγλικά, τουλάχιστον στα ιταλικά;
Ελπίζω κι εγώ το βιβλίο να βρει το δρόμο του στο εξωτερικό. Ένα βιβλίο μου, το «Κοπέλα που σε λένε Φίνι», έχει μεταφραστεί στα τουρκικά κι είναι ιδιαιτέρως συγκινητικό να λαβαίνεις ενθουσιώδη μηνύματα από ανθρώπους που γνώρισαν το έργο σου σε μια ξένη χώρα, μέσω μιας ξένης γλώσσας.
Ο «Κρυφός πυρήνας…» απαίτησε πέντε χρόνια από τη ζωή σας. Από το 2010 έως το 2015. Σε τι ρυθμό; Και με πόση συναισθηματική επένδυση;
Μέσα σ’ αυτά τα πέντε χρόνια έγραψα άλλα τρία βιβλία. Όμως ο «Κρυφός πυρήνας» ήταν ένα μεγάλο στοίχημα, ήταν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο που απαίτησε πάρα πολλές ώρες δουλειάς, πολλές ώρες περισυλλογής και σκέψης για την ολοκλήρωση της πλοκής, τροφοδότησε πολλά όνειρα και μου στοίχισε αρκετές απογοητεύσεις.
Πού τοποθετείτε τον εαυτό σας στιλιστικά; Πέρα από τις τοποθεσίες, είναι μηδαμινή η σχέση σας με το μεσογειακό νουάρ. Λείπουν το μελόδραμα, οι μαξιμαλιστικές εκφράσεις. Αντίθετα προτιμάτε ένα δωρικότερο, κοφτό, νευρώδες ύφος που ανακαλεί περισσότερο τον Χάμετ, ή ίσως τον Μανσέτ.
Τίποτα απ’ ό,τι κάνω συγγραφικά δεν είναι προσχεδιασμένο ή επιτηδευμένο. Δε μ’ ενδιαφέρει καθόλου να ανήκω σε κάποιο είδος ή να προσπαθήσω να μιμηθώ κάποιον ξένο συγγραφέα. Όλα έρχονται ενδόμυχα και αναίσθητα. Όταν διαβάζω από κριτικούς ή από ανθρώπους που εμπιστεύομαι κάποια ονόματα, συχνά μένω έκθαμβος. Αναγνωρίζω επηρεασμούς μου από τον Μανσέτ, διάολε, μου έχει δώσει την καλύτερη δικαιολογία για να απαντήσω σε όποιον ποτέ με κατηγορήσει ότι σκοτώνω πολλούς στα βιβλία μου, ο Μανσέτ δεν αφήνει κανέναν. Συνεχίζω με τον Τζέιμς Τσέις, τον Στίβεν Κίνγκ, ίσως και τον Σιμενόν.
Νικόλα Μιλάνο και Γκαμπριέλε Αμπιάτι: μιλήστε μας για το ντουέτο των ηρώων σας και την τόσο ιδιαίτερη δυναμική του.
Ω, είναι οι φίλοι μου, οι κολλητοί μου. Εκείνοι κάθονται στο παγωμένο διαμέρισμα του Γκαμπριέλε και πίνουν κι εγώ είμαι εκεί σε μια γωνιά και τους παρακολουθώ, είμαι φάντασμα, είμαι νεκρός, ενώ εκείνοι είναι ζωντανοί. Τους ζηλεύω διότι πάσχω επίσης από αρχειομανία όπως κι ο Γκαμπριέλε και από μανία για συλλογές κάθε είδους. Μιλάμε συχνά, μπορώ να πω ότι δεν είναι ιδιαίτερα φιλικοί μαζί μου, ίσως γιατί γνωρίζω το κάθε μυστικό τους.
Με την εκδοτική παραγωγή να αυξάνεται ολοένα, μπορούμε να μιλήσουμε για μια ελληνική σχολή αστυνομικού; Και έχει νόημα να αντλεί σε τέτοιο βαθμό από την κρίση, την πολιτική διαφθορά και όλα αυτά που ούτως ή άλλως μας κατακλύζουν σε βαθμό κορεσμού ειδησεογραφικά;
Δεν νομίζω ότι μπορούμε να μιλήσουμε για ελληνική σχολή αστυνομικού καθότι οι περισσότεροι συνάδελφοί μου ακολουθούν κι εκείνοι ξεχωριστούς δρόμους. Συμφωνώ ότι η ελληνική κρίση και η πολιτική διαφθορά είναι κορεσμένα θέματα κι είναι κι ένας λόγος που αποφεύγω την Ελλάδα για τη θεματολογία μου. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει πως όποιος ασχολείται με αυτά τα θέματα πράττει λάθος ή ότι δεν γράφει πετυχημένα βιβλία.
Ήταν ηθελημένη η δική σας απόφαση να τα προσπεράσετε ολωσδιόλου όλα αυτά και να ξεφύγετε από οποιαδήποτε νόρμα του ελληνικού νουάρ;
Πάντα ακολουθούσα το δικό μου δρόμο υπακούοντας στο ένστικτό μου. Όταν έγραφα τα πρώτα μου αστυνομικά, το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών λογοτεχνικών μυθιστορημάτων ήταν εγκλωβισμένα στην Αθήνα και στο τρίγωνο Κολωνάκι, Εξάρχεια και (το τρίτο μέρος του τριγώνου δεν το θυμάμαι). Η συγγραφική γενιά μου ήταν εκείνη που ξέφυγε θεματικά αλλά και γεωγραφικά κι εγώ δεν είχα κανένα πρόβλημα να γράψω ένα αστυνομικό που διαδραματίζεται στην Ιταλία με ιταλούς πρωταγωνιστές.
Σε μια εντελώς παρενθετική ερώτηση, θα θέλατε να μας ξεναγήσετε στη σκηνή του ιταλικού κόμικ; Πέρα από τον μνημειώδη Αντρέα Πατσιέντζα, τον Λιμπερατόρε και τα λιγοστά που γνωρίζουμε χάρη στη «Βαβέλ», τα περισσότερα ονόματα που μνημονεύετε μας είναι άγνωστα. Ρομπέρτο Ραβιόλα, Dylan Dog, Diabolik, Τζακοβίτι… Τι απέγινε αυτή η σκηνή; Πού βρίσκεται σήμερα;
Ο Ρομπέρτο Ραβιόλα είναι ο Magnus, ο φοβερός κομίστας του «110 χάπια», αλλά και του «Nekron». Ήταν κι αυτός μέσα σ’ εκείνους που γνωρίσαμε από τη Βαβέλ, την Ars Longa και το Παραπέντε. Ο Ντίλαν Ντογκ και ο Ντιαμπόλικ είναι πασίγνωστοι στην Ιταλία, έγινε κι εδώ μια προσπάθεια να τους γνωρίσει το ελληνικό κοινό, αλλά δεν ευδοκίμησε. Ο Τζακοβίτι είναι ο μεγαλύτερος όλων, ο δημιουργός του μέγιστου Κοκομπίλ. Η Ιταλία έχει μεγάλη σχολή κόμικ.
Ασφαλώς έχετε ζήσει πολύ στην Ιταλία. Πώς βρεθήκατε εκεί; Πόσο κοντά της αισθάνεστε;
Βρέθηκα εκεί το 1987, πήγα για σπουδές, σπούδασα Φιλοσοφία στο Lecce (μέχρι εδώ μοιάζει με μια ατάκα ήρωά μου στο «Όσο υπάρχει αλκοόλ υπάρχει ελπίδα», το πρώτο μου βιβλίο) κι επέστρεψα το 1994. Αισθάνομαι πολύ κοντά της. Αν μπορούσα να φανταστώ τότε τη σημερινή κατάσταση θα έμενα εκεί. Όνειρό μου να ζήσω μια μέρα στη Ρώμη.
Πιστεύετε πως είναι πλασμένοι ορισμένοι άνθρωποι για κάποια μέρη; Ότι ενίοτε ο τόπος γέννησης αδικεί το πεπρωμένο μας;
Αν κρίνω από το πόσο ωραία αισθάνομαι εγώ στην Ιταλία, θα συμφωνήσω. Για εκείνο που είμαι σίγουρος είναι ότι μερικοί άνθρωποι έχουν έρθει με μια αποστολή στη Γη. Η δική μου είναι να γράψω τα βιβλία που έχω μέσα μου.
Σεξ, ερωτισμός, συνευρέσεις: να ένα αφηγηματικό πεδίο στο οποίο ακόμη και πρωτοκλασάτοι διεθνείς σπάζουν συχνά τα μούτρα τους. Εσείς αντίθετα δεν έχετε την παραμικρή δυσκολία να περιγράψετε έναν θεσπέσιο κώλο, μια ορθωμένη ρώγα, ένα διεξοδικό πήδημα. Ποια εφόδια χρειάζονται για να αποτυπωθεί πειστικά η διάλεκτος της σάρκας;
Εδώ με βοηθάει ο φίλος μου ο Νικόλα Μιλάνο, που βλέπει τις σχέσεις με τις γυναίκες καθόλου σύνθετες και δύσκολες ενώ ταυτόχρονα δεν τα πάει καλά με τα συναισθήματα. Ο λόγος του είναι αυτός που περιγράφει τις ερωτικές σκηνές, οι οποίες ομολογώ κι εγώ ότι είναι αρκετά δύσκολες.
Ο κατακλυσμός του σκανδιναβικού νουάρ έφερε στο προσκήνιο έναν πρωταγωνιστή ιδιαίτερα κατατονικό και μονήρη. Δεν είναι παρήγορο να απαντάμε επιτέλους έναν ήρωα υπάκουο στο ορμέμφυτο και τις μικρές καθημερινές του έξεις, σαν τον Μιλάνο;
Να υπερασπιστώ τον κολλητό μου Νικόλα Μιλάνο. Είναι ένα φτωχό παιδί, μπάσταρδος, που δεν μεγάλωσε με πατέρα και βρήκε τη μητέρα του νεκρή όταν ήταν δεκαεννιά ετών. Δε φταίει αυτός αν είναι σκληρός με τις γυναίκες. Επίσης: όσο πιο πολλές αναγνώστριες μισούν ή έστω αντιπαθούν τον Μιλάνο, τόσο πιο σίγουρος είμαι εγώ ότι έκανα σωστά τη δουλειά μου κι έδωσα έναν ήρωα που σου μένει.
Μια απόκρυφη τραγωδία σύγχρονης πολιτικής ιστορίας που διεκδικεί το μερίδιό της από το σήμερα. Από πόσα τέτοια άγνωστα επεισόδια είναι φτιαγμένος ο φαινομενικά τακτοποιημένος κόσμος μας;
Από πάρα πολλά. Χωρίς να γινόμαστε συνωμοσιολόγοι όλες οι κοινωνίες έχουν τα καλά κρυμμένα μυστικά τους.
Πού βρισκόσασταν τη δεκαετία του ’70 και πώς αντιλαμβανόσασταν τα πράγματα; Αντιγράφοντας από το βιβλίο, «είστε ντροπή… είχατε την ευκαιρία να αλλάξετε την Ιταλία και τα θαλασσώσατε». Ασπάζεστε την άποψη; Ή μήπως πρόκειται για «τσιτάτα κολλημένων που βαρεθήκαμε να ακούμε 40 χρόνια τώρα;»
Ήμουν στο… δημοτικό και περνούσα υπέροχα. Η φράση είναι τσιτάτο, εκείνος που τη λέει στο βιβλίο επαναλαμβάνει τσιτάτα τρομοκρατών και δεν έχει διαυγή σκέψη. Νομίζω ότι τότε βλέπαμε μια λάμψη φωτός στην άκρη του τούνελ, με τον Μόρο και τον Μπερλινγκουέρ, αλλά κάποιοι δε θέλησαν να πάμε προς εκείνη την κατεύθυνση.
Πόσο ξεκάθαρο θεωρείτε ότι είναι σήμερα το παιχνίδι μεταξύ τρομοκρατίας και πολιτικής; Και πόσο ακηδεμόνευτες θα έπρεπε να θεωρούμε τις ολοένα μεταλλασσόμενες ενσαρκώσεις του κακού, είτε αυτό εκλαμβάνει θρησκευτική, φυλετική, ιδεολογική ή οποιαδήποτε άλλη όψη;
Δεν ξέρω, δεν μπορώ να πω, απλώς πολύ συχνά σοκάρομαι από τις νέες μορφές τυφλής βίας.
Παρακολουθείτε με καχυποψία την ειδησεογραφία; Μήπως θα έπρεπε να είμαστε πιο προσεκτικοί απέναντι στην πρόσληψη των γεγονότων;
Στην εποχή του Διαδικτύου και των παντοδύναμων μέσων πρέπει να είσαι συνεχώς καχύποπτος. Αρνούμαι να δω πολιτικές ειδήσεις.
«Αν σκοτώσεις μία, γίνεται όλο και πιο εύκολο να ξανασκοτώσεις». Γίνεται όμως όλο και πιο εύκολο να ξαναγράψεις;
Φυσικά. Άλλο ο φόνος, άλλο η συγγραφή ενός βιβλίου. Σας βεβαιώνω εγώ που τα ’χω δοκιμάσει και τα δύο (στα βιβλία μου).
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Οι δυσκολίες μιας οικογένειας μεταναστών στην Αμερική, ένας ύμνος στην αγάπη
Τα λόγια τα λέμε, αλλά πόσες φορές τα εννοούμε; Πολλές φορές άλλα σκεφτόμαστε, άλλα θέλουμε, άλλα λέμε κι άλλα κάνουμε
Ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας παιδικών βιβλίων Μάριος Μάζαρης εξηγεί γιατί είναι σημαντικό να διαβάζουμε βιβλία στα παιδιά μας
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
Συνέντευξη με τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη με αφορμή την αυτοβιογραφία του «Στον ίδιο δρόμο»
Στο «Θέλω» της Τζίλιαν Άντερσον θα βρείτε μερικές από τις απαντήσεις
Η συγγραφή στο εξωτερικό είναι επάγγελμα και όχι πάρεργο
Ο συγγραφέας μάς εξηγεί όσα χρειάζεται να ξέρουμε για το νέο βιβλίο του «Πάντα η Αλεξάνδρεια», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο
«Οι βιβλιοπώλες σώζουν ζωές. Τελεία και παύλα», δήλωσε μέσω του εκδότη του
Το τελευταίο της βιβλίο, που το υλικό του το δούλευε καθ’ ομολογίαν της για δέκα χρόνια, επιχειρεί ένα είδος λογοτεχνικής ταχυδακτυλουργίας
Κάτι μικρό, αλλά πανέμορφο, πριν τη νέα του ταινία Bugonia
Το Men in Love ξαναπιάνει την ιστορία της διαβόητης παρέας αμέσως μετά το τέλος του καλτ βιβλίου του 1993
O 76χρονος Αμερικανός συγγραφέας έχει αφήσει τη σειρά βιβλίων ημιτελή από το 2011
Μια συζήτηση για το βιβλίο του «Μύθοι, παρεξηγήσεις και άβολες αλήθειες της Ελληνικής Ιστορίας» (εκδόσεις Κέδρος)
Αποσπάσματα από το βιβλίο Έρωτας και Ασθένεια του David Morris
Σε μια περίοδο όπου η Γερμανία και η ΕΕ χρειάζονταν διαχειριστές, όχι ηγέτες, η κ. Μέρκελ ήταν ό,τι έπρεπε
Η ελληνική κρίση καταλαμβάνει 37 μόνο σελίδες από τις 730 των απομνημονευμάτων της
Η Ιστορία, το βίωμα, τα ντοκουμέντα, οι μαρτυρίες συμπορεύονται με τη μυθοπλασία
Η χαρισματική αφήγηση του Morris, μέσα από σημαντικές πηγές και σπουδαίο documentation
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.