Βιβλιο

All that Πολκ

Στο νέο της μυθιστόρημα ανασυνθέτει τη θρυλική υπόθεση Πολκ, μια παλιά ιστορία του βορρά που δεν έχει πάψει να συγκλονίζει.

karathanos.jpg
Δημήτρης Καραθάνος
ΤΕΥΧΟΣ 412
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
29248-65358.jpg

Στο νέο της μυθιστόρημα ανασυνθέτει τη θρυλική υπόθεση Πολκ, μια παλιά ιστορία του βορρά που δεν έχει πάψει να συγκλονίζει. Το αποτέλεσμα; «Χορεύουν οι ελέφαντες» (εκδ. Μεταίχμιο), ένα βιβλίο απολύτως επίκαιρο, για το οποίο η συγγραφέας μιλά στην A.V.

nΔεν αργείτε στιγμή να μας βάλετε στο κλίμα: «Όλοι οι απατεώνες στην Ελλάδα είναι στην κυβέρνηση», είναι η εναρκτήρια αράδα σας, ενώ ακολουθεί μια διήθηση στο κλίμα των ελληνικών 50s που φέρει ανατριχιαστικές ομοιότητες με το παρόν. Ήταν στόχος σας η αναγωγή στο σήμερα; Η εναρκτήρια φράση του κειμένου δεν είναι μυθοπλαστική κατασκευή. Ειπώθηκε ακριβώς έτσι, το 1948, σε ξένο δημοσιογράφο. «Όλοι οι απατεώνες στην Ελλάδα είναι στην κυβέρνηση» δήλωσε ο άνθρωπος και ο δημοσιογράφος φυσικά το δημοσίευσε. Πιστεύω πως περιττεύουν τα σχόλια. Οι δύο εποχές, το 1948 και το 2011, αντικρίζονται στο βιβλίο. Ορισμένες αναλογίες είναι ανατριχιαστικές.

Γυρίζοντας δυο βήματα πίσω, από πότε άρχισε να σας απασχολεί η υπόθεση Πολκ – πρώτη ύλη του βιβλίου; Ποιο το δέλεαρ της εξιστόρησης υπό το δικό σας βλέμμα και ποια τα αντικίνητρα; Η υπόθεση Πολκ –κυρίως η δίκη και η καταδίκη του Στακτόπουλου– με απασχολεί τα τελευταία οκτώ χρόνια. Την παρατούσα και την ξαναέπιανα. Το δέλεαρ της εξιστόρησης είναι αυτονόητο: μια τρανταχτή ιστορία που τα έχει όλα. Μυστήριο, εμπλοκή του ξένου παράγοντα, Ιστορία, δίκη-παρωδία, αθώο αίμα. Ο ψυχρός πόλεμος στην Ευρώπη ξεκίνησε με τη δολοφονία του Πολκ στη Θεσσαλονίκη. Με ενδιέφερε ιδιαίτερα να αντικρίσω τα ιστορικά γεγονότα του τότε με το σήμερα. Τα αντικίνητρα επίσης ορατά. Όταν βάζεις τα χέρια σου στη φωτιά, μπορεί να καείς. Το τέλειο θέμα για ένα μυθιστοριογράφο: ρισκάρει, δοκιμάζει και δοκιμάζεται.

Πρόκειται για το δεύτερο συνεχόμενο βιβλίο σας που χτυπάει το κεφάλι του στο ντουβάρι της ιστορίας για να ανοίξει ρωγμές στις σταθερές μας για το παρελθόν. Τι σας εξωθεί προς αυτούς τους αφηγηματικούς δρόμους; Η αίσθηση ότι η Ιστορία ποτέ δεν διδάσκει. Πρέπει να πάθεις, για να μάθεις. Η πεποίθηση ότι εκτός από την Ιστορία (με το γιώτα κεφαλαίο) υπάρχει και η ιστορία (με το γιώτα μικρό). Οι ιστορίες των ανθρώπων, που όταν τα μεγάλα γεγονότα πέφτουν πάνω τους τούς κάνουν κομμάτια.

 

Θα λέγατε ότι αυτό το εντός εισαγωγικών, ιστορικό μυθιστόρημα είναι και ο τρόπος σας να ωριμάσετε λογοτεχνικά; Να βάλετε δύσκολα στον εαυτό σας; Αυτό το μυθιστόρημα, όπως και καθετί που γράφω, είναι ο τρόπος μου να βλέπω και να καταλαβαίνω τα πράγματα. Φυσικά και ωριμάζω γράφοντας. Θα ανησυχούσα, αν δε συνέβαινε. Όσο για τα δύσκολα, δουλειά του καλλιτέχνη, όπως και του αθλητή, είναι να δοκιμάζει τις αντοχές του. Αν δεν υπάρχει πρόκληση και ρίσκο σ’ αυτό που κάνεις, δεν περνάς καλά γράφοντας. Κι αυτό διακρίνεται μετά, στις τυπωμένες σελίδες.

Μπορεί και να πρόκειται περί λανθασμένης διαπίστωσης, αλλά το νέο αυτό μυθιστόρημα εγκαινιάζει και μια διαφορετική προσέγγιση ως προς τη φόρμα: είναι γρηγορότερο, πιο κοφτό, ο ρυθμός του ακαριαίος. Είναι όντως έτσι; Δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος να αποφανθώ. Πάντως, αυτό που με ενδιαφέρει κάθε φορά συγγραφικά είναι να πηγαίνω ένα βήμα παραπέρα. Να δοκιμάζω αφηγηματικούς τρόπους, να αλλάζω βλέμμα κι οπτική. Ο γρήγορος ρυθμός σχετίζεται με τα γεγονότα: πρόκειται για χιονοστιβάδα που ξεσπά απότομα. Καλύπτει τους πάντες και τα πάντα.

Πώς σας φαίνεται η ιλιγγιώδης επιτυχία συγγραφέων σαν τη Χίλαρι Μάντελ, η οποία κατέκτησε δύο βραβεία Booker πραγματευόμενη την ιστορία του τόπου της; Σε ποια ανάγκη του κοινού υπακούει αυτή η απήχηση; Πιστεύω ότι η λογοτεχνία στο δυτικό κόσμο, την τελευταία δεκαετία περίπου, επιστρέφει στα μεγάλα θέματα, την ιστορία και την πολιτική. Η ανάγκη είναι εγγενής και, σχεδόν, αυτονόητη. Χρειαζόμαστε νοητικά εργαλεία να καταλάβουμε τι συμβαίνει γύρω μας. Ακόμη περισσότερο τώρα.

 

Μπορεί μια τέτοια πεζογραφία να ανθίσει και στη χώρα μας; Ή μήπως θα γεννήσει διχόνοια; Έχουμε τα κότσια να επαναδιαπραγματευτούμε την ιστορία μας; Δεν ξέρω αν έχουμε τα κότσια να επαναδιαπραγματευτούμε την ιστορία μας, όπως το θέτετε. Ο πληθυντικός σ’ αυτή την περίπτωση με τρομάζει. Πιστεύω ότι ο καθένας κάνει αυτό που μπορεί. Στην περίπτωση της λογοτεχνίας, έχουμε ανάγκη από μια όραση του κόσμου που καθαρίζει το μάτι και συζητά, με νέους όρους, την ελληνική περιπέτεια. Οι ιστορικοί, από τη μεριά τους, εδώ και χρόνια μελετούν το πρόσφατο παρελθόν της χώρας με ανάλογους  όρους.

Δεν είσαστε απολύτως μόνη σε αυτό που κάνετε. Ο Θωμάς Κοροβίνης βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος αντλώντας από το παρελθόν της πόλης, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης αναπλάθει τακτικά τους μύθους της, ομοίως με εσάς. Υπάρχει μια αυτόφωτη λογοτεχνική σκηνή στη Θεσσαλονίκη, κατά τη γνώμη σας; Νιώθετε κομμάτι της; Σερέφας, Ατζακάς, Σκαμπαρδώνης, Κοροβίνης. Και άλλοι πολλοί. Δεν ξέρω αν η Θεσσαλονίκη έχει συγγραφική ιδιοπροσωπεία σε μια εποχή που οποιαδήποτε πληροφορία ή ανάγνωσμα απέχουν μόνο ένα κλικ. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι οι συγγραφείς συνομιλούν μεταξύ τους κυρίως με τα βιβλία τους και με τις συγγραφικές επιλογές τους. Πάντως, η πόλη γεννά ισχυρές φωνές.

 

Είναι τελικά η Θεσσαλονίκη η πλέον εγκληματικά φορτισμένη πόλη της Ελλάδας; Τα ειδεχθέστερα φονικά άλλωστε, είτε πολιτικά, είτε κοινωνικά, έχουν εγγραφεί στο παλμαρέ μας. Μια βόλτα στο κέντρο μπορεί να σας πείσει. Δεν υπάρχει πεζοδρόμιο, για κάποιον που έχει μελετήσει την ιστορία της πόλης, που δεν είναι βουτηγμένο στο αίμα. Πολκ, Λαμπράκης, Παγκρατίδης. Γεώργιος ο Α΄, Ζεύγος και τόσοι άλλοι. Η ιστορία της πόλης θα μπορούσε να γραφεί και ως θρίλερ.

 

Αφήνετε οχλήσεις να σας αποσπούν όταν γράφετε; Ανατρέχετε σε εμπνεύσεις; Διαβάζετε άλλους; Είμαι νομάδας, γράφω οπουδήποτε. Μου αρκεί το λάπτοπ μου. Η πολυτέλεια της μόνωσης έχει παρέλθει προ πολλού. Γράφω εντατικά, περνώ πολλές εργατοώρες στην οθόνη. Διαβάζω συστηματικά και πολύ, είναι μέρος της δουλειάς. Όχι, δεν περιμένω την έμπνευση για να στρωθώ, δεν γράφονται έτσι τα μυθιστορήματα. Όμως εμπιστεύομαι τις στιγμές που ανάβουν τα φώτα του μυαλού, αίφνης.

Επιμένοντας στην ίδια ερώτηση, φροντίζετε να συμβιβάζετε τις καθημερινές σας υποχρεώσεις με το γράψιμο ή προτιμάτε να αφήνετε την καθημερινότητα να συμβιβάζεται με το γράψιμό σας; Και τι σας κοστίζει δημιουργικά η εκάστοτε επιλογή; Δουλεύω ως φιλόλογος σε σχολείο. Έχω έναν εννιάχρονο γιο και χίλιες άλλες υποχρεώσεις και περισπασμούς, όπως όλοι. Φυσικά ονειρεύομαι πόσο τέλεια θα ήταν να κάθομαι σπίτι μου και μόνο να γράφω. Δεν γίνεται. Έτσι λοιπόν ασκώ συγγραφικό αντάρτικο. Κάθε μέρα είναι διαφορετική, όμως φροντίζω και βρίσκω το χρόνο μου να γράψω, να διαβάσω, να κλειστώ στο κουκούλι μου και να σκεφτώ. Δεν είναι εύκολο. Πρόκειται για ανισόρροπη τραμπάλα. Έχω μάθει πλέον να ζω σαν κομάντο. Ένα δίωρο εδώ, μια συγγραφική ολονυχτία εκεί, πάντως κάθε μέρα δουλειά, δεν γίνεται συγγραφή το σαββατοκύριακο. Δεν είναι χόμπι.

 

Θα θέλατε να μας προτείνετε πέντε μυθιστορήματα, τον κανόνα των βιβλίων ολόκληρου του παγκόσμιου φάσματος που αντλούν από πραγματολογικά στοιχεία; Δε συμπαθώ τους κανόνες, συνήθως αναπαράγουν στερεότυπα. Περιμένουν να γεράσουν τα βιβλία, για να βγάλουν χρησμό. Θα μνημονεύσω αυτά που μου έρχονται πρώτα στο μυαλό ως ωραία βιβλία, που πατάνε σε μια ιστορική πραγματικότητα και την μεταπλάθουν. Τζόναθαν Φόερ, «Εξαιρετικά δυνατά, απίστευτα κοντά» (11η Σεπτεμβρίου). Τζόναθαν Λίτελ, «Ευμενίδες» (Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος από τη μεριά του θύτη). Doctorow, «Το βιβλίο του Ντάνιελ» (Η υπόθεση Ρόζενμπεργκ στις ΗΠΑ). Λόρενς Ντάρελ, «Αλεξανδρινό κουαρτέτο» (Το έπος της Αλεξάνδρειας). Νίκος Μπακόλας, «Η μεγάλη πλατεία» (Το έπος της Θεσσαλονίκης).

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ