Βιβλιο

Γιώργος Μαρτινίδης: Θεσσαλονίκη, επικίνδυνη πόλη

Μια συνέντευξη με τον πρωτοεμφανιζόμενο νουάρ συγγραφέα

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
25282-58937.JPG

Μπίνγκο! Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που μιλάει για τη Θεσσαλονίκη μοντέρνα, τώρα και ανελέητα. Στις σελίδες του «Από το Πουθενά» το αίμα, η καφεΐνη, η θάλασσα, τα ουίσκια, το ΑΠΘ, ο πόλεμος της νύχτας, η λαμογιά και η διαπλοκή συνθέτουν ένα ανήσυχο νουάρ. Συγχαρητήρια, κύριε.

Αντισυμβατικός και καραμπουζουκλής ο ήρωας ντετέκτιβ Μπεν: έχει κολλητό μπουγατσατζή, νταλαβερίζεται με φοιτητριούλες του ΑΠΘ, βγάζει τα προς το ζην κάνοντας θελήματα και «μερεμέτια» για βαρόνους της θεσσαλονικιώτικης νύχτας, πίνει μπιρόνια, καπνίζει και γενικώς διαβιεί χαλαρά. Πώς τον εμπνεύστηκες;

Θα μπορούσα να πω ότι κατασκεύασα τον Μπεν βασισμένος σε στοιχεία του εαυτού μου -στις χαλαρές του φάσεις- καθώς και σε φίλους και γνωστούς, καθημερινούς τύπους της πόλης και των καιρών μας, οι οποίοι αποτελούν και την πηγή έμπνευσης των υπόλοιπων κεντρικών χαρακτήρων. Άλλωστε, ο Μπεν, παρά το παρελθόν του και την όποια καλλιέργεια κρύβει κάτω από το προφίλ του ρεμαλιού, δε διαφέρει τόσο πολύ από τον μέσο νέο της ηλικίας του. Ή μάλλον, ζει τη ζωή του χωρίς υποχρεώσεις και δεσμεύσεις, όπως θα ήθελε ώρες-ώρες να μπορεί να κάνει ο καθένας μας. Γι’ αυτό και ο ήρωας δεν περιγράφεται εξωτερικά, έτσι ώστε σε συνδυασμό με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση να αποτελέσει ένα καλούπι στο οποίο να μπορεί ο αναγνώστης να βάλει τον εαυτό του, ζώντας από πιο κοντά τη δράση. Προσπάθησα να σχεδιάσω τον Μπεν ως έναν αρχετυπικό ήρωα νουάρ• έναν ηδονιστή, κυνικό και ρεμάλι, που διακατέχεται όμως από κάποιες ισχυρές ηθικές αρχές, οι οποίες και τον οδηγούν στο να διαλευκάνει το μυστήριο. Θα ήθελα να πιστεύω ότι ο Μπεν είναι ένας κλασικός «νουαρικός» ντετέκτιβ σε θεσσαλονικιώτικη και μοντέρνα έκδοση. Αν ο Σαμ Σπέηντ ή ο Φίλιπ Μάρλοου ζούσαν στη Θεσσαλονίκη του 2010, ίσως δε θα διέφεραν τόσο πολύ από τον Μπεν.

Η Θεσσαλονίκη του «Από το Πουθενά» ξεφεύγει από τα στερεότυπα του αθηναϊκού Τύπου, που υμνεί τις χάρες της Τσιμισκή, του κλάμπινγκ και των κομψών γυναικών που περιφέρονται στην Προξένου Κορομηλά. Η δράση, οι φόνοι και η διαλεύκανση ακολουθούν μονοπάτια στο Χορτιάτη ή διαδραματίζονται σε στενά της Τούμπας και των πέριξ της Δωδεκανήσου και της Παπάφη. Ήθελες από την αρχή να γράψεις ένα αστικό νουάρ που διαδραματίζεται σε λαϊκές συνοικίες και γιατί;

Δε νομίζω ότι αυτό έγινε τόσο στοχευμένα, όσο απλώς προέκυψε. Η ιστορία που κατασκεύασα σταδιακά και οι χαρακτήρες στο κέντρο της, προϊόντα της καθημερινής νεοελληνικής πραγματικότητας στη συμπεριφορά, τη γλώσσα και τον τρόπο σκέψης τους, σίγουρα δε θα ταίριαζαν σε κανένα άλλο περιβάλλον. Ήθελα από την αρχή να φτιάξω μια ιστορία βασισμένη σε αυτούς τους καθημερινούς και αληθινούς πρωταγωνιστές, όχι σε κάποιους οξύνοες ντετέκτιβ ή ιδιοφυείς διανοούμενους. Οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι όλοι τα ρεμάλια που μπορεί να συναντήσει κάθε μέρα ο καθένας μας στη γειτονιά του. Έτσι, δε με ενδιαφέρει τόσο η «τουριστική» όψη της Θεσσαλονίκης (η οποία παρ’ όλα αυτά δεν παραλείπεται εντελώς, με την Παλιά Παραλία, το σήμα κατατεθέν της πόλης, να εμφανίζεται στην αρχή κιόλας του βιβλίου) όσο μια πιο καθημερινή και συνάμα underground πλευρά της, με φοιτητές και φοιτήτριες, αποτυχημένους πρώην μπάτσους, τοπικούς μαγαζάτορες και αυτοδημιούργητους επαρχιώτες επιχειρηματίες.

Περιγράφεις έναν κόσμο τον οποίο αδυνατεί να συλλάβει ο μέσος φοιτητής του ΑΠΘ και θαμώνας των παραλιακών καφέ ή των κλαμπ στο λιμάνι. Έναν κόσμο όπου πίσω από τα πάρτι των φοιτητικών παρατάξεων κρύβονται συναλλαγές μαύρου χρήματος και εκκολάπτονται πολιτικές καριέρες. Πώς άντλησες υλικό και από πού προέκυψε η ιστορία του «Από το Πουθενά»;

Παραδόξως δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να αντλήσω υλικό για την πλοκή του βιβλίου. Όπως φροντίζω να διευκρινίσω στο βιβλίο, τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι φανταστικά, ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κόσμος του φοιτητικού συνδικαλισμού, της νύχτας και των πολιτικών παρατάξεων λειτουργεί κάπως έτσι. Το ίδιο το γεγονός δεν είναι τόσο άγνωστο, αν και οι τρόποι με τους οποίους λειτουργεί αυτή η διαδικασία ίσως να είναι. Το μεγαλύτερο προϊόν της Θεσσαλονίκης, άλλωστε, είναι η βιομηχανία της διασκέδασης. Θυμάμαι να έχω διαβάσει κάπου ότι η Θεσσαλονίκη είναι η πρώτη πόλη σε καφετέριες ανά κάτοικο στην Ευρώπη, ενώ βρέθηκε επίσης στην πρώτη τριάδα των πόλεων με την καλύτερη και πιο ζωντανή νυχτερινή ζωή παγκοσμίως σε μια πρόσφατη κατάταξη του Lonely Planet. Πρόκειται, λοιπόν, για μία φρεπεδούπολη και μπουζουκούπολη, στην οποία όλοι θέλουν ένα κομμάτι από τη βιομηχανία της διασκέδασης. Προσωπικά, σνόμπαρα τις φοιτητικές παρατάξεις κάθε είδους και κάθε πολιτικού φάσματος σε όλη τη διάρκεια των σπουδών μου, θεωρώντας ότι καμία πολιτική δραστηριότητα δεν έχει θέση μέσα στην παιδεία, καθώς το μόνο που επιτυγχάνουν οι παρατάξεις είναι να εκτρέφουν λαμόγια. Είχα, πάντως, μέσω φίλων και γνωστών, την ευκαιρία να δω αυτή την κατάσταση εκ των έσω, και χρησιμοποίησα τη φαντασία μου για να συμπληρώσω τα κενά και να φτιάξω τη βάση της πλοκής του «Από το Πουθενά».

Γιατί νουάρ;

Αφενός νουάρ γιατί είναι μάλλον το αγαπημένο μου λογοτεχνικό είδος και ήθελα να γράψω ένα αστυνομικό μυθιστόρημα από τότε που ήμουν έφηβος, κάνοντας μάλιστα και κάποιες αδέξιες συγγραφικές προσπάθειες, τα αποτελέσματα των οποίων -ευτυχώς- ποτέ δεν επιχείρησα σοβαρά να εκδώσω. Μου αρέσει ιδιαίτερα η πρόκληση του να κατασκευάσει κανείς ένα μυστήριο και να οδηγήσει σταδιακά τον αναγνώστη στη λύση του, εφοδιάζοντάς τον στο μεταξύ με διάφορα μικρά στοιχεία που μπορούν να βοηθήσουν και τον ίδιο στο να τη μαντέψει. Αφετέρου, η αλήθεια είναι ότι στην παρούσα φάση δε μου βγαίνει να γράψω κάτι διαφορετικό. Στο νουάρ το κεντρικό σημείο είναι η πλοκή και η λύση του μυστηρίου ή των μυστηρίων, τις οποίες πλαισιώνει η λογοτεχνική αφήγηση. Έτσι, ένιωθα ότι φτιάχνοντας μια δυνατή και ενδιαφέρουσα πλοκή θα μπορούσα να «τη σκαπουλάρω», εάν το αποτέλεσμα έπασχε ως προς το λογοτεχνικό του μέρος.

Τι διαβάζεις αυτόν τον καιρό; Πού συχνάζεις; Πώς βιοπορίζεσαι; Τι όνειρα κάνεις για το μέλλον; Πες μας περισσότερα πράγματα για σένα και οπωσδήποτε εξήγησέ μας τη σημασία των τατού που έχεις χτυπήσει.

Γενικά, διαβάζω οτιδήποτε πέσει στα χέρια μου και τραβήξει το ενδιαφέρον μου, από τσελεμεντέδες μέχρι εξειδικευμένα ιστορικά βιβλία. Τα τελευταία, μάλιστα, είναι -μαζί με τα νουάρ- η αδυναμία μου, οπότε ένα καλοφτιαγμένο ιστορικό νουάρ είναι, για μένα, ίσως το τέλειο. Τον τελευταίο καιρό έχω ανακαλύψει -καθυστερημένα- τον επιθεωρητή Ρέμπους του Ίαν Ράνκιν και διαβάζω με πάθος όλη τη σειρά των βιβλίων από την αρχή. Τα συνιστώ ένθερμα σε οποιονδήποτε φαν του μοντέρνου αστυνομικού μυθιστορήματος, και ειδικά σε όσους έχουν τη δυνατότητα να τα διαβάσουν από το πρωτότυπο. Όπως ο Μπεν ή και ο Ρέμπους, μου αρέσει να συχνάζω σε συνοικιακά, χωμένα μέρη, όπου μπορείς να πιεις ήσυχα το ποτό σου πετυχαίνοντας όλο και κάποιον γνωστό για να ανταλλάξεις δύο κουβέντες. Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι της γενιάς μου, βιοπορίζομαι λίγο από δω και λίγο από κει, προσπαθώντας να τα βγάλω πέρα όσο καλύτερα μπορώ. Ελπίζω στο όχι πολύ μακρινό μέλλον να μπορώ να κάνω μια μόνιμη και δημιουργική δουλειά, σε αρκετά άνετα ωράρια, ώστε να μου μένει χρόνος και για όλες τις υπόλοιπες ευχάριστες ασχολίες, όπως μερικά ακόμη μυθιστορήματα. Όσο για τα τατού μου, αποτελούν περισσότερο μια υπενθύμιση, μια προτροπή για την απόλαυση της στιγμής χωρίς φόβους, δειλίες και κομπλεξισμούς. Το «pulvis et umbra sumus» του Οράτιου δεν είναι μοιρολατρική παραδοχή της θνητότητάς μας, αλλά προτροπή -ακριβώς εξαιτίας αυτής- να απολαύσουμε όλο το ενδιάμεσο. Όπως ο Μπεν, συχνά ζω ηδονιστικά, αλλά η κρίσιμη διαφορά είναι ότι οι πραγματικοί άνθρωποι, σε αντίθεση με τους λογοτεχνικούς ήρωες, οφείλουν να τηρούν και κάποια όρια.

Δεν αντέχω να μη σε ρωτήσω: Τι είπε ο κύριος Μαρτινίδης Πέτρος; Ζήτησες τις συμβουλές του κατά τη διάρκεια της συγγραφής; Και, αλήθεια, κατά πόσον σε έχει επηρεάσει;

Για το κατά πόσο με έχει επηρεάσει ο Πέτρος δε νομίζω ότι υπάρχει αμφιβολία, αν σκεφτείς ότι η πρώτη μου ανάμνηση είναι να κάθομαι σε ένα παιδικό κρεβάτι και να τον ακούω να μου διαβάζει κάποιο μη παιδικό βιβλίο. Από εκεί και πέρα, σίγουρα αυτός μου δημιούργησε την αγάπη για το αστυνομικό μυθιστόρημα προτείνοντάς μου διάφορα εξαιρετικά βιβλία ανά τα χρόνια, αν και έκτοτε τα γούστα μας διαφέρουν αρκετά. Όταν έγραφα το «Από το Πουθενά», σκέφτηκα ότι, από τη μία, δεν ήθελα να επηρεαστώ ή να δεχτώ κάποια εξωτερική βοήθεια, αλλά, από την άλλη, θα ήταν βλακώδες να μη ζητήσω τις συμβουλές ενός από τους μεγαλύτερους έλληνες αστυνομικούς συγγραφείς. Έτσι ζήτησα τις συμβουλές του Πέτρου, αφού ολοκλήρωσα την πρώτη γραφή του βιβλίου, αλλά πρόσεξα να μην επηρεαστώ στο ύφος ή την έκφραση, αφού αυτό που ήθελα να πετύχω ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό σε ύφος και περιεχόμενο από τα δικά του αστυνομικά. Γενικά, του είμαι ευγνώμων για την αυστηρή του κριτική στο βιβλίο και την απόλυτη αποστασιοποίησή του, όταν προσπάθησα να το εκδώσω, διότι σε άλλη περίπτωση δε θα μπορούσα να νιώσω ότι πέτυχα κάτι «δικό μου».

Το μυθιστόρημα του Γιώργου Μαρτινίδη «Από το πουθενά», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γράμματα.

photo συγγραφέα © SOUL magazine, 2012

n

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ