Βιβλιο

Βουτιά στο «Μπλε»

Διαβάσαμε το νέο βιβλίο της Ελένης Σταματούκου από τις εκδόσεις Athens Voice Books

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 531
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
100028-223805.jpg

Το εξώφυλλο είναι μία βουτιά στο μπλε, εκείνο που μόνο αιγαιοπελαγίτικο καλοκαίρι μπορεί να σου θυμίζει, έτσι όπως παίζει με το φως του ήλιου. Και πραγματικά, η Αστυπάλαια του Αιγαίου σαν καταφύγιο, παίζει σημαντικό ρόλο στην ιστορία του «Μπλε», του πρώτου βιβλίου που έγραψε η συντάκτρια της Athens Voice, Ελένη Σταματούκου.

Αλλά και σαν χρώμα-σύμβολο το Μπλε, σε πολλά κρίσιμα σημεία της ιστορίας, έρχεται να δώσει το «παρών» και να περιβάλει την ηρωίδα με ένα προστατευτικό σύννεφο – ή να της τονίσει συναισθήματα και καταστάσεις: Το αγόρι στο πάρτι με το μπλε βελούδινο σακάκι, τα μπλε φωτορυθμικά, το τζιν τόνικ που «έχει βάψει μπλε το μέσα μου», ένας αποκαμωμένος ύπνος στον μπλε καναπέ του σπιτιού σου («…το πρωί ακόμα προσπαθούσα να καταλάβω αν πράγματι είχαμε συναντηθεί το προηγούμενο βράδυ…»). Όπως λέει και η συγγραφέας, «όταν το παρόν είναι δυσάρεστο, ανατρέχεις στο χθες και στις στιγμές του. Συντονίζεσαι σε μπλε διάθεση. Θυμάσαι εικόνες από ταξίδια, αρώματα από παλιούς εραστές και τους ήχους της θάλασσας από καλοκαιρινές διακοπές. Ξημερώματα στα πίσω καθίσματα του αυτοκινήτου να ατενίζεις τα αστέρια ή να στριμώχνεσαι στις μπροστινές θέσεις για να προλάβεις να δεις τον ήλιο να ανατέλλει μέσα από τη θάλασσα.»

Το «Μπλε» όμως δεν είναι μία απλή, καλοκαιρινή μονοχρωμία με ρομαντική διάθεση. Είναι ένα βιβλίο που κινείται ανάμεσα στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη, με την ίδια συχνότητα και τα ίδια πλούσια χρώματα Ανατολής και Ελλάδας, όπως και η κοκκινομάλλα ηρωίδα κινείται ανάμεσα στα συναισθήματα ενός χωρισμού, μίας φιλίας, ενός ξαφνικού έρωτα και πολλών παράδρομων ανάμεσά τους – ακριβώς όπως τα σοκάκια της Πόλης την καταπίνουν και την ξαναφέρνουν στην επιφάνεια, καθώς αναζητάει το τυχερό της χρώμα.

«(…) Στην Τουρκία κάποιες από τις γυναίκες που μένουν στους μαχαλάδες του κέντρου φοράνε μαντίλια. Τα δένουν σφιχτά σχηματίζοντας κόμπους και αφήνουν τα μαλλιά τους να διακρίνονται μέσα από τις πτυχώσεις των εμπριμέ υφασμάτων, σκεπάζουν τα σώματά τους με μακριές ρόμπες και νυχτικά. Είναι και κάποιες που ντύνονται μαύροι νίντζα, ίσως και όργανα της Γιακούζα, της ιαπωνικής μαφίας. Το κορίτσι όμως του απέναντι δωματίου δεν φορά μαντίλι στο κεφάλι και φλοράλ πουκάμισα που σε πνίγουν στο λαιμό. Έχει μακριά καστανά μαλλιά σαν της Γενοβέφας, τα πόδια της είναι γυμνά και τα στήθη της, περιορισμένα από τη στενή μπλούζα, κουνιούνται όταν πηγαίνει στον μπακάλη. Στο λαιμό της κολυμπάει ένα περιδέραιο που μοιάζει με περιλαίμιο. Δεν ξέρω αν την πνίγει το πρωί που πηγαίνει στη δουλειά ή το μεσημέρι που επιστρέφει σπίτι κι ετοιμάζει το φαγητό, το βράδυ όμως ο λαιμός της γεμίζει εξανθήματα. Ούτε αν έφαγε κάτι και δηλητηριάστηκε ή αν έπεσε και γλίστρησε, πάντως σίγουρα πόνεσε. Το καταλαβαίνεις τις Κυριακές στα μάτια της όταν τη συναντάς τυχαία στο δρόμο, το πρωί που πηγαίνει κατά τη θάλασσα.

Ύστερα από μια βδομάδα μάθαμε ότι φαρμακώθηκε. Την έλεγαν Γκιουλ, όπως το ρόδο, ήταν 27 χρονών. Δεν χαμογέλαγε ποτέ. Το αγόρι που της είχε χαρίσει το περιλαίμιο με τα αγκάθια τα βράδια τριγυρνάει στο μαχαλά και φωνάζει απεγνωσμένα το όνομά της.»

Ιστορίες ανθρώπων που συνδυάζονται αναμεταξύ τους με διαφορετική δυναμική σχέσεων ο καθένας, αλλά παρασέρνουν την ιστορία σε μικρά «ξέφωτα» μικρότερων αφηγήσεων μέσα στην εξέλιξη των γεγονότων. Μικρά κεφάλαια αφιερωμένα σε μία μαμά που φτιάχνει υπέροχες πάστα φλόρα, σε έναν πατέρα γεμάτο σοφία και διαχρονικές ποιότητες, σε έναν χορευτή στην Κωνσταντινούπολη και τον εραστή του, σε έναν γοητευτικό τούρκο σε ένα υπόγειο μπαρ με κόκκινους τοίχους, πολυελαίους, κεριά και πράσινους καναπέδες…

Είναι μία αφήγηση θαυμάσια περιγραφική, μέσα σε αυτές τις διαδρομές. Έντονα κινηματογραφικές λεπτομέρειες που δίνουν πλούσιες εικόνες. Από τα γκρίζα, μουτζουρωμένα Εξάρχεια με τη ζωή της πλατείας και λίγο παραπάνω στη Σόλωνος με τους «μπλε ρόμποκοπ», μέχρι τα πάρτι στα αθηναϊκά διαμερίσματα, τα φορέματα με τα κόκκινα πουά, τα αθηναϊκά τυροπιτάδικα στις 5 το πρωί, ένας χωρισμός στην Πανόρμου, τα μπαρ του ιστορικού κέντρου, τα στέκια με τις διαφορετικές κλασικές φάτσες το καθένα, τα ξενύχτια στο 7 Jokers, τους ταξιτζήδες με τις μουσικές τους επιλογές.

Και αυτή είναι μία ακόμα απολαυστική λεπτομέρεια του «Μπλε»: κάθε σκηνή δεν περιγράφεται μόνο με χρώματα αλλά έχει γεύσεις, αρώματα και μουσικές. Η Ελένη Σταματούκου δεν επισημαίνει απλώς με κυνικό σχεδόν χιούμορ στις μικρές της παρατηρήσεις, αντικείμενα, εκφράσεις, βλέμματα, χειρονομίες, έπιπλα, ρούχα, αλλά έχει και την ιδιαίτερη μουσική τους επένδυση. Με την προσοχή που θα έδινε ένας μουσικόφιλος στη ζωή γύρω του, οι σκηνές που περιγράφει έχουν όλες το δικό τους σάουντρακ, χαρίζοντας μία απολαυστική τρισδιάστατη αίσθηση στην ανάγνωση του βιβλίου.

«…Στο πικάπ είναι ξεχασμένος ένας δίσκος. Ακουμπάει τη βελόνα και ακούγεται ο Erik Satie να παίζει στο πιάνο το “Gnossienne No.3” Η μουσική αυτή είναι από την ταινία του Louis Malle “Το φως που αργοσβήνει”. Η μητέρα του είχε δει αυτή την ταινία πολλές φορές, της αρέσει πολύ ο Maurice Ronet. Τη θυμάται να παίρνει το τηλεχειριστήριο και να γυρίζει μπρος-πίσω τις σκηνές με το βλέμμα του άρρωστου Ronet όταν αρχίζει να ασφυκτιά στο μικρό καφέ του Παρισιού.»

Το επόμενο βιβλίο της, λέει η Ελένη, θα μιλάει για φιλίες που χάνονται και φιλίες που αντέχουν. Περιμένοντας να δούμε τη νέα της παλέτα, βάζουμε το συγκεκριμένο «Μπλε» στη βαλίτσα των διακοπών.

image

* Το βιβλίο της Ελένης Σταματούκου «Μπλε» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Athens Voice Books


Κεντρική φωτό: Ειρήνη Μοναστηριώτη

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ