Εθνική Λυρική Σκηνή: «Σιωπή, ο Βασιλιάς ακούει»
Εθνική Λυρική Σκηνή: «Σιωπή, ο Βασιλιάς ακούει» © Α. Σιμόπουλος
Θεατρο - Οπερα

Στις πρόβες της Λυρικής για την παράσταση «Σιωπή, ο Βασιλιάς ακούει», λίγο πριν φύγει για τα νησιά

Όταν η τέχνη διδάσκει πολιτισμό σε μια μικρή όπερα για παιδιά και μεγάλους
34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Σιωπή, ο Βασιλιάς ακούει» στην Εθνική Λυρική Σκηνή: Όσα μάθαμε στην πρόβα, με τον Νίκο Κυπουργό, τον Θοδωρή Αμπαζή κι έναν εξαιρετικό θίασο

Κατεβαίνοντας την Πειραιώς για να παρακολουθήσω την πρόβα της παράστασης «Σιωπή, ο βασιλιάς ακούει» του Νίκου Κυπουργού, σε λιμπρέτο Θωμά Μοσχόπουλου και σκηνοθεσία Θοδωρή Αμπαζή, και να μιλήσω με τους συντελεστές λίγο πριν φύγουν για τα Δωδεκάνησα, γυρόφερνα στο μυαλό μου αυτή την ιδέα που με συγκινεί πάντα, ιδίως όταν μιλάμε για παιδιά: το να δίνονται ευκαιρίες επαφής με την Τέχνη σε τόπους όπου δεν υπάρχει πρόσβαση. Είναι η τρίτη χρονιά φέτος που η Εθνική Λυρική Σκηνή περιοδεύει στην περιφέρεια με το συγκεκριμένο έργο δίνοντας παραστάσεις για σχολεία – πέρσι πήγαν στη Βόρεια Ελλάδα και στα νησιά του Βόρειου Αιγαίου, τώρα ξεκίνησαν για Πάτμο, Λέρο, Κω και το ακριτικό Καστελόριζο, ανοίγοντας μάλιστα παραστάσεις και σε ενήλικες, με ελεύθερη πάντα είσοδο, που κι αυτό έχει τη σημασία του: υπηρετώντας τον παιδευτικό χαρακτήρα της Τέχνης, όλοι προσκαλούνται και όλοι μπορούν να πάνε.

Να σας βάλω, όμως, στο κλίμα.

«Σιωπή, ο βασιλιάς ακούει»  - Εθνική Λυρική Σκηνή [2022-23]

Στο παράρτημα της Λυρικής όπου γίνονται οι πρόβες, σε μια Αποθήκη στον Ταύρο, οι φωνές των τραγουδιστών μας κατευθύνουν στον δεύτερο όροφο, περνώντας μας αβίαστα σε αυτό τον άλλο κόσμο όπου όλα αποκτούν μια διαφορετική διάσταση – ακόμα και χωρίς τα κουστούμια, τα φώτα και τη μαγεία της σκηνής. Η αίθουσα είναι μεγάλη αλλά αμέσως αισθάνεσαι κάτι ζεστό και φιλόξενο, μια ωραία ατμόσφαιρα που θα επιβεβαιωνόταν τις δύο ώρες που περάσαμε εκεί. Κι αυτό ήταν μια μικρή ανατροπή, με την έννοια του αναπάντεχου: Λες, θα πάω στην πρόβα μιας παιδικής παράστασης, ωραία, και είναι σημαντικό που θα παιχθεί μακριά από την Αθήνα – αλλά δεν έχεις σκεφτεί πόση σημασία έχουν –παντού και πάντα– οι σχέσεις των ανθρώπων, οι προθέσεις για ό,τι κάνουμε, η αξία που δίνουμε στα πράγματα. Γιατί πέρα από το έργο, που είναι εξαιρετικό –και ναι, δεν είναι μόνο για παιδιά–, με τέτοιες σκέψεις γέμισα μιλώντας με τους καλλιτέχνες, μια παρέα ανθρώπων πλέον που έχει «δέσει» μέσα από τις εμπειρίες ενός περιπλανώμενου θιάσου. Το πιο σημαντικό; Η τέχνη, όταν είναι ειλικρινής, όταν φτιάχνεται με αγάπη, ταλέντο και ομορφιά, έχει πολλαπλασιαστική ισχύ: σε ησυχάζει και σου γεννάει την επιθυμία για πάρα πάνω: σ’ εμένα που είδα την πρόβα και μου γέννησε όρεξη για λυρικό θέατρο, στα παιδιά και στους κατοίκους των νησιών που θα πάνε στην παράσταση και θα δουν κάτι που δεν έχουν ξαναδεί, ίσως και σ’ εσάς που θα διαβάσετε αυτή τη μικρή ανταπόκριση.

Αυτό, λοιπόν, από μόνο του εμπεριέχει μια ευθύνη και μια παιδευτική αποστολή. Πόσο μάλλον, αν συμπεριλάβουμε τις συζητήσεις που ακολουθούν τις περιοδεύουσες παραστάσεις του «Σιωπή, ο βασιλιάς ακούει», που δίνουν στα παιδιά την ευκαιρία μετά την παράσταση να μιλήσουν με κάποιους από τους καλύτερους τραγουδιστές του Λυρικού Θεάτρου και με εξαίρετους μουσικούς, να ρωτήσουν, να καταλάβουν, να νιώσουν, να έρθουν σε επαφή με τους καλλιτέχνες που το κάνουν όλο αυτό και να τους έχουν στον τόπο τους.

Τι χαρά, για έναν τόπο μακρινό, να φιλοξενεί έναν τέτοιο θίασο!

***

Όσο οι τραγουδιστές κάνουν περάσματα, πριν παίξουν ολόκληρο το έργο, βρίσκουμε τον Νίκο Κυπουργό. Είναι ψηλός, κομψός και ευθυτενής, εγκάρδιος και ευγενής, με αυτά τα πλούσια μαλλιά, κομμάτι της ιστορίας από μόνος του. Πώς σας φαίνεται όλο αυτό; ρωτάω, και γελάμε με τη σύντομη και περιεκτική του απάντηση: «Ωραίο!». Στη βεράντα έχει αντηλιά, συνεχίζουμε στη σκάλα κι εκείνος ξεκινάει να μιλάει για το έργο, που έχει κι αυτό μακρά πορεία. «Είναι βασισμένο στα “Καινούργια ρούχα του βασιλιά” του Άντερσεν, το έγραψα το 1993, για έναν φιλόμουσο βασιλιά που νομίζει ότι τα ξέρει όλα». Ήταν μια παραγγελία του Μεγάρου Μουσικής, που είχε μόλις δύο χρόνια ζωής.

«Φαντάσου ξέχασαν να με ειδοποιήσουν και το έμαθα από τις εφημερίδες, και αντί να πω “δεν προλαβαίνω” σκέφτηκα “να μια ωραία ευκαιρία να στρωθώ και να κάνω ένα είδος που πάντα ονειρευόμουν”. Είπα στον Θωμά Μοσχόπουλο να κάνει το λιμπρέτο και τη σκηνοθεσία, που ήταν τότε πολύ νέος και φέρελπις» – ο ίδιος γύρω στα 40 τότε, έκανε ό,τι και ο μέντοράς του, Μάνος Χατζηδάκις, όταν εμπιστεύτηκε όλους αυτούς τους νέους ταλαντούχους ανθρώπους στο Τρίτο Πρόγραμμα. «Σκέφτηκα λοιπόν να κάνουμε μια σάτιρα του ίδιου του Μεγάρου, με ποια έννοια; Η ιστορία καυτηριάζει τη σοβαροφάνεια και τον καθωσπρεπισμό στην κλασική μουσική και στην όπερα, γι’ αυτό υπάρχουν και αρκετά μουσικά αστεία – ας πούμε, ο συνθέτης περιμένει να έχει έμπνευση και δεν του έρχεται! Είναι δηλαδή και αυτοσαρκαστικό. Λένε όταν εμφανίζεται ο συνθέτης στον οποίο μεταμορφώνεται η μούσα για να κοροϊδέψουν τον βασιλιά “ήρθε από το εξωτερικό!!! Ω, μπορείτε να αναλάβετε αμέσως!» (λέει αλλάζοντας τη φωνή του), κι εγώ τότε μόλις είχα γυρίσει από τις σπουδές μου στη Γαλλία».

Αρχικά ο Νίκος Κυπουργός το έγραψε για ενήλικους, εξ ου και παίχθηκε στο Μέγαρο Μουσικής, βέβαια η ιστορία είναι βασισμένη σε παραμύθι: «Η ιδέα ποια είναι; Επειδή στον Βασιλιά δεν αρέσει τίποτα, του λένε ότι θα του φτιάξουν μια μουσική η οποία είναι μόνο για τα πολύ ευαίσθητα αυτιά και οι πολλοί δεν ακούνε τίποτα. Όπως στα “Καινούργια ρούχα του βασιλιά” που βγαίνει τελικά γυμνός, έτσι του παίζουν μια σιωπή, αντί για μουσική – και ακούγεται στην παράσταση η κόρη μου που φωνάζει, “μπαμπά! δεν ακούω τίποτα!”» (υπάρχει η ηχογράφηση στο YouTube).

Έτσι κι αλλιώς, όταν ένα παιδικό έργο είναι αξιόλογο ενδιαφέρει και το βλέμμα του ενήλικα, λέω. «Ή και ανάποδα», συμπληρώνει, «αν ένα έργο δεν είναι καλό για τον ενήλικα αποκλείεται να είναι καλό για το παιδί. Αυτό γράφτηκε για ενηλίκους και έγινε έργο για παιδιά, και άλλα που έγραψα για παιδιά, όπως κάποια τραγούδια από τα “Μυστικά του κήπου”, τα ακούν μεγάλοι». Στο έργο «Σιωπή, ο βασιλιάς ακούει» κάποιοι είδαν ότι έχει και έναν εκπαιδευτικό χαρακτήρα, επειδή μιλάει για μουσικές έννοιες. «Φάνηκε, με έναν τρόπο, αυτό που πάντοτε πίστευα: ότι τα όρια ανάμεσα στα έργα για μεγάλους και στα έργα για παιδιά δεν είναι πάντοτε σαφή και ευδιάκριτα».

Το έργο, μια μικρή όπερα για μικρούς και μεγάλους, έμεινε για περίπου 17 χρόνια στην αφάνεια, «μέχρι που το ανακάλυψε ο καλός μου φίλος και συνάδελφος Χαράλαμπος Γωγιός, που έκανε τη μεταγραφή για 5 όργανα και το παρουσίασε στο Bios, ενώ το 2022 ανέβηκε στη Λυρική». Κάπου εκεί μπαίνει ο Θοδωρής Αμπαζής: «Τα παιδιά το παρακολουθούν καλύτερα μέσα από τη σκηνοθετική προσέγγιση που έχει κάνει ο Θοδωρής, που το κάνει πιο ελκυστικό και πιο πλούσιο». Μου λέει ότι το 2010 έκαναν το σίκουελ ο “Πρίγκιπας που λερώνει”, βασισμένο κι αυτό σε παραμύθι του Άντερσεν, πάλι με τον Θωμά Μοσχόπουλο. «Αυτό τότε το είπαμε όπερα και για παιδιά. Και έλεγα, για πλάκα, να κάνουμε κι ένα τρίτο μέρος “Βοήθεια, ο πρόεδρος πεινάει”, δηλαδή “βοήθεια! θα μας φάει!” επειδή είναι αχόρταγοι, ο Τραμπ, ο Ερντογάν, ο Πούτιν, όλοι αυτοί οι αδηφάγοι πρόεδροι που έχουν αλλάξει τον κόσμο μας».

***

Στο 20λεπτο διάλειμμα που μεσολαβεί, μιλάμε με τον Θοδωρή Αμπαζή, που πρέπει να φύγει τρέχοντας μετά την πρόβα. «Είναι μια παράσταση που έχει γίνει πια θεσμός» λέει. «Εγώ μπήκα σ’ αυτό πριν από πέντε χρόνια, όταν κάναμε στην Πειραματική την αναβίωση του έργου. Ήταν γραμμένο αρχικά για ορχήστρα και χορωδία, και είπα στο Νίκο να το κάνουμε χωρίς τη χορωδία, με τρόπο θεατρικό, που θα είναι το ίδιο συγκινητικό». Και περισσότερο υπαινικτικό, εξηγεί, φέρνοντας σαν παράδειγμα τη σκηνή όπου παρουσιάζονται οι εφτά νότες: «Στην προηγούμενη εκδοχή εμφανίζονταν επτά γυναίκες, εμείς παίζουμε περισσότερο με τη φαντασία, που είναι και ζητούμενο την εποχή του ΑΙ με τη δυνατότητα οπτικοποίησης οποιασδήποτε ιδέας. Σκέψου, τα παιδιά παλιότερα είχαν συνηθίσει να παίρνουν ένα ξύλο και να το κάνουν άλογο, ή διάβαζαν βιβλία που κι αυτά σε γεμίζουν εικόνες... Κι εδώ η ιδέα είναι ουσιαστικά αυτή, ότι με τη δύναμη της φαντασίας μπορεί κανείς να μπει στον κόσμο της μουσικής, να τον μυρίσει, να τον αναπνεύσει, οι ηθοποιοί μας βλέπουν τις νότες, τις κυνηγάνε στον αέρα. Η μουσική δηλαδή είναι κάτι ζωντανό, παντού γύρω μας, κι όχι κάτι που το κάνουμε μόνο στα ωδεία».

Είναι πολύ ωραίο να το μάθει αυτό ένα παιδάκι από νωρίς, σχολιάζω. «Ακριβώς, αυτός είναι κι ο δικός μου στόχος με το έργο του Νίκου, να ξε-φοβηθούν τις νότες και τη θεωρία, να δουν τη μουσική αλλιώς».

Στη δική του σκηνοθετική προσέγγιση το έργο μεγάλωσε σε διάρκεια, ενώ άλλαξε και το φινάλε. «Όπως στο παραμύθι έβγαινε ένα παιδάκι και έλεγε “ο βασιλιάς είναι γυμνός!”, στην παρτιτούρα του Νίκου ένα κοριτσάκι λέει “δεν ακούω τίποτα!” και έρχεται η γελοιοποίηση του βασιλιά. Στο δικό μας φινάλε, ο βασιλιάς επιμένει στη φαντασίωσή του, σαν να λέει “όχι, εγώ θα συνεχίσω να ακούω τη μουσική”. Αυτό που εμείς είχαμε εκλάβει σαν κοροϊδία και γελιοποίηση, γι’ αυτόν ξαφνικά γίνεται ένας δρόμος να δει καινούργιους κόσμους – είναι ένα πιο αισιόδοξο τέλος, και ίσως πιο politically correct».

Ο Θοδωρής Αμπαζής, σημαντικός δημιουργός ο ίδιος με πλούσια θητεία και βιογραφικό, που ως συνθέτης και σκηνοθέτης συνδυάζει στις δουλειές του το σύγχρονο θεατρικό με το μουσικό ιδίωμα, ήταν ο ιδανικός για να σκηνοθετήσει τη πραγματικά υπέροχη μουσική του Νίκου Κυπουργού φτιάχνοντας θεατρικές χειρονομίες επί σκηνής. «Ο στόχος της Εναλλακτικής ήταν μια παράσταση για παιδιά, που να τα εισάγει με έναν τρόπο στον κόσμο της μουσικής. Εγώ είμαι και στους δύο αυτούς κόσμους, σκηνοθετώ μέσω της μουσικής και κάνω μουσική μέσω του θεάτρου, κι η συνεργασία με τον Νίκο ήταν πολύ ωραία γιατί και ο ίδιος έχει δραματουργικό ένστικτο. Όσο για τα παιδιά, αν αυτό που προτείνεις είναι ειλικρινές και καταλαβαίνουν τι κάνεις στη σκηνή, δεν τους νοιάζει αν το κάνεις οπερετικά ή θεατρικά».

Το να βάλουν τα παιδιά στον κόσμο της μουσικής ήταν το πρώτο στοίχημα. «Το δεύτερο στοίχημα είναι να τα εισάγουμε στον κόσμο του λυρικού θεάτρου, πώς μπορεί να γίνει πιο προσιτό στα παιδιά». Είναι κάτι που τον απασχολούσε ήδη από τότε που ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής στο ΔΗΠΕΘΕ της Πάτρας, όταν έκανε το Studio Opera, με υπεύθυνους τον Αλέξανδρο Ευκλείδη και τον Χαράλαμπο Γωγιό. «Είχαμε σαν κεντρική παραγωγή μια όπερα που είχα γράψει για παιδιά και είχαμε καλέσει τα σχολεία στις πρόβες, όπου τους εξηγούσαμε τι είναι η όπερα. Τους προτείναμε, μάλιστα, να φτιάξουν μια μικρή τρίλεπτη σκηνούλα όπερας σε κάθε σχολείο, με δική τους μουσική εμπνευσμένη από την παράσταση, το οποίο και έκαναν». Η παράσταση αυτή μάλιστα ήρθε και στη Στέγη – μια παραγωγή φτιαγμένη σε μια πόλη της περιφέρειας, από ντόπιους καλλιτέχνες (!)

Τώρα σκηνοθετεί μια παράσταση που από την πρωτεύουσα ταξιδεύει στα νησιά. «Αν και πια, με το διαδίκτυο, δεν είναι το ίδιο απομονωμένα. Και μη νομίζεις ότι τα παιδιά που έχουν πρόσβαση είναι πιο θεατρόφιλα από αυτά που δεν έχουν» σχολιάζει. «Ποιο είναι όμως το σημαντικό; Το ότι έρχονται σε επαφή με ανθρώπους της τέχνης, ότι είναι κάτι ζωντανό, που συμβαίνει εκεί μπροστά τους. Γι’ αυτό και έχει φοβερή ευθύνη αυτός που το κάνει, γιατί μπορεί να είναι μια εμπειρία λυτρωτική ή τραυματική, να πει κάποιος “βαρέθηκα, δεν ξαναπάω ποτέ όπερα στη ζωή μου”».

Και δεν είναι εύκολο να κερδίσεις τα παιδιά, σχολιάζουμε όσο φωνάζει τους συντελεστές για να ξεκινήσει η πρόβα – τον Αντώνη Κορδοπάτη (Βασιλιάς), τη Βάσια Ζαχαροπούλου (Μούσα), τον Δημήτρη Ναλμπάντη (Μουσικός), τη Σοφία Ευκλείδου (βιολοντσέλο), τον Χρήστο Σακελλαρίδη (πιάνο) και τον Οδυσσέα Σιωζόπουλο (κλαρινέτο). «Πάμε!» δίνει το έναυσμα και για την επόμενη μία ώρα σχεδόν θα απολαμβάναμε την παράσταση μαζί με τον Νίκο Κυπουργό, όσο ο ίδιος μαζί με τον Αντώνη Κυριακάκη, που είναι ο βοηθός σκηνοθέτη, κάθονται σε δυο καρέκλες λίγο πιο δίπλα και κρατούν σημειώσεις για διορθώσεις ή δίνουν οδηγίες όταν χρειάζεται, ενώ συχνά χαμογελούν στα αστεία μέρη, που είναι πολλά, καθώς το έργο συνδυάζει το χιούμορ με την ευρηματικότητα αλλά και μια ποιητική διάθεση, που αναδεικνύεται μέσα από την υπέροχη μουσική.

Σιωπή ο Βασιλιάς ακούει: Μιλώντας με τους μουσικούς και τους ηθοποιούς της παράστασης

Θερμό το χειροκρότημα! Η μουσική εξαίσια, οι ερμηνείες εξαιρετικές, είναι όλοι ένας κι ένας, διακεκριμένοι στην τέχνη τους και ευγενείς, και μετά από μία ώρα παράσταση ήρθε η ώρα να χαλαρώσουν. Οι μεταξύ τους σχέσεις είναι ζεστές και οικείες, κάνουν αστεία, γελούν, πειράζουν ο ένας τον άλλον…

Η Βάσια Ζαχαροπούλου είναι η Μούσα, στην αρχή παραμελημένη από την εποχή του Μότσαρτ, του Μπαχ και του Σούμπερτ, που στη συνέχεια βρίσκει σκοπό και νόημα καθώς θα βοηθήσει τον ταλαίπωρο, στα όρια της απελπισίας, μουσικό της αυλής, Δημήτρη Ναλμπάντη. Ανακαλύπτω ότι τους έχω δει πριν από λίγους μήνες στο «Σουίνι Τοντ», στο θέατρο Ολύμπια, ήταν και εκεί ε-ξ-α-ι-ρ-ε-τ-ι-κ-ο-ί. Τους συγχαίρω και ρωτάω να μας πουν κάτι ωραίο από τις αντιδράσεις των παιδιών.

«Στο τέλος», λέει η Βάσια, «όταν ο βασιλιάς συντετριμμένος χτυπάει βουβά παλαμάκια με τα χέρια του να μην ακουμπούν το ένα το άλλο, με μια δραματικότητα, τα παιδιά σχεδόν πάντα χτυπούν παλαμάκια ρυθμικά, δεν τον αφήνουν μόνο του, σαν να του λένε, μη στενοχωριέσαι, είμαστε κι εμείς εδώ» – τι τρυφερό και γλυκό!

Στην Πρόβα της Λυρικής
Η Βάσια Ζαχαροπούλου με τον Αλέξανδρο Ευκλείδη, καλλιτεχνικό διευθυντή της Εναλλακτικής Σκηνής, μιλούν με τα παιδιά

Τι άλλα ρωτάνε τα παιδιά; «Η απορία τους πολλές φορές είναι αν όντως ακούστηκε η μουσική που έπαιξαν στον βασιλιά. Σκέφτονται, μπας και είμαι και εγώ από αυτούς που δεν καταλαβαίνουν;» λέει και γελάμε. Λογικό! Κάθε ηλικία, ωστόσο, έχει άλλες ερωτήσεις. 

«Τα πολύ μικρά ρωτούν πιο πολύ για το ενδυματολογικό –γιατί ο βασιλιάς φορά αυτό το στέμμα; γιατί η μούσα άλλαξε ρούχα; Οι έφηβοι μπαίνουν σε πιο βαθιά ερωτήματα: ποιο είναι το νόημα; Κι όταν τους λες ότι τη λύση δίνει η φαντασία, βλέπεις τα χαμόγελα στα δύσκολα εφηβικά πρόσωπα. Οι ενδιάμεσες ηλικίες είναι που κάνουν τις πιο πολλές ερωτήσεις: ο βασιλιάς ήταν κακός; η μούσα βοήθησε τελικά τον μουσικό; η μούσα τι δουλειά κάνει;!» (γελάμε)

«Μου αρέσει πάρα πολύ το κομμάτι της συζήτησης με τα παιδιά, περιμένω πώς και πώς κάθε φορά» λέει η Βάσια, κάνοντάς μας να καταλάβουμε τι σημαίνει για εκείνην, όπως και για όλους, αυτή η περιοδεία.

Στην Πρόβα της Λυρικής
Η Βάσια Ζαχαροπούλου με τον Αλέξανδρο Ευκλείδη, καλλιτεχνικό διευθυντή της Εναλλακτικής Σκηνής, μιλούν με τα παιδιά

Η Βάσια Ζαχαροπούλου με τον Αλέξανδρο Ευκλείδη, καλλιτεχνικό διευθυντή της Εναλλακτικής Σκηνής, μιλούν με τα παιδιά

Είναι όλοι πολυπράγμονες και έχουν πολλές ταυτόχρονες δουλειές. Ανταλλάσσουμε λίγα λόγια με τη Σοφία Ευκλείδου, που παίζει βιολοντσέλο, λίγο πριν φύγει. Μιλάει για αυτή την ιδιαίτερη συνθήκη τού να μετακινούνται σαν μπουλούκι από μέρος σε μέρος, μεταφέροντας τα σκηνικά και τον εξοπλισμό της παράστασης. «Περνάμε πολύ ωραία και είναι συγκινητικό να βλέπεις πώς αντιδρούν οι άνθρωποι σε κάθε μέρος και πόσο διψασμένα είναι τα παιδιά γι’ αυτό που τους δίνεται. Για κάποια, φαντάσου, είναι και η πρώτη επαφή με τη μουσική! Το πιο ιδιαίτερο μέρος ήταν η Σαμοθράκη, έβλεπες τα παιδιά σαν σφουγγάρια ρουφάνε το καθετί, χωρίς να έχουν καμία προηγούμενη επαφή, με τρομερό σεβασμό. Ειδικά στα νησιά το έβλεπες αυτό».

Είναι συγκινητικό να βλέπεις πώς αντιδρούν οι άνθρωποι σε κάθε μέρος και πόσο διψασμένα είναι τα παιδιά γι’ αυτό που τους δίνεται. Για κάποια, φαντάσου, είναι και η πρώτη επαφή με τη μουσική!

Εσύ τι έχεις να πεις; λέω στον Δημήτρη Ναλμπάντη: «Εγώ δεν έχω να πω τίποτα αλλά μπορώ να υποδυθώ πάρα πολύ καλά αυτόν που έχει κάτι σημαντικό να πει!» απαντάει με ύφος σοβαρό και γελάμε.

«Έχουμε κάνει ήδη δύο περιοδείες και ξεκινάμε μια τρίτη. Και θα συνεχίσουμε, ενδεχομένως, γιατί είναι ένα έργο το οποίο περνάει πάρα πολύ ωραία στον κόσμο. Το φοβερό είναι ότι πηγαίνουμε σε ένα πολύ “αθώο” κοινό, σε παιδιά που πιθανότατα δεν ξέρουν καν ότι υπάρχει Λυρική Σκηνή, και βλέπουν ξαφνικά μια μικρή όπερα με μουσικούς και τραγουδιστές… Αλλά και για μας έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον γιατί δεν έχουμε το μαξιλάρι του κοινού της Αθήνας, που ξέρουν ποιος είναι ο Κυπουργός και τι είναι η Λυρική, πηγαίνουμε παίζοντας κάπως “ηρωικά” και είναι πολύ απελευθερωτικό αυτό».

Όλοι έχουν να πουν για τη Σαμοθράκη. «Πηγαίναμε σε μια καταπληκτική ταβέρνα, γι’ αυτό μόνο θα πρέπει να κάνουμε μια ολόκληρη συνέντευξη(!), τι φάγαμε, πόσο πληρώσαμε, είναι μια άλλη Ελλάδα αυτή, έτσι; Ο νεαρός σερβιτόρος που μας σέρβιρε είχε δει την παράσταση, μας μιλούσαν με το όνομα του ρόλου, είναι πολύ τρυφερό όλο αυτό».

Το εισπράττω από όλους, ότι το κάνουν με μεγάλο κέφι. Χρόνια συνεργάτες που έχουν γίνει φίλοι, ταξιδεύουν με καράβια και ΚΤΕΛ, γνωρίζουν τα μέρη, ψάχνουν τα θέατρα, περνούν από τα σχολεία τα οποία θα έρθουν μετά να τους δουν. Η περιοδεία, μαζί και με τις συζητήσεις, έχει αυτόν τον εκπαιδευτικό χαρακτήρα που είναι σημαντικός, λέω στον Δημήτρη, που βάζει κι αυτή την παράμετρο: «Έτσι κι αλλιώς τα εθνικά θέατρα από τη φύση τους έχουν έναν εκπαιδευτικό ρόλο και αυτή την αποστολή, διεθνώς, κι η Λυρική είναι κι αυτή ένα εθνικό θέατρο. Και πάντα νιώθουμε κι ένα καμάρι, όταν παίζουμε».

Μαζί μας είναι και ο Χρήστος Σακελλαρίδης, που παίζει πιάνο. «Όλη η ομάδα έχουμε πάρα πολύ καλή ενέργεια και συνεργασία, κι από την αρχή ήταν όλα πολύ αρμονικά. Αυτό δεν είναι αυτονόητο, κι είναι πολύ σημαντικό για μια τέτοια περιοδεία, γιατί περνάς πολλές ώρες μαζί. Και μπορεί να ακούγεται κάπως εξωτικό το ότι πηγαίνουμε σε ωραία μέρη, αλλά δεν είναι ακριβώς διακοπές, υπάρχουν απαιτήσεις, προκλήσεις, όπως οι καινούριοι χώροι που πρέπει να προσαρμοστούμε κάθε φορά, πάρα πολλοί απρόβλεπτοι παράγοντες, και το ότι είμαστε πολύ καλή ομάδα είναι πάρα πολύ σημαντικό για να δώσουμε τον καλύτερο εαυτό μας για το οτιδήποτε προκύψει εντός και εκτός παράστασης».

Τον ρωτάω για το μουσικό κομμάτι του έργου. «Είναι πολύ ιδιαίτερο, δεν το είχα ακούσει στην αρχική μορφή αλλά μου έκανε εξαιρετική εντύπωση όταν το έπαιξα σχεδόν πριν από 10 χρόνια με την Όπερα των Ζητιάνων και τον Χαράλαμπο Γιώγο στο bios, πάλι μικρό σύνολο. Είναι φαινομενικά απλό, όμως από πίσω έχει πολλή σκέψη και πληροφορία για ανθρώπους που ξέρουν μουσική. Για παράδειγμα όταν παίζουμε στο τέλος τη σιωπή, είναι μια αναφορά στον αβανγκάρντ αμερικανό συνθέτη Τζον Κέιτζ (το έργο είναι αφιερωμένο, απροσδόκητα, στη μνήμη του), που συνέθεσε ένα κομμάτι με τίτλο η “4’33’’”, δηλαδή 4 λεπτά και 33 δεύτερα, στο οποίο ο πιανίστας δεν παίζει καμία απολύτως νότα, ερμηνεύει την παύση, και μάλιστα είναι χωρισμένο σε τρία μέρη – κι ο Νίκος έχει εμπνευστεί από αυτό. Επίσης παίρνει στοιχεία από Μπετόβεν, Μότσαρτ και άλλα έργα, ακόμα κι από δική του μουσική, όπως το soundtrack για τη διαφήμιση του Carnation (σ.σ. που μας θυμίζει τα παιδικά μας χρόνια) και έχουν πολύ ενδιαφέρον όλα αυτά τα μικρά στοιχεία που έχει εντάξει. Τα πολύ μικρά παιδιά δεν μπορούν να τα καταλάβουν, αλλά μπορούν να νιώσουν την ενέργεια». Σχολιάζω και το σημείο όπου παίζουν το ίδιο μουσικό θέμα με διαφορετικούς τρόπους στον μονίμως ανικανοποίητο βασιλιά, μια μελωδία υπέροχη που στο τέλος σου μένει, όπου δείχνει στα παιδιά πόσο ανοιχτή σε ερμηνείες μπορεί να είναι μια μουσική φράση.

Στη ερώτηση ποιο μέρος ξεχώρισε από την περσινή περιοδεία, αναφέρει τη Λήμνο: «Ήταν άνοιξη, οι μυρωδιές, τα χρώματα, η ανθισμένη φύση, όταν πήγαμε στις Αμμοθίνες κάπου στη μέση του νησιού που είναι σαν έρημος, το περπάτημα στο παλιό Κάστρο, ή η διαδρομή με το αυτοκίνητο εκείνο το βράδυ με πανσέληνο που τραγουδούσαμε... Για μένα ήταν μια αποκάλυψη αυτό το μέρος».

Όσο για τη Σαμοθράκη προσθέτει ότι ήταν ίσως το μόνο μέρος που είχαν μια τέτοια βοήθεια από τον δήμαρχο, καθώς αντιλήφθηκε τι σήμαινε όλο αυτό. «Κινητοποίησε την τοπική κοινωνία, ήταν γεμάτες όλες οι προβολές, μας πήγαν να φάμε σε ένα πολύ ωραίο μέρος, και για μας όλο αυτό είναι σημαντικό, γιατί η δουλειά μας δεν είναι παίξαμε-φεύγουμε – θέλεις να δεις και τον κόσμο, πώς θα αντιδράσει, τρεφόμαστε από αυτό».

Εκεί δίπλα κάθεται χαλαρά και ο Αντώνης Κορδοπάτης, ο Βασιλιάς, που είναι ο νεότερος της παρέας σε ηλικία αλλά και στην παράσταση, καθώς είναι η μόνη νέα προσθήκη. «Το έργο έχει χιούμορ και πολύ ωραίες μελωδίες, δεν είναι δύσκολες για τα παιδιά, σου μένουν φεύγοντας». «Είναι σεμνός και δεν θα το πει, ο άνθρωπος είναι φαινόμενο έτσι; μέσα σε ελάχιστες πρόβες έκανε τον ρόλο» φωνάζει από πιο πέρα ο Δημήτρης Ναλμπάντης, καθώς ήταν ο μόνος που δεν ήξερε το έργο και έπρεπε να μάθει τον ρόλο του σε πολύ χρονικό διάστημα. «Θεωρώ ότι το έργο είναι εύκολο και για τους μουσικούς, αλλά και για το κοινό. Ψυχολογικά πιο απαιτητικό, καθώς είναι βαθιά καυστικό απέναντι σε μια κατηγορία ανθρώπων που νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα και δεν ξέρουν τίποτα – κι οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι μόνο στην ελίτ, υπάρχουν παντού, είναι η κατηγορία της ημιμάθειας, που είναι χειρότερη από την αμάθεια. Και μάλιστα το σατιρίζει με ωραίο τρόπο, γιατί έχει χιούμορ, και ο βασιλιάς παραμένει συμπαθής ήρωας». Ίσως γιατί μέσα μας όλοι έχουμε  ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο τέτοιο κομμάτι και δείχνουμε κατανόηση, σχολιάζουμε.

***

Ο Νίκος Κυπουργός είναι ακόμα στην Αίθουσα, πολύ ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα. Είναι κάτι τελευταίο που αφήσαμε για το τέλος, μια άλλη πτυχή της περιοδείας με φοβερό ενδιαφέρον, ξεχωριστό θέμα από μόνο του – τα εργαστήρια που κάνουν με την Ελίτα Κουνάδη. «Συζητούσαμε για το τι υπάρχει από μουσικό δυναμικό σε κάθε μέρος, υποδομές, χορωδίες, μικρά σύνολα, μπάντες, να γνωριστούν μεταξύ τους – η Ελίτα κάνει όλη την προεργασία και τις επαφές με τους ανθρώπους». Μου εξηγεί ότι κάνουν μουσικά εργαστήρια και ότι όλο αυτό είναι μια φοβερή εμπειρία με στόχο να μαζευτεί υλικό για το πώς μπορούν όλοι αυτοί οι άνθρωποι να συνεργαστούν, δίνοντάς τους κατευθύνσεις πού να βρουν υλικό, φέρνοντάς τους σε επαφή με αντίστοιχα σύνολα και ομάδες άλλων νησιών. Πρώτα απ’ όλα, όμως, είναι μια καταγραφή του τι μουσικό δυναμικό υπάρχει σε κάθε μέρος και των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν, που όπως φάνηκε είναι τα ίδια παντού.

Όπως θα μου πει η Ελίτα Κουνάδη στο τηλέφωνο, «η ελλιπής οικονομική στήριξη από την πολιτεία είναι τεράστιο εμπόδιο, είτε μιλάμε για ορχήστρες και χορωδίες δημοτικές ή για πολιτιστικούς συλλόγους, για Μουσικά Σχολεία, για δημοτικά ή ιδιωτικά ωδεία, για συγκροτήματα ή για μεμονωμένους μουσικούς. Το εντυπωσιακό, σε όλα τα μέρη που επισκεφτήκαμε, είναι ότι τόσοι άνθρωποι βρίσκουν καταφύγιο στη μουσική και, παρά τις δυσκολίες, πολλές φορές με θαυμαστά αποτελέσματα». Μέσα από αυτό έζησαν όμορφες στιγμές και δημιούργησαν προσωπικές σχέσεις με τους ανθρώπους στα μέρη που επισκέφθηκαν, φανταζόμαστε όλοι πόσο σημαντικές και για τους ανθρώπους της περιφέρειας, και είναι κι αυτό μια πολύ σημαντική και πολύ συγκινητική πτυχή της περιοδείας, μια παράλληλη δράση η οποία ξεπήδησε από το συγκεκριμένο έργο και θα συνεχιστεί φτιάχνοντας εντέλει ένα άτυπο δίκτυο υποστήριξης.

Όσο γράφω αυτό το κείμενο ο θίασος της παράστασης «Σιωπή, ο βασιλιάς ακούει» είναι ήδη στην Πάτμο, όπου θα παίξουν στο Πνευματικό Κέντρο (30/4 - 2/5), ενώ συνέχεια έχουν η Λέρο στο Δημοτικό Κινηματοθέατρο στο Λακκί (5-8/5), η Κως στον Κινηματοθέατρο Ορφέα στην Πλατεία Ελευθερίας (12-14/5) και το Καστελλόριζο όπου θα παίξουν στην πλατεία (17&18/5). Το πρόγραμμα της περιοδείας εμπλουτίζεται με τα εκπαιδευτικά εργαστήρια συμβουλευτικής και τεχνικής υποστήριξης για τη δημιουργία μουσικών συνόλων του Νίκου Κυπουργού και της Ελίτας Κουνάδη, καθώς και με την προβολή της βιντεοσκοπημένης παράστασης για όλη την οικογένεια «Ιζαντόρα Ντακ», βασισμένη στο ομότιτλο παραμύθι της Στέλλας Μιχαηλίδου, σε μουσική του Κώστα Βόμβολου, που παρουσιάστηκε με επιτυχία στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

Δειτε περισσοτερα