Θεατρο - Οπερα

Τι συμβαίνει με τα μιούζικαλ;

Η αθηναϊκή σκηνή έχει (ξανα)γεμίσει με μιούζικαλ με πολλές ανατρεπτικές παραστάσεις out of the box. Μια νέα τάση γεννιέται ή επινοείται ξανά ένα κλασικό θεατρικό είδος;

Τάνια Σκραπαλιώρη
ΤΕΥΧΟΣ 851
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Τα Μιούζικαλ στην Ελλάδα: η σύγχρονη ιστορία τους, η post-millennium εποχή και οι παραστάσεις με τη μεγαλύτερη επιτυχία.

Μιούζικαλ. Αυτό το ιδιαίτερο, συχνά παρεξηγημένο είδος που άλλοι λατρεύουν κι άλλοι μισούν, κι ακόμα περισσότεροι καταχωρούν στο προσωπικό τους λεξικό πολιτιστικών προτιμήσεων ως κάτι «ελαφρύ», «εύκολο», συχνά «σαχλό» και στην καλύτερη των περιπτώσεων ως «ένοχη απόλαυση». Μιούζικαλ στην Ελλάδα. Στο μυαλό έρχεται κατευθείαν ο Γιάννης Δαλιανίδης και τα μιούζικαλ που καθόρισαν τη λεγόμενη «χρυσή εποχή» του ελληνικού κινηματογράφου, όσο για το μιούζικαλ στο ελληνικό θέατρο πολλοί ίσως το μπερδεύουν λανθασμένα με τις επιθεωρήσεις του ’60 και του ’70, ενώ οι περισσότεροι έχουν ως αναφορά τις δουλειές της Θέμιδας Μαρσέλλου και τις ελληνικές εκδοχές των μεγάλων επιτυχιών του Broadway όπως τα «Matilda»,  «Οικογένεια Άνταμς» και «Mamma Mia».

Πράγματι, η σύγχρονη ιστορία των μιούζικαλ στην Ελλάδα μετράει στερεότυπα και λάθος εντυπώσεις, Broadway και οff-Broadway μόδες, μεγάλες επιτυχίες και εξίσου μεγάλες εμπορικές αποτυχίες, και κάποιες μεμονωμένες προσπάθειες για τη διαμόρφωση ενός  σύγχρονου «ελληνικού μιούζικαλ» – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Η πρώτη περίοδος ενσωμάτωσης του σύγχρονου μιούζικαλ στην αθηναϊκή σκηνή στην αυγή της δεκαετίας του ’70, υπό την επίδραση των κοινωνικο-πολιτικών ανακατατάξεων της εποχής, της ψυχεδέλειας, της κουλτούρας των χίπηδων και της μεγάλης οff-Broadway επιτυχίας «Hair» με παραστάσεις όπως «Μαριχουάνα… Στοπ» του Γιάννη Δαλιανίδη, «12 μήνες καλοκαίρι» του Γιώργου Λαζαρίδη με συνθέσεις του Σταύρου Ξαρχάκου και φυσικά την πρώτη ελληνική παραγωγή του «Hair» («Τρίχες») από τον Γιάννη Πετρίτση, έδωσε τη θέση της σε μια εικοσαετία που το μιούζικαλ βρήκε μια καλή θέση στη μαρκίζα των πρώτων γραμμών του ελληνικού θεάτρου, με αιχμή του δόρατος τις μεγάλες επιτυχίες της «εθνικής σταρ» Αλίκης Βουγιουκλάκη, όπως το «Καμπαρέ» το 1978, το «Βίκτωρ Βικτώρια» το 1983 και φυσικά το κύκνειο άσμα της «Η μελωδία της ευτυχίας» το 1996.

Στην post-millennium εποχή οι θεατρικοί παραγωγοί της Αθήνας «ξαναθυμήθηκαν» το μιούζικαλ στα τέλη των 00s, συνεχίζοντας με πλούσιο πρόγραμμα και στο πρώτο μισό των 10s. Η πρώτη μεγάλη εστία αναζοπύρωσης του ενδιαφέροντος κοινού και κριτικών ήταν η εμβληματική εγχώρια μεταφορά του διεθνούς φήμης ροκ μιούζικαλ «Rent» του Jonathan Larsson, σε σκηνοθεσία Θέμιδας Μαρσέλλου, που ανέβηκε το 2009 στο Θέατρο Χώρα συνεχίζοντας μετά στη «Σφεντόνα» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας – εμβληματική γιατί, μεταξύ άλλων, επιστρατεύοντας νέα ταλέντα που είχαν ξεχωρίσει στα talent shows της εποχής αλλά και στην τηλεόραση, από την Τάμτα και τον Ησαϊα Ματιάμπα μέχρι την Αντιγόνη Ψυχράμη και τον Άρη Πλασκασοβίτη και από την Άντα Λιβιτσάνου μέχρι τον Πάνο Μουζουράκη, «τράβηξε» στα κάπως γερασμένα τότε musical δρώμενα νεότατο και «εναλλακτικό» κοινό που μέχρι τότε, ίσως, πίστευε ότι το musical αρχίζει και τελειώνει στα έργα του Andrew Lloyd Weber. Από εκεί και έπειτα, οι παλαιότερες επιτυχίες της Αλίκης Βουγιουκλάκη αλλά και παγκόσμια musical hits πλημμύρισαν τα ελληνικά θέατρα με προτάσεις για μικρούς και μεγάλους, από το «Annie», τον «Βιολιστή στη Στέγη» και το «Ωραία μου Κυρία» μέχρι το «Shreck: The Musical» και τον «Τομ Σόγιερ» αλλά και κάποιες πιο εκκεντρικές, glam ασκήσεις όπως το «Rocky Horror Show» του Κωνσταντίνου Ρήγου. Παράλληλα αναδύθηκε ένα πιο «ελληνικό» ιδίωμα με μεγάλες παραγωγές εστιασμένες στην ιστορία του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού και θεάτρου, όπως το «Πριν το χάραμα» του διδύμου Ρέππα-Παπαθανασίου και το «Μια Ελλάδα Θέατρο» του Δημήτρη Μαλισσόβα. Και μετά τι;

Μιούζικαλ παντού

Τα τελευταία δύο-τρία χρόνια αυτό που επιχειρήθηκε κατά καιρούς από κάποιους  οραματιστές –η διαμόρφωση, δηλαδή, ενός ελληνικού τύπου μιούζικαλ, βασισμένου σε αμιγώς εγχώρια πολιτιστικά προϊόντα– έχει πάρει σάρκα και οστά μέσα από συχνά απροσδόκητες, out of the box παραγωγές που επιχειρούν να μεταφράσουν ορόσημα της εγχώριας ανεξάρτητης κινηματογραφικής παραγωγής, του νεοελληνικού θεάτρου και της νεοελληνικής λογοτεχνίας στη γλώσσα του μιούζικαλ με όρους που μπορούν να μιλήσουν στο απαιτητικό κοινό του 2022. Νέοι δημιουργοί καταπιάνονται με κάτι που να μην είχαν ίσως ποτέ σκεφτεί, ενώ οι σκηνοθέτες της γενιάς του 2000 βλέπουν τη μεταμόρφωση της δουλειάς τους σε μουσικοχορευτικό θεατρικό δρώμενο ως μια πρόκληση εξέλιξης της διαχρονικότητάς τους.

"Φτηνά τσιγάρα" © Ανδρέας Σιμόπουλος

Μιλάμε για τα «Φτηνά Τσιγάρα» και το «Σπιρτόκουτο» 20 χρόνια μετά, αλλά βάζουμε από δίπλα το επεξηγηματικό παράθεμα, «Τhe Μusical». Θρυλικά έργα του Καμπανέλλη και του Καζαντζάκη αναβιώνουν με μουσική και χορό στις σκηνές της μετα-Αθήνας, στην «Αυλή των Θαυμάτων» σε μουσική Στέφανου Κορκολή (στίχους Γεράσιμου Ευαγγελάτου, σκηνοθεσία Χρήστου Σούγαρη και δραματουργία Μαρίσας Τριανταφυλλίδου) και στον «Ζορμπά» (σε θεατρική διασκευή Γιάννη Κακλέα και Γεράσιμου Ευαγγελάτου, με τις πρωτότυπες συνθέσεις του Μίκη) αντίστοιχα. Η Ελένη Ράντου ανοίγει ξανά τα προσωπικά της ημερολόγια στο πάρτι της ζωής της στο θέατρο Διάνα υπό τους ήχους των String Demons. To συνθετικό δίδυμο Γεράσιμου Ευαγγελάτου-Θέμη Καραμουτίδη, που έδωσε το φιλί της ζωής στο –ακόμη και σήμερα αποκαλούμενο– «έντεχνο» genre, μεταγλωττίζει Σαίξπηρ σε μιούζικαλ ετοιμάζοντας ένα ξέφρενο πάρτι στο Δημοτικό Θεάτρο Πειραιά με τις «Εύθυμες κυράδες του Ουίνδσορ», ενώ στην καρδιά της Αθήνας στο Θέατρο Ριάλτο ο Μίδας του ελαφρολαϊκού πενταγράμμου Φοίβος προετοιμάζει τη δική του απάντηση, με τη θεατρική διασκευή των τραγουδιών του album «Γεια» της Δέσποινας Βανδή, για το «Γεια - The Musical».

Και όταν στην ίδια παράγραφο μπορούν να χωρέσουν ο Ρένος Χαραλαμπίδης και ο Γιάννης Οικονομίδης, ο Γιάννης Κακλέας, ο Στέφανος Κορκολής και ο Μίκης Θεοδωράκης, και ο Φοίβος (όχι ο Δεληβοριάς, ο άλλος) τότε είναι ξεκάθαρο ότι τα μιούζικαλ στην Ελλάδα ζουν μια νέα εποχή δόξας, καβάλα σε μια νέα τάση, στην οποία επενδύονται όλο και περισσότερα από όλο και περισσότερους.

Να σημειώσουμε και την οπερετική εκδοχή της «Στρέλλα» του Μιχάλη Παρασκάκη, σε λιμπρέτο Αλεξάνδρας Κ* και σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή, βασισμένη, φυσικά, στην ομώνυμη ταινία-σταθμό του Πάνου Κούτρα, που διχάζει πριν ακόμα ξεκινήσει προκαλώντας αναταραχές στην Εθνική Λυρική Σκηνή και στην queer κοινότητα εξαιτίας της φερόμενης δυσκολίας να καλυφθεί ο πρωταγωνιστικός ρόλος από διεμφυλική καλλιτέχνιδα.

Και όπως συχνά συμβαίνει, πολλές «νέες τάσεις» τις οποίες συναντάμε στην Ελλάδα ακολουθούν μια αντίστοιχη της παγκόσμιας αγοράς. Και το σύγχρονο μιούζικαλ στο εξωτερικό δείχνει για μια ακόμα φορά τον δρόμο – χωρίς, βέβαια, αυτό να μειώνει στο ελάχιστο την αξία και την πρωτοτυπία των εγχώριων εγχειρημάτων.

«Η Αυλή των θαυμάτων» © ΕΦΗ ΓΟΥΣΗ

Κάν’ το όπως ο Hamilton

H παράδοση των αγγλοσαξονικών χωρών στο θεατρικό είδος του μιούζικαλ είναι τόσο μακρά και πλούσια που δικαίως οι μεγάλες σκηνές του της Αμερικής και της Μεγάλης Βρετανίας παραμένουν μέχρι σήμερα οι μήτρες του σύγχρονου μιούζικαλ – και ως τέτοιες δικαιωματικά καλούνται να διαμορφώσουν τις τάσεις και τις νέες προοπτικές σε ένα κλασικό είδος.

Αυτό ακριβώς έκανε και ο Αμερικανός συνθέτης και ηθοποιός Lin-Manuel Miranda με το μεγαλύτερο ίσως πρωτότυπο musical hit της τελευταίας 20ετίας, το «Hamilton», σε μουσική και πρόζα του ίδιου, ένα έργο για τη ζωή ενός εκ των Ιδρυτών Πατέρων της Αμερικής, του Alexander Hamilton, βασισμένο στη βιογραφία του από τον Ron Chernow. Το «Hamilton» έκανε πρεμιέρα τον Ιανουάριο του 2015 off-Broadway στο The Public Theater στο Lower Manhattan, και από την πρώτη στιγμή στέφθηκε σε instant-hit. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς μετακόμισε στο Broadway και παίζεται ακατάπαυστα και sold out στις μεγαλύτερες σκηνές της Νέας Υόρκης και του West End του Λονδίνου, ενώ έχει σαρώσει τα παγκόσμια θεατρικά βραβεία – από τα 8 Drama Desk Awards του 2015 μέχρι τις εντυπωσιακές 11 υποψηφιότητες και 11 βραβεία στα 70στά Tony Awards ακόμα και το Pulitzer δραματικού έργου το 2016.

Το «Hamilton» όμως δεν είναι το απόλυτο ορόσημο του σύγχρονου musical λόγω των βραβεύσεων και των διθυραμβικών κριτικών, αλλά εξαιτίας της φρεσκάδας που έφερε σε ένα είδος που είχε αρχίσει να δοκιμάζεται ως προς τη νεωτερικότητα ακόμα και στις κραταιές αγορές της Αγγλίας και των ΗΠΑ, καθώς δεν είχε αλλάξει για σειρά δεκαετιών. Με μουσική αντλημένη απευθείας από τον πλούτο της hip-hop, της rap και της r’n’b, τα τραγούδια του Hamilton θα μπορούσαν να είναι παραγωγές της Beyonce, ενώ ακούγονται εξαιρετικά σύγχρονα και αναζωογονητικά λειτουργώντας συμπεριληπτικά για το μη παραδοσιακό κοινό του musical. Όπως χαρακτηριστικά έχει δηλώσει ο Lin-Manuel Miranda, η ιστορία του Hamilton γεννήθηκε στο μυαλό του εξαρχής ως ένα hip-hop album το οποίο μεταμορφώθηκε σε ένα χρήσιμο εργαλείο προκειμένου να πει «την ιστορία της Αμερικής του τότε, με όρους του σήμερα».

Πρόκειται για μία από εκείνες τις καλλιτεχνικές προτάσεις που διαμορφώνουν τάσεις και σχολές. Καθόλου τυχαίο ότι σε κάποια σκηνή της Μεγάλης Βρετανίας γίνονται αυτή τη στιγμή εντατικές πρόβες για τη musical εκδοχή του «The Matrix» με τίτλο «Free Your Mind» υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Danny Boyle, με βασικό συστατικό τη hip-hop μουσική και χορογραφίες –θα παρουσιαστεί στο κοινό το 2023– ενώ τον δρόμο του για το West End έχει πάρει και η musical μεταφορά του «Trainspotting» με τη σφραγίδα του ίδιου του Irvine Welsh.

Cult gems γίνονται μιούζικαλ. Μήπως κάτι σας θυμίζει;

«Εύθυμες κυράδες του Ουίνδσορ»

Από τα «Φτηνά Τσιγάρα» στο «Σπιρτόκουτο», ένα τσιγάρο δρόμος

Σε αντίθεση με τη συνήθως αργοπορημένη υιοθέτηση των εξελίξεων εκτός των τειχών –η οποία  στην εποχή της πλήρως διασυνδεδεμένης κοινωνίας και οικονομίας ολοένα και βελτιώνει τους δείκτες της– η τάση μιουζιακαλ-οποίησης απροσδόκητων προϊόντων της ποπ και συχνά cult κουλτούρας στην Ελλάδα φαίνεται να συμβαδίζει με την αντίστοιχη του εξωτερικού, έχοντας ήδη τα πρώτα της ορόσημα επί σκηνής σε θεαματικούς χρόνους και με εξίσου πιο θεαματικές επιδόσεις.

«Φτηνά Τσιγάρα» και «Σπιρτόκουτο» σημαδεύουν τις θεατρικές σεζόν του 2022 ξανασυστήνοντας την επιδραστικότητά τους με νέους μουσικοχορευτικούς και θεατρικούς όρους. Η εμπλοκή των ίδιων των δημιουργών τους μάλιστα στα νέα αυτά φιλόδοξα εγχειρήματα αποδεικνύει το ότι έχουν και εκείνοι πειστεί για τις προοπτικές εναλλακτικής θέασης των έργων τους από το ίδιο εκείνο κοινό που έκλαψε, συγκινήθηκε και ταράχτηκε με τις ταινίες τους.

Δύο ταινίες πολύ διαφορετικής αισθητικής που κυκλοφόρησαν λίγο μετά το 2000, χωρίς να συναντήσουν στη βιομηχανία και το κοινό της εποχής την ανταπόκριση που βρήκαν σταδιακά με την από στόμα σε στόμα ανακάλυψή τους από το νεανικό κοινό της αμέσως επόμενης φουρνιάς, απολαμβάνοντας πια τη στόφα του «διαχρονικού», του «κλασικού», του «εμβληματικού», του «επιδραστικού» φιλμ.

Εθνικό Θέατρο | «Τα φώτα της πόλης» του Τσάρλι Τσάπλιν

Τα musical «Φτηνά Τσιγάρα» σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου, που ανέβηκε στην Εθνική Λυρική Σκηνή τον Φεβρουάριο του 2022 ενώ συνεχίζεται φέτος το φθινόπωρο με περιορισμένο αριθμό παραστάσεων, δικαίωσε την ιδέα του συνθέτη του soundtrack της ταινίας, συνθέτη και μαέστρου του musical Παναγιώτη Καλαντζόπουλου, και του διευθυντή της ΕΛΣ, Αλέξανδρου Ευκλείδη, καθώς ήταν το πρώτο δείγμα ότι μια τέτοια μεταφορά έχει κάτι νέο όσο και παλιό να πει, να ξαναδιηγηθεί, να επανεπινοήσει. Ήταν ένα «στοίχημα επιδραστικότητας της ταινίας με τις άλλες τέχνες» που κερδήθηκε, όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο Ρένος Χαραλαμπίδης στην Athens Voice λίγο πριν τη πρεμιέρα των μιουζικαλικών «Φτηνών Τσιγάρων». Κι ένα στοίχημα που, όπως φάνηκε, προκαλούσε κι άλλους να το κερδίσουν.

Το «Σπιρτόκουτο - The Musical» σε μουσική Γιάννη Νιάρρου και Αλέξανδρου Λιβιτσάνου, λιμπρέτο Γιάννη Οικονομίδη και Δώρη Αυγερινόπουλου και σκηνοθεσία Γιάννη Νιάρρου, παίζεται στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης έχοντας αποσπάσει τις πρώτες διθυραμβικές κριτικές και οδεύοντας προς ένα από τα απόλυτα talk of the town δρώμενα της χρονιάς. Η χαρακτηριστική αφίσα με τον ανεμιστήρα γεμίζει του δρόμους της πόλης και κάθε σινεφίλ ή εθισμένος στην cult-ποπ κουλτούρα θέλει να το δει, έστω και από απλή περιέργεια. Μεγάλο εχέγγυο και εδώ η ουσιαστική εμπλοκή του Γιάννη Οικονομίδη, που σε όλες τις σχετικές συνεντεύξεις του δείχνει να πιστεύει ότι κάτι πολύ ενδιαφέρον συμβαίνει εδώ, κόντρα σε κάθε στερεοτυπική αντίληψη για ένα φιλμ που κοίταξε –από τα πρώτα– μέσα από την κλειδαρότρυπα της ελληνικής οικογένειας και σέρβιρε στο πανί αφτιασίδωτο το κοινωνικό της αποτύπωμα μέσα από ένα υβρεολόγιο που έγινε σημείο αναφοράς στο ελληνικό σινεμά. «Ένα πρωτόγνωρο θέαμα για τα ελληνικά δεδομένα», όπως δήλωσε ο Γιάννης Οικονομίδης στην πρόσφατη συνέντευξη τύπου, «το δικό μας ελληνικό μιούζικαλ που θέλαμε να δημιουργήσουμε εξυπηρετώντας την ιστορία», όπως δήλωσε ο Γιάννης Νιάρρος, που «κάνει συμβατούς δύο κατ΄ αρχήν ασύμβατους κόσμους».

«Ο Λιβιτσάνος και ο Νιάρρος είναι μια νέα γενιά, που δεν είδε το “Σπιρτόκουτο” στον κινηματογράφο, αλλά σε άλλες ίσως πλατφόρμες, όπως το YouTube. Μπορούσαν, λοιπόν, να κάνουν εύκολα τη μεταφορά στο μυαλό τους ότι αυτή τη στιγμή δεν μιλάνε. Τραγουδάει ο ένας στον άλλο, αλλά τραγουδάει σαν να μιλάει. Γιατί αυτό που είχαμε αποφασίσει με τον Γ. Οικονομίδη, πριν μπει ο Νιάρρος και ο Λιβιτσάνος στην εξίσωση, ήταν να αποκλείσουμε κάποια μουσικά είδη, για να καθορίσουμε τον αισθητικό δρόμο που θα ακολουθούσαμε. Στο μιούζικαλ, υπάρχει συνδυασμός εντελώς διαφορετικών μουσικών ειδών. Αυτό αντανακλά, άλλωστε, το δικό μας χαρακτήρα, αλλά και τον συναισθηματικό κόσμο των χαρακτήρων του Σπιρτόκουτου. Δεν είναι καλοί και κακοί. Δεν είναι μόνο άγριοι, φωνακλάδες ή μόνο τρυφεροί. Δεν είναι μόνο κάφροι ή καταπιεσμένοι. Όλοι είναι από όλα και αυτό βγαίνει μέσα από τη μουσική και τον τρόπο που τραγουδιέται», σημείωσε στην ίδια συνέντευξη Τύπου η Διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση, Αφροδίτη Παναγιωτάκου. Και ίσως κάπου εδώ να βρίσκεται το κλειδί αυτής της νέας εποχής των μιούζικαλ σε Ελλάδα και εξωτερικό, που δεν είναι άλλο από αυτό που χρησιμοποίησε ο Lin Manuel Miranda για να ξεκλειδώσει την ιδέα του Hamilton για το ευρύ κοινό. Μια απλή συνταγή ιστοριών του κάποτε που διατηρούν την αξία να επανειπωθούν με μουσική που επανεπινοώντας τον εαυτό της επανεπινοεί και το ίδιο το είδος. Ένα είδος σταυροδρόμι τεχνών που ίσως ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο παρουσιάζεται στη σύγχρονη εποχή του πανέτοιμο να καταρρίψει όλα τα στερεότυπα που το συνοδεύουν.

«Ζορμπάς» στο «ΘΕΑΤΡΟΝ» του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος» © Patroklos Skafidas