Θεατρο - Οπερα

Λιάνα Χαρουτουνιάν, πώς αισθάνεστε που θα τραγουδήσετε στο Ηρώδειο;

Η διάσημη σοπράνο από την Αρμενία μας μίλησε για τη ζωή της, την οικογένειά της και την πορεία της στον κόσμο της μουσικής

Λένα Ιωαννίδου
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Λιάνα Χαρουτουνιάν: Συνέντευξη με τη διάσημη σοπράνο από την Αρμενία που θα ερμηνεύσει την Τόσκα του Πουτσίνι στο Ηρώδειο - τελευταία παραγωγής της ΕΛΣ για τη σεζόν 2021-22

Τα τελευταία 10 χρόνια βρίσκεταιστο διεθνές οπερατικό προσκήνιο και κάθε της ερμηνεία είναι και ένας μικρός θρίαμβος. "Το ηχόχρωμά της είναι πληθωρικό, όπως αυτών των πλούσιων και γεμάτων σλαβικών φωνών, η τεχνική της εξαιρετική. Η τοποθέτηση της φωνής της είναι τέλεια, οι ψηλές είναι καταιγιστικές και ηχηρές, χωρίς να καταβάλλει καμία προσπάθεια, και οι χαμηλές της γεμάτες δύναμη" έγραψαν για εκείνη οι κριτικοί. Η Λιάνα Χαρουτουνιάν, η διάσημη σοπράνο από την Αρμενία, έφτασε στην Ελλάδα πριν λίγες μέρες για να μας αφηγηθεί από τη σκηνή του Ηρωδείου την τραγική ιστορία της Φλόρια Τόσκα, μιας ντίβας της όπερας που «έζησε για την τέχνη και τον έρωτα». Η βαθιά, ευγενική φωνή πάντως που άκουσα από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής σε τίποτα δεν θύμιζε ντίβα και η κουβέντα που κάναμε για τη ζωή, την καριέρα της και την ηρωίδα που θα ενσαρκώσει, απλά το επιβεβαίωσε...

Κυρία Χαρουτουνιάν, πώς αισθάνεστε που θα τραγουδήσετε στο Ηρώδειο;
Είμαι ενθουσιασμένη, κάνω σαν μικρό παιδί! Είναι η πρώτη φορά που βρίσκομαι σε αυτό το τόσο ξεχωριστό θέατρο, η ατμόσφαιρα είναι μοναδική!

Δεν σας δυσκολεύει όμως ο ανοιχτός χώρος;
Όχι. Είναι εμπειρία! Εναρμονίζομαι με τη φύση, νιώθω πως η εγγύτητα αυτή μου δίνει μια αίσθηση συνέχειας, η φωνή διαπερνά τον ζεστό και υγρό αέρα και παίρνει μια διαφορετική, ενδιαφέρουσα χροιά. Έχετε βέβαια δίκιο, το Ηρώδειο είναι ένας μεγάλος, ανοιχτός χώροςκαι η ακουστική του διαφέρει πολύ από μια κλειστή αίθουσα όπερας, έχει εξωτερικούς θορύβους, οι θερμοκρασίες είναι υψηλές και τα κοστούμια της παράστασης βαριά και ζεστά ωστόσο, νομίζω ότι μπορώ να προσαρμοστώ χωρίς να χρειαστεί να ζορίσω τη φωνή μου.

Λιάνα Χαρουτουνιάν © Tatjana Dachsel

Έχετε βρεθεί στην Ελλάδα άλλη μια φορά, πριν από εννιά χρόνια, στο ξεκίνημα της καριέρας σας, για να ερμηνεύσετε σε δεύτερη διανομή τον ρόλο της Δούκισσας Έλενα στον Σικελικό Εσπερινό του Βέρντι, που είχε ανεβάσει τότε η Λυρική στο Μέγαρο Μουσικής. Έχετε όμορφες αναμνήσεις από εκείνη τη συνεργασία;
Δεν έχω απλώς όμορφες αναμνήσεις, εκείνη η συνεργασία στάθηκε καθοριστική για την καριέρα μου, την άλλαξε ριζικά! Καταρχήν θυμάμαι πόσο ζεστάμε υποδέχτηκαν οισυνάδελφοι, ο μαέστρος, ο σκηνοθέτης... όλοι. Ενώ έφτασα αργά– θα αντικαθιστούσα εκτάκτως τη σοπράνο του δεύτερου καστ- και δεν είχα πολύ χρόνο για πρόβες, η προσοχή που μου έδειξαν με είχε συγκινήσει αφάνταστα. Ήταν για μένα τύχη που κλήθηκα να ερμηνεύσω τον ρόλο της Έλενα, όχι μόνο γιατί το αποτέλεσμα με ικανοποίησε φωνητικά και με ωρίμασε, αλλά και γιατί στο κοινό βρισκόταν ο διευθυντής του Κόβεντ Γκάρντεν ο οποίος αφού άκουσε και τις δύο διανομές, με κάλεσε να κάνω το ντεμπούτο μου στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου! Η συνάντηση αυτή άλλαξε τη ζωή μου, ως λυρική τραγουδίστρια, μου άνοιξε το δρόμο για τα πολλά όμορφα πράγματα που ακολούθησαν. Από εδώ ξεκίνησαν όλα, άρα είστε υπεύθυνοι για ένα μεγάλο μέρος της διεθνούς μου καριέρας (γέλια)! Γι’ αυτό, όταν η Λυρική μου ζήτησε να έρθω και να τραγουδήσω Τόσκα, είπα αμέσως το ναι!

Κατάγεστε από την Αρμενία. Το γεγονός ότι μεγαλώσατε σε μια οικογένεια που αγαπούσε την όπερα, πιστεύετε ότι συντέλεσε στο να ανακαλύψετε τη φωνή σας και να στραφείτε στο λυρικό τραγούδι;
Πράγματι, ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ την όπερα, ήταν το μεγάλο πάθος του. Είχε ωραία φωνή, όμως δεν τραγουδούσε άριες αλλά τα παραδοσιακά της Αρμενίας. Η  μουσική δεν έλειπε ποτέ από το σπίτι μας, οπότε το τραγούδι ήταν για μένα κάτι εντελώς απλό, φυσιολογικό, αυθόρμητο. Δεν υπήρξα ποτέ ντροπαλή, όπου και να βρισκόμουν, στο οικογενειακό τραπέζι, στις γιορτές, αν κάποιος μου έλεγε «έλα Λιάνα, τραγούδησέ μας κάτι», το έκανα χωρίς δισταγμό. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί οι άνθρωποι ντρέπονται να τραγουδήσουν! Την πόρτα της όπερας όμως την άνοιξα μόνη μου, στα δεκαπέντε μου. Μέχρι τότε, έκανα μαθήματα πιάνου και σολφέζ ενώ στην παιδική χορωδία που συμμετείχα, τραγουδούσα κυρίως αρμένικα θρησκευτικά τραγούδια. Επειδή όμως το επίπεδό της ήταν ιδιαίτερα υψηλό, το ρεπερτόριό της περιλάμβανε και θρησκευτικά έργα δυτικών συνθετών, Χέντελ, Σκαρλάττι κ.α. Συχνά μάλιστα μου έδιναν το μέρος του σολίστ. Αυτή η μουσική με συγκινούσεπερισσότερο, ήταν διαφορετική, είχε βάθος, μιλούσε στην ψυχή μου. Από τη στιγμή που ανοίχτηκε μπροστά μου ο θαυμαστός, απέραντος κόσμος της κλασικής μουσικήςκαι της όπερας, κυριολεκτικά ήθελα να βγω από την κανονική ζωή μου και να μπω, να ζήσωσε αυτόν! Έτσι βρέθηκα στο Ωδείο του Ερεβάν για ανώτερες σπουδές στο τραγούδι.

Είχατε εκείνη την εποχή φωνές- πρότυπα; Λυρικές τραγουδίστριες που θα θέλατε να τους μοιάσετε;
Τι να σας πω, ό,τι άκουγα το λάτρευα! Τότεδενείχαμετηδυνατότηταναακούμεταπάνταόπωςτώρα. Είχαμε στο σπίτι μερικούς δίσκους βινυλίου με άριες μεγάλων ερμηνευτών, που τους έπαιζα και τους ξανάπαιζα.  Μπενιαμίνο Τζίλι, Ενρίκο Καρούζο, Γιούσι Μπγιόρλιν, Ρενάτα Τεμπάλντι, Ράινα Καμπαϊβάνσκα, Ρενάτα Σκόττο... Αυτοί οι δίσκοι ήταν ο πολυτιμότερος θησαυρός μου! Είχα μάθει όλες τις άριες και νοερά τραγουδούσα πότε με τον Τζίλι, πότε με την Τεμπάλντι και πότε με τον Καρούζο!

Τελικά τα καταφέρατε να μπείτε στον κόσμο της μουσικής. Ξεκινήσατε από το Ερεβάν αλλά αρκετά νωρίς βρεθήκατε στο Παρίσι...
Πράγματι, έφυγα από την Αρμενία για να συνεχίσω την λυρική μου κατάρτιση στο Παρίσι. Στον ενάμιση χρόνο που έμεινα εκεί η ανατροπή που συνέβη στην καλλιτεχνική μου ζωή ήταν τεράστια γιατί συνειδητοποίησα ότι η Ευρώπη ακολουθεί μια βαθύτερη και πιο απαιτητική προσέγγιση στο λιμπρέτο και τη μουσική, πολύ διαφορετική από όσα είχα μάθει μέχρι τότε. Αποφάσισα όμως ότι για να προχωρήσω θα πρέπει να είμαι ανοιχτή στο καινούργιο και πως όσο πιο γρήγορα υιοθετήσω αυτήν την προσέγγιση τόσο πιο γρήγορα θα είμαι έτοιμη για τους διαγωνισμούς και τις οντισιόν των μεγάλων λυρικών θεάτρων. Έτσι, άλλαξα ριζικά τον τρόπο που μελετούσα, τον τρόπο που διάβαζα την παρτιτούρα και προετοίμαζα έναν ρόλο. Άρχισα να εμβαθύνω στο κείμενο, να καταλαβαίνω καλύτερα τις ηρωίδες μου και τις ιστορίες τους, τη σημασία της μουσικής και του ρυθμού.

Υπάρχει κάποια συμβουλή που σας έδωσαν οι δάσκαλοί σας, η οποία να ήταν καθοριστική για την εξέλιξη της καριέρας σας;
Δεν είναι ακριβώς συμβουλή. Από τους δασκάλους μου, αγάπησα πιο πολύ εκείνους που μου «μετέφραζαν» τη μουσική σε συναίσθημα. Που στάλαξαν μέσα μου την επιθυμία να φαντάζομαι κάθε φορά το συναίσθημα στην καθημερινή μας ζωή, στη σχέση μας με τους άλλους, να βλέπω την εικόνα πίσω από τη μουσική, την ιστορία. Αυτό με έκανε να θέλω να πάω ακόμα πιο μακριά, να αισθανθώ καινούργια πράγματα που ποτέ δεν είχα νιώσει.  Μάλιστα, ο πρώτος που το έκανε- και τον ευγνωμονώ- ήταν ο καθηγητής μου στο πιάνο! Είχα δίπλα μου ανθρώπους που με έμαθαν να αναζητώ την αρμονία, να μπορώ να δω,μέσα από τη μουσική, τη ζωή μου, την προσωπικότητά μου. Τώρα πια, το σημαντικό για μένα είναι αυτό που κάνω να εναρμονίζεται με το σώμα μου, με τη φαντασία μου, με την τεχνική μου, με τις αισθήσεις μου.

«Τόσκα»στο Ηρώδειο © Β. Μακρής

Σας θεωρούν μια από τις καλύτερες βερντιανές σπίν το σοπράνο της γενιάς σας παρόλο πουοι φωνές αυτές είναι ιδανικές όχι μόνο για τις όπερες του μπελκάντο αλλά και του βερισμού. Ποιο είναι το δικό σας κριτήριο για να πείτε ναι σε έναν καινούργιο ρόλο;
Προσωπικά, δεν μου αρέσουν οι κατηγοριοποιήσεις των φωνών. Ναι, υπάρχουν στον κόσμο της μουσικής οι σπίντο, οι κολορατούρες, οι δραματικές σοπράνο, όμως το σε ποια κατηγορία με κατατάσσουν δεν με αφορά καθόλου. Ειλικρινά. Για μένα αυτό που μετράει είναι να αισθάνομαι άνετα με το ρεπερτόριο που τραγουδώ, να με συγκινεί η μουσική,ο ρόλος και να είμαι σε θέση, τεχνικά, να τον ερμηνεύσω. Να βρω παραλληλισμούς με τα δικά μου βιώματα και να τα χρησιμοποιήσω για να καταλάβω την ηρωίδα μου και να ταυτιστώ με το συναίσθημά της. Είναι απίστευτο αλλά όταν συμβαίνει αυτό, η τεχνική μου αλλάζει και οι αποχρώσεις της φωνής μου έρχονται πιο κοντά στην συναισθηματική της κατάσταση. Ακούω πάντα το σώμα μου. Αν δεν νιώθω καλά, αν ο ρόλος με βαραίνει, δεν μπορώ να αναπτύξω τη φωνή μου και τότε καταλαβαίνω ότι πηγαίνω σε λάθος κατεύθυνση, ότι δεν είναι εκείνη που θέλω να πάρω.

Υπάρχουν δηλαδή ρόλοι που θα θέλατε να τραγουδήσετε αλλά αισθάνεστε ότι δεν είστε ακόμα έτοιμη;
Ναι, θα ήθελα να δοκιμαστώ σιγά-σιγά στο Γερμανικό ρεπερτόριο, λατρεύω τον Βάγκνερ, για μένα ο κορυφαίος ρόλος είναι της Ιζόλδης, αυτόν ονειρεύομαι. Την πρώτη φορά που άκουσα τον «Θάνατο της Ιζόλδης» μαγεύτηκα και είπα στον εαυτό μου πωςαν δεν τον τραγουδήσωκάποια στιγμή στη ζωή μου, δεν θα έχω καταφέρει τίποτα!Αντιμετωπίζω τη Γερμανική μουσική με μεγάλο σεβασμό, γι’ αυτό πριν προχωρήσω θέλω να αισθάνομαι απόλυτα έτοιμη, να κατανοώ καλύτερα τη γλώσσα, το ύφος,να είμαι ώριμη φωνητικά για τους ρόλουςαυτούς. Με γοητεύει επίσης το ρεπερτόριο του εικοστού αιώνα. Στη μουσική του Ρίχαρντ Στράους, του Γιάνατσεκ, του Σοστακόβιτς οι έντονες αντιθέσεις, η διαφορετική ψυχολογία, δίνουν μια νέα διάσταση στα συναισθήματά μου...

Τόσκα: μια ντίβα με... μεταπτώσεις

Το Ελληνικό κοινό θα σας απολαύσει σε μια πασίγνωστη όπερα που έχει τραγουδηθεί από τις μεγαλύτερες ντίβες του λυρικού θεάτρου. Υπάρχει κάποια ερμηνεία που ξεχωρίζετε, ή που ενδεχομένως έχει κοινά σημεία με τη δική σας προσέγγιση;
Έχω ακούσει τα πάντα. Την Τόσκα της Κάλλας, της Σκόττο, της Τεμπάλντι, της Φρένι... Θαυμάζω, αγαπώ και σέβομαι απεριόριστα όλες εκείνες τις θρυλικές φωνές των προηγούμενων γενιώνκαι τις ευγνωμονώ για τις εξαιρετικές και τόσο διαφορετικές ερμηνείες που μας χάρισαν με το ταλέντο και την ευαισθησία τους. Μου είναι δύσκολο να πω ποια μου αρέσει περισσότερο γιατί σε κάθε μια βρίσκω κάτι ξεχωριστό. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν μου αρέσει καθόλου να με κρίνουν συγκρίνοντας τη φωνή μου με τη φωνή κάποιας άλλης. Είναι κρίμα οι άνθρωποι να ψάχνουν διαρκώς ένα μέτρο σύγκρισης, έτσι παύει να έχει ενδιαφέρον. Η μοναδικότητα, ο πλούτος κάθε φωνής χάνεται τη στιγμή που αρχίζουν οι συγκρίσεις...

Η Τόσκα είναι ένας εξαιρετικά απαιτητικός ρόλος, τόσο φωνητικά όσο και ερμηνευτικά. Εσείς πού εντοπίζετε τη μεγαλύτερη δυσκολία;
Ο ρόλος της Τόσκα είναι δύσκολος γιατί έχει διαρκείς και απότομες συναισθηματικές μεταπτώσεις. Από τον έρωτα και τη ζήλια, στη θλίψη καιτην οργή και από τη χαρά στηναπελπισία.Αυτό το θυελλώδες ταπεραμέντο πρέπει να το αναδείξω. Η πιο δύσκολη όμως στιγμή είναι το “Vissid’ arte”. Είναι ένα πιανίσσιμο που έρχεται μετά από μια σκηνή μεγάλης έντασης και ο χρόνος που μεσολαβεί για να προετοιμαστείς είναι ελάχιστος. Ενώ εσένα σου έχει κοπεί η ανάσα παλεύοντας με τον Σκάρπια, απαιτεί μια φωνή απαλή, εύθραυστη,αισθησιακή... Είναι η πιο προσωπική, η πιο ειλικρινής στιγμή της Φλόρια Τόσκα. Τα λόγια της έχουν βάθος, πηγάζουν από την καρδιά της και αποκαλύπτουν την ψυχή της. Δενμπορεί να αποδεχτείτησκληρότητα, τη βιαιότητα όσων προηγήθηκαν και ρωτά το Θεό γιατί έπρεπε να συμβούν όλα αυτά. Λατρεύω αυτή τη στιγμή της γιατί είναι πολύ αληθινή.

Και βέβαια είναι η στιγμή που όλοι περιμένουμε για να κρίνουμε... Σας τρομάζει;
Ω ναι, εκείνη τη στιγμή αισθάνεσαι γυμνή πάνω στη σκηνή. Δεν υπάρχει μουσική, η δραματουργία απουσιάζει παντελώς και έχεις απέναντί σου ένα κοινό που γνωρίζει πολύ καλά την άρια και σε περιμένει ... Είναι αναμφίβολα η κρίσιμη στιγμή!

Info
«Τόσκα» του Τζάκομο Πουτσίνι στο Ηρώδειο 
Παραγωγής της ΕΛΣ στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών
28, 29, 30, 31 Ιουλ 2022
Ώρα έναρξης 21.00
Τιμές εισιτηρίων: €25, €45, €55, €60, €85, €100 / Φοιτητικό, παιδικό: €15 / ΑΜΕΑ: €15