Θεατρο - Οπερα

Τι θα έκανες αν είχες χαθεί στον Αμαζόνιο;

Ο Simon McBurney μιλά για την παράσταση «The Encounter» λίγο πριν την πρεμιέρα στη Στέγη

320120-629278.jpg
Ηρώ Παρτσακουλάκη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
124821-648073.jpg

Ιδρυτής της ανατρεπτικής ομάδας Complicite, που άλλαξε για πάντα το σύγχρονο θέατρο, ηθοποιός, δραματουργός και σκηνοθέτης, ο Σάιμον Μακ Μπέρνυ δε μιλάει, ούτε δημιουργεί κοινότυπα. Δε θεωρεί τον εαυτό του πρωτοπόρο, επειδή, μάλλον, αμφισβητεί ακόμα και την ίδια την έννοια της πρωτοπορίας. Στο τελευταίο έργο του πάντως, συμβαίνουν πράγματα που δε βλέπεις συχνά στο σανίδι. Η τεχνολογία μπλέκεται με την τέχνη και μας διακτινίζει στα άδυτα του Αμαζονίου. Στο «Τhe Encounter, (Η Συνάντηση)» το κοινό ακολουθεί τη διαδρομή ενός άνδρα χαμένου στον Αμαζόνιο, μέχρι να χαθεί κι αυτό σε μία διαδικασία εσωτερικής αναζήτησης. Προηγμένης τεχνολογίας ηχητικά εφέ μεταφέρουν κυριολεκτικά το θεατή στο τροπικό περιβάλλον της Νότιας Αμερικής με ένα ερώτημα: τι θα έκανες στη θέση του ήρωα μας; Το «Τhe Encounter» καλεί σε μία ειλικρινή αναμέτρηση φαντασίας και πραγματικότητας, όπου η άβυσσος του Αμαζονίου συναντά τελικά την άβυσσο του ασυνειδήτου.

O Αμαζόνιος με ακουστικά

Ο Μακ Μπέρνυ είναι μόνος σε μια ανηχοϊκή σκηνή με έξι μικρόφωνα και τη φωνή του. Παράλληλα ηχογραφεί τον εαυτό του σε ένα πετάλι για loop που παίζει επαναλαμβανόμενα και το κοινό ακούει από ακουστικά τους ειδικά σχεδιασμένους ήχους του Αμαζονίου. Οι τεχνικοί ήχου αυτοσχεδιάζουν χωρίς σενάριο, επιτόπου, σε μία παράσταση που κανείς δεν ξέρει πώς θα καταλήξει.

Ο ίδιος ο Μακ Μπέρνυ συνήθως δεν έχει ιδέα πώς θα βγει κάθε έργο του, αφού του αρέσει να καταπιάνεται με θέματα που δε γνωρίζει ρισκάροντας το τελικό αποτέλεσμα. Μότο του είναι η ρήση του Μπέκετ «Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα». Αυτή τη φορά πάντως ο στόχος του είναι ένας. Επιδιώκει να κλονίσει τις βεβαιότητες που έχουμε σχηματίσει γύρω από τον εαυτό μας και τον κόσμο.

Συγκεκριμένα, μέσω του γεωγραφικού αποπροσανατολισμού του ήρωα, οδηγεί τον θεατή στην αμφισβήτηση όσων πιστεύει μέχρι τώρα για τη ζωή. Το έργο, εμπνευσμένο από την αληθινή ιστορία του φωτορεπόρτερ Loren McIntyre, που χάθηκε το 1969 στα τροπικά δάση μεταξύ Περού και Βραζιλίας, μπορεί να μεταφέρει νοητά στο φυσικό τοπίο του Αμαζονίου, αλλά δε μένει εκεί. Ουσιαστικά ασχολείται με το «εσωτερικό περιβάλλον» στο οποίο «χάνεται» ο ήρωας, παρά με το φυσικό τοπίο. Ο Μακ Μπέρνυ θέλει να μεταφέρει στο κοινό την εμπειρία που έζησε αυτοπροσώπως το 2014, όταν επισκέφτηκε φυλές του Αμαζονίου, μια πρωτόγνωρη εμπειρία διεύρυνσης της συνείδησης.

image

«Η διαδικασία μέχρι να αποκτήσεις αίσθηση του ποιος είσαι είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανθρώπινη ανάπτυξη, τον χώρο, τον πολιτισμό. Όλοι αισθανόμαστε ότι είμαστε απολύτως σίγουροι για το ποιοι είμαστε και για τα πράγματα που πιστεύουμε ότι μας προσδιορίζουν, όπως η γλώσσα, η εθνικότητά ή το επάγγελμά μας. Όμως, αυτό το ταξίδι στον Αμαζόνιο μας μεταφέρει σε μια άλλη κατάσταση από τη συνηθισμένη, που μπορεί πολύ εύκολα να κλονίσει αυτά τα απόλυτα δεδομένα και να αλλάξει την εικόνα που έχουμε δημιουργήσει για τον εαυτό μας. Θα ήμασταν ίδιοι αν βρισκόμασταν στη θέση του ήρωα μας; Με αυτόν τον τρόπο το έργο διεγείρει την αμφιβολία και θυμίζει ότι ζούμε σε φαντασιακές πραγματικότητες που δεν είναι άλλο από ανθρώπινες κατασκευές. Στη βάση του θέτει τα αιώνια υπαρξιακά ζητήματα: Ποιος είμαι; Πού πάω; Που ανήκω;» εξηγεί ο βρετανός σκηνοθέτης.

Πώς ο Αμαζόνιος οδηγεί έναν Δυτικό στην αυτογνωσία;

Η παράσταση φέρνει τον σύγχρονο τρόπο ζωής κοντά στα πρωτόγονα τροπικά δάση με έναν παράδοξο τρόπο. Ο Μακ Μπέρνυ αποκαλύπτει ότι βασανίστηκε πολύ μέχρι να βρει τον τρόπο να βάλει το κοινό στη θέση του πρωταγωνιστή. Στην προσπάθεια αυτή, άρχισε να σκέφτεται πώς ζουν οι άνθρωποι σήμερα και συνειδητοποίησε ότι ζούμε όλοι μαζί, αλλά απομονωμένοι στη μοναξιά μας. Το θέατρο από την άλλη βασίζεται στη συλλογικότητα. Ζωντανεύει όταν το κοινό βλέπει ομαδικά το έργο σε έναν κοινό τόπο, την ίδια στιγμή. Κατά τη δημιουργία του «The Encounter» διερωτήθηκε αρκετά γι' αυτή τη σχέση της συλλογικότητας της θεατρικής εμπειρίας και της υποκειμενικής εμπειρίας του ήρωα, που βιώνεται μέσω της μοναξιάς και της συνείδησής του. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρεθεί ένας τρόπος να απομονωθεί το κοινό μέσα στα πλαίσια αυτής της ομαδικής συνθήκης που καλείται θέατρο, ενώ παράλληλα θα εκτυλισσόταν η αφήγηση μιας μοναχικής διαδρομής.

Ξεκινώντας από αυτή τη βάση, ο Μακ Μπέρνυ αποφάσισε να είναι μόνος στη σκηνή, «γιατί αυτός ήταν ο πιο δυνατός τρόπος να δημιουργήσει εικόνες που να μιλούν για τον εσωτερικό κόσμο». Παράλληλα, τα ακουστικά και η τεχνολογία έδωσαν την τελική λύση, καταφέρνοντας να δημιουργήσουν τις συνθήκες για να συνυπάρξει η συλλογικότητα με τη απομόνωση.

image

«Η μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου οφείλεται κατά κόρον στην ύπαρξη της τεχνολογίας. Ο καθένας απομονώνεται όπου κι αν βρίσκεται βάζοντας τα ακουστικά του ή ανοίγοντας τον υπολογιστή του. Έτσι και στο έργο το κοινό βρίσκεται στον ίδιο χώρο, αλλά απομονώνεται μέσω της χρήσης ακουστικών. Οι ήχοι από τα δάση του Αμαζονίου αντιπαραβάλλουν τον πλαστικό μας κόσμο με την τεράστια βιοποικιλία του δάσους και δημιουργούν μια παράδοξη εικόνα. Μια εικόνα ενός κόσμου γεμάτου τεχνολογία και πλαστικό που παρ’ όλα αυτά καταφέρνει να βρεθεί στον Αμαζόνιο».

Αυτό το καθήκον επέβαλε στον εαυτό του ο Μακ Μπέρνυ, την ενεργοποίηση της ανθρώπινης φαντασίας. Ρώτησε το κοινό: Κι αν βρισκόσουν τώρα κάπου αναπάντεχα; Έτσι, το έργο εκτυλίσσεται με την προϋπόθεση κάθε θεατής να κάνει μια δική του διαδρομή και όχι απλά να παρακολουθήσει τη διαδρομή κάποιου άλλου. Το κοινό καλείται να συναισθανθεί τον ήρωα και μέσω συγκεκριμένων και μελετημένων βημάτων να μεταφερθεί από το θέατρο σε έναν άλλο χώρο.

Αυτό επεδίωκε πάντα η Τέχνη και αυτό επιδιώκει τώρα και ο μεγάλος σκηνοθέτης: τη δημιουργία εμπειριών. «Κάθαρση» αναφωνεί ο Μακ Μπέρνυ αναφερόμενος στις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες. «Από τότε ακόμα, το θέατρο έβαζε το κοινό σε ένα χώρο και μέσω μιας διαδικασίας ενσυναίσθησης το οδηγούσε στην κάθαρση. Οι καλλιτέχνες, όπως και οι επιστήμονες, φτιάχνουν πάντα κάποιες πατέντες για να ξεκλειδώνουν τέτοιες διαδικασίες και να εξηγήσουν τον κόσμο. Γιατί είναι αυτό απαραίτητο; Γιατί γνωρίζουμε ότι ο τρόπος που σχετιζόμαστε με τον κόσμο, είναι δημιουργώντας φαντασιακές καταστάσεις γι’ αυτά που θεωρούμε πραγματικότητα. Οι πατέντες του καλλιτέχνη μας βοηθούν να κοιτάμε τα σχήματα που κατασκευάζουμε στο μυαλό μας με έναν λίγο διαφορετικό τρόπο».

Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα μίας επιστημονικής φανταστικής, τελείως, πατέντας ο Μακ Μπέρνυ φέρνει τον φανταστικό αριθμό i που κάποτε ορίστηκε αυθαίρετα σαν τετραγωνική ρίζα του -1. «Αυτό κάνουν οι πατέντες, ξεκλειδώνουν πιθανότητες για τον κόσμο, ο οποίος χωρίς μια τέτοια αυθαιρεσία θα ήταν σήμερα πολύ διαφορετικός».

Δημιουργός και κριτική

Στην ερώτηση τι ήταν αυτό που ανακάλυψε εκείνος για τον εαυτό του όταν βρέθηκε στον Αμαζόνιο, ακολουθεί παύση. Μία μεγάλη παύση που ο Μακ Μπέρνυ εξηγεί ότι πηγάζει από την προσπάθειά του να φανεί ειλικρινής. Δεν ξέρει ακριβώς τι έψαχνε και τι βρήκε, αλλά ως δημιουργός δεν ξεκινάει ποτέ να δουλεύει κάποιο θέμα με αφετηρία τον εαυτό του. Το μόνο που ξεκινάει από εκείνον είναι η επιλογή θεμάτων με βάσει την άγνοια του. Επιλέγει ζητήματα που δεν γνωρίζει και τον ζορίζουν και αυτό απαιτεί την επανεφεύρεση του ίδιου, ως δημιουργού, αφού σε κάθε έργο η διαδικασία ξεκινάει από το μηδέν.

«Θαυμάζω τους πετυχημένους -οικονομικά- συναδέλφους μου που κάνουν οκτώ έργα το χρόνο με εμπορική επιτυχία. Δεν μπορώ να δουλέψω έτσι», εκμυστηρεύεται.

Στο «The Encounter» αυτό που βρήκε ήταν η ελπίδα. «Κοινότητες του Αμαζονίου, που είχαν υποστεί πολιτισμικές αλλοιώσεις μετά από αφομοίωση ξένων πολιτιστικών στοιχείων, όπως συνέβη δηλαδή και στις δικές μας κοινωνίες, κατόρθωσαν να επαναπροσδιορίσουν τους εαυτούς τους και να δημιουργήσουν από την αρχή την πολιτιστική τους ταυτότητα. Περιμένοντας να φύγω πολύ απογοητευμένος από τις εικόνες που θα αντίκριζα, τελικά έφυγα γεμάτος ελπίδα κι αισιοδοξία».

image

Φωτό: Σταύρος Πετρόπουλος

Όσο γι’ αυτούς που τον κατηγορούν ότι συνήθως βάζει το στυλ του πάνω από την ουσία στα έργα του, απαντά. «Αρχικά αυτό είναι πρόβλημα εκείνου που διατυπώνει μια τέτοια άποψη, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν κάνω κάτι τέτοιο. Πρόκειται για μία βαρετή και συντηρητική άποψη ενός συγκεκριμένου κριτικού, που δεν αξίζει ούτε να αναφέρω το όνομά του. Θέτει τον εαυτό του σε ανώτερη θέση και πιστεύει ότι ξέρει καλύτερα ποιο είναι το στυλ μου και ποια η ουσία, όπως οι περισσότεροι κριτικοί. Άλλωστε είναι πολύ πιο εύκολο να γράφεις για την τέχνη, παρά να τη δημιουργείς. Υπάρχουν βέβαια και αξιόλογοι κριτικοί, διανοούμενοι, άνθρωποι που εκτιμώ επειδή δε γράφουν κριτικές επί παραγγελία κάθε βδομάδα.

Ωστόσο, ποιά είναι η πιο ακραία ιδέα για το στυλ; Ίσως να ήταν κάτι που να μεταλλάσσεται τελείως αλλάζοντας μορφή. Με αυτή τη λογική η μουσική είναι μόνο στυλ. Μουσική είναι μόνο μουσική, δεν υπάρχει κάποια ερμηνεία. Άρα η μουσική θα ήταν παντελώς άχρηστη με βάση αυτόν τον ορισμό. Κατά τη γνώμη μου, ένα θεατρικό έργο είναι πολύ κοντά στη μουσική και την ποίηση, γιατί το νόημά του υπονοείται και δεν αρθρώνεται ξεκάθαρα».

Ο δημιουργός μπορεί, ωστόσο, να ασκεί κριτική, λέει ο Μακ Μπέρνυ. Ο αδερφός του τον λέει «θεσμικά ανυπάκουο» και μάλλον έχει δίκιο, αν κρίνω από τη θέρμη της πολιτικής του κριτικής. Κάποιες δημιουργικές του περίοδοι έχουν σχέση με πολιτικά κίνητρα, εξηγεί και στη συνέχεια ο λόγος του γίνεται αιχμηρός.

«Σε τέτοιες περιόδους θέλω να επιτεθώ στη βρετανική κυβέρνηση, που είναι η χειρότερη που γνώρισε ποτέ η βρετανική κοινωνία. Είναι ένα μάτσο ηλίθιοι, καταστροφικοί και αμαθείς. Ο Όζμπορν ξέρει λιγότερα οικονομικά κι από ένα πλαστικό ποτήρι κι ο Κάμερον δεν έχει ίχνος ευαισθησίας κι ενσυναίσθησης. Τριπλασίασαν το χρέος με τις λιτότητές τους», τονίζει εκνευρισμένος.

Όσο για το δημοψήφισμα που πλησιάζει, είναι κάθετος. Θέλει να παραμείνει στην Ευρώπη. Προτιμά να είναι με όλους εμάς, Έλληνες, Γάλλους, Ισπανούς κλπ., παρά να μείνει με «γαμημένους Άγγλους σαν τον Όζμπορν». Μάλιστα θεωρεί ότι στην Ελλάδα η ζωή μας είναι πολύ καλύτερη απ’ ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο. Πιστεύει, πάντως, ότι όλοι υποφέρουμε το ίδιο υπό το τσουνάμι του καπιταλισμού, ενώ μας κατατρέχει η ανικανότητα των πολιτικών μας, που διψούν μόνο για εξουσία.

Η παράσταση «The Encounter» κάνει πρεμιέρα σήμερα, 1 Απριλίου στις 20.30 στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και θα συνεχιστεί για δύο ακόμα παραστάσεις, 2 και 3 Απριλίου.

Για περισσότερες πληροφορίες εδώ.

Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Λεωφόρος Συγγρού 107-109, 210 9005800

Κεντρική φωτογραφία: Σταύρος Πετρόπουλος

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ