Μουσικη

Ο Διονύσης Σαββόπουλος πίσω από τη σκηνή, με τον Γιώτη Κιουρτσόγλου

Μια εκ των έσω ματιά στη μουσική, με έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες τζαζίστες

Δήμητρα Γκρους
ΤΕΥΧΟΣ 975
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στο μεγάλο αφιέρωμα της ATHENS VOICE στον Διονύση Σαββόπουλο

Έκανε τους μουσικούς που δεν ακούνε τραγούδια –ούτε καν Σαββόπουλο– να σκύψουν στη μουσική του και να τον θαυμάσουν· εκείνον, που για χρόνια είχε τη φήμη πως «δεν ξέρει μουσική». Ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε τραγουδοποιός, κι οι στίχοι γεννιούνταν σχεδόν ταυτόχρονα με τις μελωδίες· όμως το πώς θα περνούσαν μετά στα όργανα και πώς θα ερμηνεύονταν από τους μουσικούς του –οι ενορχηστρώσεις, οι αρμονίες, οι μελωδικές γραμμές– ήταν μια άλλη ιστορία. Ήταν ένα του παράπονο ότι μιλάμε μόνο για τους στίχους και για το τι λένε τα τραγούδια. Εκείνος όμως ζούσε και στον κόσμο των μουσικών, που έχει τους δικούς του κώδικες και μυστικά. Κι εμείς όλοι το αισθανόμασταν στα βλέμματα που ανταλλάσσονταν πάνω στη σκηνή, στο πώς έστηναν σεβαστικά το αυτί κάθε φορά που ένα όργανο έβγαινε μπροστά, στα νεύματα που συναντιούνταν στα χέρια του «μαέστρου».

Σ’ αυτόν τον κόσμο, τον δικό τους, συνοδοιπόρος του τα τελευταία 28 χρόνια ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες τζαζίστες. Από την Κοζάνη στο Λος Άντζελες για σπουδές, όπου ανακαλύπτει την τζαζ και τον αυτοσχεδιασμό, και μετά στη Θεσσαλονίκη, όπου μαζί με άλλους μουσικούς διαμορφώνει αυτό που ονομάζουμε σήμερα «τραγουδιστικό-μελωδικό» παίξιμο στο ηλεκτρικό μπάσο, ο Γιώτης Κιουρτσόγλου κατεβαίνει το 1993 στην Αθήνα για να παίξει με τον Σταύρο Λάντσια και την Έλλη Πασπαλά. Και το 1997, ένα χρόνο μετά τους Human Touch, γίνεται η συνάντηση με τον Διονύση Σαββόπουλο στο «Ξενοδοχείο», τον προτελευταίο του δίσκο με καινούργια κομμάτια. Εκεί ξεκινά μια σχέση ζωής, αλλά και η πρώτη πραγματική συμπόρευση του μεγάλου τραγουδοποιού με τη γενιά των νέων τότε τζαζ μουσικών. Εκεί αρχίζει και ο μεταγενέστερος ήχος του, που χτίστηκε μέσα από τις μεγάλες παραστάσεις των επόμενων χρόνων: στο «Σαββόραμα» το 2000 –μια μεγάλη αναδρομή στη δισκογραφία του, στο Μέγαρο, με συμφωνική ορχήστρα και όλους τους τραγουδιστές επί σκηνής–, ή στον «Πυρήνα» το 2006, με έναν ήχο πιο λιτό, μια επιστροφή στην ουσία των τραγουδιών του.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος με τον Γιώτη Κιουρτσόγλου εν πτήσει

«Συγχαρητήρια. Πολύ ωραίος ήχος.»
Πώς ακριβώς γνωρίστηκαν; «Έμενα στην Άνω Κυψέλη, όπου ήταν και το στούντιο του Κώστα Τουρνά. Εκεί θα ηχογραφούσαν. Παραγωγός ήταν ο Γιώργος Κυβέλος, που παρουσίαζε την Αυλαία στην ΕΤ 2 τότε –πολύ ωραίες εκπομπές– και είχε βρει τον Λάντσια για την ενορχήστρωση. Μια δυο μέρες αφού έκλεισαν το στούντιο, ενώ είχε προηγηθεί ένας άλλος μπασίστας, ο Σαββόπουλος ρωτούσε “Έχουμε κι άααλλον;”» λέει ο Γιώτης, μιμούμενος τη βραχνή, βαθιά φωνή του. Για τον Σαββόπουλο, δεν είχε να κάνει με το πόσο καλός ή κακός μουσικός ήσουν· ήθελε ανθρώπους που να μπορούν να παίξουν με τη δική του σπιρτάδα. Κι ενώ ζητούσε νέο αίμα, ήθελε να δει και κάτι το διαφορετικό. Ο Γιώτης προσέγγιζε το μπάσο, ένα κατ’ εξοχήν ρυθμικό όργανο, με έναν δικό του, χαρακτηριστικό τρόπο. Κι έτσι, όταν ξεκίνησαν να ηχογραφούν το «Άδεια μου αγκαλιά», μια μεταγραφή του «Into My Arms» του Νικ Κέιβ, που, όταν το έπαιζαν στις συναυλίες, ήταν σαν προσευχή, πήρε την πρωτοβουλία να παίξει στο μπάσο και τη μελωδία. Μου περιγράφει τη σκηνή στο στούντιο: στον έναν χώρο ο Λάντσιας έπαιζε πιάνο και τύμπανα, στο άλλο δωμάτιο ο Σπάθας, ο θρυλικός κιθαρίστας των Socrates με τον μελωδικό και κοφτερό ηλεκτρικό του ήχο, κι ο ίδιος έπαιζε στον κεντρικό χώρο, όπου ήταν ο Σαββόπουλος και ο ηχολήπτης.

«Τον είχα πλάτη, κι όταν τελειώνουμε το τραγούδι λέει: “Συγχαρητήρια! Πολύ ωραίος ήχος!” –επειδή όμως δεν γύρισε το κεφάλι, νόμιζα ότι απευθυνόταν σε κάποιον άλλον. Επειδή εγώ δεν αντέδρασα, στρίβει την καρέκλα, με κοιτάει, και ξαναλέει: “Συγχαρητήρια! Πολύ ωραίος ήχος!”». (μιμείται πάλι τη φωνή του) Από την αρχή, ο Γιώτης σ’ αυτή τη σχέση αφέθηκε ελεύθερος. «Ποτέ δεν του μίλησα στον πληθυντικό – παρότι είχαμε μια εικοσαετία διαφορά. Του Σαββόπουλου του άρεσε να παίρνεις πρωτοβουλίες, εάν βέβαια του άρεσαν οι πρωτοβουλίες που έπαιρνες!» λέει γελώντας. «Ακόμα και στη σκηνή, όταν παίζαμε, γυρνούσε πίσω… κι έλεγε “Ωραίο!”».

«Στον καινούργιο παιδικό μου φίλο»
Οι παραστάσεις τους έφταναν να καλύπτουν ολόκληρες σεζόν. Κι όταν τύχαιναν γιορτές, ο Σαββόπουλος φρόντιζε να φέρνει ένα δωράκι σε κάθε συνεργάτη του. «Όταν μου έφερε εμένα αυτό το δωράκι, είχε ένα χαρτάκι μέσα –στον καθένα διαφορετικό–, που έγραφε: “Στον καινούργιο παιδικό μου φίλο”. Από την αρχή είχαμε μια σχέση οικειότητας. Αν δε μου άρεσε κάτι και με ρωτούσε, του το έλεγα. Μια μέρα η Άσπα μού είχε πει ότι, αν αγαπήσει κάποιον ο Διονύσης, είναι ανοιχτός στα πάντα. «Παρότι ο Σαββόπουλος ήξερε πού να φρενάρει μια σχέση», διευκρινίζει. «Δεν υπήρχε ποτέ το “παραγνωριστήκαμε”. Προφανώς, το έκανε και για να προστατεύει τον εαυτό του – φαντάζεσαι από τι βομβαρδιζόταν. Παρ’ όλα αυτά, επειδή είμαι πιο διαχυτικός, με έβαλαν στη ζωή τους… πήγαινα στο σπίτι τους, βρισκόμασταν».

Διηγείται ένα περιστατικό από το «Woodstock», στο Άλσος. Την προηγούμενη μέρα ήταν μαζί, έτρωγαν, έκαναν αστεία, ιστορίες, γέλια… Κι όταν πήγε την επομένη να παίξουν, τον βρήκε στο γραφείο του μ’ εκείνο το σοβαρό ύφος που σε απομάκρυνε. «Πώς είμαστε;» τον ρώτησε, και ο Γιώτης του είπε: «Ωραία, τώρα βγάλε αυτή τη φάτσα του Σαββόπουλου και βάλε τη χθεσινή». Γελάει όσο περιμένω να μου πει πώς αντέδρασε μετά: «Μετά γέλασε! Αλλά, εντάξει, είχα το θάρρος, και μου έδωσε εκείνος την ευκαιρία να το έχω». Από το Καλλιμάρμαρο, είχε αναλάβει και τις ενορχηστρώσεις των συναυλιών, όπως στο Ηρώδειο πέρσι, αλλά και στις δύο τελευταίες στο Rock Wave. «Αυτά ως ιστορία», λέει, και συμφωνούμε να μιλήσουμε για τη μουσική.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος με τον Γιώτη Κιουρτσόγλου στο στούντιο

Ήταν ιδιοφυΐα, άσχετα που έλεγε «δεν είμαι μουσικός»
Τον Σαββόπουλο τον επαινούμε κυρίως για την ποίησή του και τους στίχους του, όμως από το «Φορτηγό», όταν ακόμα δεν ήξερε πολλά πράγματα από μουσική, και όσο προχωρούσε σε κάθε επόμενο δίσκο, έδινε μεγάλη σημασία στις ενορχηστρώσεις. Ισχύει;

«Ο Σαββόπουλος ήταν ιδιοφυΐα, άσχετα που έλεγε “δεν είμαι μουσικός”. Ήταν πάντα κάτι πάνω απ’ όλα αυτά, ένας συνθέτης-σκηνοθέτης. Σ’ έκανε να “βλέπεις” μια εικόνα αμέσως τη στιγμή που σ’ την περιέγραφε ή σ’ την τραγουδούσε. Κι έπειτα έπαιρνε την κιθάρα κι έγραφε τραγούδι, ακόμα κι όταν δεν ήξερε. Όταν έγραψε το “Μία η άνοιξη”, έπαιζε το μπάσο της βασικής μελωδίας στην κιθάρα, και κάποια στιγμή τού λέει ο Λοΐζος: “Ρε συ, δεν παίζεται έτσι η κιθάρα”. Έκατσε κι έμαθε. Ακόμα και στον «Πυρήνα», όταν έλεγε ότι είναι μισός μουσικός και παίζαμε οι τρεις μας με τον Λάντσια, έβαζε την κιθάρα ακριβώς εκεί που έπρεπε – ήξερε πού να μπει για να δώσει δύναμη και πού να αφαιρέσει. Πολύ καλοί και έμπειροι μουσικοί δεν έχουμε την ικανότητα να βγούμε έξω και να δούμε πώς ακούγεται ο ήχος οργανωμένος μέσα στο σύνολο».

«Όσον αφορά το αρμονικό κομμάτι, ο Σαββόπουλος εξελισσόταν συνέχεια, είχε τις κεραίες πάντα ανοιχτές, μάθαινε… Το ζήτημα είναι ότι οι τελευταίοι δίσκοι του, μετά το “Κούρεμα” απορρίφθηκαν από τον κόσμο για λάθος λόγους – γιατί δεν μπορούσαν να δουν τον καλλιτέχνη ως σύνολο έργου. Αλλά δεν θέλω να μπω σ’ αυτό, είναι κουραστικό. Αν δει κανείς όμως τον τελευταίο του δίσκο, τον “Χρονοποιό”, από το πιο απλό τραγούδι, όπως το “Τσακάλι”, μέχρι το “Αηδόνι στην κερασιά”, που περιγράφει μια ερωτική πράξη, αρμονικά υπάρχουν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες αλλαγές. Ακούς πώς κινείται η μελωδία και λες, κοίτα τι κάνει! Ο Σαββόπουλος άκουγε κλασική μουσική και πολλά άλλα είδη, αλλά το σημαντικό ήταν ο τρόπος που ενσωμάτωνε αυτά τα στοιχεία στο έργο του».

Η φωνή του –παρά το ότι ο ίδιος δεν πίστευε σ’ αυτήν– ήταν μοναδική. Γι’ αυτό τα τραγούδια του δεν τραγουδιούνται εύκολα από άλλους

Θυμάται επίσης τη συνεργασία του στον «Φορτίνο Σαμάνο» του Θανάση Παπακωνσταντίνου: «Η συμμετοχή του Σαββόπουλου ήταν κάτι το τρελό. Είναι εξαιρετικός δίσκος που δυστυχώς πέρασε απαρατήρητος. Είχε την ικανότητα να παίρνει ένα τραγούδι κάποιου άλλου και να το κάνει ακόμα πιο δικό του». Στον «Πυρήνα», στο Gazarte –που είναι και ηχογραφημένος δίσκος– τραγουδούσε το «Φεύγω» του Ορφέα Περίδη «κι ένιωθες ότι έφευγε». Κι ακόμα «το “Αλληλούια”, που πρωτοπαίχτηκε στο Woodstock και ολοκληρώθηκε στην τελευταία παράσταση με συμμετοχή του Αλκίνοου, απέκτησε από αυτόν μια δύναμη που το έκανε απόλυτα δικό του. Το ίδιο και το “Να με προσέχεις” του Πορτοκάλογλου… Ο Σαββόπουλος είχε έναν τρόπο να παίρνει ένα τραγούδι και να το κάνει δικό μας» τονίζει ξανά. «Και η φωνή του –παρά το ότι ο ίδιος δεν πίστευε σ’ αυτήν– ήταν μοναδική. Γι’ αυτό τα τραγούδια του δεν τραγουδιούνται εύκολα από άλλους».

Ο Γιώτης Κιουρτσόγλου σε συναυλία του Δ. Σαββόπουλου. Πίσω δεξιά. ο Φώτης Σιώτας.

Δεν ακούγαμε Σαββόπουλο

Το ότι εμπιστεύτηκε τους Έλληνες τζαζίστες λέει πολλά για τη σχέση του με τη μουσική, σχολιάζω, για το πώς άφηνε χώρο στους μουσικούς χτίζοντας αμοιβαία εμπιστοσύνη. «Δεν εμπιστεύτηκε όμως μόνο εμάς», με διορθώνει ο Γιώτης. «Εμπιστευόταν από την αρχή όλους αυτούς τους μουσικούς. Σκέψου τα Μπουρμπούλια… ο jazz-rock ήχος που έπαιξαν ήταν απίστευτος. Έφτιαξε καινούργιο ήχο ο Σαββόπουλος· για μένα ήταν ο Έλληνας Φρανκ Ζάπα. Σκέψου τον “Μπάλλο”, πώς τα σκέφτηκε όλα αυτά, πώς ενσωμάτωσε την αρχαία τραγωδία; Ή, μετά, τους “Αχαρνής” – τους ακούς και νομίζεις ότι έτσι τραγουδούσαν στην αρχαία Ελλάδα. Ο τρόπος που χρησιμοποίησε τη σημερινή γλώσσα, συνδέοντάς τη με τα προηγούμενα, είναι μοναδικός. Ο τρόπος που χρησιμοποίησε τη σημερινή γλώσσα, συνδέοντάς την με τα προηγούμενα, είναι μοναδικός – και αυτό το καταλαβαίνει κανείς, ακόμα κι όταν δεν έχει σχέση με στιχουργική ή ποίηση».

Δεν τον άκουγες μικρός; «Όχι! Άρχισα να τον ακούω μόνο όταν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε μαζί» απαντάει και θυμάται μια ιστορία. Όταν είχαν πάει στην εκπομπή της Μπήλιως Τσουκαλά, μετά από αρκετή ώρα συνομιλίας με τον Σαββόπουλο, η παρουσιάστρια απευθύνθηκε στον Γιώτη και τον Σταύρο Λάντσια: «Πώς αισθάνεστε που παίζετε με τον παιδικό σας ήρωα;». Κι εκείνοι απάντησαν: «Μα δεν ακούγαμε Σαββόπουλο!». Κι ήταν λογικό – οι τζαζίστες δεν άκουγαν ελληνικά τραγούδια. Ο Σαββόπουλος, τότε, έσπασε την αμηχανία: «Επιτέλους, κάποιοι που με εκτιμούν για τη μουσική μου, και όχι για τους στίχους μου!».

Ήταν, λοιπόν, καινοτόμος από την αρχή στη μουσική. «Όταν έκανε πράγματα που δεν ήταν στη μόδα, όπως ethnic μουσική στις αρχές του ’70 – ποιος μπλέκει τώρα κλαρίνα με καραγκιόζη; Ξέρεις, μετά τη δικτατορία, οτιδήποτε δημώδες και κλαρίνο θύμιζε τη χούντα. Αυτός τα χρησιμοποίησε στα τραγούδια του, έβαλε μέσα όλο το βαλκανικό στοιχείο, που δεν ήταν της μόδας, έβαλε γκάιντες, δεν φοβήθηκε να μπλέξει μουσικά στοιχεία που κάποιοι τα θεωρούσαν και λίγο ντροπή… Πόσο ανοιχτό μυαλό ήταν!»

Στην ίδια συναυλία, στη Νίκαια © Ορέστης Νικολαΐδης

«Πιστεύεις ότι δεν μπορώ να σκαρώσω ένα τραγούδι;»
Γι’ αυτό και δημιούργησε μια σχέση μίσους και αγάπης με πολλούς. «Επειδή πίστευαν ότι ήταν δικός τους. Δεν πάει έτσι… δεν ήταν κανενός. Όταν κάποιοι μού λένε συλλυπητήρια, απαντώ: “Συλλυπητήρια σε όλους μας”, γιατί όλους βαραίνει το κρίμα που έφυγε αυτός ο άνθρωπος. Το διαισθανόμουν ότι πλησιάζει το τέλος. Έλεγα ότι είναι ο “τελευταίος των ικανών”– όχι “των Μοϊκανών”. Το μυαλό του δεν είχε όρια και ήξερε τι δεν ήθελε. Λένε “ναι, αλλά δεν ήταν μουσικός…” Κι όμως, ήξερε! Έλεγχε την κάθε μελωδία, τα θυμόταν όλα. Και μπορεί να εκνευριζόμουν καμιά φορά, γιατί μπορούσε να γίνει καυστικός, αλλά στο τέλος της ημέρας έλεγες: “Δίκιο είχε!”. Ήταν από τις περιπτώσεις που, και άδικο να ’χει, πάλι δίκιο έχει».

Και για το ότι σταμάτησε νωρίς να βγάζει δίσκους; Βέβαια, τα ίδια κομμάτια ακούγονταν σε κάθε παράσταση διαφορετικά. «Αυτό είναι το χαρακτηριστικό του αυτοσχεδιαστή μουσικού, ότι παίζει το ίδιο κομμάτι και ποτέ δεν είναι το ίδιο. Όμως δεν μιλήσαμε για την τιμιότητά του! Ήταν πολύ έντιμος και πολύ συνεπής με τον εαυτό του. Του έλεγα “Άσε τώρα τι λες στους δημοσιογράφους, πες σ’ εμένα, γιατί δεν γράφεις έναν ακόμα δίσκο;”. Και τι έλεγε; “Αν δεν έχω κάτι να πω, δεν θα πω τίποτα”. Εν τω μεταξύ, τα έχει πει όλα. “Πιστεύεις”, μου είπε κάποια στιγμή, “ότι δεν μπορώ να σκαρώσω ένα τραγούδι; Αυτή είναι η δουλειά μου! Αλλά θα έχει νόημα;”».

Ο Διονύσης Σαββόπουλος με τον Γιώτη Κιουρτσόγλου στο Polis Theater, σε συναυλία με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου

Τι μου έμαθε για τη ζωή
Στην ερώτηση τι του έμαθε για τη ζωή, θυμάται προσωπικές τους στιγμές. «Διάφορα πράγματα για τα οποία μου μίλησε και μετά τα χρησιμοποιούσε στις παραστάσεις. Όπως όταν μου είπε γι’ αυτό το τραύλισμα, που το λέει και στο βιβλίο… Ήμασταν στη Λάρισα και κάναμε την παράσταση με τα πνευστά πριν από το “Σαββόραμα” και του λέω: “Πώς γράφεις μουσική;”. “Ήμουν μικρός έξω, με τα πνευστά να ακούγονται στην παρέλαση, και είχα πάθει πλάκα, πέντε χρονών… Γυρνάω σπίτι, πιάνω κάτι κατσαρόλες, τις χτυπάω, κι αντί να βγει ο φοβερός ήχος που είχα στο αυτί μου, βγήκε ένα… πλατς! Και πετάγεται από απέναντι η γειτόνισσα και λέει: “Διονυσάκη, τι κάνεις εκεί;”. Και είπα: “Παίζω μου-μου-μου-μου-θική”. Αυτό το τραύλισμα ψάχνω από τότε, μου είπε, και κατάλαβα αμέσως τι εννοεί. Γιατί κι εγώ, την πρώτη στιγμή που έπαθα πλάκα από κάτι προσπαθώ να επαναφέρω στο μυαλό μου κάθε φορά που παίζω κάτι, αλλά δεν το πετυχαίνεις ποτέ αυτό το φρέσκο πράγμα. Αυτός ο άνθρωπος είχε μια σοφία».

Θυμάται και το μεγαλύτερο μάθημα: η ανακάλυψη πέρα από το τετριμμένο. «Πάντα αγαπούσα τους εφευρέτες –ήταν και ο πατέρας μου ένας τέτοιος– τους ανθρώπους που δημιουργούσαν από το μηδέν. Θέλεις να κάνεις κάτι και σκέφτεσαι χίλια πράγματα, και σου λέει ο άλλος: “Να, μια ευθεία είναι”. Αυτή την ευθεία δεν την βλέπεις, ενώ ο Σαββόπουλος την έβλεπε. Ήταν ένας αληθινός εφευρέτης».

© Cris Lemonis

Η πιο συγκλονιστική στιγμή
Ο Γιώτης Κιουρτσόγλου, που είναι ένας ζεστός και τρυφερός άνθρωπος, ευγενής, με μια ομορφιά που βγαίνει από μέσα του και μια καλοσύνη, τον ρωτάω αν έχει κάποια παράσταση που ξεχωρίζει. Είναι βέβαια πολλές, αλλά μία έχει ξεχωριστή θέση: η συναυλία του Rockwave στη Θεσσαλονίκη.

«Ήταν τόσο έντονη και συναισθηματική… Όλοι το ξέραμε ότι θα είναι η τελευταία του εμφάνιση, και κάθε στιγμή ήταν φορτισμένη – ό,τι παίζαμε και ό,τι τραγουδούσαμε… Η μπάντα ήταν εκεί, γυρνούσε, μας κοιτούσε σαν να μας έλεγε: “ΟΚ, σας ετοίμασα, μπορώ να φύγω τώρα”. Ήταν και κοντά στην πατρίδα του, την οποία αγαπούσε υπερβολικά. Δεν ξέρω αν ήταν μεταφυσικός ο λόγος, πάντως το ευχαριστήθηκε πάρα πολύ, παρόλο που κατά διαστήματα πήγαινε για λίγα λεπτά δίπλα από τη σκηνή για να πάρει οξυγόνο και μετά ξανάβγαινε. Ήταν τρομερή στιγμή να τον βλέπεις και να τον αισθάνεσαι έτσι. Ακόμα και τα τραγούδια του… τα ακούγαμε πώς τα έλεγε και σκεφτόμασταν: πώς είναι δυνατόν, ρε παιδιά;».

Λέει για τη μέρα της κηδείας, μέσα στην εκκλησία: «Η πιο συγκινητική στιγμή ήταν όταν ο Αλκίνοος διάβασε τα λόγια από το “Αλληλούια” του Κοέν, που τα είχε μεταφράσει ο ίδιος και το κάναμε σαν πρόζα στη συναυλία – μας τσάκισε όλους. Ακόμα και ο κόσμος απέξω χειροκρότησε, χωρίς να ξέρει ακριβώς τι σήμαιναν. Όλοι είπαν ωραία πράγματα, αλλά ο Αλκίνοος χτύπησε φλέβα – μετά κατέρρευσε κι αυτός…»

Μένουμε λίγο σιωπηλοί κι αισθανόμαστε ξανά αυτή τη συγκίνηση κι αυτόν τον κόμπο με τη φωνή του Αλκίνοου στο κεφάλι μας: «Κι αν έκανα το παν, κι αν πάλι ήταν λειψό, ακόμη κι αν αμφέβαλα και θέλησα να αγγίξω, πάντως δεν σας ξεγέλασα, σας είπα την αλήθεια, κι αν όλα λάθος πήγανε, εγώ θέλω να σταθώ εδώ, στου τραγουδιού το ιερό, μην έχοντας άλλο στη φωνή μου από το αλληλούια».  Και μετά του ίδιου του Διονύση Σαββόπουλου. Δεν ξέρω αν αυτό ήταν κι ένας δικός του αποχαιρετισμός, μ’ έναν τρόπο. Ήταν σίγουρα ευλογία, μουσική, τραγούδι.