Μουσικη

Sofia Kourtesis: Mε είχαν στείλει στον ψυχίατρο και σε ιερέα επειδή φίλησα ένα κορίτσι

H Περουβιανή DJ και παραγωγός, που δημιούργησε έναν από τους καλύτερους δίσκους του 2023, μιλάει στην Athens Voice
Τάνια Σκραπαλιώρη
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Sofia Kourtesis: Συνέντευξη με την Περουβιανή DJ και μουσική παραγωγό - Το album «Madres» και οι δυσκολίες της ζωής της

H ζωή της θα μπορούσε να είναι και μια από τις ταινίες που ήθελε να κάνει όταν ήταν μικρή: Έφυγε σε ηλικία 17 ετών από το Περού, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ως παιδί, κυνηγημένη από τις συντηρητικές κοινωνικές και θρησκευτικές αντιλήψεις και την ομοφοβία, έψαξε να βρει την τύχη της στη Γερμανία, φλέρταρε με διάφορες τέχνες, κατέληξε να διοργανώνει μερικά από τα καλύτερα πάρτι στο Βερολίνο. Γίνεται κεντρική φιγούρα στους κύκλους του Funkhaus, απογειώνεται με τις πρώτες της ηλεκτρονικές αυτοεκδόσεις, κερδίζει ύψος με το EP «Fresia Magdalena», εκτοξεύεται με την εισδοχή στο roster της Ninja Tune και το «Madres» –ένα από τα καλύτερα albums του 2023 σε πολλές έγκριτες λίστες του μουσικού Τύπου– για να προσγειωθεί στα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου (Primavera Sound, Glastonbury) με το «Si Te Portas Bonito» να παίζει ασταμάτητα στο ραδιόφωνο BBC ταξιδεύοντας τους ακροατές τους από την από το ισπανικό αρχιπέλαγος μέχρι την Κόστα Ρίκα.

H Sofia Kourtesis δεν είναι μια συνηθισμένη περίπτωση DJ και παραγωγού κι αν κατέχει κάτι στην εντέλεια είναι πώς να λιπαίνει με το προσωπικό της χρώμα τα αυλάκια του ήχου της, αντλώντας συνεχώς όνειρα, μνήμες και ιστορίες από το προσωπικό της απόθεμα, καταλήγοντας σε μια «αυτοβιογραφική» electronica που σκάει μέσα από τα κουτάκια του είδους σαν πολύχρωμη έκπληξη.

Όλα όσα την ξεχωρίζουν μεταδίδονται στον δέκτη της με συνοπτικές διαδικασίες ακόμα κι αν το time session είναι τα 15 λεπτά μιας μέσης συνέντευξης μέσω Zoom. Ένας χείμαρρος από good vibes only και λατινομαερικάνικο ταπεραμέντο ενδεδυμένο με το παραδοσιακό των βερολινέζων clubbers, αρθρωμένος σε μια γοητευτική μίξη ισπαγγλικών, με την αδιόρατη προφορά κάποιου που ζει χρόνια στη Γερμανία, ξετυλίγει από την άλλη μεριά της οθόνης την ιστορία που συνοψίζεται ιδανικά σε αυτό το quote της ίδιας της Sofia Kourtesis «My heart is very Latin American but my motor is German».

Από τη Λίμα στο Βερολίνο….

Ζω εδώ και δεκαεπτά χρόνια στη Γερμανία. Αρχικά έζησα λίγους μήνες στη Φρανκφούρτη, μετά στο Αμβούργο και τέλος στο Βερολίνο όπου βρίσκομαι ακόμα. Ήταν το μέρος όπου ένιωσα απόλυτα ο εαυτός μου, κάπου όπου μπορούσα να γίνω αυτό που είμαι. Αναγκάστηκα όμως να αφήσω τον τόπο όπου γεννήθηκα και το σπίτι μου πολύ νωρίς – ακριβώς γιατί εκεί καταπιεζόμουν, ζούσα με πίεση και διακρίσεις επειδή ήμουν διαφορετική, ένιωθα ότι δεν ανήκα εκεί, δεν ανήκα πουθενά. Μου προκαλούσε σύγχυση αυτό και όλα όσα είχα να αντιμετωπίσω στο σχολείο – με είχαν στείλει στον ψυχίατρο και σε ιερέα επειδή φίλησα ένα κορίτσι. Όλα ήταν δύσκολα, ιδίως για τους καλλιτέχνες και όποιον δεν επέλεγε τον συμβατικό τρόπο ζωής. Έτσι αποφάσισα σε πολύ νεαρή ηλικία να μετακομίσω στη Γερμανία, είχα και κάποιους φίλους και συγγενείς εδώ. Στην αρχή ήθελα να γίνω σκηνοθέτιδα, αλλά δεν μπορούσα να μπω στην κινηματογραφική ακαδημία λόγω ορίου ηλικίας. Ήμουν μόλις δεκαεπτά χρονών και εκεί δέχονται σπουδαστές από 25 χρονών και πάνω για να έχουν και κάποιο δείγμα δουλειάς. Ήμουν απλώς η Σοφία από τη Λίμα που ήθελε να κάνει ταινίες και εκείνοι μου έλεγαν ότι είμαι ακόμα παιδί. Έτσι πήγα με τα όνειρά μου γκρεμισμένα στο Αμβούργο για να τελειώσω το σχολείο, ολοκλήρωσα τις προπανεπιστημιακές σπουδές, πήρα το Abitur και ξεκίνησα να σπουδάζω επικοινωνία. Τότε ήταν που ξεκίνησα με έναν φίλο μου να διοργανώνουμε και βραδιές σε clubs, αποταμιεύοντας χρήματα με τα οποία αγόραζα τους πρώτους μου δίσκους και μουσικό εξοπλισμό.

….κι από το hip hop στην electronica

Ξεκίνησα να κυκλοφορώ μουσική ως hip hop artist αλλά ήμουν πολύ κακή ράπερ. Αυτό που μου άρεσε όμως πολύ σε αυτή τη μουσική είναι ο τρόπος σκέψης και παραγωγής – όλα έχουν να κάνουν με το sampling. Έγραφα samples από όλα τα μέρη που πήγαινα, από ανθρώπους που γνώριζα, από ό,τι έκανα. Ήταν πολύ δημιουργικό όλο αυτό, πολύ DIY. Γνώρισα πολλούς σπουδαίους ανθρώπους τότε που με βοήθησαν να βάλω σε μια σειρά όλα όσα έκανα και να τα κάνω καλύτερα. Έτσι βρήκα σιγά σιγά το στιλ μου, ένα στιλ με το οποίο μπορούσα πια και μου άρεσε να δουλεύω και να γράφω τα τραγούδια μου. Ξεκίνησα να δουλεύω πιο πολύ πάνω στις μελωδίες μου, να τις συνδυάζω με τα διάφορα plug ins, να τις αναδεικνύω μέσα από τον εξοπλισμό μου, με τον οποίο επίσης εξοικειωνόμουν όλο και περισσότερο. Έμαθα πώς να υπάρχω και να παίζω live και αυτό με έκανε να το διασκεδάζω ακόμα περισσότερο.

Ένα βράδυ που ήμουν πολύ μεθυσμένη –και δεν είμαι συχνά, δεν πίνω πολύ, για καλλιτέχνης είμαι πολύ βαρετή– έστειλα ένα τραγούδι μου στον Axel Boman. Είναι ένας από τους ήρωές μου, φανταστικός παραγωγός με τόσο όμορφες μελωδίες και ιδιαίτερη αισθητική. Νόμιζα ότι δεν θα ενδιαφερθεί ποτέ. Και όμως μου απάντησε σχεδόν αμέσως λέγοντάς μου ότι το λάτρεψε και αν μπορούσα να τους στείλω κι άλλα. Κι εγώ νόμιζα ότι ονειρεύομαι και έψαχνα κάποιον να με ξυπνήσει. Και νομίζω εκεί ήταν που ξεκίνησαν πραγματικά όλα για εμένα. Με έμαθε ο κόσμος, το κοινό μου μεγάλωσε, με ανακάλυψε η Ninja Tune – κι εκεί έγινε το μεγάλο μπαμ. Ξαφνικά η μουσική μου ακουγόταν σε όλον τον κόσμο, κάτι που πραγματικά ζεσταίνει την καρδιά μου όταν το σκέφτομαι. Το να μπορώ να χαρίσω τα τραγούδια μου σε κάποιον άλλο, τραγούδια που έχουν να κάνουν με τη ζωή μου, με όσα έχουν συμβεί, με την οικογένειά μου. Δεν είμαι η τέλεια τραγουδίστρια αλλά είμαι ευάλωτη και πολύ ανοιχτή σχετικά με τον πόνο μου και όσα έχω περάσει και νομίζω ότι αυτό είναι που συνδέει τη μουσική μου με τους ανθρώπους. Κι αν έφερνα μια μεγάλη, επαγγελματία τραγουδίστρια να πει τα τραγούδια μου νομίζω θα χανόταν αυτή η σύνδεση και αυτό το γλυκόπικρο αλλά και αισιόδοξο μήνυμα που υπάρχει στη δουλειά μου. Ήθελα να εκμεταλλευτώ τη σωστή στιγμή και την ευκαιρία να μιλήσω εγώ για εμένα. Είναι μια ευκαιρία που ίσως να έχεις μόνο μια φορά στη ζωή.

Πόσο «ανθρώπινη» μπορεί να γίνει η ηλεκτρονική μουσική;

Αυτή η αίσθηση, που δεν είναι όσο συχνή θα έπρεπε, θα θέλαμε, στην ηλεκτρονική μουσική, ότι πίσω από τα ηλεκτρονικά μοτίβα και τα plug ins βρίσκεται μια ανθρώπινη ύπαρξη σαν εμάς και όχι κάποιο επιτηδευμένο «φάντασμα» παραγωγού ή ένας απρόσιτος DJ είναι μια από τις μεγάλες αρετές της μουσικής πρότασης της Kourtesis όπως αυτή αποκρυσταλλώνεται στις ποπ ηλεκτρονικές και techno φόρμες του ευφορικού, αλλά και βαθιά φιλοσοφημένου «Madres». Πόσο εύκολο όμως είναι να φτιάξεις ένα «ανθρώπινο» ηλεκτρονικό album την εποχή των αυτοματισμών, των αμέτρητων plug ins και των ΑΙ εργαλείων;

«Νομίζω ότι πρέπει να ρισκάρουμε περισσότερο με την ηλεκτρονική μουσική. Βλέπεις πολλούς ηλεκτρονικούς μουσικούς που δείχνουν τόσο cool αλλά έχουν κι αυτοί προβλήματα, έχουν βιώσει πόνο έχουν περάσει πολλά. Κάπως υπάρχει η αντίληψη ότι δεν χωράνε όλα αυτά τα ζητήματα στην ηλεκτρονική μουσική αλλά εγώ ήθελα να πω κάπως ότι κι εμείς οι ηλεκτρονικοί μουσικοί μπορούμε να μιλήσουμε για ζητήματα όπως η οικογένεια, ο πόνος, η αγάπη Προσωπικά κάθε φορά που παίζω live νιώθω ότι θέλω να κλάψω γιατί μου ξαναέρχονται όλες οι μνήμες και τα βιώματα που έχουν εμπνεύσει τη μουσική μου».

Madres: η μουσική ως θεραπευτική μέθοδος

Αν στο EP «Fresia Magdalena» ένα καλειδοσκόπιο μνήμης και βιώματος για τη Sofia Kourtesis με διπλό συναισθηματικό πρόσημο. Από τη μία μια εκπλήρωση στην υπόσχεση που έδωσε στον (Έλληνα με καταγωγή από την Άνδρο) πατέρα της πριν τον θάνατό του να ταξιδέψει και να γυρίσει τον κόσμο (το album μυρίζει ταξίδια ζωής και όλα όσα γνωρίζεις σε αυτά) και από την άλλη το soundtrack για τη μάχη που έδωσε πρόσφατα η μητέρα της για τη ζωή της.

«Ήταν πολύ δύσκολο να πρέπει να δουλέψω συγκροτημένα και να βγάλω έναν δίσκο εκείνη την περίοδο που η μητέρα μου ήταν άρρωστη αλλά από την άλλη έπρεπε να το κάνω, γιατί ακριβώς ήμουν τόσο χαμένη, αλλιώς θα χανόμουν τελείως. Νόμιζα ότι έχανα το μυαλό μου, ήμουν κάθε μέρα στο νοσοκομείο - το “Madres” γράφτηκε στην κυριολεξία σ’ εκείνα τα δωμάτια του νοσοκομείου, στο δωμάτιο αναμονής του χειρουργείου. Η μητέρα μου είναι η μούσα αυτού του album και ήταν ο καλύτερος κριτής, της τραγούδαγα δυνατά τα τραγούδια και μου έλεγε τι της αρέσει και τι όχι. Και όταν της άρεσε κάτι έβλεπα ότι αισθανόταν αμέσως καλύτερα – και τότε το κρατούσα για τον δίσκο. Έγραφα μελωδίες γιατί λένε ότι όταν οι κάποιος είναι άρρωστος ή έχει εγκεφαλικά προβλήματα η μουσική μπορεί να λειτουργήσει ως σένσορας, ως ένας διακόπτης που θα τον ενεργοποιήσει. Έχω ζήσει πολλές κρίσιμες στιγμές και πάντα η μουσική ήταν εκεί, να λειτουργεί ως θεραπεία. Νομίζω ότι για κάθε μουσικό η μουσική λειτουργεί ως θεραπεία – με όποιο είδος μουσικής κι αν ασχολείται. Δεν έχει σημασία αν είναι επαγγελματίας ή όχι, η μουσική πάντα βοηθάει, ηρεμεί την ψυχή σου».