Μουσικη

Χρήστος Τσόγιας-Ραζάκοβ: «Υπάρχουν και στιγμές που απορρίπτω τη μουσική»

Ο ομποΐστας μιλάει για τη μουσική εκδήλωση «Σαλπάροντας για την Αμερική» και τη δράση «Μια Γέφυρα Μουσικής πάνω από τη Συγγρού»

32014-72458.jpg
A.V. Guest
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Χρήστος Τσόγιας-Ραζάκοβ

Χρήστος Τσόγιας-Ραζάκοβ: Συνέντευξη για τη μουσική και τη συναυλία «Σαλπάροντας για την Αμερική» στο πλαίσιο της δράσης «Μια Γέφυρα Μουσικής πάνω από τη Συγγρού, Vol. 8»

Η φοιτήτρια Aμαλία Ντίνη, της κατεύθυνσης «Πολιτισμός και Πολιτιστική Διαχείριση» του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου, επέλεξε την Athens Voice για τη συνέντευξή της με τον ομποΐστα Χρήστο Τσόγια-Ραζάκοβ, στο πλαίσιο της δράσης σε συνεργασία με τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση: «Μια Γέφυρα Μουσικής πάνω από τη Συγγρού»

Με αφορμή τις συναυλίες - αφιέρωμα στον Γάλλο συνθέτη Μaurice Ohana, που διοργανώνει η Στέγη με το Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου στο πλαίσιο της μουσικής εκδήλωσης «Γέφυρα Μουσικής πάνω από τη Συγγρού, Vol. 8» (10 Μαΐου 2023), συναντήσαμε τον ομποΐστα Χρήστο Τσόγια-Ραζάκοβ, μέλος της Φιλαρμόνια Ορχήστρας Αθηνών και υποψήφιο διδάκτορα του Τμήματος Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Ο Χρήστος, που θα ερμηνεύσει με το όμποέ του, είτε σόλο είτε με τη συνοδεία της πιανίστας Κατερίνας Κωνσταντούρου, τα έργα της συναυλίας με τίτλο «Σαλπάροντας για την Αμερική», μοιράστηκε μαζί μας τη σχέση του με την μουσική και την τέχνη, τις σκέψεις του για τον Μορίς Οανά, τα έργα της συναυλίας και τη συμμετοχή του σε αυτήν.

Ο Χρήστος γεννήθηκε σε ένα σπίτι μουσικών, με πατέρα ομποΐστα, μητέρα πιανίστα, γιαγιά μουσικολόγο, οπότε για τον ίδιο, όπως ομολογεί, «η μουσική είναι τρόπος ζωής, ένα παιχνίδι που καθώς μεγάλωνα συνυπήρχε μαζί μου». Αν και ξεκίνησε με πιάνο τη μουσική του παιδεία, τελικά το όμποε ήταν εκείνο που τον κέρδισε με το έντονο μυστήριο και τη λυρικότητα του, την αδυναμία πλήρους ελέγχου του ήχου του. «Το όμποε ένιωσα ότι με εκφράζει πιο πολύ, ότι είναι πιο κοντά στη δική μου εσωτερική διάσταση», αναφέρει.

Η συζήτηση μαζί του ξεκινάει με τον ίδιο να επισημαίνει πόσο περιοριστικοί είναι κατά τη γνώμη του οι τίτλοι «ομποΐστας» και «μουσικός», ιδέα που διαμορφώθηκε στο καλλιτεχνικό περιβάλλον όπου μεγάλωσε. «Εγώ τον εαυτό μου δεν τον θεωρώ ομποΐστα, δηλαδή δε με χωράει να είμαι απλώς ένας εκτελεστής. Στην πραγματικότητα δεν το επέλεξα και ούτε οι γονείς μου μού το επέβαλαν, απλώς μεγάλωσα σε αυτό το περιβάλλον. (Ζω) με την τέχνη γενικά. Δεν μπορώ να σκεφτώ βασικά τη ζωή μου, χωρίς τη μουσική, χωρίς την τέχνη.» Ωστόσο, δεν φοβάται να απορρίψει ορισμένες φορές τη μουσική και να ασκήσει κριτική, εκφράζοντας τις εσωτερικές του συγκρούσεις. «Υπάρχουν και στιγμές που απλώς την απορρίπτω, δηλαδή μπορεί να κάνω ένα μεγάλο κενό. Μπορεί να πηγαίνω στις δραστηριότητες και να παίζω συναυλίες, αλλά είχα πάντα εσωτερικές κόντρες. Νιώθω ότι πλέον κάνουμε τα ίδια και τα ίδια πράγματα, δηλαδή το να πάω να ακούσω μια συμφωνική ορχήστρα μ’ αρέσει, σίγουρα έχει μια μαγεία, αλλά ήδη πλέον είναι τόσο πολύ σαν ρουτίνα, και αυτό δεν το αντέχω. Προσπάθησα να κάνω και πράγματα με audiovisual, ηλεκτρονική μουσική, αλλά μ’ αρέσει ταυτόχρονα πάρα πολύ η μπαρόκ μουσική. Υπάρχει συνέχεια μια σύγκρουση, σύγκρουση ιδεών, ιδεολογιών, αισθητικής.» Η σύγκρουση αυτή όμως, όπως θα αναφέρει αργότερα «σε προκαλεί να εξερευνήσεις καινούργια πράγματα. Γι’ αυτό πιστεύω ότι η μοναδική λύση για να μπορέσει κανείς να ολοκληρωθεί σαν άνθρωπος είναι να έχει πολλά ερεθίσματα από τέχνη».

Αντιλαμβάνεται τη μουσική περισσότερο ως μία γλώσσα που λέει μια ιστορία ή μεταφέρει στο ακροατήριο της μια κατάσταση. Είναι «ένα μέσο», για το οποίο τον ενδιαφέρει περισσότερο το «πώς προήλθε», «η ιστορία και η αισθητική του».  Στόχος του λοιπόν είναι σε αυτή τη συναυλία να ενσαρκώσει τη μουσική, να τη μεταδώσει και όχι απλώς «να παίξει τις νότες». Περιγράφοντας κάποια από τα έργα που θα ερμηνεύσει εντοπίζει στα περισσότερα έναν κοινό πυρήνα, την ανάγκη τους για αφήγηση και ρητορική, μια μορφή ομιλίας, καθώς και τη συμβολική διάσταση του ταξιδιού, τη μεταφορά σε ένα «άλλο» μέρος. Για το «Neumes» του Οανά αναφέρει πως ο ίδιος ο τίτλος παραπέμπει «σε έναν άλλον τρόπο σκέψης, που μπορεί να αφεθεί κανείς πιο ελεύθερος, μπορεί κανείς να αφηγηθεί και να παίξει με εντελώς διαφορετικό τρόπο, αφού η νευματική σημειογραφία («Neumes») δεν είναι τόσο συγκεκριμένη». Μια μορφή ομιλίας εντοπίζει και στο έργο του Thierry Pécou, «Perroquets d'Azur», που προκύπτει μέσα από τις διαφορετικές τεχνικές του κομματιού, ενώ το «Chant pour les piroguiers de l'Orénoque» του Jolivet «εξιστορεί το τραγούδι των βαρκάρηδων στον Αμαζόνιο».

Όσον αφορά την επαφή του ακροατηρίου με αυτού του είδους τη μουσική, θεωρεί πως «σκοπός είναι ο ακροατής ουσιαστικά να πάρει ερεθίσματα, να επηρεαστεί με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να βγει από την καθημερινότητά του, από το comfort zone που έχει δημιουργήσει». Για το νεανικό κοινό τονίζει ότι «η μουσική αυτή που θα παίξουμε δεν είναι μια μουσική που μπορεί να πάρει κανείς το MP3 και να την ακούει στο λεωφορείο κάθε μέρα, επειδή του άρεσε. Έχει να κάνει με άλλες διαστάσεις της τέχνης. Σίγουρα μπορεί να προσεγγίσει έναν νέο, αλλά δεν είναι ένα τραγούδι που θα του αρέσει, θα πάει σπίτι του και θα το ακούσει δέκα φορές. Έχει να κάνει πιο πολύ με μία κατάσταση, με μια μετάδοση πληροφορίας, ερεθισμάτων. Ουσιαστικά είναι μια τέχνη που θέλει να περάσει στον θεατή ένα μήνυμα, αλλά δεν είναι τόσο -αυτό που λέμε στην ποπ κουλτούρα- απλώς για να το ευχαριστηθεί. Η τέχνη δεν είναι μόνο ευχαρίστηση, η τέχνη μπορεί να σου προκαλέσει και αρνητικά συναισθήματα, η τέχνη μπορεί να σου προκαλέσει συναισθήματα φόβου ή μπορεί να μην σου προκαλέσει συναισθήματα, αλλά μπορεί να σου προκαλέσει αντίδραση στη σκέψη, στη φιλοσοφία ζωής.»

Φυσικά, για την πραγματοποίηση μιας πετυχημένης συναυλίας και συνεργασίας δεν παραβλέπει τη σημασία της επαφής μεταξύ των μουσικών και συνθετών. Όπως αναφέρει «για να δημιουργήσει κανείς αληθινή τέχνη πρέπει να συνυπάρξει, να ανταλλάξει απόψεις, να μιλήσει, να βρει, όσον αφορά το κομμάτι, πράγματα που εκφράζουν τον καθένα.» «Σίγουρα έχει να κάνει πολύ η προσωπικότητα που βρίσκεται πίσω από το πιάνο», προσθέτει για την πιανίστα Κατερίνα Κωνσταντούρου με την οποία θα συνεργαστεί στην συναυλία.

Μετά από μια αναλυτική συζήτηση γύρω από την τέχνη, το όμποε και την συναυλία που θα πραγματοποιηθεί σε λίγες μέρες με τίτλο «Maurice Ohana (1913-1992): γεωγραφίες, φιλίες, αναφορές», ο Χρήστος ολοκληρώνει τη συζήτησή μας κάνοντας αναφορά σε όλες τις όψεις της μουσικής που τον απασχολούν στο παρόν, καθώς αποφεύγει να μιλάει για το μέλλον. «Είναι ένας συνδυασμός πολύπλευρος», λέει. Πέρα από τα μουσικά κομμάτια που μελετά για την συναυλία, συνεχίζει τη συμμετοχή του στη Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών, σκοπεύει να πραγματοποιήσει ηχογραφήσεις και βίντεο, ενώ ασχολείται και με την κατασκευή καλαμιών για όμποε. Επιπλέον, πραγματοποιεί, στο πλαίσιο του διδακτορικού του πτυχίου, μια καταλογογράφηση Ελλήνων συνθετών που γράφουν για όμποε, ώστε ο ψηφιακός αυτός κατάλογος να διευκολύνει τον εντοπισμό και την ηχογράφηση των κομματιών. Τέλος, επιθυμία του είναι, όπως λέει: «να συνδυάσει και κάποια τεχνολογικά μέσα, ώστε να διευρύνουν το όμποε και να το τοποθετούν στη σημερινή κοινωνία». Και σίγουρα ο Χρήστος Τσόγιας-Ραζάκοβ έχει δίκιο, δεν είναι μόνο ομποΐστας…

Τον Χρήστο Τσόγια-Ραζάκοβ θα συνοδεύσει η πιανίστα Κατερίνα Κωνσταντούρου, η οποία αναλαμβάνει για δεύτερη φορά να ταξιδέψει το κοινό με το πιάνο της, στο πλαίσιο της μουσικής εκδήλωσης «Μια γέφυρα μουσικής πάνω από τη Συγγρού». Η Κατερίνα Κωνσταντούρου εκδηλώνει μεγάλο ενδιαφέρον για τη μουσική του 20ου και του 21ου αιώνα. Με σπουδές στην Ολλανδία, που άνοιξαν νέους ορίζοντες για εκείνη, έχει συνεργαστεί με νεότερους και παλαιότερους συνθέτες, έχει συμμετάσχει σε συναυλίες και φεστιβάλ της Ελλάδας και του εξωτερικού και έχει ερμηνεύσει μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο.

Πληροφορίες για τη συναυλία

Η συναυλία «Σαλπάροντας για την Αμερική», μέρος του μουσικού αφιερώματος «Maurice Ohana (1913-1992): γεωγραφίες, φιλίες, αναφορές», θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 10 Μαϊου στις 20:00 στη Μικρή Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση.

Τα έργα της συναυλίας μάς προσκαλούν σε ένα υπερατλαντικό ταξίδι με όχημα το όμποε και το πιάνο. Ο Οανά λάτρευε τον ωκεανό και συνέθετε ακούγοντας τους ήχους του από το σπίτι του στις ακτές της Βρετάνης. Η μαθήτριά του και μελετήτρια του έργου του, Εντίτ Κανά ντε Σιζύ, φέρνει στα αυτιά μας τον παφλασμό των κυμάτων «σαλπάροντας» με ένα πιάνο. Ο Αντρέ Ζολιβέ, φίλος και μουσικός συνοδοιπόρος του Οανά, μας μεταφέρει στη Βενεζουέλα, υπό τους ήχους του τραγουδιού ενός ντόπιου βαρκάρη. Παραμένοντας στη Λατινική Αμερική, ο Tιερύ Πεκού ακολουθεί τα βήματα του Οανά και αξιοποιεί τον ρυθμικό πυρήνα της αφροκουβανικής μουσικής. Τα έργα σε ελληνική και σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση των Αντώνη Ρουβέλα και Μιχάλη Παλαιολόγου, δύο ταλαντούχων νέων συνθετών, συμπληρώνουν το ταξίδι.

Πρόγραμμα συναυλίας

Σαλπάροντας για την Αμερική

  • Αντώνης Ρουβέλας (γενν. 1987): “Viomata I (short version)”, για σόλο όμποε** (2015)
  • André Jolivet (1905-1974): “Chant pour les piroguiers de l'Orénoque”, για όμποε και πιάνο** (1953)
  • Thierry Pécou (γενν. 1965): “Perroquets d'Azur”, για σόλο όμποε** (1993)
  • Maurice Ohana: “Neumes”, για όμποε και πιάνο** (1965)
  • Edith Canat de Chizy (γενν. 1950): “Sailing”, για σόλο πιάνο** (2020)
  • Μιχάλης Παλαιολόγου (γενν. 1981): “Introspections”, για σόλο όμποε* (2023)

Xρήστος Τσόγιας-Ραζακόβ: όμποε
Κατερίνα Κωνσταντούρου: πιάνο

Συντελεστές οργάνωσης:
Επιμέλεια προγράμματος, διδασκαλία φοιτητών, συντονισμός: Λορέντα Ράμου
Υπεύθυνος Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου: Γεώργιος – Μιχαήλ Κλήμης
Βοηθός εργαστηρίου: Φωτεινή Σαλμούκα, Υποψήφια διδάκτωρ του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου
Ομάδα φοιτητριών Παντείου Πανεπιστημίου: Πανωραία Κοντογιάννη, Αμαλία Ντίνη, Ανδρομάχη Πανταζή, Κατιάννα Ρουμπή

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ