Μουσικη

Γιώργος Δημητριάδης: Μια ζωή στην πρίζα

O αγέραστος τραγουδοποιός της ελληνικής rock σκηνής ετοιμάζει νέο άλμπουμ και θυμάται όσα έχει περάσει, σαν να μην πέρασε μία μέρα

daad.jpg
Δημήτρης Αθανασιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 808
20’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο Γιώργος Δημητριάδης κρατά ακουστική κιθάρα στο στούντιο
© Θανάσης Καρατζάς

Συνέντευξη: O Γιώργος Δημητριάδης μιλάει για τα νέα τραγούδια που ηχογραφεί, τη μουσική του πορεία, τη ζωή, την πανδημία, την πολιτική ορθότητα.

Ζωή στην πρίζα, ρεφρέν και κουπλέ που μεγάλωσαν γενιές σε γαλαρίες πούλμαν σχολικών εκδρομών, που ακούστηκαν νύχτες αξημέρωτες στα μπαρ, που έστειλαν πιτσιρίκια σε δισκάδικα να ψαχουλεύουν βινύλια και να μαθαίνουν περισσότερα για το rock. Ο Γιώργος Δημητριάδης, ένας «απροσάρμοστος» modfather της ελληνικής σκηνής που έχει δει πολλά έργα, επιστρέφει με νέα τραγούδια, «ταινίες μικρού μήκους», όπως λέει ο ίδιος. Παρέα με μερικούς ζεστούς καφέδες, μας εξήγησε πολλά περισσότερα…

Γιώργος Δημητριάδης και Κώστας Μπουντούρης στο στούντιο
© Θανάσης Καρατζάς

Πώς πάνε οι ηχογραφήσεις του νέου σας άλμπουμ;
Αυτή τη φορά συνεργάζομαι με τον Κώστα Μπουντούρη. Πρόκειται για μια νέα παρουσία στον χώρο, με την έννοια της σύνθεσης, είναι τραγουδοποιός, στιχουργός, αλλά παράλληλα και παραγωγός. Έχει το δικό του home studio, όπου ξεκινήσαμε αρχές καλοκαιριού να γράφουμε, μεσολάβησαν οι καλοκαιρινές διακοπές, και σιγά σιγά οδηγηθήκαμε στο φθινόπωρο και έγινε επανέναρξη της δουλειάς. Κατεβαίνω από την Παλλήνη στους Αμπελόκηπους, όπου βρίσκεται το στούντιο, δύο με τρεις φορές την εβδομάδα, πρωινές ώρες, και κάνουμε τους οδηγούς των τραγουδιών. Την αρμονία, τη δομή των κομματιών στο πιάνο. Τους γράφουμε στο πιάνο − αυτό είναι μια διαδικασία για να αρχίσουν οι κανονικές ηχογραφήσεις, αφού περατωθεί όλη αυτή η ιστορία. Βήμα βήμα δηλαδή, για να βγει ένα νέο άλμπουμ. Αυτή η δουλειά δεν θα έχει το ίδιο ύφος που έχει η προηγούμενη. Αλλά μη φανταστεί κάποιος ότι θα έχει γκάιντες μέσα. Θα είναι μια διαφορετική προσέγγιση, ούτε και τα τραγούδια θεματικά, στιχουργικά, θα είναι ίδια με τα προηγούμενα. Θα ήθελα τα τραγούδια να ακούγονται καλά, «κανονικά» με αρχή, μέση και τέλος. Ταινίες μικρού μήκους. Ανάμεσα στις οποίες θα υπάρχει και το «Μου λείπεις», το single, που κυκλοφόρησε τον Μάιο.

Γιώργος Δημητριάδης - Μου Λείπεις Τόσο | Official Lyric Video

Ποιος είναι ο αγαπημένος σας κινηματογραφικός ήρωας;
Είναι πάρα πολλοί, δεν μπορώ να πω έναν. Από ιταλικό κινηματογράφο είναι ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι. Σαφώς ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, η Μέριλ Στριπ, ο Άντονι Χόπκινς, η Τζόντι Φόστερ, ο Μπρούνο Γκανζ, ο Βιμ Βέντερς, ο Τριφό. Από Ιταλία δεν ξέρω ποιον να διαλέξω, από Παζολίνι μέχρι Αντονιόνι, και ελληνικό κινηματογράφο έχω δει.  

Τι σας έχει λείψει όλο αυτό το διάστημα της πανδημίας;
Παραπάνω από ενάμιση χρόνο μετά, μπορώ να πω ότι μου έλειψαν κάποιοι άνθρωποι, η επαφή μαζί τους. Κάποια άλλα πράγματα δεν μου έλειψαν, όπως δεν μου έλειπαν και πριν, άρα δεν μου έλειπαν και στις αλλεπάλληλες καραντίνες που έγιναν. Μεγάλη δοκιμασία ψυχική, μου έλειψαν πολύ κάποιες εμφανίσεις και η διαπροσωπική επαφή. Ήμουν πάρα πολύ προσεκτικός.

Τι διαφορετικό περιμένουμε από τη «Σκιά που σε ακολουθεί»;
Καλή ερώτηση αυτή, και δύσκολη. Τα περισσότερα κομμάτια είναι προσωπικές ιστορίες και εξομολογήσεις, μαζί με διαπιστώσεις. Περνούν μέσα θεματικά φάσματα ζωής. Οι στίχοι είναι πολύ βιωματικοί, με την έννοια πως ό,τι τραγουδιέται εκεί μέσα, στη φάση που είμαι, ό,τι τραγουδάω δεν μπορεί να μην είναι βιωμένο, να είναι απλά ένας ωραίος στίχος που να περιγράφει πράγματα και καταστάσεις που εγώ δεν έχω περάσει. Από την άλλη, πάλι, όταν έχεις ζήσει πολλά πράγματα στη ζωή σου, όταν έχεις περάσει από φάσεις συναισθημάτων, εναλλαγές, καταρρεύσεις, συντριβές, πτώσεις, ανυψώσεις, εκτινάξεις, όλα αυτά σίγουρα σε έναν καλό στίχο θα τα βρεις, όποιος και να ’ναι. Όταν μιλάω για βιωματικό στίχο, εννοώ τους στίχους που υπογράφω εγώ μέσα στη δουλειά, για να γίνω πιο συγκεκριμένος. Θα τη χαρακτήριζα και «πολιτική» δουλειά. Είναι κάποια τραγούδια τα οποία είναι πολιτικά, με την ευρεία έννοια. Δεν είναι πολιτικό τραγούδι, είναι διαπιστώσεις δικές μου − πού έχω φτάσει ως άνθρωπος και πού θέλω να πάω, σε σχέση με πράγματα που μπορεί να πίστευα παλιά και δεν βλέπω πλέον κανένα νόημα να πιστεύω σε αυτά.

Όπως;
Πολλά πράγματα τα οποία σε ένα μεγάλο κομμάτι της γενιάς μου, της δεκαετίας του 1970, της έδωσαν έναν παραπάνω οίστρο − λόγω και των προηγούμενων χρόνων, βλέπε Χούντα, είχαμε μια φόρα και, σε μεγάλο βαθμό, δικαιολογημένη νεανική αφέλεια, αλλά και μια ουσιαστική ανάγκη να σπάσουμε κάποια πράγματα, κάποια δεσμά. Βέβαια, εκεί εγκλωβιστήκαμε στις ιδεολογίες. Αυτό δεν μας έκανε καλό. Χάσαμε κάποια χρόνια. Η ζωή, φυσικά, έχει και τέτοιου επιπέδου, τέτοιου βαθμού, τέτοιας φύσεως απώλειες. Επενδύεις κάπου. Το θέμα ήταν ψυχικό.

Γεννηθήκατε Αθήνα, φύγατε Θεσσαλονίκη, επιστρέψατε. Έχετε βαθιά σύνδεση και με τις δύο πόλεις. Τι σας αρέσει και τι όχι σε αυτές;
Πολύ βαθιά, εξ ου και ο διχασμός. Αλλά εμένα μου αρέσουν οι διχασμένοι άνθρωποι σε έναν βαθμό. Για να το δραματοποιήσω λίγο, να το κάνω πιο κινηματογραφικό, έχουν ενδιαφέρον σαν χαρακτήρες, η αντίφασή τους. Στο κάτω κάτω, στο σινεμά, στον καλό κινηματογράφο, μας ενδιέφεραν οι ταινίες των οποίων οι χαρακτήρες και οι πρωταγωνιστές είχαν αντιφάσεις. Δεν ήταν ούτε απόλυτα καλοί, ούτε απόλυτα κακοί. Όσο για τις πόλεις, δεν μπορείς συλλήβδην να απορρίψεις μια πόλη, δεν είναι μόνο τα μέρη και τα τοπία που κάνουν μια πόλη, όλα αυτά είναι νεκρά χωρίς ανθρώπους. Η πόλη, η Θεσσαλονίκη, μια πολύ ωραία facade και ωραία πόλη μέσα, δεν θα ήταν τίποτα χωρίς τους ανθρώπους που ο καθένας εξ ημών έχει δεθεί, έχει αγαπήσει, έχει τσακωθεί, οι δρόμοι, τα σοκάκια, τα τοπωνύμια, μέσα στο κέντρο της πόλης όπου μεγάλωσα εγώ. Αυτή είναι η Θεσσαλονίκη για μένα. Γεμάτη αναμνήσεις και γεμάτη πρόσωπα. Και μέρη, αλλά πάντα στα μέρη υπάρχουν πρόσωπα. Και η Αθήνα είναι το ίδιο για μένα μετά από τόσα χρόνια. Εγώ δεν θεωρώ ότι επέστρεψα στην Αθήνα. Γιατί στη Θεσσαλονίκη πήγα πάρα πολύ μικρός. Έξι χρονών δεν είχα προλάβει…

Μετακομίσατε οικογενειακώς;
Ναι, λόγω της εργασίας του πατέρα μου, ο οποίος ήταν ναυτιλιακός πράκτορας φορτηγών εμπορικών πλοίων.

Και στην Αθήνα γυρίσατε;
Εγκαταστάθηκα κανονικά και μόνιμα το 1984.

Και τι θυμάστε όταν ήρθατε στην πόλη; Οι πρώτες αναμνήσεις, οι πρώτες εικόνες;
Δεν μου ήταν ξένη πόλη − είχα συγγενείς και κάποιους φίλους. Ήταν καινούργιο πράγμα για μένα, σήμαινε ότι κάνεις την αρχή από το μηδέν. Ξεκινάς πλέον μόνος σου τη ζωή σου στην Αθήνα. Μακριά από το σπίτι σου, τους γονείς σου.

Είχατε θέματα προσαρμογής;
Κανένα, ίσα ίσα έκανα βαθιά βουτιά και δεν αναρωτήθηκα για τίποτα. Μου ήταν οικεία η Αθήνα. Όταν έφυγα από τη Θεσσαλονίκη, δεν μου άρεσε τίποτα εκεί. Είχε καταφέρει ή είχα καταφέρει να μη μου αρέσει τίποτα. Ήταν η φάση «φεύγω». Γιατί απλά δεν έβρισκα άκρη σε κανένα από τα προσωπικά μου ζητήματα στη Θεσσαλονίκη. Ούτε στα συναισθηματικά, ούτε στο σπίτι, άσχημες σχέσεις με το σπίτι, σε ένταση − γενικά πλανιόταν στον αέρα ένα πράγμα «φύγε, γιατί εδώ δεν υπάρχει τίποτα». Και κρίμα, γιατί είναι μουσική πόλη. Δεν κατάφερα να βρω άκρη. Γιατί μέσα μου δεν είχα ανοίξει δημιουργικά. Ήμουν μόνο τραγουδιστής. Βέβαια, έπαιξα με πολλές μπάντες, απλά δεν προέκυψε κάτι. Κάναμε κάποια πράγματα, αλλά και στη Θεσσαλονίκη δεν ήταν ακόμη η κατάσταση. Μόλις έφυγα εγώ σχηματίστηκαν οι «Τρύπες». Και ήρθα εδώ, γιατί εδώ ένιωθα ότι θα κάνω την αρχή, ότι θα ξεκινήσω από την αρχή, μένοντας μόνος σε μία υπόγα για 6 χρόνια, στο Λυκαβηττό… ωραία ήταν.

Πού ζείτε τώρα;
Στην Παλλήνη. Από τότε που κατέβηκα στην Αθήνα, όταν γνώρισα τη μέλλουσα γυναίκα μου, μετακομίσαμε στο σπίτι των γονιών της στους Αμπελοκήπους. Και εκεί ήταν μια κάποια αναβάθμιση, από την υπόγα στο ισόγειο, μπαλκόνι πια, σε ημι-ισόγειο. Μία σχετική άνοδος στην κλίμακα, για να μη βλέπω πόδια μόνο. Και μετά στην Παλλήνη. Μόλις κάναμε την κορούλα μας, αποφασίσαμε να πάμε εκεί που δουλεύει, κοντά, στους γονείς της δηλαδή. Από τον Ιούνιο του 1991 είμαι εκεί.

Τι σας αρέσει εκεί;
Η εξοχή. Γιατί εξοχή είναι. Για τα άλλα μη με ρωτήσετε. Θέλει πολύ καιρό η Παλλήνη για να εξελιχθεί σε urban, στοιχειωδώς αστικό τοπίο. Το αγοραστικό της κέντρο δεν τα έχει αυτά.

Το πιο ωραίο μέρος που έχουν δει τα μάτια σας;
Έχω δει πολλά ωραία πράγματα στη ζωή μου. Το πιο ωραίο μέρος που έχω δει, χωρίς πλάκα, είναι η αλάνα στη γειτονιά μου όπου όταν ήμουν στην Πέμπτη και στην Έκτη Σημοτικού έπαιζα ποδόσφαιρο. Δεν μπορεί να το αντικαταστήσει τίποτε άλλο. Έχω δει πάρα πολύ ωραία μέρη, έχω κάνει και κάποια ταξίδια στο εξωτερικό, ωραία μέρη, ωραία τοπία, ο Παρνασσός, η Κατάρα, το Πήλιο, αλλά νομίζω το πιο ωραίο μέρος, δεν το λέω μάλλον με την οπτική έννοια της εντυπώσεως, αλλά μάλλον της βιωματικής αναμνήσεως, η αλάνα μου. Αυτό θα είναι πάντα μέσα μου. Όταν φύγω, θέλω να επιστρέψω εκεί. Θα ήθελα να μπορώ να πάω εκεί και να παίζω μπάλα.

Γιώργος Δημητριάδης
© Θανάσης Καρατζάς

Τα 80s έχουν, ενδεχομένως, μια μυθική διάσταση στις νέες γενιές. Ακούω από ανθρώπους ότι η πόλη εκείνη τη δεκαετία είχε άλλες ενέργειες, άλλες δυναμικές, εσείς ζήσατε τη rock σκηνή που γεννιόταν… Τι θυμάστε από εκείνα τα χρόνια;
Στον «Πήγασο», στο «Αν», όταν άνοιξε το «Ρόδον», από το 1987 και μετά, σχεδόν καθημερινά, σχεδόν πάντα στο «Κύτταρο», πιο παλιά, πριν κατέβω στην Αθήνα οριστικά, στην Πλάκα, όπου έβλεπα τους Captain Neφοs και τους «Φατμέ», άλλες ημέρες μαζί με τον «Ηρακλή και τη Λερναία Ύδρα» και τον Ζιώγαλα∙ στο «Αν» πήγαινα για τον Παύλο Σιδηρόπουλο κυρίως, στο «Ρόδον» μετά που άνοιξε και ήταν μία όαση για όλους εμάς που θέλαμε να δούμε πράγματα από το εξωτερικό, hot, καινούργια, και κάποια παλαιότερα, μου έχουν μείνει αξέχαστες οι συναυλίες, πάντα οι πρώτες σού μένουν.

Με άνθρωπο που φοβάται να κάνει εμβόλιο θα κάνω κουβέντα. Με αρνητή δεν υπάρχει περίπτωση να κάνω.

 

Η καλύτερη συναυλία που έχετε δει;
Το 2015, τους Who στο Hyde Park για τα 50 χρόνια τους. Τότε που μπήκαμε στα capital controls, έτυχε να είμαι με τη γυναίκα μου στο εξωτερικό. Ήταν δώρο της κόρης μου τα δύο εισιτήρια για τα γενέθλιά μου τότε. Η ωραιότερη συναυλία, αγαπημένο μου γκρουπ, ήταν 70.000 άτομα, ήταν γεμάτο από mods, ήμουν στο κλίμα.

Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε στην κουλτούρα των mods;
Το στιλ που έβγαζε μάτια. Που ήταν πολύ συγκεκριμένο και ακριβές το ντύσιμό του, πρόσεχε πολύ την εμφάνισή του αλλά όχι με τρόπο που προξενούσε αηδία, καλόγουστα πράγματα πάντοτε − βέσπα δεν είχα γιατί φοβάμαι πολύ να καβαλάω δίτροχα, αν και θα ήθελα, είναι απωθημένο μου αυτό. Κι επίσης η μουσική, ταίριαξε, δεν γινόταν όλη αυτή η φάση να άκουγε πράγματα άσχημα. Jazz, μαύρη μουσική, rhythm n’ blues, το rock που βασίστηκε σε αυτές τις ρίζες. Με τράβηξε πάρα πολύ. Ειδικά το 1981 που έκανα το πρώτο ταξίδι στην Αγγλία, έτρωγα με έναν καλό μου φίλο στο Σόχο, σε ένα ταϊλανδέζικο εστιατόριο, απόγευμα ήταν, και ξαφνικά πετάχτηκε ένας mod στη βέσπα του επάνω, με το γουνάκι, με τους καθρέφτες και το παρκά, του λέω «Στιβ, να τος!». Έτυχε να είναι και ο φίλος μου τέτοιος. Και μου έκανε δώρο ένα φοβερό σακάκι, με φιλοξενούσε σπίτι του, στο Ρόμφορντ, και μου λέει «Τζορτζ, σου έχω ένα δώρο». Αυτό το σακάκι που μου έδωσε λοιπόν ήταν ένα two tone ψιλοβυσσινί, και άλλαζε χρώμα ανάλογα με το φως. Όταν το φορούσες, ένιωθες ότι ήσουν μέσα σε ένα κουτί. Πολύ σφιχτό, κολλαρισμένο. Το οποίο το φορούσα συνέχεια μετά, το έχω ακόμα, αλλά δεν το φοράω, γιατί δεν μου κάνει. 

Δεν μπορεί να πολεμάμε τα στερεότυπα και να πάμε να επιβάλλουμε νέα στερεότυπα

 

Κεφάλαιο «Απροσάρμοστοι». Μεγάλο κομμάτι. Πώς το βιώσατε;
Δυόμισι πολύ σημαντικά χρόνια για μένα. Περιπετειώδη, ταραγμένα. Κυρίως μέσα μου. Γιατί λίγους μήνες μετά τον θάνατο του Παύλου Σιδηρόπουλου, με δέχτηκαν στις τάξεις τους σαν τραγουδιστή της μπάντας. Η μπάντα έπρεπε να έχει έναν τραγουδιστή. Ήξερα κάνα δυο παιδιά από αυτούς, είχα πάει σε κάποιες πρόβες, είχα μάθει ό,τι ήθελαν, και δέσαμε, ήταν εύκολο να τραγουδάω τα κομμάτια του Παύλου. Μου ήταν φυσικό, γιατί τα ήξερα, τα άκουγα αυτά, τα είχα. Το πίστευα και μου άρεσε. Αλλά εκεί επάνω, την άνοιξη του 1992, έπεσα σε κατάθλιψη, και ξεκίνησα θεραπεία για αρκετά χρόνια. Γι’ αυτό λέω ταραγμένη. Κινδύνεψα λίγο. Αλλά επίσης αυτή η ιστορία με βοήθησε πάρα πολύ, το ότι έπαιζα με τα παιδιά και τραγουδούσα αυτά τα σκοτεινά κομμάτια, αρκετά από αυτά, αντικατόπτριζαν την κατάσταση του ανθρώπου που τα είχε γράψει. Παρ’ όλα αυτά, επειδή η μουσική ήταν πολύ δυναμική, και γινόταν χαμός στις συναυλίες, περνούσα ωραία, έβλεπα «the bright side of life».

Στα μάτια σας ο Παύλος Σιδηρόπουλος; Αυτό που θα θυμάστε;
Τι να πω τώρα, ότι δεν έπρεπε να «πάει» τόσο γρήγορα; Αυτό τού ήταν γραμμένο, μάλλον. Ο Παύλος, πρωτοπόρος είναι, έχει συμβάλει πάρα πολύ σε πράγματα… Ένα από αυτά είμαι κι εγώ, ήταν και η δική μου δισκογραφία, που δεν ήταν ό,τι έκανε αυτός, γιατί δεν έκανα τη ζωή που έκανε ο Παύλος, δεν είχα ενδεχομένως και την ίδια ματιά απέναντι σε πράγματα, αλλά όλη του η στάση η καλλιτεχνική και το ότι είχε μπέσα… Ήταν πολύ καλό παιδί, εγώ δεν τον είχα γνωρίσει, εκτός από μία φορά πριν από πολλά χρόνια σε ένα φιλικό σπίτι.

Τη θυμάστε αυτήν τη φορά;
Δεν ήταν καλά. Ήμουν σε ένα φιλικό σπίτι ενός αρχιτέκτονα, είχε περάσει από εκεί, πιάσαμε κουβέντα, χειμώνας του 1987 ήταν, συστηθήκαμε, καινούργιος εγώ τότε σχετικά, ψαχνόμουν, έγραφα τα πρώτα δικά μου τραγούδια. Τον ρώτησα τι κάνει και μπήκε κατευθείαν στο θέμα, μου είπε ότι δεν είναι καλά. Μετά μπορεί να ήταν καλύτερα, αλλά τότε δεν ήταν. Μου είχε κάνει εντύπωση αυτή του η ειλικρίνεια, πάντως. Αλλά είχα στεναχωρηθεί που δεν ήταν καλά. Του χρωστάω πάρα πολλά. Έπαιξε ρόλο κι αυτός στο να διαμορφωθώ καλλιτεχνικά. Μετά είναι και άλλα πράγματα, οι «Φατμέ», ο Νίκος Πορτοκάλογλου δηλαδή, ο Διονύσης Σαββόπουλος − οφείλω πράγματα σε αυτούς τους ανθρώπους. Ακούγοντάς τους, πήρα πράγματα. Από όλους αυτούς έμαθα το «do it your own way». Με όλα τα ρίσκα που μπορεί να έχει αυτό. Αυτό ήθελα εξ αρχής. Νομίζω δεν απέτυχα σε αυτό.

Η καλύτερη συναυλία που έχετε δώσει;
Η καλύτερη από άποψη συμμετοχής ήταν στο Rockwave το 1998, στη Φρεατίδα. Μεγάλη συναυλία. Αλλά και άλλες, σε πιο μικρούς χώρους, στον «Ρυθμό», στο «Old habits», τον Δεκέμβριο του 2019, η τελευταία εμφάνιση που έκανα, επίσης στο «Κύτταρο», αυτά μου έρχονται τώρα στο μυαλό. Τις εμφανίσεις αυτές δεν τις λέω προγράμματα, τις λέω gigs ή concerts. Γιατί παίζω με την μπάντα μου πάντα. 

Είστε από τους καλλιτέχνες και από τους ανθρώπους που βγήκαν από την πρώτη στιγμή και υποστήριξαν την ανάγκη του εμβολιασμού για την προστασία του κοινωνικού συνόλου...
Δεν ήμουν μόνο εγώ, αλλά δεν ήμασταν πολλοί. Αυτό με έχει στεναχωρήσει αρκετά, αυτό μπορώ να πω μόνο. Δεν με προβληματίζει περισσότερο, γιατί καταλαβαίνω για ποιον λόγο συμβαίνει αυτό, αλλά δεν θέλω τώρα να πικραθούμε παραπάνω. Όμως με στεναχώρησε πολύ για τον χώρο στον οποίο είμαι. Γιατί ομολογώ ότι θα περίμενα πιο υπεύθυνη στάση.

Θεωρείτε, δηλαδή, ότι υπήρχαν άλλοι λόγοι;
Όχι και να βγάζουμε από τη μύγα ξίγκι, σε μια πανδημία να δίνουμε πολιτικές διαστάσεις που δεν υπάρχουν, και να μπλεκόμαστε με διάφορους ψευτοδικαιωματισμούς σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο, που πεθαίνουν άνθρωποι κάθε μέρα, 35-40, σε μια χώρα περίπου 10 εκατομμυρίων κατοίκων. Έχουμε την πολυτέλεια να χάνουμε κάθε μέρα 100 συμπολίτες μας; Και 30 και 40 εκατομμύρια να ήμασταν, πάλι θα με απασχολούσε. Δηλαδή life goes on; Δηλαδή συνεχίζουμε; Τη στιγμή που κλείνουν σπίτια και κλαίνε άνθρωποι κάθε μέρα; Δεν θέλω να φανεί υπερβολικό, αλλά με αυτό το πράγμα δεν έχω καμία απολύτως διάθεση να πάω να παίξω συναυλία. Με 100 νεκρούς κάθε μέρα και τόσες χιλιάδες κρούσματα. Δηλαδή ποια είναι η λογική, θα έπρεπε από τα 5.000 κρούσματα να πέθαιναν οι 2.500 για να πειστούν; Να βλέπαμε πτώματα στους δρόμους δηλαδή; Γιατί το έχουμε ακούσει και αυτό. Επιπολαιότητα, εγωισμός, ηλιθιότητα, βλακεία, πονηρία και πανουργία, όλα μαζί. Ντροπή, αυτό έχω να πω μόνο. Εγώ δεν μπορώ να δεχτώ ότι χάνουμε συμπολίτες μας καθημερινά, είμαι σε διαρκές πένθος. Διότι πρόκειται περί πολύ σοβαρής πανδημίας, σχεδόν ένα είδος «βιολογικού όπλου» είναι αυτό. Αλλά δεν ξέρουμε ακριβώς από τι προήλθε ακόμα, από τι ξέφυγε μάλλον, μπορεί να είναι η φύση που τα δημιουργεί αυτά, αλλά μπορεί να είναι και κάποιο χεράκι, και να ξέφυγε κάτι εκεί στη Γιουχάν. Και δεν είναι τυχαίο σε ποιο καθεστώς έγινε αυτό το πράγμα.    

Νομίζω ότι δεχτήκατε και επιθέσεις από ψεκασμένους.
Λίγες. Το μόνο τους επιχείρημα είναι να βρίζουν, να απειλούν, και τον Θέμο «Apicos» Ρίζο το ίδιο. Καταπληκτικός. Γνωριζόμαστε. Αυτή είναι η στάση των υστερικών, των συνωμοσιολόγων, των σύγχρονων αναχρονιστών. Όχι των συντηρητικών, αυτοί είναι αναχρονιστές.    

Τι θα λέγατε σε έναν αρνητή του κορωνοϊού που δεν θέλει να κάνει το εμβόλιο;
Δεν πρόκειται να ανοίξω καμία κουβέντα. Με άνθρωπο που φοβάται να κάνει εμβόλιο θα κάνω κουβέντα. Με αρνητή δεν υπάρχει περίπτωση να κάνω. Είναι σαν να μου λέτε να ανοίξω κουβέντα με κάποιον που λέει ότι η Γη είναι επίπεδη. Ή ότι δεν έχουν πάει στο φεγγάρι, ή ότι το φεγγάρι είναι κοίλο. Δεν ανοίγεις με αυτό κουβέντα. Θα χαθείς, είναι μαύρη τρύπα. Έτσι κι αλλιώς, η ανθρωπότητα θα προχωρήσει. Ας λένε ό,τι θέλουν. Γίνονται θαύματα στην ιατρική κάθε μέρα.

Είναι μία δύσκολη περίοδος και για εσάς και για όλους τους καλλιτέχνες στο οικονομικό πεδίο…
Για όλους αδιακρίτως. Καθένας ανάλογα με τις υποχρεώσεις και τους κύκλους εργασιών που έχει ανοίξει. Τα πλήγματα είναι πολύ μεγάλα. Φυσικά και το καταλαβαίνω, άλλο όμως είναι και μία ανεύθυνη στάση. Και ενδεχομένως και μία σιωπή. Αυτό δεν το καταλαβαίνω.

Έχετε ζήσει τη μουσική και τη δισκογραφία σε διάφορες φάσεις. Τι θα αλλάζατε στη μουσική βιομηχανία;
Πρέπει κι εδώ να γίνουν πάρα πολλές ρυθμίσεις διορθωτικές, έχει πέσει πάρα πολύ στα χέρια μας η διευθέτηση, και παγκοσμίως των καλλιτεχνών, αυτή η ιστορία. Εφόσον υπάρχουν οι διανομείς στο διαδίκτυο, αυτοί δεν αποδίδουν τα δέοντα. Είναι πολύ λεόντειες οι συμφωνίες, μάλλον οι τρόποι διαχείρισης, όλα είναι υπέρ τους. Δεν γίνεται. Μηδαμινά είναι τα ποσά που αποφέρουν, και εκατομμύρια είναι και οι πελάτες αυτών των υπηρεσιών, που είμαστε εμείς οι καλλιτέχνες, στο YouTube, στο Spotify, και όλες οι άλλες πλατφόρμες διανομής. Πρέπει να γίνει κι εδώ μια ρύθμιση. Αυτό που μπορεί να γίνει, αυτό δεν πρέπει να γίνεται. Και θεωρώ σημαντικό ότι έχουν δημιουργηθεί YouTube, Spotify, μια μορφή ελάχιστης συνδρομής κάθε μήνα, ώστε να πληρώνεται η μουσική, αλλά από αυτά τα τεράστια ποσά πρέπει να παίρνουν και οι καλλιτέχνες κάποια χρήματα. Αυτά που δικαιούνται βέβαια. Αλλά τα ποσοστά που έχουν πέσει είναι πολύ βαριά. Για να πάρω κάποια λεφτά από του YouTube για προβολές των videos μου, πόσα views πρέπει να έχω κάνει; Και σε μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα. Υπάρχει πρόβλημα, αλλά δεν είναι μόνο πρόβλημα, είναι και προοπτική ταυτόχρονα, γιατί νομίζω ότι αυτό το τοπίο κάποια στιγμή θα ρυθμιστεί. Είναι νέο ακόμα. Η παλιά δισκογραφία όπως την ξέρουμε, άσχετα αν ξαναβγαίνει το βινύλιο −που καλά κάνει και βγαίνει, γιατί αυτό απευθύνεται σε ένα κοινό το οποίο θέλει να παίρνει τα πράγματα στα χέρια του− δεν υπάρχει πια.

Θυμάστε το πρώτο βινύλιο που αγοράσατε;
Ήταν το 1967, 11 χρονών. Tom Jones, «Talk of the Town».

Και έκανε τρομερή επιστροφή φέτος…
Ναι, φανταστείτε τότε. Και μάλιστα η πρώτη πλευρά ήταν live, από το «Talk of the Town», ένα κλαμπ της εποχής, και η δεύτερη ήταν κανονικά στο στούντιο, φοβερός δίσκος.

Τα περισσότερα χρήματα που έχετε δώσει για ένα βινύλιο;
Δεκαετία 1970, στη Θεσσαλονίκη, υπήρχαν μερικά πολύ καλά δισκάδικα. Έφερναν δίσκους εισαγωγής, που δεν κυκλοφορούσαν απαραίτητα και στην Ελλάδα. Νομίζω πρέπει να ήταν ένα των King Crimson, το «Larks' Tongues in Aspic», το 1973, 17 χρονών. Νομίζω πρέπει να ήταν αυτό, με τους στίχους μέσα, φοβερή έκδοση, ο δίσκος της εταιρείας Island Records.

Είχατε εξαρτήσεις στη ζωή σας;
Από ανθρώπους, ναι. Από ουσίες, όχι, εκτός από το τσιγάρο. Από το ποτό, όχι, από drugs, μπα. Πρέζα δεν δοκίμασα ποτέ. Συνειδητά. Έβλεπα πώς ήταν. Το χόρτο δεν το θεωρώ drug. Ούτε τζόγο, ούτε ποτό, μόνο ο καπνός, το τσιγάρο. Το έχω κόψει κάποιες φορές, αλλά έχω χούι. Η μόνη μου εξάρτηση ήταν από τους ανθρώπους και από τη μουσική.

Ποια είναι η αγαπημένη σας κιθάρα και γιατί;
Από ηλεκτρική, η Telecaster custom που τυχαίνει να έχω είναι μία Epiphone 335 σε σχήμα όπως είναι η Gibson με τις τρύπες, η Gibson η κανονική όχι, αλλά αγαπημένη μου σαν ηλεκτρική είναι η Gibson SG. Οι Stratocaster δεν μου αρέσουν. Από ακουστικές, μου αρέσει πάρα πολύ η Martin, είναι νομίζω η καλύτερη ακουστική κιθάρα, έχω μία πολύ παλιά Gibson ακουστική, vintage του 1968. Είναι πολύ ωραία κιθάρα. Έχω το τελευταίο κομμάτι από την Αμερική Tacoma Jumbo, και μία πολύ ωραία κιθάρα Guild Jumbo.  

Γιώργος Δημητριάδης και Κώστας Μπουντούρης στο στούντιο
© Θανάσης Καρατζάς

Ποιος δίσκος τελευταία σάς έχει κάνει εντύπωση;
Μου αρέσει πολύ από τη Νέα Ζηλανδία η Aldus Harding, αυτή βρήκα, αυτή μου άρεσε, γιατί ακούω αρκετά πράγματα, δεν τα συγκρατώ όλα. Μου αρέσει η τελευταία δουλειά των Coldplay, πολύ «μπουμπουνισμένη» σαν παραγωγή είναι βέβαια, και αυτοί τώρα θέλουν να μπούνε στα κλαμπ, αλλά ας μην το παρακάνουνε, βλέπετε έχουν τον Chris Martin, που είναι πολύ καλός, γράφει καλά.

Και κάνουν και μία τεράστια οικολογική καμπάνια τώρα με τις περιοδείες τους.
Η Aldus Harding, πάντως, είναι καταπληκτική. Παλιότερα μπορώ να πω ότι μου άρεσαν οι The Black Angels, από τη βαριά νρο-ψυχεδέλεια.

Τι θα έλεγε ο Γιώργος Δημητριάδης του 1991 στον Γιώργο Δημητριάδη του 2021;  
Τι θα έλεγα στον εαυτό μου τότε; «Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα», για πάρα πολλά πράγματα στη ζωή μου. Θα έλεγα «πάλι καλά που τα κατάφερες έτσι», γνωρίζοντας όλα αυτά που μεσολάβησαν, γιατί οι εξελίξεις θα μπορούσαν να ήταν πολύ πιο άσχημες, σε πάρα πολλά πράγματα. Νομίζω δεν έκανα λάθος επιλογές, αλλά κυρίως ήταν αυτό που σας είπα, επειδή μιλάμε για τη μουσική, καλά έκανα και ασχολήθηκα έτσι, δεν αλλάζω γνώμη γι’ αυτό, αλλά, αν έλεγα στον εαυτό μου τότε κάτι, αν εμφανιζόμουν μέσα στον χωροχρόνο, θα ήταν «Πρόσεχε αυτούς, πρόσεχε εκείνους, πρόσεχε αυτό, πρόσεχε αυτά. Μην είσαι αφελής, μην είσαι τόσο αγνός, και μην είσαι τόσο στην κοσμάρα σου». Αυτό θα του έλεγα. Αλλά, εν κατακλείδι, οκέι, δεν αλλάζει τίποτα. Και στο κάτω κάτω της γραφής, με ανθρώπους και με πράγματα, μία είναι η απάντηση: συμφιλίωση και αποδοχή. Αυτό το καταλαβαίνεις όταν σου τελειώνει ο χρόνος. Καταλαβαίνεις ότι δεν μπορείς να φύγεις έτσι.

Να κάνω μία μακάβρια ερώτηση; Τι θα θέλατε να γράφει στον τάφο σας; Πώς θα θέλατε να σας θυμούνται όταν θα φύγετε;
Η κόρη μου έχει πάρει μία φωτογραφία, μάλλον εγώ έχω πάρει μία φωτογραφία, έχω στήσει τη μηχανή και είναι πίσω από ένα εκκλησάκι στην περιοχή που μένω, στην Παλλήνη, με το σκυλάκι μου, την Κόρα, αγκαλιά, μετά από μια βόλτα, κάθομαι, και η κόρη μου πήρε και την έκανε αφίσα για τα γενέθλιά μου τώρα. Μία ωραία, ξύλινη, μπλε κορνιζούλα, και την έβαλε επάνω σε ένα τραπεζάκι. Βλέποντάς τη, εγώ λέω, τι μου ήρθε στο μυαλό, η φωτογραφία επάνω στο φέρετρο και από κάτω «Αγαπούσε πολύ τα σκυλιά».

Τι ράτσα είναι;
Πίτμπουλ.

Πόσο χρονών;
Τριών.

Τι σας έμαθαν τα σκυλιά;
Πως η σιωπή είναι πανέμορφη.

Τι σας έμαθε η πατρότητα;
Πως η ευθύνη, επίσης, είναι πανέμορφη, και κάτι άλλο μαζί, πως είναι πάρα πολύ όμορφο να χάνεις το επίκεντρό σου. Δεν είναι ο εαυτός σου, φτάνει, φεύγεις από αυτό. Το μόνο που σε απασχολεί είναι ο εαυτός σου μέχρι να κάνεις παιδί, αντικειμενικά. Από τη στιγμή που κάνεις παιδιά, καταλαβαίνεις ότι δεν είσαι για τον εαυτό σου. Είσαι για τους άλλους.

Την «ψωνίσατε» ποτέ; 
Ένας φίλος μου, που δεν ζει πια −συνεργάτης μου κάποια στιγμή στον πρώτο δίσκο και στον έκτο− είχε βγει μια αφίσα για ένα live που θα παίζαμε, κι ήμουν εγώ μπροστά και τα μέλη της μπάντας από πίσω. Ωραία αφίσα ήταν, και τη βλέπει και μου λέει: «Είδα την αφίσα, εσύ γιατί έχεις τέτοιο ύφος στη φωτογραφία;». Δηλαδή; «Σα να μην σου πολυαρέσει αυτό. Αμήχανος». Απαντώντας, όχι δεν την ψώνισα. Μπορεί να πέρασα παρά τρίχα, σύριζα, να πέρασα, να ακούμπησα και να εξοστρακίστηκα ξανά στο διάστημα. 

Έχει ανοίξει μεγάλη συζήτηση στην εποχή μας η έννοια της πολιτικής ορθότητας. Έχετε περάσει από διάφορες δεκαετίες, από διάφορα ιδεολογικά ρεύματα, από διάφορες ζυμώσεις πολιτικές. Πώς σας φαίνεται;
Μεγάλο θέμα. Δεν χωράνε εδώ εύκολες απαντήσεις, ούτε από τη μία πλευρά, ούτε από την άλλη. Τις εύκολες απαντήσεις τις δίνει η πλευρά ενός νέου τύπου αυθαιρεσίας και αυταρχισμού επάνω στον λόγο, με την έννοια ότι ο λόγος, οι λέξεις είναι φορτισμένες με ένα ιδεολογικό και ιστορικό παρελθόν, και τελικά καταργεί λέξεις, και βέβαια παραπέρα και σκέψεις. Δεν θα πω ότι δεν μου αρέσει, θα πω ότι δεν συμφωνώ, με την έννοια ότι το παρελθόν δεν το καταργείς ποτέ − καταργώντας λέξεις είναι σαν να καταργείς τη μνήμη του παρελθόντος. Το παρελθόν δεν το αλλάζεις, αλλά το μαθαίνεις καλά. Απλά για να μην το επαναλάβεις. Με το να καταργείς λέξεις, τρόπους έκφρασης, φορτίζοντάς τους με αρνητική έννοια πάντα, και με το να υπαγορεύεις στον κόσμο πώς πρέπει να μιλάει ανά πάσα στιγμή για να μη φανεί ότι είναι είτε έτσι είτε αλλιώς, υπάρχουν κάποιες νοοτροπίες εσφαλμένες, λάθος νοοτροπίες και συμπεριφορές, οι οποίες είναι και συμπεριφορές απλά ανθρώπινες. Αυτές αυθαίρετα δεν μπορεί να μπαίνουν σε μία κατηγορία είτε σεξισμού είτε ρατσισμού − υπάρχει αυθαιρεσία γενικά επάνω σε αυτό. Γίνεται μια απόπειρα νέα ρύθμισης ανθρώπινων σχέσεων, αλλά και σκέψης. Αυτό ενέχει κινδύνους μαζί και ευκαιρίες, αλλά σίγουρα πρέπει να αλλάξουμε πράγματα. Δεν μπορεί η επιθυμία να εκφράζεται, γενικά, και από τα δύο φύλα, με τρόπους απαράδεκτους. Αδιακρισία, αγένεια, προσβλητικότητα, υποτίμηση, για να μην προχωρήσω σε άλλα − αυτά πρέπει να σταματήσουν. Εγώ μιλάω για τη γλώσσα, μιλάω για τη σκέψη, μιλάω για την έκφραση, μιλάω για το σινεμά. Δεν μπορεί να πολεμάμε τα στερεότυπα και να πάμε να επιβάλλουμε νέα στερεότυπα.

Ωραίος τίτλος.
Καλό είναι οι άνθρωποι να αυτοπροσδιορίζονται, αλλά πέρα από στερεότυπα. Όλοι αυτοί οι νέοι όροι τι είναι; Νέα στερεότυπα. Και να χωρίζουμε τους ανθρώπους σε γκέτο. Στην ουσία αυτό συμβαίνει. Θα χάσουμε το χιούμορ μας έτσι όπως πάμε. Δεν γίνεται. Λάθος αντιλήψεις, σωστές, αλλά υπάρχει ένα χιούμορ. Η κοινωνία, για να φτάσει στην ωριμότητά της, πρέπει να αντέχει πράγματα.

Τι σας δίνει αισιοδοξία για το μέλλον;
Δεν είμαι ούτε απαισιόδοξος ούτε αισιόδοξος. Διότι απλά [το μέλλον] είναι άδηλο. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, η Ιστορία, σε κάθε ανύποπτη στιγμή, δημιουργεί αυγά ευκαιριών. Και τραγωδιών. Θα δούμε. Το μόνο που μπορώ να πω ότι είμαι αισιόδοξος, για το παρόν. Αυτή τη στιγμή εσείς κι εγώ μιλάμε, μιλάνε και άλλοι άνθρωποι, είναι εν ζωή, έχουμε όλοι την ευκαιρία να κάνουμε το σωστό ή το λάθος, να πληγώσουμε ή να πληγωθούμε, οκέι, κομήτης δεν έχει πέσει ακόμα.

Γιώργος Δημητριάδης
© Θανάσης Καρατζάς

Τρία μαθήματα ζωής που πήρε ο Γιώργος Δημητριάδης

Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΜΕ ΤΑ ΜΠΛΕ ΜΑΛΛΙΑ

Ξεκινούσε η σχολική χρονιά. Ήταν Σεπτέμβριος του 1962 και, αφού είχαμε ανηφορίσει την οδό Μιαούλη ίσια πάνω από το σπίτι μας επί της Βασιλίσσης Όλγας, θα φτάναμε γωνία με Μακεδονίας, όπου θα ήταν η πρώτη μου φορά που θα διάβαινα το κατώφλι του 7ου Δημοτικού Σχολείου για να πάω στην πρώτη τάξη. Στην είσοδο με άφησε ο πατέρας μου. Εγώ με την πρώτη μου σάκα −αυτή με το χερούλι και τις αγκράφες στις εξωτερικές της τσέπες, χρώματος καφέ που μοσχομύριζε− ανέβηκα ολίγον τι χεσμένος τα σκαλιά για να πάω να βρω σε ποια τάξη ήμουν, μιας και είχαμε αργήσει για τον αγιασμό και την προσευχή. Ο λόγος της αργοπορίας μας ήμουν εγώ φυσικά, που δεν εννοούσα με τίποτα να αφήσω τη θαλπωρή της εστίας μας και την ήδη αγαπημένη μου οδό Ιταλίας, όπου λυσσούσαμε όλο το καλοκαίρι. Θυμάμαι να περπατώ διστακτικά στον διάδρομο που αριστερά και δεξιά ήταν οι πόρτες των τάξεων και να κοντοστέκομαι μπροστά από μία μισάνοιχτη βλέποντας αυτή τη δασκάλα με κάτι μπλε μαλλιά να ρίχνει ένα χαστούκι σε ένα παιδάκι. Ομοίως θυμάμαι να παγώνω να κάνω στροφή 180 μοιρών και εκσφενδονίζομαι έξω από το σχολείο τρέχοντας στην κατηφόρα λες και με κυνηγούσαν λύκοι ή μάλλον αυτή η δασκάλα με τα μπλε μαλλιά. Μάθημα ζωής πρώτο. Η ζωή δίνει χαστούκια, φταις δεν φταις.

Η ΤΡΙΚΛΟΠΟΔΙΑ

Η Θεσσαλονίκη στη δεκαετία του 1960 είχε ακόμα πολλές αλάνες, ειδικά εκεί στην ανατολική της πλευρά, πίσω ακριβώς από τη Νέα Παραλία, που εκτεινόταν έως τον Ναυτικό Όμιλο, κι εκεί σταματούσε και άφηνε στην ησυχία τους τούς πολλούς μικρούς κολπίσκους που έφταναν μέχρι την Αρετσού, γεμάτοι με πολλά συμπαθητικά ταβερνάκια. Περιβάλλον ακόμα ιδανικό για εμάς, τις διάφορες τσακαλοπαρέες που ξεχυνόμασταν απογεύματα αλλά και κυριακάτικα πρωινά για να λυσσάξουμε στην μπάλα. Άλλες φορές με ψιλόβροχο, άλλες με Βαρδάρη, τρέχαμε στα κατσάβραχα κυνηγώντας την μπάλα που χοροπηδούσε άναρχα, αλλά που γι’ αυτόν τον λόγο μαθαίναμε μόνα μας τα κόλπα της και τις ιδιοτροπίες της λατρεμένης αυτής σφαίρας. Ένα απόγευμα, λοιπόν, είχα την μπάλα στα πόδια, αεράτος, κοντρόλ άψογο, γόνατα με κακάδια από τα συνεχή πεσίματα, επέλαυνα προς το αντίπαλο goal post, ακάθεκτος έχοντας ντριμπλάρει τους πάντες, σκάω μία προσποίηση περνώντας τον τελευταίο και, εκεί που πάω να σουτάρω, νιώθω το κουντεπιέ του στο αριστερό μου πόδι και πέφτω με τα μούτρα στο χώμα. Επακολούθησε κυνηγητό σε όλη την αλάνα με μένα μαινόμενο. Θα μου πείτε ποδόσφαιρο είναι, γίνονται αυτά, έλα όμως που απ’ αυτό κάλλιστα μπορεί να βγει το επιμύθιον πως, άμα ξεχωρίζεις, αν το ’χεις, αν είσαι πολύ καλός σε ό,τι κάνεις θα βρεθεί κάποιος να σου βάλει τρικλοποδιά, κάτι που σε αυτόν τον τόπο πολλοί εξ ημών το γνωρίζουμε πολύ καλά.

3 ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ

Τον Απρίλιο του 1974 έκλεινα τα 18 μου χρόνια μαζί με τα 6 του εξατάξιου γυμνασίου, που, για να τα κλείσω όμως οριστικά, έπρεπε πρώτα να γράψω καλά στις απολυτήριες εξετάσεις, ενώπιον μάλιστα και της Επιτροπής του Δημοσίου Σχολείου, που τότε ίσχυε για τα ιδιωτικά ιδρύματα. Ήταν πια Ιούνιος, είχαμε τελειώσει, και εγώ εκείνο το πρωί περίμενα τα αποτελέσματα άσμενος στο πίσω μπαλκόνι μας, αραχτός σε μία πάνινη καρέκλα με την «Αθλητική Ηχώ» στα χέρια και το καφεδάκι βαρύ γλυκό δίπλα στο τραπεζάκι, πίνοντας κιόλας αρειμανίως ένα φανταστικό Καρελάκι που τότε ακόμα η πρώτη του τζούρα σε ζάλιζε ευχάριστα. Είχα βέβαια φροντίσει να στείλω τον πατέρα μου στο σχολείο να τα δει γιατί κάτι με έτρωγε, κάτι με τριβέλιζε. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε με το καβουράκι του από την άλλη μπαλκονόπορτα λέγοντας μου ξερά «3!», κι εγώ «Τι, βρε πατέρα;», «Στα Μαθηματικά». Μετεξεταστέος για Σεπτέμβριο, που σήμαινε ιδιαίτερα όλο το καλοκαίρι, και μάλιστα ένα θέρος που έμελλε να είναι πλήρες ιστορικών γεγονότων. Έκατσα, σκίστηκα στο διάβασμα, είχα πείσμα, μέσα σε δύο μήνες τα είχα καταλάβει όλα και στις εξετάσεις έσκισα. Όπως κι έναν χρόνο μετά κατάφερα να περάσω στα Α.Ε.Ι. στην Αγγλική Φιλολογία. Εγώ ένας μέτριος μαθητής προς το κακός. Ανακάλυψα τότε αυτό το κομμάτι του εαυτού μου που με έσωσε από τη μετριότητα και την αίσθηση της αποτυχίας. Το κομμάτι που μου έλεγε πως οι μόνοι που φταίμε είμαστε εμείς φταίμε για ό,τι μας συμβαίνει ή δεν μας συμβαίνει. Αυτό το πείσμα που αργότερα με οδήγησε να ανακαλύψω πως μπορούσα να γράφω τραγούδια, στίχους και να εξελιχτώ σε όσα ονειρευόμουν να γίνω. Η πίστη στον εαυτό μας θέλει κόπο, αλλά γι’ αυτό ακριβώς αξίζει τον κόπο.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ