Κινηματογραφος

«Πεσμένα φύλλα»: Να χαμογελάς όπως ο Βέντερς

Η πιο πρόσφατη ταινία του Άκι Καουρισμάκι και το σημείο που συναντά τις «Υπέροχες μέρες» του Βέντερς

giorgos-florakis.jpg
Γιώργος Φλωράκης
ΤΕΥΧΟΣ 910
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Πεσμένα φύλλα»: Να χαμογελάς όπως ο Βέντερς

«Πεσμένα φύλλα»: Το κοινό σημείο της ταινίας του Άκι Καουρισμάκι με την ταινία «Υπέροχες μέρες» του Βιμ Βέντερς.

Για την πιο πρόσφατη ταινία του Βιμ Βέντερς είχαμε γράψει σ’ αυτή τη στήλη πριν από δύο εβδομάδες. Και τώρα έρχονται τα «Πεσμένα φύλλα», μια ταινία που άργησα να δω αλλά από μια άποψη αυτό ήταν καλό καθώς ήρθε την κατάλληλη στιγμή ώστε να κουμπώσει τέλεια με τις «Υπέροχες μέρες».

Έχουμε δύο βασικούς χαρακτήρες: την Άνσα και τον Χολάπα, δύο ανθρώπους που ενώ δεν ανοίγονται στους άλλους παρά ελάχιστα, τρέμουν στη σκέψη ότι θα μείνουν για πάντα μόνοι. Ο Καουρισμάκι στήνει ένα Ελσίνκι δυστοπικό, που μοιάζει να έρχεται τη μια στιγμή από το παρελθόν και την άλλη από το μέλλον. Τα χρώματα, τα μπαρ, τα τραμ, τα σινεμά έρχονται από τη δεκαετία του ’80. Τα εξίσου παλιομοδίτικα ραδιόφωνα μιλούν για τους πρώτους μήνες της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 και το τεράστιο ημερολόγιο στον τοίχο του άθλιου μπαρ που πάει να πιάσει δουλειά η Άνσα, δείχνει 2024.

H Άνσα και ο Χολάπα συναντιούνται, γνωρίζονται, πίνουν καφέ, την κερνάει γλυκό επειδή έχει χάσει τη δουλειά της, πηγαίνουν σινεμά –όπου βλέπουν τα ζόμπι– και υπάρχει κάτι διστακτικό, κάτι τρομαγμένο μα και κάτι όμορφο στην ατμόσφαιρα. Εκείνος πίνει, αλλιώς η μέρα του δεν προχωράει. Κι εξ’ αιτίας αυτού, χάνει τη μια δουλειά μετά την άλλη. Εκείνη, έχοντας χάσει πατέρα κι αδελφό από το αλκοόλ δεν το ανέχεται. Εκείνος φεύγει μετά το μοναδικό γεύμα που του ετοιμάζει. Διαλέγει το αλκοόλ. Κι εκείνη πετάει στα σκουπίδια το πιάτο και τα μαχαιροπήρουνα που αγόρασε ειδικά για να του κάνει το τραπέζι.

Καθώς γυρίζουν στο κεφάλι μου τα «Πεσμένα φύλλα», η υπέροχη μοναχική ταινία του Άκι Καουρισμάκι, διαβάζω Μάριο Χάκκα και σκέφτομαι ότι το διήγημα ο «Χωρισμός» δίνει ανάγλυφα τα συναισθήματα του Χολάπα: «Λέω να φύγω. Μα, να, είμαι σα γερασμένο χελιδόνι, και πού ακμής φτερά πάνω απ’ το πέλαγο, και πού κουράγιο; Μάλλον θα μείνω για ξεχειμώνιασμα σε τούτο το δωμάτιο. Όχι πως με νοιάζει και πολύ η απουσία σου. Μη νομίσεις πως είναι αβάσταχτες οι συνθήκες. Κάπως να ξεχάσω, μια μικρή προσαρμογή και θα περάσει ο δύσκολος καιρός. Άλλωστε, μπορεί ο χειμώνας νά 'ναι ήπιος με σιγανές βροχές και λίγες λάσπες κι όλα να στεγνώνουνε στον επισκέπτη ήλιο, ψυχή, φτερά, και μάτια. Γέμισαν τα σταχτοδοχεία αποτσίγαρα, κλεισμένα τα παράθυρα κι η τσιγαρίλα δε λέει να σκεπάσει τ’ άρωμά σου».

Και κόβει το ποτό. Κι όταν εκείνη τον ρωτάει «Ποιος είναι ο λόγος» εκείνος της απαντάει, «Εσύ». Και της ζητάει να τον αφήσει να πάει να τη δει. Κι εκείνη του λέει «Αμέσως τώρα». Δανείζεται ένα σακάκι, βγαίνει από το κτίριο και…

Δεν έχω σκύλο ή μάλλον έχω σκύλο εξ αγχιστείας –αν καλύπτει τους σκύλους αυτός ο τύπος συγγένειας– και μοιάζει πολύ με τον σκύλο που έχει πάρει η Άνσα, τον Chaplin. Κι είναι αυτός που θα δημιουργήσει για τους δυο τους την αίσθηση μιας οικογένειας.

Ύστερα, μου έρχεται στο μυαλό ο μονόλογος από το «Λαχταρώ» της Sarah Kane και σκέφτομαι ότι ο καθένας από τους δύο θα μπορούσε κάποια στιγμή να έχει πε, τουλάχιστον, αυτό: «Και να τριγυρίζω στη πόλη και να τη νιώθω άδεια χωρίς εσένα, και να θέλω ό,τι θέλεις, και να νομίζω πως χάνομαι, αλλά να ξέρω πως πλάι σου είμαι ασφαλής, και να σου μιλάω για ό,τι χειρότερο έχω μέσα μου, και να προσπαθώ να σου δίνω ό,τι καλύτερο έχω μέσα μου»…

Κι είναι και η μουσική: τα ξεχασμένα tangos, η «Ανοιξιάτικη βροχούλα» του Γερμανού –και του Lightfoot–, αλλά στα φιλανδικά κι εκείνες οι απίστευτες τύπισσες που λέγονται Maustertytot…

Τα «Πεσμένα φύλλα» είναι μια ταινία που πονάει. Καθώς βγαίνεις από το σινεμά έχεις όμως το ίδιο χαμόγελο που είχε ο Χιραγιάμα στις «Υπέροχες μέρες» του Βέντερς. Δηλαδή, τι άλλο να ζητήσεις;

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ