Κινηματογραφος

Yelena Popovic: Σκηνοθετώντας τη ζωή του Αγίου Νεκταρίου

Η σκηνοθέτρια της ταινίας «Ο Άνθρωπος του Θεού» μιλάει στην Athens Voice

42700073_562246877585728_3324353125745164288_n.jpg
Ελένη Μπεζιριάνογλου
ΤΕΥΧΟΣ 751
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η σκηνοθέτρια Yelena Popovic με τον ηθοποιό Άρη Σερβετάλη ως Άγιο Νεκτάριο, στα γυρίσματα της ταινίας "Man of God" ©Μαριλένα Αναστασιάδου
Η σκηνοθέτρια Yelena Popovic με τον ηθοποιό Άρη Σερβετάλη ως Άγιο Νεκτάριο, στα γυρίσματα της ταινίας "Man of God" ©Μαριλένα Αναστασιάδου

Συνέντευξη με την Yelena Popovic, σκηνοθέτρια της ταινίας «Ο Άνθρωπος του Θεού», με θέμα τη ζωή του Αγίου Νεκταρίου.

Η Yelena Popovic γυναίκα που δημιούργησε την ταινία «Ο Άνθρωπος του Θεού» μεγάλωσε στη Σερβία, στα 18 της ζούσε μόνη της στο Λος Άντζελες και σήμερα βρίσκεται στην Ελλάδα θέλοντας να μοιραστεί με τον κόσμο την ιστορία του Αγίου Νεκταρίου. Η ταινία θα προβληθεί τον Νοέμβριο του 2020, που συμπληρώνονται 100 χρόνια από την κοίμησή του και τα γυρίσματα πραγματοποιούνται σε Αθήνα και Αίγινα. Στο καστ συμμετέχουν μεγάλα ονόματα της ελληνικής και διεθνούς σκηνής: Άρης Σερβετάλης, Μίκι Ρουρκ, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Τόνια Σωτηροπούλου, Αλεξάντερ Πετρόφ. Πώς ένα μοντέλο και ανερχόμενη ηθοποιός φτάνει να γράφει και να σκηνοθετεί μια ταινία για έναν Άγιο; Η Yelena Popovic μοιράζεται το ταξίδι της μαζί μας.

Τι σας ενέπνευσε να κάνετε μια θρησκευτική ταινία;
Δεν είχα ποτέ στο μυαλό μου να γράψω μια θρησκευτική ταινία και δεν την έχω στο μυαλό μου ως θρησκευτική. Έκανα αυτή την ταινία γιατί είναι μια σπουδαία ιστορία και με ενέπνευσε όταν τη διάβασα. Η πίστη πάντα έπαιζε σπουδαίο ρόλο στη ζωή μου, ένιωθα κοντά στον Θεό και μου έδινε δύναμη και σιγουριά όπου κι αν ήμουν. Οπότε μου βγαίνει φυσικά να γράφω πράγματα που θα εμπνεύσουν και θα δώσουν κουράγιο στους άλλους, αυτό με κάνει χαρούμενη. Γεννήθηκα στη Σερβία, ήμουν Χριστιανή Ορθόδοξη αλλά δεν ήξερα τίποτα για τη θρησκεία. Όταν ήρθα στην Αμερική άρχισα να διαβάζω για το τι είναι ο Χριστιανισμός. 

Όταν έφτασα στην ιστορία του Αγίου Νεκταρίου ένιωσα μια σύνδεση σε προσωπικό επίπεδο και αποφάσισα ότι αυτή θα ήταν μια ενδιαφέρουσα ιστορία για να πει κάποιος στον κόσμο.

Πώς ήταν να μεγαλώνετε στη Σερβία και πώς καταλήξατε στο Λος Άντζελες;
Ζούσαμε με τους γονείς μου και τον μεγαλύτερο αδελφό μου στα προάστια του Βελιγραδίου. Με τον ετεροθαλή αδερφό μου είχαμε 18 χρόνια διαφορά οπότε μεγάλωσα λίγο σαν μοναχοπαίδι, αλλά ήταν ωραία. Από μικρή θαύμαζα και επηρεαζόμουν από τον πατέρα μου, έναν πολύ ταλαντούχο πολιτικό μηχανικό, ο οποίος δεν συμμετείχε στο κομμουνιστικό κόμμα εκείνη την εποχή, ήταν πολύ ειλικρινής, ευθύς – άνθρωποι σαν αυτόν συνήθως δεν τα πηγαίνουν καλά σε αυτό τον κόσμο. Έζησε μια πολύ απλή ζωή ενώ είχε τη δυνατότητα να πετύχει πολλά και νομίζω αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόφασή μου να φύγω από τη Σερβία σε μικρή ηλικία. Ονειρευόμουν να κάνω κάτι που θα βοηθούσε εμένα και την οικογένειά μου να αποκτήσουμε μια καλύτερη ζωή.

Όταν ήσασταν παιδί ονειρευόσασταν να γίνετε ηθοποιός ή σκηνοθέτρια; Ο πόλεμος πώς σας επηρέασε;
Στην ηλικία των 12-13, παρακολουθούσα μαθήματα υποκριτικής στο Βελιγράδι που συνδέονταν με τη Σχολή Θεατρικών Τεχνών, στην οποία θα με δεχόντουσαν αμέσως μετά. Όμως ξεκίνησε ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, τα σχέδια άλλαξαν και βρέθηκα στα 15 μου να κάνω μόντελινγκ. Κέρδισα τον διαγωνισμό «Look of the year» που πραγματοποιούσε το πρακτορείο μοντέλων Elite και είδα την ευκαιρία μου να φύγω και να πάω στις ΗΠΑ και να δοκιμάσω εκεί την τύχη μου. Ήθελα να πάω στη Νέα Υόρκη, αλλά εκείνη την εποχή λόγω του πολέμου ήταν αδύνατο γιατί η αμερικανική πρεσβεία είχε κλείσει, οπότε πήγα στο Μιλάνο για ένα χρόνο και όταν ετοιμάστηκαν τα χαρτιά μου, έφυγα για την Αμερική. Ήμουν 16,5 χρονών.

Ποιο ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι του να είσαι έφηβος, μακριά από το σπίτι και να εργάζεσαι;
Αν ήμουν στο σπίτι και μου τα σέρβιραν όλα σε ασημένιες πιατέλες θα μπορούσα να μιλήσω για δύσκολα «εφηβικά χρόνια». Όμως επειδή ήμουν μόνη μου και δεν είχα κανέναν να με βοηθήσει, είχα μια δύσκολη ζωή, όχι μια δύσκολη εφηβεία. Έπρεπε να δουλεύω και να φροντίζω τον εαυτό μου, δεν ήταν εύκολο, αλλά είχα πάντα στο μυαλό μου τι ήθελα να πετύχω και κυνηγούσα τους στόχους μου, αυτό με βοήθησε να τα καταφέρω.

Είπατε σε μια συνέντευξη ότι δεν καταφέρατε να παρευρεθείτε στην κηδεία του πατέρα σας στη Σερβία γιατί περιμένατε την πράσινη κάρτα και δεν μπορούσατε να ταξιδέψετε, αυτό πρέπει να ήταν πολύ σκληρό. Πόσο δύσκολο είναι να γίνεις δεκτός στις ΗΠΑ;
Δυσκολεύτηκα να πάρω την πράσινη κάρτα αλλά γνωρίζω ανθρώπους που την πήραν σχεδόν αμέσως. Γνωρίζω και ανθρώπους που τους πήρε 20 χρόνια να αποκτήσουν την αμερικανική υπηκοότητα. Είναι και θέμα τύχης, αν βρουν κάποιο ψεγάδι στην αίτησή σου και χρειαστεί να περάσεις από το δικαστήριο μετανάστευσης, έμπλεξες! Η γραφειοκρατία είναι τρομερή.

Μου στοίχισε πολύ που δεν πήγα στην κηδεία του πατέρα μου, αλλά έχω δύο παιδιά και αν έφευγα δεν θα μπορούσα να επιστρέψω, ούτε ο πατέρας μου θα το ήθελε αυτό.

Ήμουν «φυλακισμένη» για 10 χρόνια στις ΗΠΑ, δεν μπορούσα να ταξιδέψω εκτός, έβλεπα όνειρα ή μάλλον εφιάλτες ότι έφευγα από τη χώρα γιατί είχα ξεχάσει ότι δεν πρέπει να ταξιδέψω και μετά δεν μπορούσα να επιστρέψω, να δω τα παιδιά μου. Σταμάτησα να τα βλέπω όταν πήρα την πράσινη κάρτα. 

Η Αμερική έχει χτιστεί από τους μετανάστες και είναι πολύ σκληρό να υποχρεώνεις κάποιον που έχει ζήσει και δουλέψει όλη του τη ζωή εκεί και πληρώνει φόρους, να αφήσει το σπίτι του, την οικογένειά του, τη ζωή του και να επιστρέψει σε μια χώρα που δεν έχει τίποτα. Δεν μιλώ φυσικά για εγκληματίες, μιλώ για καθημερινούς ανθρώπους που έχουν χτίσει μια ζωή εκεί, πρέπει να υπάρχει άλλος τρόπος να λυθεί αυτό. Το σύστημα ήταν ήδη αυστηρό και με τη νέα διοίκηση έγινε ακόμα χειρότερο. Δεν θέλω να μιλήσω καν για τον Τραμπ, όλοι μιλούν για αυτόν, αλλά τα πράγματα δυσκόλεψαν.

Τι σας λείπει περισσότερο από τη ζωή στη Σερβία;
Έφυγα στα 16 και κοντεύω τα 45, οπότε έχω ζήσει περισσότερο στην Αμερική απ’ ό,τι στη Σερβία αλλά μου λείπουν οι φίλοι μου. Ναι, αυτό που μου λείπει περισσότεροι είναι οι άνθρωποι, αν και η Σερβία είναι μια πολύ όμορφη χώρα και έχω επιστρέψει αρκετές φορές για να την επισκεφθώ.

Πότε αποφασίσατε να κάνετε τη μετάβαση από ηθοποιός σε σκηνοθέτρια;
Όταν ήρθα στη Νέα Υόρκη ήμουν 18 ετών, έκανα μόντελινγκ και ταξίδευα στο Παρίσι και άλλες πόλεις. Αλλά είχα προλάβει να κάνω μαθήματα υποκριτικής στη Σερβία και ήξερα ότι ήμουν καλή σε αυτό, οπότε μετακόμισα στο Λος Άντζελες που ήταν το κέντρο της βιομηχανίας του Χόλιγουντ. Υπέγραψα συμβόλαιο με πρακτορείο, άρχισα να παίρνω μικρούς ρόλους και συνέχισα τα μαθήματα υποκριτικής. Ένιωθα όμως ότι δεν μάθαινα την τέχνη αλλά μικρά κόλπα και δεν είχα αρκετά χρήματα για να σπουδάσω υποκριτική σε κάποιο πανεπιστήμιο όπως το Yale. Τότε ένας φίλος μου μίλησε για το Playhouse West (από τα καλύτερα που υπάρχουν θεωρώ) στο οποίο για 2 χρόνια σπούδασα υποκριτική, σεναριογραφία και σκηνοθεσία. Είναι ουσιαστικά η ίδια εκπαίδευση που είχε ο Elia Kazan.

Δεν υπήρξε κάποια καθοριστική στιγμή στην επιλογή μου να ασχοληθώ με τη σκηνοθεσία, είναι ο τρόπος που η ζωή σε οδηγεί σε κάποια πράγματα. Λατρεύω την υποκριτική, απλά συνειδητοποίησα ότι μου άρεσε πολύ να γράφω και σενάρια. Το πρώτο που έγραψα το έδωσα σε έναν φίλο παραγωγό ταινιών και με κάλεσαν ενθουσιασμένοι προτείνοντας να το κάνουμε τηλεοπτική ταινία. Δεν ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα και δεν το προχώρησα αλλά συνειδητοποίησα ότι είμαι καλή στο να γράφω σενάρια! Οπότε σκέφτηκα ότι μπορώ να γράφω σενάρια και να πρωταγωνιστώ στις ταινίες μου. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα να γνωρίζεις την τέχνη της υποκριτικής και να γίνεσαι επιτυχημένος ηθοποιός, ειδικά στο Χόλιγουντ υπάρχει πολύς νεποτισμός.

Είχα κάποιες ευκαιρίες, ήμουν υποψήφια μαζί με τη Βέρα Φαρμίγκα για το κεντρικό ρόλο στο «15 minutes» με τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, αλλά τελικά τον πήρε εκείνη.

Ίσως αν είχα παίξει σε αυτή την ταινία να ήμουν μια αναγνωρίσιμη ηθοποιός σήμερα, αλλά δεν ήταν γραφτό οπότε δεν πειράζει. Έγραψα ένα σενάριο για την Γκρέτα Γκάρμπο και πάλι κάποιοι ενδιαφέρθηκαν, όμως σε μια ταινία εποχής δεν μπορείς να βάλεις κάποια άσημη, όπως εγώ, να παίξει και δεν ένιωθα έτοιμη να δώσω τον ρόλο σε άλλην ηθοποιό, οπότε αρνήθηκα ξανά. Τελικά, έγραψα το «L.A. Superheroes», έχοντας στο μυαλό μου ότι είναι μια προσπάθεια οικονομικά βιώσιμη, που μπορεί να γίνει με μια κάμερα, με φώτα από το ΙΚΕΑ και ακόμα κι έτσι να βγάλει ένα ωραίο αποτέλεσμα, ώστε να ξεκινήσω από κάπου.

Η σκηνοθέτρια Yelena Popovic ©Μαριλένα Αναστασιάδου
Η σκηνοθέτρια Yelena Popovic ©Μαριλένα Αναστασιάδου

Το «L.A. Superheroes» (2013) που γράψατε και σκηνοθετήσατε αφορούσε μια μετανάστρια μοντέλο και ηθοποιό που προσπαθούσε να πετύχει. Ήταν κατά κάποιο τρόπο αυτοβιογραφικό;
Εν μέρει ναι. Προφανώς δεν είναι όλα αληθινά, συμβαίνουν πολλά τρελά πράγματα στην ταινία. Αλλά εμπνεύστηκα από τη δική μου εμπειρία και όσων γνώριζα που είχαν μια συγκεκριμένη ιδέα για το Λος Άντζελες στο μυαλό τους και η οποία διέφερε αρκετά από την πραγματικότητα.

Ο ρατσισμός είναι ακόμα έντονος στην αμερικανική κοινωνία. Έχετε βιώσει ρατσιστικές συμπεριφορές ως μετανάστρια;
Ρατσισμός υπάρχει παντού αλλά ειδικά στις ΗΠΑ αποτελεί μεγάλο πρόβλημα. Θα είμαι ειλικρινής, εγώ δεν αντιμετώπισα διακρίσεις ή ρατσισμό ούτε από λευκούς ούτε από μαύρους, βίωσα αδικία από κακούς ανθρώπους και έτυχε να είναι λευκοί. Δεν είναι όλοι οι λευκοί στην Αμερική ρατσιστές, υπάρχουν υπέροχοι άνθρωποι, όπως παντού. Το θέμα είναι ότι στην Αμερική έχεις μια ευκαιρία, αυτό ήταν το ωραίο. Και λέω ήταν γιατί τα τελευταία χρόνια η χώρα περνάει δύσκολα, βγαίνουν πολλά πράγματα στην επιφάνεια και οι φίλοι μού λένε (έχω να πάω 4 χρόνια) ότι η κατάσταση γίνεται όλο και πιο τεταμένη. Όταν ζούσα εκεί απολάμβανα την πολυπολιτισμικότητα, το γεγονός ότι κανένας δεν ενδιαφερόταν από πού έχεις έρθει και ποια είναι η καταγωγή σου.

Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να στείλετε μέσα από την ταινία;
Συνήθως γράφω και σκηνοθετώ κάτι γιατί με εμπνέει και η ιστορία του Αγίου Νεκταρίου με βοήθησε, και πιστεύω ότι θα μπορούσε να βοηθήσει κι άλλους ανθρώπους. Αν θα μπορούσα να στείλω ένα μήνυμα θα ήταν «να έχετε πίστη, να είστε καλοί και να συγχωρείτε», στο rollercoaster της ζωής υπάρχει χαρά, μπορούμε όλοι να τη βρούμε.

Από τη σύλληψη της ιδέας μέχρι το γύρισμα, τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε;
Το 2013 επισκέφθηκα την Αίγινα με μια σύνοψη της ιστορίας, ένα χρόνο μετά επέστρεψα με το πρώτο πρόχειρο σενάριο και ξανά το 2015 με το ολοκληρωμένο. Όταν γύρισα στις ΗΠΑ πήγα στο μοναστήρι St.Anthony στην Αριζόνα, το οποίο επισκεπτόμουν συχνά, και μίλησα στον πρεσβύτερο Παΐσιο για την ταινία που ήθελα να κάνω δείχνοντάς του το σενάριο. Χάρηκε, μου έδωσε την ευχή του και είπε ότι «αν είναι θέλημα Θεού θα γίνει». Αυτό που δεν περίμενα, όταν ξεκινούσα την ταινία, ήταν ότι θα μετακόμιζα στην Ευρώπη και μάλιστα για τελείως άσχετο λόγο. Ο μεγάλος μου γιος αποφάσισε να παίξει τένις επαγγελματικά και έτσι μετά από πολλά πέρα-δώθε, μετακομίσεις και «οικογενειακά συμβούλια», το 2015 μετακόμισα στο Βελιγράδι. Ήταν μια πολύ δύσκολη και κουραστική περίοδος, σωματικά και ψυχολογικά, όμως εγώ είχα στο μυαλό μου την ταινία και είχα αρχίσει ήδη να μιλάω με ηθοποιούς. Ήρθα στην Ελλάδα το 2016 για να βρω μέρη για τα γυρίσματα και κεφάλαια, το οποίο ήταν εξίσου δύσκολη διαδικασία.

Ο Άρης Σερβετάλης είναι εξαιρετικός ηθοποιός, τι ήταν αυτό που σας έκανε να σκεφτείτε ότι «είναι ιδανικός για τον ρόλο»;
Αρχικά είχα στο μυαλό μου έναν πολύ γνωστό γιουγκοσλάβο ηθοποιό, στον οποίο είχα προτείνει τον ρόλο και είχε δεχθεί. Όταν γνώρισα τον διευθυντή φωτογραφίας Θύμιο Μπατακάκη, διάβασε το σενάριο και μου είπε κατευθείαν «έχεις γνωρίσει τον Άρη Σερβετάλη; Είναι ιδανικός». Ο Θύμιος είναι πολύ έξυπνος και σπουδαίος κινηματογραφιστής και η γνώμη του έχει μεγάλη σημασία για μένα, οπότε έκανα μια συνάντηση με την Άρη. Όταν τον είδα, ο σκηνοθέτης μέσα μου ένιωσε από την αύρα του και μόνο ότι ήταν ο ιδανικός.

Ο συγκεκριμένος ρόλος έχει κάποιες απαιτήσεις, πρέπει ο ηθοποιός που υποδύεται τον Άγιο Νεκτάριο να μπορεί να σε αγγίξει χωρίς καν να ανοίξει το στόμα του. Αυτό ακριβώς κάνει ο Άρης.

Όταν τον κάλεσα να του δώσω τον πρωταγωνιστικό ρόλο, η απάντησή του ήταν «Θα το ήθελα πολύ. Αλλά είσαι σίγουρη ότι μπορώ να το κάνω;», κάτι που επιβεβαίωσε την επιλογή μου. Μετά από 2 μήνες γυρισμάτων, μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι είναι ο καλύτερος που θα μπορούσα να έχω διαλέξει.

Στην ταινία υπάρχουν Έλληνες και ξένοι ηθοποιοί, πόσο σημαντικό είναι να υπάρχει διεθνές καστ;
Πιστεύω ότι είναι μια παγκόσμια ιστορία που μπορεί να αγγίξει πολλούς ανθρώπους και γι’ αυτό αποφάσισα να την κάνω στα αγγλικά. Για να έχεις διεθνή διανομή, πρέπει να έχεις διεθνές καστ. Πρέπει να είναι αναγνωρίσιμοι ηθοποιοί γιατί διαφορετικά δεν θα πάρεις τη διανομή και επειδή δεν είμαι τόσο γνωστή όσο ο Στίβεν Σπίλμπεργκ (γελάει) το χρειαζόμασταν αυτό. Στην πορεία προέκυψε η συνεργασία με τον Αλεξάντερ Πετρόφ που είναι σούπερσταρ στη Ρωσία και με τον Μίκι Ρουρκ, οπότε μαζί με το ελληνικό καστ, η ταινία θα ταξιδέψει σε πολλές χώρες.

Η συμμετοχή του Μίκι Ρουρκ έχει συζητηθεί. Γιατί τον επιλέξατε και πώς αντίδρασε στην πρόταση του ρόλου;
Η δύναμή μου ως σκηνοθέτρια είναι η συνεργασία μου με τους ηθοποιούς και παρόλο που κάποιες φορές με θεωρούν «τρελή» για τις επιλογές μου, έχω επιβεβαιωθεί. Όταν διάβασα για το θαύμα του Αγίου Νεκταρίου με τον παράλυτο που περπάτησε ξανά, σκέφτηκα τον Μίκι Ρουρκ. Είναι ένας σπουδαίος ηθοποιός, θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι όταν τον είδα στην ταινία The Pledge (2001) με άγγιξε τόσο η ερμηνεία του σε αυτή τη μία και μοναδική σκηνή που εμφανίζεται, που δεν την ξέχασα ποτέ. Δύο λεπτά, τόσο ήταν η σκηνή, ήταν αρκετά για να με αφήσουν άφωνη. Κι αν νομίζετε ότι είμαι υπερβολική, ο Σον Πεν που τη σκηνοθέτησε, έρχεται στο after party της ταινίας και πριν καν χαιρετίσει λέει, «είδατε τον Μίκι εκεί μέσα;». Όταν έδωσα το σενάριο στον ατζέντη του μου είπε «περί τίνος πρόκειται; είναι καμιά άθλια ταινία τρόμου ή δράσης ή κάτι τέτοιο;». Ο Μίκι Ρουρκ αναγκάστηκε –υποθέτω για οικονομικούς λόγους και λόγω της δύσκολης καριέρας του στο μποξ, που τον άφησε με ένα παραμορφωμένο πρόσωπο– να παίξει σε κάποιες ταινίες που οι ρόλοι τον αδικούσαν, κατά τη γνώμη μου. Όταν του εξήγησα, ο ατζέντης ενθουσιάστηκε γιατί υπάρχουν κάποια πράγματα που τραβούν την προσοχή του Μίκι κι ένα από αυτά είναι ο πόνος και οι Άγιοι, κάτι που ήξερα ήδη. Μέσα σε λίγες ημέρες ο Μίκι απάντησε ότι του άρεσε πολύ, ότι τον αγγίζει η ιστορία και θα το κάνει.

Επισκεφθήκατε την Αίγινα για πρώτη φορά το 2013 και αρκετές φορές μετά…
Έχω επισκεφθεί περισσότερες φορές απ’ όσο μπορώ να μετρήσω την Αίγινα, όμως για να είμαι ειλικρινής οι επισκέψεις μου συνήθως περιορίζονταν στον Άγιο Νεκτάριο και το Μοναστήρι. Μια βόλτα στο νησί μου έδειξε ότι έχει όμορφες παραλίες, φυσική ομορφιά σαν νησί, αλλά το βλέμμα μου ήταν πάντα στραμμένο εκεί. Σε κάθε μου επίσκεψη πάντως νιώθω τρομερή χαρά, δεν μπορώ να το εξηγήσω.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ