Κινηματογραφος

Ρένος Χαραλαμπίδης: Αν δεν είσαι αριστερός, είσαι κακός άνθρωπος;

Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός που ύμνησε την Αθήνα μιλάει για όλους και όλα με αφορμή το τραγούδι «Θυμήσου τον Σεπτέμβρη» και τη νέα ταινία του «Νυχτερινός Εκφωνητής»

daad.jpg
Δημήτρης Αθανασιάδης
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Ρένος Χαραλαμπίδης
© Θανάσης Καρατζάς

Συνέντευξη: Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Ρένος Χαραλαμπίδης μιλά στην ATHENS VOICE για το τραγούδι «Θυμήσου τον Σεπτέμβρη», τις ταινίες του, την καλοκαιρινή Αθήνα, την πολιτική και τη ζωή του

Επέστρεψε με ένα rework στο τραγούδι «Θυμήσου τον Σεπτέμβρη» του Γιάννη Σπανού και του Γιώργου Παπαστεφάνου, που ξεχωρίζει με το πρώτο άκουσμα μέσα στις αμέτρητες διασκευές που κυκλοφορούν. Κι ετοιμάζεται μάλλον να επιστρέψει μετά από πολλά χρόνια και στο σινεμά με την επόμενη ταινία του «Νυχτερινός Εκφωνητής». Δεν μπορώ να θυμηθώ ποιος άλλος σκηνοθέτης, εκτός από τον Νίκο Παναγιωτόπουλο, αγάπησε την Αθήνα, όσο ο Ρένος Χαραλαμπίδης. Πριν πατήσω το rec, απολαμβάνει τον πρωινό χαλβά του. Καφές, τσιγάρο, πρωινό στο κέντρο της Αθήνας, το παράξενο καλοκαίρι του 2020. Πάμε; Πάμε.

Ρένος Χαραλαμπίδης - Θυμήσου Τον Σεπτέμβρη (ilias Katelanos remix)

«Θυμήσου τον Σεπτέμβρη», μετά την «Μπαλάντα του Ωραιοπαθούς», μετά τα «Ήσυχα Βράδια». Τι σε οδήγησε να μπεις στο στούντιο;
Όταν ήμουν έφηβος ήθελα να γίνω μουσικός και συγκεκριμένα τροβαδούρος. Σε στιλ Σαββόπουλος. Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι δεν είχα τις δεξιότητες για να γίνω. Έπαιζα μετριότατη κιθάρα, έγραφα μετριότερους στίχους, τραγουδούσα μετριότατα. Για αυτό το άφησα στην άκρη κι ακολούθησα ένα ακόμα πιο παράλογο πάθος μου, που είναι ο κινηματογράφος. Ένα παιδί λαϊκό από του Ζωγράφου που για εκείνη την εποχή ήταν σαν να ήθελε να γίνει βιομήχανος αυτοκινήτων. Γιατί για να θυμηθούμε οι παλαιότεροι και να μάθουν οι νεότεροι, τις δεκαετίες ‘80 και ‘90 στην Ελλάδα ήσουν πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης μετά τα 40. Μέχρι εκείνη την ηλικία έπρεπε να δουλέψεις βοηθός κάποιου άλλου σκηνοθέτη για να μπορέσεις να μπεις σε μια σειρά και να μπορέσεις να δημιουργήσεις. Αποφάσισα να αφήσω τα μουσικά μου σχέδια και να φτιάξω τον δικό μου κόσμο στον κινηματογράφο. Κάνω την πρώτη μου εμφάνιση με το «No Budget Story», το οποίο ξεκίνησα να γυρίζω τον Δεκέμβριο του 1995 και ολοκλήρωσα το καλοκαίρι του 1996-τα πρώτα γυρίσματα πετάχτηκαν γιατί ήταν καταστροφή. Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, 25 χρόνια μετά, αποφάσισα να γράψω τη μουσική του «No Budget Story» γιατί τότε έκανα μουσική επένδυση. Κάνοντας αυτό τον τεράστιο κύκλο ξανασυνάντησα τον εαυτό μου ως φιλόδοξο μουσικό. Όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν όμως συναναστράφηκα με μουσικούς, ποιητές, κατά κάποιο τρόπο καλλιεργήθηκα μουσικά, κι αυτό έγινε μέσα από την τριβή. Σε μια εξαιρετική συνεργασία με τον μυθικό μουσικό κι ενορχηστρωτή Ηλία Κατελάνο- που έχει κάνει ενορχηστρώσεις στην Αρλέτα κι έπαιζε κιθάρα με τον Ζαμπέτα-είχαμε αποφασίσει χωρίς να βιαζόμαστε, να κάνουμε electronica bossa nova μπαλάντες. Να στάξουμε μια γερή σταγόνα χαράς μέσα στη θλίψη και να φτιάξουμε τραγούδια χαρμολύπης. Εξάλλου τι είναι η bossa nova; Εκείνο το ξαφνικό χαμόγελο μέσα στη μελαγχολία σου. Το 2007 αρχίσαμε να μεταφράζουμε μπαλάντες σε μποσανόβες. Ξεκινήσαμε με τα «Ήσυχα Βράδια», την «Bossa Nova του Ησαΐα» που έχει αρκετές χιλιάδες views στο YouTube. Ήρθε μια ανταπόκριση από το κοινό που όχι μόνο δεν την περιμέναμε αλλά δεν μας αφορούσε κιόλας. Προσωπικά, τα σχέδιά μου δεν είναι στον χώρο τον τραγουδιστικό. Μετά κάναμε μια διασκευή στον αγαπημένο μας Βαγγέλη Γερμανό, τον «Γιο του Ανέμου», πάλι σε ηλεκτρονική bossa nova. Και στο πλαίσιο της καραντίνας, ολοκληρώσαμε άλλη μια εξαιρετική μελαγχολική μελωδία, το «Θυμήσου τον Σεπτέμβρη» σε μουσική του Γιάννη Σπανού και στίχους του Γιώργου Παπαστεφάνου. Η πλάκα είναι πώς όλα αυτά δεν με ενδιέφερε ποτέ να τα υπογράψω. Τα ακούνε πολλοί στα ραδιόφωνα και δεν γνωρίζουν πως είμαι εγώ. Είμαι ο φαντομάς του ελληνικού τραγουδιού. Όπως θα 'λεγε και ο Παναγιωτίδης, «είσαι ένας χομπίστας»… Θα μου πεις, και γιατί το κάνεις; Γιατί κάτι μέσα μου τραγουδάει. Όπως η Αθήνα του ’90 που κανείς δεν πίστεψε ότι μπορεί να κινηματογραφηθεί αλλιώς, έτσι και τα τραγούδια αυτά όταν τα ξεκινήσαμε κανείς δεν πίστεψε πως θα μπορούσαν να τραγουδηθούν αλλιώς. Το «Θυμήσου τον Σεπτέμβρη» έχει διασκευαστεί πολλές φορές, ποτέ όμως σαν χορευτικό.

Σκέφτεσαι να κάνεις κάτι live;
Ανά εποχές κάνω κάποια χτυπήματα, είχα παίξει πριν τρία-τέσσερα χρόνια στο «Γυάλινο Μουσικό Θέατρο», ήταν πάρα πολύ ωραία, αλλά είναι πολύ κουραστικά. Δεν είναι όπως το θέατρο. Το live έχει άλλη ενέργεια που πρέπει να δώσεις, η οποία και με εξαντλεί και δεν είναι εντός των ονείρων μου. Κι επειδή σιγά-σιγά μπαίνω στα 50, δεν μπορώ να αφήσω τα όνειρά μου σε εκκρεμότητα.

Πώς βίωσες την περίοδο του «Μένουμε Σπίτι»;
Για μένα η καραντίνα ήταν μεγάλο δώρο. Έχασα 11 κιλά, ανασυγκρότησα το υλικό μου, βρήκα ξανά και ταξινόμησα τα σκάρτα των ταινιών μου. Πιστεύω ότι με νόμο πρέπει μια φορά τη δεκαετία να μένουμε όλοι μέσα. Για να γίνεται συναισθηματική και πνευματική ανασυγκρότηση. Είμαστε όλοι καραντινιστές, χαχά.

Η μουσική υπήρχε πάντα στη ζωή και στις ταινίες σου. Ποιο είναι το αγαπημένο σου σάουντρακ;
Στα «Τέσσερα Μαύρα Κουστούμια» συνέθεσα τη μουσική. Η κινηματογραφική μουσική είναι κάτι άλλο από το τραγούδι. Για να είμαστε ειλικρινείς, εγώ στονάρω, ποτέ δεν πιάνω καλά τη νότα, κι αυτή ίσως να είναι η γοητεία των τραγουδιών που λέω. Όμως σαν συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής τα 20 αυτά χρόνια, μελέτησα και το στήσιμο της μουσικής. Τι να σου πω; Το «Παρίσι-Τέξας»; Ίσως ακουστούν μπανάλ αυτά που θα σου πω, να μη σου φανούν εντυπωσιακά. Για μένα είναι αξεπέραστο το σάουντρακ της «Αμελί». Όλος ο Μορικόνε είναι αξεπέραστος. Ο Λουντοβίκο Εϊνάουντι με τον οποίο συνεργαστήκαμε στο θέατρο για τη μουσική επένδυση στον «Ιούλιο Καίσαρα», στο Θεάτρο Τέχνης, το οποίο επίσης προσπεράστηκε από τους δημοσιογράφους, λες και είναι κάτι αυτονόητο. Υπάρχουν καλλιτέχνες στον χώρο του θεάτρου που για να παίξεις μαζί τους θέλεις χαρτί κοινωνικών φρονημάτων. «Μα, αυτός δεν είναι αριστερός!». Το έχω ακούσει για μένα.

Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Ρένος Χαραλαμπίδης
© Θανάσης Καρατζάς

Ποιος μουσικός δικαιούται να γράψει το σάουντρακ της Αθήνας;
Το έχει γράψει επιτυχώς ο Μάνος Χατζιδάκις. Άλλος ένας που λοιδορήθηκε τρομερά για τις πολιτικές του απόψεις όσο ζούσε. Μην βλέπεις τώρα που καθαγιάστηκε.

Στον καλλιτεχνικό χώρο, αν δεν δηλώσεις αριστερός, είσαι ύποπτος, έχεις δηλώσει. Γιατί πιστεύεις πως συμβαίνει αυτό;
Αυτή είναι η συνέχεια της φράσης του Μάνου Χατζιδάκι, που είχε πει ότι «στην Ελλάδα για να κάνεις καριέρα πρέπει να είσαι ή αριστερός ή ομοφυλόφιλος. Εγώ αριστερός δεν είμαι». Είναι μια δική μου διαπίστωση. Είσαι ύποπτος. Κατ’ αρχήν αν δεν είσαι αριστερός κατατάσσεσαι στους κακούς ανθρώπους. Κάποτε με ρώτησε κάποιος «και οι νέοι γιατί είναι αριστεροί;». Οι νέοι είναι αριστεροί γιατί η αριστερά είναι η εύκολη ερμηνεία του κόσμου: καλός-κακός, δίκαιο-άδικο. Είναι πολύ εύκολο να είσαι αριστερός. Ποιος είναι καλός; Αυτός. Κακός; Ο άλλος. Η ζωή όμως δεν είναι γουέστερν. Όσο προχωράς στη ζωή και βλέπεις πως το καλό και το κακό είναι δύο πόλοι που εναλλάσσονται, αρχίζεις να γίνεσαι πιο ενδιαφέρων άνθρωπος.

Τι σε έκανε το 2012 να πεις «ναι» στην πρόταση του Αντώνη Σαμαρά για να είσαι υποψήφιος με τη Νέα Δημοκρατία και τι αντίκτυπο είχε η απόφασή σου αυτή;
Όλεθρος. Δεν το μετάνιωσα ούτε στιγμή. Θεωρώ ότι ακόμα και τώρα, σε μια στιγμή που η Ελλάδα βρέθηκε σε ένα τρομερό σταυροδρόμι, εγώ διάλεξα τον δύσκολο δρόμο. Με δικαίωσαν τα ιστορικά γεγονότα. Ο ίδιος ο Τσίπρας είπε ότι αυτά που πίστευε ήταν αυταπάτες. Εγώ πίστευα ότι αυτά που πίστευε ήταν αυταπάτες πριν το καταλάβει αυτός, ίσως γιατί ξέρω καλύτερα Αγγλικά και διάβαζα διεθνή Τύπο. Αν ήμουν τυχοδιώκτης θα πήγαινα με τον ΣΥΡΙΖΑ και, πιστέψτε με, υπήρχε ο δρόμος για να πάω με τον ΣΥΡΙΖΑ. Η κατάσταση το 2012 ήταν άγρια, είχαμε αλλεπάλληλες υπηρεσιακές κυβερνήσεις, οι καλλιτέχνες σιώπησαν ή πήγαν όλοι με τον ΣΥΡΙΖΑ. Με τον ΣΥΡΙΖΑ πήγαν όλοι αλλά σήμερα ούτε ένας δεν έχει παραμείνει. Εγώ παρέμεινα με τον Σαμαρά. Η Νατάσα Μποφίλιου που θα έπαιρνε τα βουνά και τα άρματα, τραγουδάει σε λαϊκές πίστες κι ούτε ο Σταμάτης Κραουνάκης πια δηλώνει ΣΥΡΙΖΑ. Εγώ παραμένω σταθερός σε αυτό που είπα. Τότε ο Σαμαράς, που τον γνώριζα, πώς να στο εξηγήσω, ήταν μια στιγμή που με ξεπερνούσε. Έπρεπε ένας από τον χώρο των καλλιτεχνών να πει κάτι. Και να πει κάτι όχι προφυλαγμένος. Να πει κάτι που θα έχει συνέπειες. Και συνέπεια σημαίνει κατεβαίνω στο ψηφοδέλτιο σε εκλόγιμη θέση, διεκδικώ την ψήφο. Το να κάνεις μια δηλωσούλα ή να είσαι μακριά, στα απόνερα, ή να πεις την άποψή σου, δεν αρκεί. Αργότερα, όταν φαινόταν πως θα εκλεγεί η Νέα Δημοκρατία, έβγαιναν όλοι λίγο-λίγο και μίλαγαν. Το θέμα είναι στην καταιγίδα, στο «μεγάλο ξύλο» ποιος κατεβαίνει στο ψηφοδέλτιο, και λέει «είμαι εδώ, είμαι μπροστά». Εγώ το έκανα πραγματικά για το κοινό καλό. Είχα υπολογίσει τη φθορά, πως θα το πληρώσω ακριβά. Τα θέατρα άδειασαν, δεν μπορούσα να περπατήσω στον δρόμο γιατί έβλεπα μάτια που έσταζαν αίμα. Το επαναλαμβάνω: με κοίταζαν μάτια που έσταζαν αίμα. Φιλίες χάλασαν. Κι αναρωτιέμαι γιατί; Τότε, το 2012, ήταν όλοι σίγουροι πως ήξεραν την απόλυτη αλήθεια. Αυτοί με κατέταξαν στους ανθρώπους που δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση μαζί μου. Με θεώρησαν απλά χαζό. Φίλοι μου που έδιναν συνεντεύξεις στα ραδιόφωνα, έλεγαν «καλά, ο Ρένος είναι μαλάκας», όταν τους έλεγαν «μα, ο Ρένος πήγε με τον Σαμαρά». Τώρα μου τηλεφωνούν ξανά γιατί θέλουν κάτι ρουσφέτια. Θέλω να τους το πετάξω στα μούτρα. Αλλά είμαι φιλελεύθερος. Πιστεύω στην ελευθερία και στην ελευθερία του λάθους. Αυτό που είμαι εγώ εντάσσει κι αυτό που είναι ένας αριστερός. Αυτό που είναι ένας αριστερός δεν εντάσσει αυτό που είμαι εγώ. Ο αριστερός δεν έχει χώρο μέσα του για κάποιον που δεν είναι αριστερός. Γιατί σύμφωνα με το μυαλό ενός φανατικού ή είσαι αριστερός ή φασίστας, δεν υπάρχει κάτι άλλο. Εγώ ούτε φανατικός είμαι, ούτε φασίστας, ούτε αριστερός.

Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Ρένος Χαραλαμπίδης
© Θανάσης Καρατζάς

Ποιος είναι ο καλύτερος μήνας για να επισκεφτεί κάποιος την πόλη;
Τέλος Σεπτέμβρη. Έχει το καλύτερο φως, την καλύτερη διαύγεια κι έχουν έρθει τα μελτέμια. Έχει μια γλυκιά μελαγχολία ο ερχομός του φθινοπώρου και είναι η τέλεια εποχή να πας καλοκαιρινό σινεμά. Γιατί μπορείς να φορέσεις σακάκι που το ετοιμάζεις από καιρό. Και όχι για όλους, από μια ηλικία και μετά. Βγαίνουν επίσης οι παλιές ταινίες. Θα ξαναδούμε την «Καζαμπλάνκα» για να συνειδητοποιήσουμε ξανά πώς ένας έξυπνος άνδρας προδίδεται δύο φορές από μια εξυπνότερη γυναίκα. Η καλύτερη μυρωδιά της Αθήνας είναι τον Μάιο γιατί οι νεραντζιές στη Β. Σοφίας και στην πόλη ευωδιάζουν.

To «No Budget Story» υπήρξε το εφηβικό σου ημερολόγιο. Τι θυμάσαι από την πρώτη σου ταινία και τι από την εφηβεία σου;
Τίποτα. Η εφηβεία διαγράφηκε από τη μνήμη μου. Ήταν πολύ μοναχική. Με την αγωνία να περάσω πανελλήνιες, να περάσω στο Πανεπιστήμιο για να μη φύγω και να γίνω ηθοποιός και σκηνοθέτης. Πέρασα στο Παιδαγωγικό, χρωστάω και μερικά μαθήματα και θα πάρω το πτυχίο μου αυτές τις μέρες, ελπίζω. Πάω και δίνω και μου μιλάνε όλοι οι φοιτητές και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, χαχά. Είναι λίγο μπερδεμένο… Από το «No Budget Story» θυμάμαι τον απέραντο κόπο. Εκείνη την εποχή δεν είχε γίνει η ψηφιακή επανάσταση. Για να κάνεις μια σκηνή, ήθελες ένα φορτηγό με φώτα, να κουβαλήσεις κάμερες, έπρεπε στο γύρισμα να δουλέψω ως φορτωτής-εκφορτωτής, να οργανώσω την παραγωγή, έκανα όλη τη χειρωνακτική δουλειά, πριν παίξω και σκηνοθετήσω. Και καμιά φορά απορώ με τους νέους που είναι πολύ θυμωμένοι - και δεν τους κολακεύει αυτό, γιατί δεν μπορεί να είσαι θυμωμένος πριν μπεις στον καυγά. Μου λένε «δεν έχουν οι νέοι ευκαιρίες». Γιατί είχαμε εμείς ευκαιρίες το 1995; Το σύνθημα στους δρόμους ήταν «λιτότητα-ανεργία-τρομοκρατία». Τουλάχιστον σήμερα δεν υπάρχει τρομοκρατία. Μου έχει μείνει η απέραντη σωματική κούραση, αλλά ήμουν πολύ καλά προετοιμασμένος, γιατί το κόλπο στο σινεμά είναι η προετοιμασία. Όπως και στον πόλεμο, σύμφωνα με τον Κλαούζεβιτς. Προετοίμαζα το «No Budget Story» δύο χρόνια και τη στιγμή μηδέν το γύρισα. Και η στιγμή μηδέν ήταν ο Αύγουστος του 1996, που καταφέρνω με τη βοήθεια του Διονύση Παναγιωτάκη και του Νίκου Βεργέτη να εξασφαλίσω συνεργείο και μηχανήματα για να κάνω 20 μέρες γυρίσματα. 

Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Ρένος Χαραλαμπίδης
© Θανάσης Καρατζάς

Πάμε σε έναν άλλο Αύγουστο; Τα «Φτηνά Τσιγάρα» είχαν φάει «θάψιμο» από κάποιους κριτικούς όταν είχαν βγει. Πώς σου φαίνεται πως θεωρείται μια κλασική ταινία 21 χρόνια μετά; Η νέα γενιά την υμνεί και στο YouTube μετρά εκατοντάδες χιλιάδες προβολές…
Αυτός ήταν πιο εύκολος Αύγουστος. Τα views δεν λένε κάτι - και οι τσόντες έχουν views. Δεν είναι κριτήριο για μένα το YouTube. Πες πέντε μπινελίκια και κάνε 200.000 views. Αυτό δεν είναι για μένα κάτι. Η καταξίωση για τα «Φτηνά Τσιγάρα» ήρθε με τις προβολές στις καλοκαιρινές αίθουσες. Από το 2014, με πρώτο τον Ορέστη Ανδρεαδάκη που σκεφτόταν να βγάλει επίμονα την ταινία και παίχτηκε στο «Σινέ Παρί» στην Πλάκα -κι ο εξαιρετικός Μήτσος που έχει το σινεμά βγαίνει κάποια στιγμή και να φωνάξει στο πλήθος που είναι μαζεμένο στην πλατεία, ενώ μέσα είναι καθιστοί-όρθιοι και φωνάζει «μην μπούνε άλλοι, θα καταρρεύσει το κτίριο» και «βγείτε έξω, θα πέσει η ταράτσα». Εκεί λοιπόν άρχισαν τα «Φτηνά Τσιγάρα» να ξαναπαίζουν στη μεγάλη οθόνη. Εκεί είναι η επιτυχία της ταινίας. Δεν έχουν σταματήσει ποτέ από τότε να παίζουν κάθε καλοκαίρι. Με αίθουσες γεμάτες κι ανθρώπους να κάθονται έξω από τον κινηματογράφο ακούγοντας την ταινία και πίνοντας μπίρες από το περίπτερο. Κι άρχισε η ταινία να μεταφράζεται στα αγγλικά, στο YouTube. Αυτό, ναι. Κάποιοι μπήκαν στον κόπο. Μου έκανε τρομερή εντύπωση. Προς μεγάλη μου έκπληξη το περασμένο καλοκαίρι το «No Budget Story» βρήκε αίθουσα στη Θεσσαλονίκη. Δεν είναι και λίγο, να βγαίνουν ξανά οι δύο πρώτες σου ταινίες κανονικά στην αίθουσα, τόσα χρόνια μετά. Για τις αρνητικές κριτικές; Ήμουν πολύ νέος και τα πίστευα.

Σε μια περίοδο που όλοι έβλεπαν την Αθήνα ως πόλη-Φρανκενστάιν, εσύ ύμνησες την καθημερινότητά της, δημιουργώντας σχολή στο ελληνικό σινεμά. Γιατί;
Ο Νταλάρας είχε τραγουδήσει «Θυμίζεις, Αθήνα, γυναίκα που κλαίει γιατί δεν τη θέλει κανείς, Αθήνα, Αθήνα, πεθαίνω μαζί σου, πεθαίνεις μαζί μου κι εσύ». Την εποχή αυτή, ήταν σαν να παίρνει κάποιος μια γυναίκα που κλαίει στην αγκαλιά του. Εγώ πήρα τη πόλη στην κινηματογραφική μου αγκαλιά. Δεν πήγα να κινηματογραφήσω την Πλάκα. Κινηματογράφησα τον μοναχικό πυρήνα της Αθήνας. Μπορεί και να είναι η μόνη ταινία που έχει κινηματογραφήσει τα κίτρινα τρόλεϊ. Δεν υπάρχουν πια. Σαν καναρίνια που βρήκαν ανοιχτή την πόρτα του κλουβιού και φυγαν. Εμένα με μάγευαν. Ήταν δώρα του ουγγρικού λαού για τις συνέπειες του εμφυλίου πολέμου. Μαγευόμουν να είμαι ολομόναχος σε άδεια κίτρινα τρόλεϊ τη δεκαετία του ’90. Πήγαιναν αργά κι έρχονταν σπανιότατα. Όπως Αθήνα σήμερα είναι και τα λεωφορεία, το τραμ και το τελεφερίκ της. Πήγα σε αυτή την Αθήνα, που έκλαιγε και δεν την έπαιρνε στην αγκαλιά του κανείς. Και ίσως είναι το ευχαριστώ της Αθήνας στις ταινίες μου μετά από τόσα χρόνια αυτό που συμβαίνει. Σήμερα βέβαια η Αθήνα είναι μια υπέροχη πόλη, παγκόσμιας δυναμικής, που κάθε Ευρωπαίος ή Αμερικάνος κοσμοπολίτης θέλει να ζήσει.  

Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Ρένος Χαραλαμπίδης
© Θανάσης Καρατζάς

Τι κάνει την Αθήνα μαγική το καλοκαίρι;
Και τι δεν την κάνει. Πρώτον, τα garden cinemas, που λένε και οι φίλοι μου. Οι καλοκαιρινοί κινηματογράφοι. Η Αθήνα είναι από τις ελάχιστες πόλεις στον πλανήτη Γη που μπορείς να δεις κινηματογράφο όλων των δεκαετιών σε υπέροχο περιβάλλον. Αυτό δεν συμβαίνει στη Νέα Υόρκη, στο Βερολίνο. Είναι μια πόλη που μπορείς με τη βέσπα να βουτήξεις σε γαλανά σημεία μέσα σε 20 λεπτά. Έχει και τη μαγεία της αιωνιότητας. Καθόμαστε εδώ που ήταν το υδραγωγείο του Αδριανού, τώρα. Ζώντας την Αθήνα, ζεις χιλιάδες χρόνια και διαφορετικούς αιώνες. Έχουμε επίσης από τους καλύτερους μουσικούς του δρόμου. Τι καλλιτέχνες μαζεύει ο περιφερειακός της Ακρόπολης; Με μηδέν ευρώ, περπατώντας την Αθήνα, έχεις ολοκληρωμένη διασκέδαση. Έχει π.χ. το «Χυτήριο» πολλές δωρεάν προβολές του κλασικού κινηματογράφου. Ακόμα έχουμε δύο από τα καλύτερα μουσεία του κόσμου, το Μουσείο της Ακρόπολης και το Βυζαντινό Μουσείο -έστω κι αν το δεύτερο δεν το έχουμε ανακαλύψει ακόμα. Στο Ηρώδειο, στο ΚΠΙΣΝ, μπορείς να δεις μοναδικά πράγματα. Με τιμές όσο ένα σινεμά, ε!

Τι κάνει τον Έβρο μοναδικό;
Η γοητεία της γραμμής πυρρός. Έχει πάντα μια άλλη ανατριχίλα το να είσαι στο επί τόπου. Η Θράκη είναι το τελευταίο κομμάτι μιας αυτοκρατορίας.

Ζωγράφου Σίτι. Γιατί διάλεξες να μείνεις εκεί;
Εκεί διάλεξαν να μείνουν οι γονείς μου όταν επέστρεψαν από τη Στουτγάρδη που είχαν πάει ως οικονομικοί μετανάστες. Έχω μείνει και στην Πλάκα, στην Πλατεία Λυσικράτους, τώρα τελευταία ξαναγύρισα γιατί οι γονείς μου είναι μεγάλη σε ηλικία και θέλω να είμαι κοντά τους. Ήρθε και η εποχή, όπως στην καραντίνα, το υλικό που μάζευα στα ταξίδια μου να το ταξινομήσω και να το βγάλω προς τα έξω. Ταξίδεψα, είδα, κατάλαβα. 

Το πιο ωραίο μέρος που έχουν δεις τα μάτια σου είναι;
Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ. Τώρα μπορεί να μας πούνε και φασίστες, αλλά νομίζω ο λόφος της Ακρόπολης. Όλος ο περίγυρος της Ακρόπολης.

«Τέσσερα μαύρα κουστούμια» μίλησαν για τον θάνατο και την Ελλάδα της αρπαχτής την περίοδο που κατέρρεε η χώρα. Σε απασχολεί ο θάνατος; Πώς θα ήθελες να σε θυμούνται όταν δεν θα είσαι πια εδώ;
Υπάρχει ένα πλάνο στην ταινία που ανεβαίνουν με την κάσα μπροστά από το Σύνταγμα. Θελαν οι διανομείς, διακριτικά να αφαιρεθεί. Τελικά είπαμε να μην το βγάλουμε γιατί είχε μια ωραία εικαστικότητα. Το 2008 είχα καταλάβει, όχι ακριβώς, ότι κάτι είχε πάρει τον δρόμο του να έρθει και να μας βρει. Τελικά ήταν η κρίση. Δεν κάνω πολιτικό κινηματογράφο, θέλω να κάνω στοχαστικό σινεμά, για αυτό πολλές φορές έχω και κωμικές σκηνές και πέφτει γέλιο. Ένιωθα πως κάτι συνέβαινε στη χώρα, όταν είδα χαρούμενους νεολαίους να καίνε την Αθήνα, όταν είδα την αδιαφορία με τη Μαρφίν. Πώς έχουν διαφορετική αξία οι ζωές με βάση τις πολιτικές τοποθετήσεις. Προσπάθησα να βάλω στην ταινία κάποια πολιτική σκέψη, απαλά όπως μπαίνει η ομίχλη. Με απασχολεί ο θάνατος των κοντινών μου ανθρώπων, όχι ο δικός μου, θα ήθελα να έχω έναν ενδιαφέροντα θάνατο. Θα ήθελα να με θυμούνται σαν κάποιον που έκανε τον κόσμο να γελάσει. Αυτό μου είναι αρκετό. Και ίσως, αν ανέβαινε η φιλοδοξία μου, και που έκανε τον κόσμο να νιώσει λίγο και να σκεφτεί. 

Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Ρένος Χαραλαμπίδης
© Θανάσης Καρατζάς

Να το κάνω πιο μακάβριο; Τι θα ήθελες να γραφτεί στον τάφο σου;
Κάθε εμπόδιο για καλό.

«Η Καρδιά του Κτήνους» βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του Πέτρου Τατσόπουλου. Τι σε ώθησε στο να μεταφέρεις το στόρι στο σινεμά;
Υπάρχουν πάρα πολλές διαφορές με το βιβλίο αλλά ναι, το στόρι έδωσε το έναυσμα, μου έκανε τρομερή εντύπωση ο τρόπος που διαπραγματευόταν τον ναρκισσισμό. Το διάβασα έφηβος και με άγγιξε. Πόσο λυτρωτικό είναι κάποιος να χάνει τον ναρκισσισμό του. Σαν να φεύγουν πολλά βάρη από πάνω του. Η ιστορία της πτώσης ενός νάρκισσου. Γιατί ο ήρωάς μας ο Τζουτζές είναι ένα παγώνι που χάνει τα φτερά του. Και μέσα του δεν χτυπά η καρδιά του κτήνους.

Σε λίγους μήνες φτάνεις τα 50. Υπάρχουν απωθημένα; Ξεκίνησες ως αυτοδίδακτος κι άφησες το στίγμα σου σε κινηματογράφο, θέατρο και τηλεόραση. Τι θα συμβούλευες έναν πιτσιρικά που ονειρεύεται να γίνεις σκηνοθέτης και ηθοποιός;
Πρέπει να είναι έτοιμος να πληρώσει το κόστος. Τα όνειρα κοστίζουν και τα πληρώνεις με αίμα, δάκρυα, μοναξιά, πολλές φορές με επικινδυνότητα και με ρευστό. Είναι απογοητευτικό να μιλάς με νέους καλλιτέχνες που να έχουν την αγωνία της επιβίωσης. Αν έχεις την αγωνία αυτή, βρίσκεσαι σε λάθος χώρο. Θα ζήσεις τρώγοντας φύλλα ή πηγαίνοντας στο πατρικό σου σπίτι να πάρεις ταπεράκια μέχρι τα 30. Θα συγκατοικήσεις με τέσσερις φίλους σου σε ένα δυάρι. Δεν θα πας διακοπές δέκα χρόνια. Εγώ πήγα διακοπές το 1989 και μετά το 2001. Είσαι έτοιμος να το ζήσεις όλο αυτό; Ή έχεις την αγωνία του να βγάλεις 800 ευρώ τον μήνα και θεωρείς ότι όλοι σε εκμεταλλεύονται επειδή δεν σου δίνουν αυτά τα χρήματα γιατί τελείωσες μια δραματική σχολή ή μια σχολή κινηματογράφου;

Θεωρείς ότι πάσχει από τη νοοτροπία του δημοσιοϋπαλληλισμού ο ελληνικός καλλιτεχνικός χώρος;
Ακριβώς. Μπήκες στο θέμα. Ο ελληνικός καλλιτεχνικός κόσμος ήρθε από μια χρυσή εποχή επιχορηγήσεων, τριών δεκαετιών. Το ’90, το ’00 και το '10. Ηθοποιοί έγιναν σταρ του θεάτρου κυρίως επειδή έπαιξαν σε προστατευόμενα περιβάλλοντα. Όπου είτε έκοβαν εισιτήριο είτε όχι, έπαιρναν τον μισθό τους και τους είχαν εξασφαλίσει εξαιρετικές συνεντεύξεις σε πολύ μεγάλα έντυπα. Κι έφτιαξαν ένα καλλιτεχνικό προφίλ που δεν συνομιλούσε με το κοινό. Όταν κατέρρευσε αυτό κι ήρθε η κρίση, διαπιστώσαμε πως ο βασιλιάς είναι γυμνός. Δικαιούσαι να πάρεις τα λεφτά που το κοινό έχει δώσει για να σε δει. Κανείς δεν σου ζήτησε να γίνεις καλλιτέχνης. Είναι σαν να σκοτώσεις τον πατέρα σου και στη δίκη να πεις θέλω επιείκεια γιατί είμαι ορφανός. Υπάρχει μια υποκρισία, γιατί καλλιτέχνης σημαίνει έχω ανάγκη να δώσω και μετά να πάρω. Κάπου εκεί μπερδευτήκαμε.

Ποιες ταινίες θα μπορούσες να πεις πως σου άλλαξαν τη ζωή;
Ο «Κλέφτης της Βαγδάτης», η πρώτη ταινία που είδα στο σινεμά «Αλέκα» στου Ζωγράφου. Μαγικό πράγμα, ιπτάμενα χαλιά, τζίνι, αυτό είναι ρε, φίλε, σινεμά. Το «Dog Day Afternoon» με τον Αλ Πατσίνο. «Η Ωραία της Ημέρας», που είναι κι ένα ωραίο μυθιστόρημα. «Άνοιξη, καλοκαίρι, χειμώνας, φθινόπωρο και… άνοιξη». Οι ταινίες του Κουροσάβα. Το «Rocky». Ο «Πυρετός το Σαββατόβραδο» και βέβαια η «Καζαμπλάνκα» που την αναλύω και κάποια στιγμή θα κάνω ένα ντοκιμαντέρ ως παρηγοριά προς τον Μπόγκαρτ.

Τι σημαίνει επιτυχία για σένα;
Δεν ξέρω. Πράγματα που θεωρώ ότι απέτυχα σε βάθος χρόνου έδειξαν ότι πέτυχα. Θρίαμβοι που νομίζω ότι ζω ξεχνιούνται σε δεκαπέντε μέρες. Πού να ξέρω κι εγώ. Σίγουρα επιτυχία είναι να παραμένεις ελεύθερος και κυρίως από τα πάθη σου.

Είχες πάθη;
Ήμουν νερόβραστος πάντα άνθρωπος σε σχέση με τα κλισέ πάθη. Αυτό βέβαια με κάνει να μπαίνω στα 50 σε μια εξαιρετική φυσική κατάσταση και με ένα ωραίο κέφι.

atk_3724.jpg
© Θανάσης Καρατζάς

Ο μεγαλύτερος μύθος για το σινεμά;
Τα βραβεία. Τη χρονιά που έκανα τα «Φτηνά Τσιγάρα» πήρα μηδέν, υπήρχαν μάλιστα και ταινίες που πήγαν στις Κάννες. Ό,τι κερδίζει τη μάχη με τον χρόνο γίνεται κλασικό. Όχι καλτ, γιατί έχουμε μπερδευτεί. Καλτ είναι μια κακή ταινία που την αγαπήσαμε για άλλους λόγους.

Έχεις κάποιο μότο που ακολουθείς;
Ανά εποχές ακολουθώ διάφορα. Την περίοδο αυτή ακολουθώ ένα προσκοπικό και δελφικό παράγγελμα: Έσο έτοιμος.  

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ