Κινηματογραφος

Burning: Η ταινία που «ξεγέλασε» τους κριτικούς

Πολλά τα κλισέ για «αληθινό αριστούργημα»

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Burning
Burning

Ο φτωχός και ψυχικά ταλαιπωρημένος Lee Jong-su, με σπουδές στη δημιουργική γραφή και επίδοξος συγγραφέας, συναντάει τη Shin Hae-mi, μια παιδική του φίλη, και την ερωτεύεται. Όταν εκείνη φεύγει για την Αφρική, για να βρει το νόημα της ζωής, του ζητάει να ταΐζει τη γάτα της. Επιστρέφοντας από την Κένυα, εμφανίζεται με τον Ben, τον πλούσιο γοητευτικό φίλο της που γνώρισε εκεί. Οι τρεις τους κάνουν στενή παρέα, μέχρι που ο Ben αποκαλύπτει ότι του αρέσει να βάζει φωτιές σε θερμοκήπια και η Hae-mi εξαφανίζεται…


Πήγα με πολλές προσδοκίες να δω το «Burning», την κορεάτικη ταινία που βγήκε την προηγούμενη εβδομάδα στις αίθουσες, με πολλά αστεράκια και πολύ καλές κριτικές. Κι όταν λέω πολύ καλές, εννοώ διθυραμβικές. Μία από τις καλύτερες ταινίες του 21ου αιώνα, αληθινό αριστούργημα κ.λπ. Και όχι μόνο. Βραβείο Κριτικών στις Κάννες και συμμετοχή στη βραχεία λίστα για υποψηφιότητα Όσκαρ στην κατηγορία Καλύτερης Ξένης Ταινίας.

Και απόρησα. Δεν ξέρω πόσα αστεράκια θα έβαζα αν ήμουν κριτικός κινηματογράφου, αλλά η ταινία σίγουρα δεν ήταν αριστούργημα. Βασισμένη σε ένα διήγημα του Μουρακάμι με τίτλο «Barn Burning», δημοσιευμένο στο περιοδικό «New Yοrker» το 1992, που όπως διαβάζω έχει κι αυτό μια λογοτεχνική αναφορά, στον William Faulkner, ο οποίος επίσης έχει γράψει ένα διήγημα το 1939 με τον ίδιο τίτλο. Από το διήγημα ο σκηνοθέτης Lee Chang-dong κρατάει τον κεντρικό πυρήνα της ιστορίας και χτίζει ένα σύμπαν φόρο τιμής στον Μουρακάμι.

Οι αναγωγές, λοιπόν, πολλές. Και δεν θα πείραζε, αν δεν αποτυπώνονταν στο κακοστημένο σενάριο και στους καθόλου πειστικούς διαλόγους. Υψηλά τα νοήματα, «διανοουμενίστικα», αλλά αυτό ήταν και το πρόβλημα. Δεν είναι λόγια που θα έλεγαν οι ήρωες, αλλά τσιτάτα και αποφθέγματα (του Μουρακάμι;). Κανείς δεν συστήνεται, όταν γνωρίζει ένα κορίτσι που του αρέσει: «Για μένα, ο κόσμος είναι ένα μυστήριο». Αποτέλεσμα; Οι ήρωες δεν αποκτούν υπόσταση και βάθος κι όλα συμβαίνουν στην επιφάνεια, ενώ ο σκηνοθέτης υποδεικνύει... «διάφορα» σε περίπτωση που μας διέφυγαν (όπως όταν δείχνει για δεύτερη φορά τον δευτεραγωνιστή να χασμιουριέται βαριεστημένα σε μια παρέα, υπονοώντας τα κρυφά του κίνητρα).

Οι συμβολισμοί κλείνουν το μάτι και τα κλισέ είναι πολλά. Η ταινία στηρίζεται στα κάδρα της, αλλά κι αυτό δεν προσθέτει κάτι. Το αντίθετο. Ωραίες εικόνες που δεν δένουν οργανικά με την ιστορία και τους ήρωες, συν μια απλοϊκή προσέγγιση ταξικής διαφοράς ανάμεσα στο φτωχό, ευαίσθητο, λιγομίλητο ήρωα και στον πλούσιο, γοητευτικό, επιδέξιο αντίζηλό του, με φόντο το αντικείμενο του πόθου τους. Συν ψυχαναλυτικές ερμηνείες μάλλον αφελείς και πρώτου επιπέδου... Αλλά και μια ανατροπή (εδώ μάλλον φταίει ο Μουρακάμι) που μετατρέπει την ταινία στο 2ο μέρος σε αστυνομική: ατμόσφαιρα μυστηρίου, ένας σίριαλ κίλερ (άσχετο) και ο βασικός μας ήρωας, γλυκύτατος κατά τα άλλα, να κατατρέχεται από σύνδρομο καταδίωξης ενώ γίνεται ο ίδιος διώκτης.

Θα μπορούσε κανείς να πει κι άλλα – για τις σκόρπιες αναφορές στη Δύση και τον Τραμπ που περνάει φευγαλέα στην τηλεόραση, τη μουσική του Μάιλς στη σκηνή με το ηλιοβασίλεμα που χορεύει η κοπέλα γυμνόστηθη σε ένα κτήμα στα σύνορα Νότιας και Βόρειας Κορέας και τις αναφορές στον Φόκνερ και τη συγγραφή. Να σημειωθεί πως το όλο έργο, υπερβολικά φιλόδοξο, διαρκεί 2,5 ολόκληρες ώρες – έχοντας πολλές επαναλήψεις (γιατί να δούμε τόσες φορές τον ήρωα να αυνανίζεται στο δωμάτιο της κοπέλας, όσο αυτή ψάχνει το νόημα της ζωής στην Αφρική;).

Η επιτυχία στο σινεμά, όπως και στη λογοτεχνία, είναι να δείχνεις, όχι να λες, ή μάλλον να αφήνεις τον άλλον να δει και όχι να του το υποβάλλεις επίμονα

Η επιτυχία στο σινεμά, όπως και στη λογοτεχνία, είναι να δείχνεις, όχι να λες, ή μάλλον να αφήνεις τον άλλον να δει και όχι να του το υποβάλλεις. Όταν γύρισα σπίτι ήταν τέτοια η απορία μου, που άρχισα να διαβάζω τις κριτικές, ελληνικές και ξένες. Μα, καλά, πώς «ξεγελάστηκαν» οι κριτικοί;

Θα μου πείτε, μπορείς να το λες αυτό, τη στιγμή που η ταινία του Lee Chang-dong, ενός από τους «κορυφαίους Ασιάτες δημιουργούς», έχει συγκεντρώσει τις καλύτερες κριτικές που έχουν γραφτεί ποτέ για ταινία στο Φεστιβάλ των Καννών; Δεν είναι εύκολο να σχηματίσεις διαφορετική γνώμη όταν κάτι έχει καθιερωθεί ως σπουδαίο, και να την υποστηρίξεις, αλλά ούτε και δύσκολο αν είναι μπροστά στα μάτια σου και φωνάζει. Όπως όταν διαβάζεις ένα βιβλίο που δεν το βρίσκεις καλό ενώ όλοι έχουν αποφασίσει το αντίθετο, ή όταν πηγαίνεις σε ένα εστιατόριο που έχει γίνει της μόδας και θεωρείται πολύ «σπέσιαλ» αλλά η δική σου εντύπωση είναι πολύ διαφορετική. Η γνώμη των άλλων, πόσο μάλλον των ειδικών, λειτουργεί καθοριστικά και φτιάχνει κλίμα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μάλλον προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η ταινία γίνεται ακόμα πιο αποκαρδιωτική, όταν έχεις πας προετοιμασμένος να δεις ένα αριστούργημα και φεύγεις λίγο τσαντισμένος, λίγο με ένα ερώτημα… 

Υ.Γ. «Οι στάχτες μιας αγάπης», Κίνα, «Ψυχρός πόλεμος», Πολωνία, «Οι κληρονόμοι», Παραγουάη, «Κλέφτες καταστημάτων», Ιαπωνία, «Ρόμα», Πολωνία. Οι ταινίες που είδα τον τελευταίο καιρό, με τη σειρά που τις είδα. Ήταν όλες πολύ καλές, μερικές ανέλπιστα, οι περισσότερες με διακρίσεις και βραβεία. Και πολλά αστεράκια. Οι «Κληρονόμοι» είχαν μόνο 3, αλλά και τα τρία ακόμα μερικές φορές κρύβουν μικρά διαμάντια.

Burning (Trailer) - AIFF 2018

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ