Κινηματογραφος

Για αυτούς μιλάμε σήμερα

Αργύρης Παπαδημητρόπουλος- Νίκος Μεγγρέλης

41550-195045.jpg
Γιώργος Κρασσακόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 339
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
 Αργύρης Παπαδημητρόπουλος
Αργύρης Παπαδημητρόπουλος

 Αργύρης Παπαδημητρόπουλος-  Not Wasted filmmaker 

«Κάνει πολλή ζέστη. Η ζέστη τρελαίνει τους ανθρώπους». Η φράση ακούγεται σε μια σκηνή του “Wasted Youth”, αλλά μοιάζει σχεδόν σίγουρο ότι ο ίδιος ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος την άκουσε να του απευθύνεται κάμποσες φορές όταν πέρσι το καλοκαίρι αποφάσισε με ελάχιστα χρήματα, ερασιτέχνες ηθοποιούς και με ταχύτητα σκεϊτά που κατεβαίνει την Πανεπιστημίου, να γυρίσει, μαζί με το φίλο και συνεργάτη του Γιαν Φόγκελ, μια ταινία αντί να πάει διακοπές. Το αποτέλεσμα είναι απλά ένα από το πιο αληθινά φιλμ για την Αθήνα και τους ανθρώπους της εδώ και τώρα, για την κατάσταση της ίδιας της χώρας. Ενώ το φιλμ προβάλλεται ήδη με επιτυχία στις αίθουσες, ο Αργύρης μάς μιλά για τα τι και τα πώς αυτής της μικρής καλοκαιρινής τους «τρέλας».

Τι σημαίνει για την ταινία το «βασισμένη σε μια αληθινή ιστορία» που διαβάζουμε στην οθόνη; Δεν γράφει βασισμένη σε αληθινή ιστορία, αλλά εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα. Αυτό σημαίνει οτι αν δεν υπήρχε το γεγονός, δεν θα υπήρχε η έμπνευση και η ανάγκη να γίνει αυτή η ταινία. Επίσης, η λέξη «εμπνευσμένη» κάνει σαφές το ότι όσα διαδραματίζονται είναι προϊόν της φαντασίας των δημιουργών και ότι δεν πρόκειται για μια ταινία που βασίζεται σε ιστορικά ντοκουμέντα ή μια ταινία-αναπαράσταση ενός γεγονότος. Θα μπορούσαμε και να μην το αναφέρουμε, αλλά κατά την άποψή μας είναι (ηθική) υποχρέωση απέναντι στα πρόσωπα που εμπλέκονται στο αληθινό γεγονός, αλλά και στο θεατή.

Το “Wasted Youth” έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο φεστιβάλ του Ρότερνταμ και ήδη κάνει το γύρο των φεστιβάλ. Ποιες οι αντιδράσεις του κοινού «έξω»; Ήταν εντυπωσιακές για εμάς. Από τη μία εξεπλάγην με τον αριθμό των θεατών στους οποίους ήταν οικείο το γεγονός, και από την άλλη, με τη διαπίστωση των περισσότερων ότι πρόκειται για μια ιστορία η οποία θα μπορούσε να συμβεί στην πόλη τους, όποια και αν είναι αυτή, καθώς οι χαρακτήρες της ταινίας είναι αναγνωρίσιμοι παντού, και κυρίως στην Ευρώπη. Η «Ελληνικότητα» τελικά είναι μάλλον στο μυαλό μας και έχει να κάνει μόνο με το πόσο απομονωμένοι νιώθουμε εμείς. 

Ήταν η έλλειψη χρημάτων που σας έκανε να γυρίσετε το φιλμ με σχεδόν guerrilla τρόπο, ή η ιστορία που σας οδήγησε; Νομίζω ότι αυτό που σκεφτήκαμε είναι ότι αυτή η ταινία δεν θα μπορούσε να γυριστεί με κανέναν άλλο τρόπο. Αν γράφαμε ένα κανονικό σενάριο και οργανώναμε μια κανονική παραγωγή, η αμεσότητα, ο αυθορμητισμός και το τυχαίο θα χάνονταν. Και όλα αυτά ήταν το ζητούμενο για εμάς. Ακόμα και ο τρόπος που τοποθετούσαμε την κάμερα δεν θέλαμε να είναι αποτέλεσμα σκέψης, αλλά «ενστικτώδης αντίδραση». Παρόλη την εμπειρία που έχουμε και οι δύο, είχαμε σκοπό να δουλέψουμε σαν αρχάριοι και να βάλουμε και τους υπόλοιπους (συνεργείο και ηθοποιούς) σε αυτό το τριπ. Για αυτόν το λόγο πίεζα τους πάντες να γίνουν όλα τώρα. Φοβόμουν ότι αν το καθυστερήσουμε θα αρχίσω να το σκέφτομαι...

Η ματιά του Γερμανού συν-σκηνοθέτη σου Γιαν Φόγκελ στην ελληνική κατάσταση πόσο διαφορετική ήταν από τη δική σου; Το ότι η αισθητική μας ταίριαζε, το ξέραμε από πριν και είχε τεσταριστεί σε άλλες δουλειές. Εκεί που διαφέραμε ήταν στο πώς βλέπουμε την καθημερινότητα αυτής της πόλης, δεδομένου ότι η ματιά του Γιαν πάνω στην ελληνική κοινωνία είναι πολύ διαφορετική από τη δική μου. Εγώ είμαι μέρος και προϊόν αυτής της πόλης, της κοινωνίας και των συνθηκών που έχουν δημιουργηθεί. Ο Γιαν από την άλλη είναι outsider. Βρέθηκε ξαφνικά εδώ και είναι παρατηρητής. Δεν έχει ευθύνη για αυτό που είναι οι Έλληνες, ενώ εγώ έχω, ακόμα και αν δεν έκανα τίποτα για αυτό (που ίσως είναι το χειρότερο). Οι ατελείωτες ώρες συζητήσεων πριν ξεκινήσουμε την ταινία έβαλαν τον έναν στη θέση του άλλου και αυτό είχε τεράστιο ενδιαφέρον. Εγώ του έδειχνα πράγματα που ήξερα και αυτός μου έδειχνε μια πιθανή άλλη όψη τους. Η διαδικασία ήταν σαν ένα παιχνίδι που για να νικήσεις πρέπει να δώσεις καλές πάσες. 

Πώς σκεφτόσουν τους νεαρούς ήρωές σου πριν ξεκινήσεις το φιλμ; Πριν ξεκινήσω έκανα μια αναδρομή στη δική μου εφηβεία. Θυμήθηκα τους φίλους μου, τα στέκια μου, τις απογοητεύσεις, την αντιδραστικότητά μου, τον τσαμπουκά μου, τις καύλες μου και οτιδήποτε σε κάνει έφηβο. Ήλπιζα να μην βρω έναν έφηβο τόσο «δύσκολο» όσο ήμουν εγώ. Βαθιά μέσα μου όμως κάτι τέτοιο έψαχνα. Τα σημερινά παιδιά είναι πολύ πιο εύκολα από αυτά της δικής μας γενιάς γιατί είναι λιγότερο κακομαθημένα και με πιο ανοιχτά μυαλά. Δεν έφτασαν ξαφνικά σε μια δύσκολη εποχή. Γεννήθηκαν σε αυτήν. Δεν ανήκουν στις γενιές που μέσα από τα λάθη τους φτάσαμε εδώ.


image

Νίκος Μεγγρέλης - Με όπλο την κάμερα  

«Η πραγματική έννοια του πολέμου είναι αυτό που βιώνει ο άμαχος, που ακόμα κι αν επιζήσει δε έχει πια την ίδια ζωή». 

Ο δημοσιογράφος Νίκος Μεγγρέλης μιλάει στην ATHENS VOICE για το πρώτο του ντοκιμαντέρ «Πεθαίνοντας για την Αλήθεια» με θέμα τις απώλειες δημοσιογράφων στον πόλεμο του Ιράκ.

Ιράκ, 2009. Περισσότερες από 70 συνεντεύξεις. Μιλούν δημοσιογράφοι, συγγραφείς, διανοούμενοι, στρατιώτες, άμαχος πληθυσμός και συγγενείς θυμάτων. Γυρίσματα σε δέκα χώρες, από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ιράκ μέχρι την Ουκρανία. Και μια έρευνα δύο ετών για να καταλήξει σε κόπια η πρώτη κινηματογραφική απόπειρα του δημοσιογράφου Νίκου Μεγγρέλη. Το ντοκιμαντέρ «Πεθαίνοντας για την Αλήθεια» ξεκίνησε το ταξίδι του από τις αίθουσες του 13ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Κατεβαίνει στην Αθήνα στις 7 Απριλίου, στις αίθουσες της ODEON. Οκτώ χρόνια νωρίτερα, στις 9 Απριλίου του 2003, στο Ιράκ ξεκίνησε ο πόλεμος. Ένας πόλεμος που τυπικά έχει τελειώσει. Τουλάχιστον αυτό διακήρυξε ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Μπαράκ Ομπάμα, στις 31 Αυγούστου του 2010. «Εγώ, πάντως, έζησα μια χώρα σ’ εμπόλεμη κατάσταση, σ’ ένα ιδιότυπο εμφύλιο πόλεμο» λέει ο Νίκος Μεγγρέλης, που πήγε στη Βαγδάτη τον Αύγουστο και τον Οκτώβριο του 2009. 

Άφιξη στον Διεθνή Αερολιμένα Βαγδάτης

Πρώην αεροδρόμιο Σαντάμ Χουσεΐν. «Βλέπεις ένα έρημο, αχανές αεροδρόμιο. Στον αεροδιάδρομο καθηλωμένα αεροπλάνα. Σπάνια γίνονται εσωτερικές πτήσεις των ιρακινών αερογραμμών. Ο πίνακας αφίξεων και αναχωρήσεων δεν ανανεώνεται συνεχώς. Αν, για παράδειγμα, η πρώτη πτήση για Κιρκούκ είναι στις δέκα η ώρα το πρωί, η επόμενη είναι στις τέσσερις το απόγευμα. Η δεύτερη εικόνα από τη Βαγδάτη είναι τα μέτρα ασφαλείας. Στρατός παντού και ο δρόμος προς την πόλη άδειος. Εκεί δεν έχει διόδια, όπως εδώ. Έχει αλλεπάλληλα σημεία ελέγχου και η εντολή είναι ρητή και κατηγορηματική: δεν σηκώνεις οτιδήποτε έχει να κάνει με κάμερα. Πρώτα πυροβολούν και μετά ελέγχουν τι ήταν αυτό που κρατούσες στα χέρια». 

Το «Πεθαίνοντας για την Αλήθεια» ξεκίνησε με μια παρατήρηση

«Όσο οι δημοσιογράφοι είναι ζωντανοί βρίσκονται στο επίκεντρο της δημοσιότητας. Σχολιάζουμε αυτά που λένε, αυτά που γράφουν, τις φωτογραφίες τους, τις τηλεοπτικές εικόνες. Όταν σκοτώνονται στις εμπόλεμες ζώνες γίνονται είδηση για μια μέρα. Και μετά χάνονται. Στις οικογένειες των θυμάτων μένει ένα κενό. Βιώνουν ένα ανεκπλήρωτο αίτημα: να αποδοθεί δικαιοσύνη. Δικαιοσύνη με την έννοια ότι αυτός ο οποίος ευθύνεται για το χαμό των δικών τους ανθρώπων δεν απολογείται στη δικαιοσύνη. Για παράδειγμα, σε περίπτωση εμπλοκής Αμερικανών στρατιωτών το Πεντάγωνο διενεργεί εσωτερική έρευνα. Προκύπτει πάντα το ίδιο πόρισμα: όλα έγιναν βάσει των κανόνων εμπλοκής και ως εκ τούτου οι Αμερικανοί στρατιώτες δε φέρουν κάποια ευθύνη. Υπάρχει ατιμωρησία».

Υπόθεση Palestine

«Είναι ο ορισμός του φόνου σε μια εμπόλεμη ζώνη. Την ώρα που το αμερικανικό τεθωρακισμένο χτύπησε το ξενοδοχείο δεν γίνονταν μάχες. Το πιστοποιούν όλοι όσοι ήταν εκεί. Μία συγκεκριμένη βολή με ένα συγκεκριμένο στόχο: το ξενοδοχείο Palestine. Έμεναν οι δημοσιογράφοι, οι οποίοι κάλυπταν τον πόλεμο ανεξάρτητα από τις δυνάμεις της εισβολής. Έξι χρόνια αργότερα ήμουν στην οροφή του ίδιου ξενοδοχείου και ετοιμαζόμουν να πάρω συνέντευξη από την Τζουλιάνα Σγκρένα. Εκείνη τη στιγμή έγινε η πρώτη έκρηξη. Το ξενοδοχείο κουνήθηκε σα να είχε γίνει σεισμός. Δευτερόλεπτα αργότερα ακολούθησε η δεύτερη έκρηξη. Αυτή καταγράφηκε στο φακό. Το αποτέλεσμα ήταν 180 νεκροί και περισσότεροι από 500 τραυματίες. Ήταν μία από τις πλέον φονικές επιθέσεις αυτοκτονίας με παγιδευμένα με εκρηκτικά οχήματα στη Βαγδάτη». 

image 

Συνέντευξη με την Τζουλιάνα Σκρένα με φόντο τη Βαγδάτη. Στο πλευρό του Νίκου Μεγγρέλη ο οπερατέρ Παναγιώτης Βασιλάκης

Ενσωματωμένοι δημοσιογράφοι

Ένα από τα κεφάλαια του ντοκιμαντέρ είναι το πώς η κυβέρνηση Μπους χειραγώγησε μέρος των μέσων ενημέρωσης ώστε να πείσει την κοινή γνώμη για την αναγκαιότητα του πολέμου. Αλλά ακόμα, γιατί και πώς άλλαξε η κάλυψη των πολέμων από το Βιετνάμ και έπειτα. «Το ντοκιμαντέρ δεν χαϊδεύει τους δημοσιογράφους. Δεν είναι μια αγιογραφία. Υπάρχει ένα κομμάτι που αναφέρεται στους ενσωματωμένους δημοσιογράφους στις αμερικανικές δυνάμεις και υπάρχει μια ολόκληρη εξήγηση γιατί οι μηχανισμοί προπαγάνδας και εν προκειμένω οι Αμερικανοί κατέληξαν σε αυτήν την κάλυψη του πολέμου. Το ντοκιμαντέρ ανατρέχει στην εποχή του Βιετνάμ, όπου ο ρόλος των δημοσιογράφων και των μέσων ενημέρωσης ήταν καταλυτικός για την έκβαση του πολέμου. Τότε έδειξαν την πραγματική εικόνα του πολέμου, τις φρικαλεότητες ορισμένων στρατιωτών, τις αντιξοότητες της ζούγκλας για τους Αμερικανούς στρατιώτες, τους τραυματισμούς, το χάσιμο του ηθικού. Ο Αμερικανός δημοσιογράφος Πίτερ Αρνέτ έχει μια εξήγηση. Μου είπε κάποια στιγμή στη Βαγδάτη ότι πολλοί Αμερικανοί δημοσιογράφοι αισθάνθηκαν ένοχοι για την έκβαση του Βιετνάμ, αισθάνθηκαν μια συνυπευθυνότητα για την ήττα των Αμερικανών στον πόλεμο. Αυτό έκανε τα αμερικανικά ΜΜΕ πιο συγκρατημένα. Το αποκορύφωμα ήρθε με το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου και την ανάπτυξη του ρεύματος του αμερικανικού. Όλα αυτά είναι ξεχωριστό κεφάλαιο για να δούμε πώς έγινε ο πόλεμος στο Ιράκ και πώς κάποια ΜΜΕ δεν ήταν ενοχλητικά και επικριτικά στις αποφάσεις της κυβέρνησης Μπους». «Εάν στηρίζαμε την κάλυψη του πολέμου μόνο στους ενσωματωμένους δημοσιογράφους θα ξέραμε τι γίνεται σε 100 μέτρα μέσα στην έρημο, αλλά τη γενικότερη εικόνα δεν θα την είχαμε», έχει πει ο δημοσιογράφος Κρις Κράμερ (πρώην CNN, νυν Ρόιτερς). «Είναι ακριβώς αυτό. Ο θεατής του ντοκιμαντέρ αντιλαμβάνεται ότι ο ενσωματωμένος δημοσιογράφος ασχολείται με ένα κομμάτι ενός γενικότερου φάσματος. Αν δεν έχεις το γενικότερο φάσμα δεν μπορείς να έχεις την πραγματική εικόνα του πολέμου. Η πραγματική έννοια του πολέμου είναι αυτό που βιώνει αυτός που τον ζει, ο άμαχος. Οι συνθήκες ζωής, οι συνθήκες απώλειας των συγγενών του. Ο άμαχος, που ακόμα κι αν επιζήσει δε έχει πια την ίδια ζωή». 

Στους δρόμους της Βαγδάτης 

Γύρισμα δέκα λεπτά τη φορά. Και μετά αλλού. Στη Βαγδάτη πρέπει να μετακινείσαι διαρκώς. Δεν πρέπει να κάθεσαι στο ίδιο μέρος πάνω από δέκα λεπτά. Μετά είσαι στόχος. «Η κατάσταση στο Ιράκ είναι εξαιρετικά εύθραυστη. Η ιρακινή δημοκρατία δεν μπορεί να συγκριθεί μ’ αυτό που οι δυτικοί βιώνουν ως δημοκρατία. Η λέξη αβεβαιότητα περιγράφει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη τη ζωή στο Ιράκ σήμερα. Ένα μέρος όπου ξεκινάς το πρωί για να πας στη δουλειά και δεν ξέρεις αν θα γυρίσεις. Οι πολύνεκρες εκρήξεις έχουν μειωθεί, αλλά καθημερινά θα εκραγούν ένα με δύο αυτοκίνητα βόμβες. Καθημερινά, δηλαδή, θα σκοτωθούν πέντε με δέκα άνθρωποι. Ως είδηση δεν ξεπερνάει πια τα σύνορα της χώρας, ενώ τα θύματα αντιμετωπίζονται σαν να επρόκειτο για τροχαίο. Για τον Ιρακινό δημοσιογράφο η συνέντευξη Τύπου δεν είναι μια δουλειά ρουτίνας. Όπως λένε χαρακτηριστικά στο ντοκιμαντέρ “η δημοσιογραφία είναι διαβατήριο θανάτου. Όπου κι αν πάμε κινδυνεύουμε να μη γυρίσουμε πίσω”». Η κατάσταση αλλάζει λίγο στην οδό Μακάμπα. «Σ’ ένα μέρος πήγα με κάποια σχετική άνεση. Ήταν ένα καφενείο στην οδό Μακάμπα. Αυτό το καφενείο ήταν γεμάτο φωτογραφίες από την παλιά Βαγδάτη. Ένας τόπος συγκέντρωσης των διανοουμένων. Το ανατίναξε η Αλ Κάιντα. Το ξαναέφτιαξαν. Στο καφενείο προστέθηκαν πέντε νέες φωτογραφίες. Αυτές των θυμάτων της επίθεσης». 

Το δίλημμα του σκηνοθέτη  

Πόσο δυνατές εικόνες θα δείξω; «Εάν δε δείξεις τίποτα, είναι ένας πόλεμος σε σελοφάν. Αν τα δείξεις όλα η εικόνα είναι αποκρουστική και κινδυνεύεις να λειτουργήσει τελείως αντίθετα από αυτό που έχεις στο μυαλό ως σκηνοθέτης. Επέλεξα οι αποκρουστικές εικόνες να περνούν πάρα πολύ γρήγορα. Η αγωνία μου ήταν να μην κάνω καλά αυτό που ξέρω. Και αυτό που ξέρω και εξασκώ εδώ και πολλά χρόνια είναι ένα μεγάλο δημοσιογραφικό ρεπορτάζ. Ποια είναι η διαφορά. Το ντοκιμαντέρ είναι σα να γράφεις ένα βιβλίο. Όπως το βιβλίο έτσι και το ντοκιμαντέρ απαιτεί χαρακτήρες και τρομερή έρευνα. Μ’ αυτήν την έννοια το “Πεθαίνοντας για την Αλήθεια” δεν είναι μια δημοσιογραφική δουλειά».

Το τέλος 

Το «Πεθαίνοντας για την Αλήθεια» κλείνει μ’ ένα συγκλονιστικό γράμμα της μητέρας του Ισπανού εικονολήπτη που σκοτώθηκε στις 28/4/2003 στο ξενοδοχείο Palestine από αμερικανικά πυρά. Παραλήπτες είναι οι στρατιώτες – πλήρωμα του τεθωρακισμένου. Στο ντοκιμαντέρ υπάρχει, επίσης, συνέντευξη του Αμερικανού στρατιώτη που όπλισε την οβίδα και πάτησε τη σκανδάλη. 

«Είναι πολύ δύσκολο να μιλάς με ανθρώπους που έχουν πονέσει πολύ. Είναι φυσικό να μη σε εμπιστεύονται. Για να μιλήσουμε με τη μητέρα του εκλιπόντος Ισπανού εικονολήπτη χρειάστηκε να πάμε τρεις φορές στη Μαδρίτη για να αισθανθεί άνετα. Θέλει να ξέρει ότι αυτός που θα διαχειριστεί την ιστορία της ζωής του θα το κάνει με έντιμο τρόπο». 

Το ντοκιμαντέρ είναι αφιερωμένο

…σε δύο Έλληνες δημοσιογράφους: τον Γιάννη Διακογιάννη, ο οποίος πέθανε μετά από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο, και στον Γιώργο Κίλιαρη, που σκοτώθηκε στο Αφγανιστάν πηγαίνοντας με ένα καραβάνι τρόφιμα σε ένα αποκλεισμένο χωριό. «Κανένας θάνατος δεν αξίζει. Αυτό που αξίζει, όμως, είναι ότι οι δημοσιογράφοι πρέπει να είναι εκεί. Γιατί αν απουσιάζουν δεν θα μάθουμε ποτέ την πραγματική εικόνα του πολέμου. Η κάλυψη θα γίνεται μέσα από δελτία Τύπου των εμπλεκόμενων πλευρών, μέσα από τα βίντεό τους, μέσα από την προπαγάνδα που διοχετεύουν οι αντίπαλες πλευρές». - Λένα Χουρμούζη

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ