Κινηματογραφος

Αθηνά Τσαγγάρη

Αντίθετα από τους περισσότερους συναδέλφους της, βρέθηκε σε κινηματογραφικά γυρίσματα

41550-195045.jpg
Γιώργος Κρασσακόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 327
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η Αθηνά Τσαγγάρη ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της ταινίας της, Αριάν Λαμπέντ και Βαγγέλη Μουρίκη
Η Αθηνά Τσαγγάρη ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της ταινίας της, Αριάν Λαμπέντ και Βαγγέλη Μουρίκη

Αντίθετα από τους περισσότερους συναδέλφους της, βρέθηκε σε κινηματογραφικά γυρίσματα πριν καν αποφασίσει ότι θέλει ν’ ασχοληθεί με το σινεμά. Έκανε την πρώτη της μεγάλου μήκους στην Αμερική αλλά ασχολήθηκε με πολλά άλλα projects πριν επιστρέψει φέτος στη μυθοπλασία. Η αναμονή άξιζε με το παραπάνω. Το “Attenberg” συμμετείχε στο φεστιβάλ της Βενετίας, όπου και βραβεύτηκε για την ερμηνεία της πρωταγωνίστριάς του Αριάν Λαμπέντ και τώρα βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες. Εντωμεταξύ ο γύρος του στα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου (μόλις ανακοινώθηκε η συμμετοχή του στο Sundance) συνεχίζεται και η Αθηνά δηλώνει ότι εξακολουθεί να απολαμβάνει τις απρόβλεπτες ερωτήσεις του κοινού που την περιμένουν μετά από κάθε προβολή...

Ποια είναι η πιο ενδιαφέρουσα ερώτηση που σου έχουν κάνει για το “Attenberg” μέχρι τώρα; Αν ήμουν ζώο, τι ζώο θα ήμουν.

Και τι απάντησες; Συνήθως απαντάω κάτι σαν σκαντζόχοιρος, χελώνα, σαλιγκάρι. Κάτι με καβούκι που πηγαίνει πολύ αργά.

Δεν νομίζω ότι πας τόσο αργά, ακόμη κι αν μεσολάβησαν κάμποσα χρόνια από την προηγούμενη ταινία σου “The Slow Business of Going”. Πόσα ακριβώς; Δέκα. Το λέω με δυσκολία δ-δ-δέκα (γελά).

Παρότι όλα αυτά τα χρόνια έκανες πολλά πράγματα, δεν σου έλειψε το σινεμά; Εξαρτάται με πόσο κλειστό φακό βλέπεις το σινεμά. Δεν σταμάτησα να είμαι κινηματογραφίστρια επειδή δεν έκανα ταινίες μυθοπλασίας μεγάλου μήκους. Στα χρόνια που μεσολάβησαν υπήρξα παραγωγός σε κάποιες ταινίες και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Οι animation προβολές που έκανα για το μουσείο της Ακρόπολης είναι στην πραγματικότητα μια ταινία 62 λεπτών, απλά δεν προβλήθηκε ποτέ στην αίθουσα αλλά στους τοίχους του μουσείου. Ή κάποια ντοκιμαντέρ φίλων μου στα οποία συμμετείχα είτε ως παραγωγός είτε κάνοντας κάμερα ή μοντάζ. Τα βίντεο για τις τελετές των Ολυμπιακών αγώνων, αυτά για το «2» του Δημήτρη Παπαϊωάννου, όλα αυτά για μένα είναι σινεμά.

Η μυθοπλασία λοιπόν δεν είναι αυτοσκοπός. Δεν έχω κόλλημα με τη μυθοπλασία, κανενός είδους ενοχή τέτοιου τύπου. Η ανάγκη και επιθυμία να κάνω ταινίες μυθοπλασίας έρχεται από τη στενή, νευρωτική σχεδόν σχέση μου με το λόγο. Δεν βλέπω το σινεμά σαν ένα σπορ που πρέπει να το εξασκείς, να κάνεις προπόνηση. Σίγουρα ήμουν μπλοκαρισμένη από τη συμμετοχή μου στους Ολυμπιακούς και μετά, αλλά δεν θα έκανα μια ταινία στην Ελλάδα αν δεν αισθανόμουν ότι κάτι αγωνιζόταν να βγει από μέσα μου κι ότι είχε έρθει ο χρόνος να βγει.

Το “Attenberg” λοιπόν θα έλεγες ότι κατά κάποιον τρόπο σε ξεκλείδωσε; Ναι, γιατί εμφανίστηκε σχεδόν από το πουθενά. Καταρχήν υπήρχε μια τρομερή αναβλητικότητα να γράψω ένα σενάριο στα ελληνικά και μια αγωνία για το τι θα ήταν αυτό που θα έβγαινε. Δεν ξεκίνησα να κάνω μια ελληνική ταινία, αλλά μια ταινία στην Ελλάδα. Και η πρώτη εικόνα που ξεκλείδωσε την ταινία ήταν στην ουσία μια ερώτηση: «Με φαντάζεσαι ποτέ γυμνή;». Η ερώτηση που στο φιλμ απευθύνει η κόρη στον πατέρα της. Από εκεί άρχισα κάτι σαν ανάκριση: ποιος κάνει αυτή την ερώτηση; Σε ποιον; Γιατί; Σε ποια στιγμή; Τι απαντά ο άλλος;  Κι έτσι σιγά σιγά ξεκίνησε να ξεδιπλώνεται στην οθόνη του υπολογιστή μου ένας ολόκληρος διάλογος που δεν ήξερα ούτε από πού ήρθε ούτε γιατί. Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι θα κάνω μια ταινία για μια κόρη που ανακαλύπτει το σεξ κι έναν πατέρα που πεθαίνει.

Και η απόφαση να τη γυρίσεις στ’ Άσπρα Σπίτια προέκυψε επίσης με ανάλογο τρόπο; Ήταν κι αυτή μια  σχεδόν τυχαία απόφαση, παρότι είχα περάσει λίγα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας εκεί. Ήξερα ότι ήθελα να τη γυρίσω σε ένα χώρο που να μη θυμίζει κλασική πόλη ούτε αυτό που λέμε ελληνική επαρχία, αλλά σε έναν ενδιάμεσο χώρο που να παραπέμπει παντού και πουθενά. Τυχαία, σε μια κουβέντα με την αδελφή μου, αρχίσαμε να ξαναθυμόμαστε την ζωή μας στα Άσπρα Σπίτια και πόσο διαφορετικό ήταν να μεγαλώνουμε σε μια τόσο ιδιαίτερη κοινότητα. Ξαναθυμόμασταν πώς μαθαίναμε τένις, πώς μάθαμε να κολυμπάμε εκεί, όλα αυτά τα πράγματα που έχουν περάσει και στο “Attenberg”. Επισκέφτηκα ξανά τα Άσπρα Σπίτια κι έκανα εγώ ένα ψυχολογικό μάλλον ρεπεράζ, γιατί είχα να πάω εκεί είκοσι χρόνια και αποφάσισα ότι θέλω να το κάνω. Ήρθαμε σε επαφή με το εργοστάσιο στο οποίο ανήκει η πόλη, οι οποίοι μας διέθεσαν ολόκληρη την πόλη εν είδει στούντιο, όπως και τα σπίτια στα οποία μείναμε όλο το συνεργείο και οι ηθοποιοί. Ήταν σαν μια καλοκαιρινή κατασκήνωση αλλά το χειμώνα, μια κοινότητα κινηματογραφιστών που ζούσαμε όλοι μαζί για ένα μήνα.

Το ότι το γύρισες σε έναν τόπο που γνωρίζεις θα έλεγες ότι πρόσθεσε κάποιου είδους αυτοβιογραφικά στοιχεία στην ιστορία; Όχι, δεν έχει καμιά σχέση η δική μου σχέση με τον πατέρα μου με αυτή των ηρώων, δεν μου έμαθε η καλύτερή μου φίλη να φιλάω, δεν έκανα σεξ στα εικοσιτρία μου, αυτό είναι σίγουρο (γελά). Αν υπάρχει κάτι αυτοβιογραφικό, είναι αυτή η ευχή που εκφράζω στην ταινία: μακάρι να μπορούσα να είχα μια τέτοια σχέση με τον πατέρα μου. Μακάρι όλα τα κορίτσια να μπορούσαν να έχουν μια τέτοια σχέση με τον πατέρα τους. Κι όσον αφορά στη σχέση Μαρίνας και Μπέλας, όλες μας πια από την εφηβεία μας και μετά διατηρούμε αυτές τις σχέσεις ανταγωνισμού, αλληλεξάρτησης, φθόνου και ταυτόχρονα αγάπης με την κολλητή μας.

Αυτό που λέμε «η καλύτερη εχθρός μου». Ακριβώς, οι Αμερικάνοι το λένε frenemies. Αυτό που η κολλητή σου με την οποία κάνετε τα πάντα μαζί, είστε μια μικρή συμμορία, εξαρτάστε η μια από την άλλη, εξερευνάτε τον κόσμο μαζί, είσαι σίγουρη ότι είναι η πρώτη που θα σου φάει τον γκόμενο (γέλια).

Καμιά από τις σχέσεις των ηρώων στην ταινία όμως δεν μοιάζει «τυπική», με την έννοια ότι δεν συμμορφώνονται με τον τρόπο που θα περίμενες να αντιδράσουν. Τι θα έλεγες ότι είναι αυτό που τους κάνει να δείχνουν τόσο ιδιαίτεροι; Δεν έχω αναρωτηθεί ποτέ, ούτε το έχω συζητήσει με τους ηθοποιούς. Δεν υπήρχε ποτέ μια ψυχολογική ερμηνεία για το γιατί κάνουν αυτό που κάνουν. Όλα στην ταινία γίνονται γιατί μπορούν να συμβούν. Δεν είναι ένα φιλμ επιστημονικής φαντασίας και διαφωνώ απόλυτα με μια ερμηνεία που λέει ότι η ταινία δεν είναι ρεαλιστική. Ρεαλιστική είναι, αλλά δεν είναι νατουραλιστική. Όλες αυτές οι συζητήσεις ανάμεσα στους χαρακτήρες είναι κουβέντες που μπορούν να συμβούν και συμβαίνουν πολύ πιο συχνά απ’ όσο ομολογούμε στους εαυτούς μας...

Οπότε ποια θα έλεγες ότι είναι η κινητήρια δύναμη των ηρώων σου; Η αιτία γα τις πράξεις τους; Η βιολογία. Είναι καθαρή βιολογία. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίσαμε τις σκηνές ήταν μιλώντας με όρους βιολογίας κι όχι ψυχολογίας. Είναι σαν κάνεις ένα ντοκιμαντέρ φύσης αλλά πάνω στους ανθρώπους. Παρατηρώντας τους ανθρώπους διαζευγμένους από τα συμφραζόμενα του νατουραλισμού ή της κοινωνικής περιγραφής, παρατηρείς πράγματα που τα θεωρούμε δεδομένα, πχ ένα φιλί ή μια σεξουαλική πράξη ή δυο σώματα το ένα απέναντι στο άλλο, και και τότε βλέπεις με έκπληξη αυτό που είμαστε. Ήθελα να ανακαλύψω αυτή την έκπληξη και το δέος γι’ αυτό που θα περιέγραφα ως ανθρώπινη πράξη, ανθρώπινη δράση. Δεν ξέρω πώς να το πω με λόγια.

Εξού και οι σκηνές με τις μιμήσεις των ζώων ή τα παράξενα περπατήματα... Η ραχοκοκαλιά του σεναρίου ήταν γεμάτη διαλόγους και είχε χτιστεί με έναν αυστηρό τρόπο από τη μεριά μου, οπότε κάποια στιγμή είχαμε απόλυτη ανάγκη να γίνουμε πιο σωματικοί. Είχαμε δει όλοι πάρα πολλά κλιπ από ντοκιμαντέρ του Ατένμπορο και είχαμε μελετήσει τις κινήσεις των ζώων - είχε ο καθένας ένα ζώο στο μυαλό του. Μετά αρχίσαμε να βλέπουμε Μόντι Πάιθον, το “Ministry of Silly Walks”, και όλα αυτά μπήκαν στην αφήγηση με τρόπο πολύ φυσικό. Ψάχναμε έναν τρόπο να σηματοδοτήσουμε τον κόσμο των δυο κοριτσιών, που είναι πολύ πιο διαφορετικός από των συνομηλίκων τους, αλλά θέλαμε κάτι πέρα από τις συνηθισμένες πράξεις που δυο κορίτσια δηλώνουν τη διαφορά τους, κάνουν την επανάστασή τους. Ήταν ένας τρόπος που ταίριαζε και στις πρωταγωνίστριες και σε μένα. Αυτά τα ιντερλούδια απελευθερώνουν την ένταση των διαλόγων και αν προσέξεις τις χορογραφίες σχολιάζουν το τι έχει προηγηθεί ή έπεται...

Πώς δούλεψες με τους ηθοποιούς, ειδικά με την Αριάν Λαμπέντ που στον πρώτο της ρόλο στο σινεμά και με ελάχιστη γνώση ελληνικών τότε σήκωνε ένα μεγάλο μέρος του βάρους της ταινίας; Η Αριάν είχε αυτή την αμεσότητα και φυσικότητα που απαιτούσε ο ρόλος της Μαρίνας. Τον είχε καταλάβει αμέσως και μάλιστα πολύ καλύτερα από μένα. Κι εντελώς τυχαία, μέσα από την προσωπική της δουλειά με τη θεατρική της ομάδα, τους Vasistas, δουλεύει με έναν τρόπο καθαρά σωματικό και λεκτικό. Έτσι είχε μια σωματικότητα στον τρόπο που αντιμετώπιζε το ρόλο που μου ήταν πολύτιμη. Επίσης είναι ένας άνθρωπος που έχει μια τρομερή ηθική στη δουλειά της, δεν τη σταματάει τίποτα. Είναι ένας ηθοποιός που όχι μόνο μπαίνει με ενθουσιασμό σε κάθε ρόλο, αλλά αφιερώνεται προσωπικά και είναι κάτι που είδα και στην καινούρια ταινία, τις «Άλπεις» του Γιώργου Λάνθιμου, όπου είναι επίσης εξαιρετική σε ένα ρόλο που δεν έχει καμιά σχέση με τη Μαρίνα της δικής μου ταινίας. Είναι μια καταπληκτική ηθοποιός και νομίζω ότι άξιζε πραγματικά το βραβείο στη Βενετία.

Μιλώντας για τον Γιώργο Λάνθιμο, πώς προέκυψε ο ρόλος του σαν ηθοποιός; Με τον Γιώργο, εκτός από φίλοι, είμαστε και στενοί συνεργάτες τα τελευταία έξι χρόνια και ήξερε την ταινία από τη γέννησή της, αλλά δεν υπήρχε από την αρχή η πρόθεση να παίξει σ’ αυτή. Δεν θυμάμαι πώς προέκυψε η απόφαση, αν του το πρότεινα εγώ ή αν το πρότεινε εκείνος, αλλά έγινε με έναν τρόπο εντελώς φυσικό. Είχα επιλέξει τον Αργύρη Ξάφη για το ρόλο του μηχανικού, αλλά επειδή η ταινία καθυστέρησε να ξεκινήσει ο Αργύρης έπρεπε να βρίσκεται στο θέατρο, οπότε δεν μπορούσε να το κάνει. Οπότε τελευταία στιγμή έπρεπε να βρω μια λύση κι έπρεπε ο ρόλος να πάει σε κάποιον εξίσου φυσικό ηθοποιό κι εξίσου  ευγενικό στη φυσιογνωμία κι όχι σε έναν κλασικό, πανέμορφο, μπρουτάλ, μάτσο, Έλληνα άντρα. Κι επειδή ο Γιώργος ήταν ήδη πολύ μέσα στην ταινία μπήκε κατευθείαν στο ρόλο. Δεν έγιναν καθόλου πρόβες, μόνο λίγο για να εξοικειωθούν ο Γιώργος με την Αριάν, αλλά καθόλου σε σχέση με τους διαλόγους ή την ερμηνεία. Κι ευτυχώς ήταν εξαιρετικός συνεργάτης. Είναι πολύ δύσκολο γα ένα σκηνοθέτη να συμμετέχει στην ταινία ενός άλλου και να μην έχει άποψη για το τι γίνεται. Ο Γιώργος ήταν πολύ υπάκουος!

Κάποιοι χαρακτηρίζουν την ταινία ψυχρή, αλλά νομίζω ότι η καρδιά της είναι εξαιρετικά συγκινητική. Ναι, είναι είναι αποστασιοποιημένο μελόδραμα. Υπάρχουν φυσικά πολλά και διαφορετικά είδη μελοδράματος που πάνε πέρα από τον κλασσικό ορισμό του ειδους, αυτό του Ντάγκλας Σερκ, ο Φασμπίντερ, ο Κασσαβέτης. Δεν είναι μόνο ο Νίκος Φώσκολος.

Εκεί όμως μιλάμε για ένα μελόδραμα στα όρια της κωμωδίας. Ναι, αλλά, με τον Φώσκολο  κλάψαν μανούλες για ολοκληρες δεκαετίες στην Ελλάδα, έγινε λαϊκό προσκύνημα, οπότε δεν είναι εύκολο να το απορρίψεις. Ακόμη κι εγώ με θυμάμαι να βλέπω Φώσκολο τα μεσημέρια  της Κυριακής... ή μήπως ήταν μεσημέρια Σαββάτου;

Εγώ τα μεσημέρια Σαββάτου θυμάμαι γουέστερν στην ελληνική τηλεόραση. Και κωμωδίες... Να, είδες τελικά, η τηλεόραση  των παιδικών μας χρόνων κάπως έχει περάσει σε αυτό που κάνω, το “Attenberg” θα μπορούσες να πεις ότι είναι είναι κάπου ανάμεσα σε κωμωδία, γουέστερν και μελόδραμα (γέλια). Όμως, μιλώντας για το μελό, έχω μια απέχθεια στο συγκινησιακό εκβιασμό. Το σινεμά στο οποίο αναφέρομαι και που με έχει επηρεάσει αγγίζει αυτή την κάπως πιο μπρεχτική ή μπεκετική απόσταση σε σχέση με τους χαρακτήρες ή την αφήγηση. Αλλά σαν προσωπικό στοίχημα που ξεκινά από την “Petra Going” και τις μικρούς μου μήκους που έκανα στο Όστιν ακόμη, θέλω να κάνω  ένα είδος σινεμά όπου να ισορροπεί,  να συνυπάρχει, μια πιο φορμαλιστική, ψυχρή ματιά, με μια τρυφερότητα που πηγάζει από το ότι  πραγματικά αγαπώ τους ανθρώπους. Με ενδιαφέρουν πάρα πολύ και δεν τους βλέπω σαν πειραματόζωα. Δεν ξέρω αν το έχω καταφέρει, είναι κάτι που θα δείξουν  οι επόμενες ταινίες μου...

Στο Όστιν, όπου σπούδασες σινεμά κι έκανες τις πρώτες ταινίες σου, πώς βρέθηκες; Ως υπότροφος από το ίδρυμα Fullbright πήγα στη Νέα Υόρκη για να σπουδάσω θεωρία των παραστατικών τεχνών και πριν ξεκινήσω με είχαν στείλει για ένα μήνα στο Όστιν για να κάνω μαθήματα γλώσσας και να εγκλιματιστώ στον  αμερικάνικο τρόπο ζωής. Περιφερόμενη στην πόλη, έπεσα πάνω στα γυρίσματα της ταινίας του Ρίτσαρντ Λίνκλέιτερ “Slacker”. Γεννήθηκε μια ακαριαία φιλία με τον Ρικ, οπότε αυτόματα  μέσα σε μια ώρα έγινα διευθυντής παραγωγής. Δεν είχα δει ποτέ γύρισμα στη ζωή μου, πιθανότατα δεν θα έκανα ποτέ σινεμά αν δεν βρισκόμουν εκείνη τη στιγμή σε αυτή την παρέα ανθρώπων που ανακάλυπταν μια καινούργια κουλτούρα, αν δεν προσγειωνόμουν σαν εξωγήινος ακριβώς στο μέσο μιας ταινίας που άλλαξε το αμερικάνικο ανεξάρτητο σινεμά. Οπότε όταν τελείωσα το μεταπτυχιακό μου στη Νέα Υόρκη επέστρεψα στο Τέξας και ξεκίνησα σπουδές σινεμά. Παράλληλα άρχισα να διδάσκω, κάναμε το φεστιβάλ CinemaTexas και ξεκίνησα να γυρίζω την “Petra Going”, που από μια μικρού μήκους «ξεχείλωσε» για να γίνει ένα «έπος». Ήταν θέμα τύχης, μοίρας, μια που δεν είχα σκεφτεί ποτέ να γίνω κάτι τέτοιο στη ζωή μου.

Όπως μ’ εκείνη την ερώτηση που γέννησε το “Attenberg”, διερωτάσαι ποτέ πώς θα ήσουν τώρα, αν δεν είχε προκύψει αυτή η σύμπτωση; Δεν μπορώ να φανταστώ. Πιθανότατα θα είχα ακολουθήσει κάποιου είδους ακαδημαϊκή καριέρα. Από μικρή είχα μια αληθινή μανία για τη σημειολογία, τη φιλοσοφία, την ιστορία και τα λοιπά, κι αυτό ήταν κάτι δύσκολο να το αποβάλω. Και στο σινεμά είναι πάντα μια μεγάλη μάχη με τον εαυτό μου να μην κάνω ακαδημαϊκές ταινίες, διδακτικές ταινίες. Δεν το πετυχαίνω πάντα, αλλά τουλάχιστον το παλεύω.

Τι είδους ταινίες θες λοιπόν να κάνεις; Τι είδους ταινία θα έλεγες ότι είναι το “Αttenberg”; Δεν έχω ιδέα. Έχω πει ότι το “Attenberg” είναι ένα αστικό γουέστερν, αλλά το γουέστερν είναι περισσότερο ένα μεθοδολογικό πρότυπo, ένας τρόπος να κατασκευάσω τις σχέσεις των ηρώων μεταξύ τους και με την πόλη, τον τρόπο που είναι τοποθετημένα τα πρόσωπα στο κάδρο και την ισορροπία μεταξύ των τριών χαρακτήρων που η έλευση ενός «μαυροντυμένου ξένου» την αλλάζει. Αλλά στην πραγματικότητα είμαι η τελευταία που μπορεί να ονομάσει αυτή την ταινία και να βρει πού ανήκει...

Ξέρεις τι θα ακολουθήσει; Έχεις κάποια σχέδια για το μέλλον; Είμαι στη διαδικασία συγγραφής δυο σεναρίων επιστημονικής φαντασίας, το ένα πολύ φτηνό και το άλλο πιο μεγαλόπνοο. Θέλω πάρα πολύ να κάνω μια ταινία επιστημονικής φαντασίας στην Ελλάδα, ελπίζω να μη μου πάρει άλλα δέκα χρόνια να ολοκληρώσω το σενάριο. Και υπάρχει και μια ταινία που ήταν να κάνω στην Αμερική πριν από τρία χρόνια. Είναι κωμωδία και λέγεται “Housewife” αλλά δεν έχει καμιά σχέση με ρομαντική κομεντί ή chick film, όρους που δεν ασπάζομαι. Είναι κάτι που μ’ ενδιαφέρει ακόμη, αλλά θέλω να δω το σενάριο ξανά για να αποφασίσω αν το σχέδιο μπορεί να πάρει και πάλι μπρος.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ