Εικαστικα

Θοδωρής Μπαργιώτας: «Η ζωγραφική είναι ο δικός μου Θεός»

Η τέχνη του και η τεχνητή νοημοσύνη πέφτουν στο τραπέζι της συζήτησης με αφορμή τη «Θεογονία» στην γκαλερί Alma, τη δεύτερη ατομική του έκθεση στην Ελλάδα
Ιωάννα Γκομούζα
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ο Θοδωρής Μπαργιώτας μιλά στην Athens Voice για την έκθεσή του «Θεογονία» στην γκαλερί Alma, την τέχνη και την τεχνητή νοημοσύνη

Τελετουργικές πομπές, σισύφεια βάρη, αταξινόμητα βλέμματα, αγωνιώδεις συναθροίσεις: το ανοίκειο, το αλλόκοτο, το μυστήριο, το ανησυχαστικό έρχονται σταθερά να σε αρπάξουν από το χέρι κάθε που βρίσκεσαι μπροστά στους πίνακες του Θοδωρή Μπαργιώτα. Ανθρωποκεντρικές, συνήθως και πολυπρόσωπες, οι εικόνες του, με λάδια στον καμβά ή και με κάρβουνο στο χαρτί, είναι ποτισμένες με παραδοξότητες που διαρρηγνύουν την κυριολεξία της παραστατικότητας. «Στο τέλος της ημέρας η τέχνη είναι ένα παιχνίδι» επιμένει ο ζωγράφος, που σαν μάγος-παραμυθάς επινοεί κόσμους προσκαλώντας μας να τους αποκωδικοποιήσουμε.

Στην «Θεογονία» που ξετυλίγει στην γκαλερί Άλμα από τις 21 Μαρτίου, σε επιμέλεια του Γιάννη Κουκουλά, τα πρόσωπα των έργων πασχίζουν να δώσουν νόημα στο υπαρξιακό τους κενό, επινοώντας τον δικό τους Θεό και κατασκευάζοντάς τον όπως μπορούν ή αναζητώντας τον στα πιο απίθανα μέρη.

Μια αλληγορία για τη δημιουργία, μέσα από την καθημερινότητα που καλείται να αντιμετωπίσει κάθε καλλιτέχνης, αυτό το σώμα δουλειάς φέρνει στο προσκήνιο και μια νέα συνισταμένη της πρακτικής του: την τεχνητή νοημοσύνη. Σε μια εποχή κατά την οποία εντείνεται η συζήτηση για τις προκλήσεις που αναδύονται μέσα από την αλματώδη ανάπτυξή της, ο ίδιος μάλιστα επιμελείται σύντομα μια σχετική ημερίδα στο Μουσείο Μπενάκη.

Ξεφυλλίζοντας, πάντως, τον κατάλογο αυτής της νέας ενότητας δουλειάς, οι πρώτες λέξεις προέρχονται από μια «αναλογική» αγαπημένη του δεξαμενή ιδεών, τον κόσμο των βιβλίων. «Αν έπρεπε να πεις κάτι οριστικό για τον κόσμο με μια μόνο πρόταση, ποια θα ήταν αυτή; Θα ήταν αυτό: Ο κόσμος δεν δημιούργησε κανένα ζωντανό ον που δεν σκοπεύει να καταστρέψει» σημειώνει από το μυθιστόρημα «Stella Maris» του Αμερικανού συγγραφέα Κόρμακ Μακάρθι. Αναρωτιέμαι τι δηλώνει για τις σκέψεις και τις αναζητήσεις σου.

«Συμβαίνει ενίοτε να διαβάζεις μια σκέψη ενός ανθρώπου που συνειδητοποιείς ότι αποκρυσταλλώνει και τακτοποιεί πολλές σκόρπιες δικές σου για τα βασικά ζητήματα της ζωής. Ακόμα πιο ωραίο είναι όταν αυτός ο άνθρωπος – ο Κόρμακ Μακάρθι –τυχαίνει να έχει μεγαλώσει στην ίδια κωμόπολη των ΗΠΑ όπου μεγάλωσες και εσύ, δηλαδή το Νόξβιλ της πολιτείας Τενεσί. Μου αρέσει η οπτική του ότι ο κόσμος ποιεί τα πλάσματα, ούτε κάποιος Θεός ούτε κάποιος άνθρωπος/μητέρα αλλά ο ίδιος ο κόσμος ξερνάει πλάσματα (εμάς) σαν λάβα (όπως στο έργο Theogony vii) απ’ τα έγκατα της ύπαρξής του τα οποία σαλεύουν, γλιστρούν και τραγουδούν στην επιφάνειά του μέχρι να τελειώσει η ζωοποιός τους δύναμη ή να βαρεθεί να μας βλέπει ο κόσμος και τελικά να μας καταστρέψει.

Προφανώς όλη αυτή η κυκλική αντίληψη περί γέννησης / θανάτου, γονιμότητας / μαρασμού είναι αρχαιότατη και οικουμενική και σε καμία περίπτωση δεν μου προκαλεί συναισθήματα ματαίωσης. Αντιθέτως νιώθω σαν να παίζουμε όλοι σε μια πανανθρώπινη ταινία όπου όλοι προφανώς είμαστε κομπάρσοι. Ίσως με ιντριγκάρει και η υπονοούμενη σκέψη του Μακάρθι στην φράση αυτή ότι ο κόσμος είναι και σαν ένα παιδί που απλώς παίζει, δημιουργεί και καταστρέφει, ενθουσιάζεται και βαριέται».

Ο Θοδωρής Μπαργιώτας και η «Θεογονία» του στην γκαλερί Alma

Τι σε οδήγησε να πλάσεις μια «Θεογονία»;

Σ’ αυτή τη λογική που προανέφερα κυμαίνομαι και στη δική μου Θεογονία, την οποία δεν πρέπει επ’ ουδενί να την πάρει κανείς στα σοβαρά, αφού και η ίδια δεν παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά, δηλώνοντας αυτά που θέλει με διακριτικό χιούμορ. Εννοιολογικά ήθελα να παίξω με μια βαρύγδουπη έννοια που έχει καθορίσει πολιτισμούς, θρησκείες, την ιστορία και τη μυθολογία αλλά περισσότερο σαν ένα video game τύπου Sims, που ξεκινάει κανείς tabula rasa, με έναν άδειο κόσμο και αρχίζει να τον γεμίζει με πλάσματα και αντικείμενα και αρχιτεκτονικά στοιχεία και τελικά και μερικούς θεούς, για να έχει ενδιαφέρον το όλο πράγμα. Και αν βαρεθείς τον κόσμο που έφτιαξες, κάνεις restart και πάλι απ’ την αρχή.

Προς τι αυτή η δίψα για το θεϊκό; Γιατί έχουν οι άνθρωποι αυτή την ανάγκη;

Η έμφυτη ανάγκη για το Θείο εντέλει έχει να κάνει με ένα ένστικτο μετάθεσης ευθυνών και της αυτενέργειας των ανθρώπων, οι οποίοι με το που στρέφονται άνωθεν παραδέχονται και την παθητικότητά τους. Για μένα πιο ενδιαφέρουσα είναι η ανάγκη όχι για τον Θεό αλλά για τη Θεογονία, δηλαδή τη μυθοπλασία γύρω απ’ τη γέννησή του, αλλά και όλους τους αντίστοιχους μύθους κάθε πολιτισμού, κάθε εποχής. Εκεί βρίσκεται η μαγεία, στα παραμύθια που λένε μεταξύ τους οι άνθρωποι με αφορμή τις θείες περιπέτειες. Κάθε φορά δηλαδή που καλοκαιριάζει και ξεκινάνε να ουρλιάζουν οι τζίτζικες, σκέφτομαι τον αρχαίο μύθο του Τιθωνού, τον οποίο μετέτρεψαν οι Θεοί σε τζιτζίκι γιατί βαρέθηκαν να τον ακούν, και γελάω.

Στους πίνακές σου απαντά κανείς δύο ομάδες ανθρώπων. Μία που επιδιώκει να δημιουργήσει εκ του μηδενός έναν Θεό και μια άλλη που τον αναζητά στην μορφή ενός άγριου θεριού-ζώου το οποίο θα αιχμαλωτίσει και θα το μετατρέψει σε τοτέμ.

Στον δικό μου μύθο παρουσιάζω δυο ομάδες νέων που βρίσκονται σε ένα τόπο/χρόνο λίγο ακαθόριστο, ίσως προπατορικό, ίσως μετα-αποκαλυπτικό. Στην κρίση του θεατή το αφήνω, όπως και αρκετά στοιχεία στη δουλειά μου, δηλαδή προτιμώ να θέτω διλήμματα και ερωτήματα παρά να απαντάω σε ερωτήσεις ή να εγκλωβίζω εννοιολογικά τα ζωγραφικά μου έργα. Οπότε όλα αυτά τα άτομα που περιφέρονται στους πίνακες της Θεογονίας μπορεί ο καθένας να τα σκεφτεί και να προβάλλει και να συγκριθεί και να αποστασιοποιηθεί, σημασία έχει να δημιουργείται ένα ανοιχτό παραμύθι, η αφήγηση να μπάζει λίγο.

Η αφήγηση, λοιπόν, η δική μου είναι ότι αυτές οι δύο ομάδες νέων ανθρώπων (κάτι σαν τα παιδιά στον Άρχοντα των Μυγών του Golding), που έχουν βρεθεί χωρίς να ξέρουν πώς και γιατί στον κόσμο αυτού του μύθου, νιώθουν ξαφνικά την ανάγκη να λατρέψουν ένα θεϊκό ον, να βρουν τον Θεό τους: για να τελεστεί η ιστορικά προβλεπόμενη πολιτισμική αυτοπραγμάτωση ή απλώς για να προχωρήσει η πίστα στο videogame, ανάλογα πόσο σοβαρά παίρνουμε τα πράγματα.

Επειδή όμως είναι νέοι και αφελείς και λίγο βαριεστημένοι και λίγο αδιάφοροι (και καλά κάνουν) αρχίζουν να κάνουν αλλόκοτες και κάπως μάταιες προσπάθειες θεογονίας. Και επειδή σε μια ιστορία (ψευδο)θεολογική δεν μπορεί να λείπει και ένας εμφύλιος, αποφάσισα ότι οι δύο ομάδες χωρίστηκαν λόγω ιδεολογικών διαφορών στο δόγμα τους. Εισήγαγα ένα σχίσμα και έτσι άρχισε να παρουσιάζει η αφήγηση στο κεφάλι μου ενδιαφέρον, έγινε πιο «πικάντικη», πιο άξια να αποτυπωθεί ζωγραφικά μέσω αυτού του διπόλου.

Η μία ομάδα λοιπόν πιστεύει ότι ο Θεός δεν υπάρχει και επομένως πρέπει να τον φτιάξουμε εκ του μηδενός. Η άλλη ομάδα πιστεύει ότι ο Θεός υφίσταται κάπου στον κόσμο ως άγριο θηρίο και επομένως πρέπει να τον πιάσουμε, να τον εγκλωβίσουμε. Σ’ αυτό το απλό εννοιολογικό δίπολο κατέληξα γιατί μεταφράζεται απτά σε πλαστικό επίπεδο, δηλαδή με εξυπηρετεί να πλάσω ζωγραφικά τον κόσμο όπως τον βλέπω. Για παράδειγμα τα έργα που αφορούν την πρώτη ομάδα, των ποιητών ας πούμε –αυτοί που ποιούν – έχουν στοιχεία που μοιάζουν με φουσκωτές κατασκευές, ζελεδένια μορφώματα, θερμοκήπια, πέτρινους μπόγους, κορμούς και άλλες πρώτες ύλες απ’ τις οποίες δυνητικά μπορεί κανείς να θεο-ποιήσει. Τα έργα που αφορούν τη δεύτερη ομάδα – τους θηρευτές– έχουν αντικείμενα που παραπέμπουν στο κυνήγι, το ψάρεμα, τα άγρια ζώα κτλ, όλα τα πλάσματα τα οποία θα μπορούσαμε να παγιδεύσουμε και να στήσουμε ως ξόανα-τοτέμ σε ένα βάθρο.

Πρόκειται για μια αντανάκλαση της κοινωνίας όπως την αντιλαμβάνεσαι; Έτσι βλέπεις να λειτουργούμε; Ψάχνουμε για «θεούς» που θα σηκώσουν τα δικά μας βάρη; Κι εσύ, σε τι… θεό πιστεύεις;

Αντιστοιχίες της Θεογονίας μου δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα να βρω σε κοινωνικό/πολιτικό επίπεδο, αν και ευχαρίστως να ερμηνευθούν όπως πιστεύει ο καθένας. Η αλληγορία που με ενδιαφέρει είναι αυτού του μύθου με την ίδια τη δημιουργία στην τέχνη και στα δικά μου τα χωράφια, στα εικαστικά, στην ζωγραφική η οποία είναι ο δικός μου Θεός. Δηλαδή όλη αυτή η ιστορία γεννήθηκε γιατί με απασχολεί το πώς λειτουργεί η ανθρώπινη φαντασία, το χτίσιμο κόσμων, η εμμονή του δημιουργού ώστε να φτιαχτεί ένα σύμπαν (από τον Frank Herbert του Dune μέχρι τον Henry Darger και το The Story of the Vivian Girls). Πώς μας έρχονται τα χρώματα, τα κόνσεπτ, οι πρωταγωνιστές; Πώς παίρνουμε ένα λευκό τελάρο και σαν μάγοι παρουσιάζουμε την ψευδαίσθηση ενός ολοκληρωμένου κόσμου επάνω του;

Ένα βλέμμα μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για έναν πίνακα, μου είχες πει παλιότερα. Υπάρχει κάποιο ιδεατό βλέμμα για σένα ή ίσως ένα που ονειρεύεσαι να αποτυπώσεις και τι χαρακτηριστικά θα συγκέντρωνε;

Αχ, τα βλέμματα! Αν κάτι μας ξεχωρίζει απ’ τα ζώα είναι αυτό. Αρκεί να μάθει κανείς να τα παρατηρεί, να τα διαβάζει. Όπως ανέφερα, θέλω τα έργα μου να είναι ερμηνεύσιμα οπότε και τα βλέμματα και οι διαθέσεις των πρωταγωνιστών μου θέλω να είναι ερμηνεύσιμες. Θέλω η στιγμή που τους έχω απαθανατίσει να μην είναι ένα ενσταντανέ ακραίου θυμικού ξεσπάσματος αλλά μια μεσαία κατάσταση, ίσως μετάβασης από την απάθεια στην έκπληξη, από τη στεναχώρια στην αποδοχή. Έχει πλάκα όταν κάνω τις φωτογραφήσεις για να πάρω υλικό να ζωγραφίσω, παροτρύνω τους φωτογραφιζόμενους να μην κάθονται στημένοι, ούτε να κάνουν εκφράσεις αρχετυπικές (φώναξε, κλάψε, σφίξου, γούρλωσε), αλλά τους λέω να τραγουδήσουν ένα τραγούδι και αρχίζω και βγάζω φωτογραφίες ώστε να πετύχω αυτήν τη μεσαία στιγμή, το ύφος που είναι neither here nor there (ούτε εδώ ούτε εκεί). Μέσα από μια τέτοια πιο μετριοπαθή αποτύπωση εν τέλει σιγοτραγουδούν πιο απόκοσμα όλες οι χροιές του θυμικού μας, εξ ου και αρκετός κόσμος βρίσκει κάτι uncanny στη δουλειά μου, σαν κάτι να μην είναι ακριβώς όπως θα έπρεπε, ενώ φαινομενικά δεν υπάρχει κάτι το παράξενο ή σουρεαλιστικό.

Αν κάποιος σου ζητούσε να συστηθείς μέσα από ένα έργο σου, ποιο θα ήταν αυτό και γιατί;

Το έργο στη σειρά αυτή που είναι ιδιαίτερο σε προσωπικό επίπεδο είναι το The Children's Crusade of 1212 AD (Εast Μeets West) γιατί αποτυπώνει σε επίπεδο μεθοδολογίας της εικονοποιίας μια φρέσκια και άφοβη προσέγγιση. Είχα φτιάξει αρχικά το έργο μόνο με το μπλε φόντο και τα παιδιά που κουβαλούν το θερμοκήπιο-Επιτάφιο. Δεν μου άρεσε καθόλου. Ξεκίνησα να κάνω το επόμενο έργο με τα κόκκινα κουνέλια στην πιατέλα αλλά δεν είχε στεγνώσει η προετοιμασία του επόμενου καμβά και πήρα την απόφαση να το ζωγραφίσω σαν παλίμψηστο πάνω στον προηγούμενο πίνακα που δεν μου άρεσε. Και το ρίσκο απέδωσε (για μένα) και ένιωσα μια τρομερή ευτυχία και ελευθερία και παιδική διάθεση, όπως όταν ζωγράφιζα μικρός την μία εικόνα πάνω στην άλλη χωρίς να έχω στο πίσω μέρος του νου μου ότι αυτό είναι «έργο».

Η εικαστική σου μυθολογία ακολουθεί συχνά κάποιες εμμονές με συγκεκριμένες εικόνες, όπως π.χ. τα θερμοκήπια. Από πού προέρχονται και γιατί σε ιντριγκάρουν;

Τα αντικείμενα πάντα ήταν σημαντικά στη δουλειά μου αλλά δεν κατάλαβα γιατί μέχρι που στο διδακτορικό μου στην Πολιτισμική Διαχείριση, ασχολήθηκα με τον κλάδο που λέγεται Υλικός Πολιτισμός, στον οποίο ασχολούμαστε με τα πράγματα σαν ανθρωπολόγοι. Κατάλαβα ότι πολλά από τα αντικείμενα που έβαζα στους πίνακές μου ήταν ιερά, ήταν φορτισμένα σαν φυλαχτά και προφανώς αλληγορικά. Ένα από αυτά είναι το θερμοκήπιο, το οποίο είναι μεν κήπος, δηλαδή μια μικρογραφία του Παραδείσου (ετυμολογικά απ’ το πέρσικο parādaiĵah, περίκλειστος κήπος), αλλά με μικροκλίμα και προστατευμένο από τον έξω κόσμο ενώ παράγει φρούτα για αυτόν τον έξω κόσμο –κάτι σαν ένα μοναστήρι. Χρειάζεται, βέβαια, ρεύμα οπότε και η αυτοδυναμία του είναι ψευδής· έχει ανάγκη τον έξω κόσμο –κάτι σαν τον ασκητή/ζωγράφο που μαζεύει εικόνες και βλέμματα και απομονώνεται ύστερα για δυο χρόνια προκειμένου να τα καλλιεργήσει και να τα δώσει πίσω στον έξω κόσμο για να τραφεί από αυτά.

Ο Θοδωρής Μπαργιώτας για την τέχνη και την τεχνητή νοημοσύνη

Η τεχνητή νοημοσύνη στη σύγχρονη εικαστική εικονοποιία αποτελεί και κομμάτι των ερευνητικών ενδιαφερόντων σου καθώς διδάσκεις σχετικό μάθημα στο ΕΚΠΑ. Τι βλέπεις να φέρνει στην τέχνη;

Νομίζω ότι μέχρι πριν λίγο καιρό δεν με απασχολούσε το θέμα της φαντασίας και της ανθρώπινης δημιουργίας (αντίστροφης Θεογονίας) τόσο έντονα. Αλλά τα τελευταία δύο χρόνια, με την ανάπτυξη εργαλείων Τεχνητής Νοημοσύνης τα οποία δημιουργούν πρωτότυπες εικόνες καθ’ εντολή του χρήστη μόνο με μια λεκτική περιγραφή, τα δεδομένα έχουν αλλάξει.

Ποτέ στην ιστορία της εικονοποιίας δεν είχαμε τη δυνατότητα να δημιουργήσουμε τόσο ενδιαφέρουσες, εκλεπτυσμένες εικόνες με τόσο μικρή προσπάθεια και έλλειψη γνώσης και δεξιοτεχνίας. Εδώ και δύο χρόνια παίζω αρκετά με αυτά τα AI text to image generators και –προσπαθώ να αρνηθώ ότι– έχω συγκλονιστεί με τις εικόνες που καταφέρνω να παράξω –δεν τις παράγω εν τέλει εγώ όμως– και από τις οποίες ενίοτε κόβω στοιχεία και χρησιμοποιώ ως υλικό αναφοράς σε πίνακες μου. Δεν το βρίσκω κακό, δεν το βρίσκω και καλό, αλλά σίγουρα είναι έρευνα και σίγουρα είναι πιο φτηνό να γράψω «make me a photo of a nasty alligator in the swamp» από το να νοικιάσω έναν αλιγάτορα για φωτογράφηση από τη Λουιζιάνα.

Βλέπω τα εργαλεία ΑΙ ακριβώς ως αυτό, ως εργαλεία. Αυτό προσπαθώ να μεταδώσω και στους φοιτητές μου στο Τμήμα Ψηφιακών Τεχνών & Κινηματογράφου του ΕΚΠΑ, τη διάθεση έρευνας του νέου. Δεν έχω φόβους ότι μια τέτοια τεχνολογία θα επηρεάσει αρνητικά την παγκόσμια εικαστική πραγματικότητα, όπως κινδυνολογούν κάποιοι. Ίσως κάνει τη ζωή των δημιουργών πιο εύκολη σε κάποια στάδια της εικονοποιητικής διαδικασίας, ίσως κάποιοι να γίνουν πιο τεμπέληδες στο στάδιο της πρωταρχικής φαντασίας. Αλλά μην ξεχνάτε ότι οι εικαστικοί συνήθως παίρνουν τα διάφορα εργαλεία, τις νέες τεχνολογίες, και τις χρησιμοποιούν με παράδοξους και απρόβλεπτους τρόπους, καταργώντας και ανασκευάζοντας τις προθέσεις των developers και χρησιμοποιώντας τα προς όφελος της προσωπικής τους κοσμοθεωρίας και μυθοπλασίας. Αναμφίβολα σε προσωπικό επίπεδο η τεχνητή νοημοσύνη επικουρεί πλέον την μεθοδολογία παραγωγής εικόνων, αλλά έχω βρει έναν τρόπο χρήσης που μου ελευθερώνει τα χέρια χωρίς να παρεμβαίνει στο προσωπικό μου εικαστικό όραμα.

Παρακολουθείς το θέμα στενά, απ’ ότι αντιλαμβάνομαι, καθώς επιμελείσαι και μια σχετική ημερίδα στο Μουσείο Μπενάκη. Τι σκέψεις σου γεννούν τέτοιες τεχνολογικές εξελίξεις; Τι δρόμους ανοίγουν και τι προκλήσεις φέρνουν στο προσκήνιο;

Είναι χρήσιμη η Τεχνητή Νοημοσύνη και έχω δει και άλλους εικαστικούς να την χρησιμοποιούν ευφάνταστα, αρκεί να μην μένει στο επίπεδο του γράφω ένα prompt, μου «φτύνει» μια εικόνα και την δημοσιεύω σαν δική μου ή σαν ΑΙ art (είναι μόδα τελευταία). Αυτό εκτός από ανήθικο και παραπλανητικό είναι και παράνομο και ήδη ο νομικός κόσμος είναι γεμάτος συζητήσεις, αγωγές και προσχέδια νομοθεσιών για το τι ισχύει σε επίπεδο πνευματικής ιδιοκτησίας σχετικά με τις εικόνες, τα βίντεο και τη μουσική που δημιουργούνται αλγοριθμικά μέσω ΑΙ, αφού οι μηχανές αυτές αντλούν το πρωταρχικό τους υλικό από γιγάντιες βάσεις δεδομένων με εικόνες, βίντεο και μουσική που οι δημιουργοί τους ποτέ δεν έχουν δώσει συγκατάθεση να χρησιμοποιηθούν για αυτόν το λόγο.

Για όλα αυτά και πολλά άλλα ζητήματα θα συζητήσω με ένα πάνελ εξαιρετικών ομιλητών στην ημερίδα (της οποίας είμαι επιστημονικώς υπεύθυνος) Homo ex MachinAI, η οποία θα πραγματοποιηθεί την Παρασκευή 12 Απριλίου στο Μουσείο Μπενάκη στην Πειραιώς 138 (εγγραφή στο benaki.org). Θα συζητηθούν οι σχέσεις του ΑΙ με την τέχνη, τον πολιτισμό, τη συντήρηση έργων τέχνης, την εκπαίδευση, το νομικό πλαίσιο, την υγεία και άλλα.

Μια στιγμή πάντως που ένιωσα σαν πρωταγωνιστής σε sci-fi μυθιστόρημα είναι όταν με ενημέρωσε μια φίλη νομικός, η οποία ασχολείται με την πνευματική ιδιοκτησία και το ΑΙ, ότι υπάρχει μια ιστοσελίδα όπου μπορεί κανείς να αναζητήσει το όνομά του και να δει εάν εικόνες από τη δουλειά του έχουν συμπεριληφθεί σε κάποια μεγα-βάση δεδομένων απ’ όπου αντλούν τα εργαλεία ΑΙ εικόνες για να τις ανασυνθέσουν σε πρωτότυπες εικόνες. Έγραψα το όνομά μου και δυστυχώς ή ευτυχώς υπήρχε όντως ένα έργο μου στην κοιλιά του ψηφιακού κήτους!

Καλείς τους επισκέπτες στην έκθεσή σου να προσπαθήσουν να μαντέψουν ποιες μορφές σε έργα σου έχουν προκύψει από ΑΙ. Κανένα σκονάκι, κάποια στοιχεία που θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν σ’ αυτό το «παιχνίδι»;

Στην Θεογονία έχω όντως χρησιμοποιήσει κάποιες μορφές που έφτιαξα μέσω ΑΙ και τις οποίες τοποθετώ ανάμεσα στις φιγούρες που έχω αντλήσει με πιο παραδοσιακές μεθόδους (φωτογράφηση). Ήθελα να παίξω και ένα παιχνίδι με τον θεατή, να δω αν θα διακρίνει κάποια παρατυπία, αν κάτι κλωτσάει ή μήπως και αυτό που κλωτσάει είναι μια ευχάριστη έκπληξη, μια αναίρεση και αποδόμηση της κλασικής ανθρωποκεντρικής αναπαράστασης. Με χαρά διαπίστωσα ότι το κοκτέιλ αληθινών μοντέλων και ΑΙ πλασμάτων λειτούργησε με όλους αυτούς τους τρόπους, αν και εν τέλει δεν ήθελα να αποκαλύψω ποιοι άνθρωποι στους πίνακες είναι αληθινοί και ποιοι δημιουργημένοι μέσω ΑΙ. Αυτή εξάλλου είναι και η μαγεία της ζωγραφικής διαμεσολάβησης: όλα είναι πιστευτά.

Από τις «Μικρές τελετουργίες» στη «Θεογονία»: και μετά; Τα επόμενα βήματά σου σε τι κόσμους θα μας οδηγήσουν;

Ήδη δουλεύω τον επόμενο κύκλο έργων που έχουν να κάνουν με μία προσωπική μυθοπλασία αλλά αυτή τη φορά καταπιάνομαι με τα τέρατα! Προσεχώς…

Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση στο City Guide της Athens Voice

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου