Εικαστικα

Γιάννης Γαΐτης και Γαβριέλλα Σίμωσι: Η ερημιά του πλήθους και τα κύματα του Αιγαίου

Μια επετειακή έκθεση για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Γαΐτη ξεδιπλώνει και το καλλιτεχνικό εκτόπισμα της γλύπτριας συζύγου του

Νεκταρία Ζαγοριανάκου
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Παρουσίαση της επετειακής έκθεσης «Γιάννης Γαΐτης. Η ουσία του απρόσωπου» και των έργων της συζύγου του Γαβριέλλας Σίμωσι. Σε συνεργασία με τη Λορέττα Γαΐτη, στο ίδρυμα Θεοχαράκη, για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του δημιουργού.

Μια έκθεση σαν αυτή απαιτεί ηρεμία, ησυχία. Να μείνεις μόνος για ώρα με το αφήγημα του καλλιτέχνη μήπως και μπορέσεις να αφουγκραστείς την αγωνία της ανάσας του. Νωρίς το πρωί είναι η σωστή ώρα. Όταν όλοι οι υπόλοιποι κάνουν τα δικά τους, όταν στις αίθουσες είσαι ουσιαστικά μόνος. 

Στην πρώτη αίθουσα της έκθεσης, τα πρώιμα έργα του Γιάννη Γαΐτη μαρτυρούν το ταλέντο του. Ήταν θέμα χρόνου να μάθει ο κόσμος το όνομά του. Ξεκινώντας από τον τέταρτο όροφο και κατεβαίνοντας, γίνομαι μάρτυρας του μακροχρόνιου τοκετού. Το ανθρωπάκι εμφανίζεται σε διάφορες διαστάσεις, με πειραματιζόμενα χαρακτηριστικά μέχρι να βρει στιλ, ύφος και ήθος. 

Ανδρικές κολλαριστές φιγούρες, με κοστούμι, γραβάτα, κολάρο, καπέλο. Άρτιες. Απρόσωπες. Ανέκφραστες. Ατάραχες. Ένα α στερητικό συνοδεύει τις ανάσες τους. Έχει μοναξιά αυτό το πλήθος. Μονότονο. Επαναλαμβανόμενο. Τα ανθρωπάκια του Γιάννη Γαΐτη έγιναν η αναγνωρίσιμη υπογραφή του. Από το 1967 έως το 1984 βγαίνουν από το μουσαμά. Μπήκαν σε ρούχα, υφάσματα, παιχνίδια, έπιπλα. Στέκονται στην αρχή λίγα και στη συνέχεια πολλά, πανομοιότητα, κλωνοποιημένα ανθρωπάκια. Αποκτούν τρεις διαστάσεις, δραπετεύουν από τον καμβά στέκονται όρθια σε ξύλινες κατασκευές. 

© Eurokinissi

Η τάση είναι ξεκάθαρα αφαιρετική και όμως αυτή η γεωμετρική συμμετρία με ταράζει. Είναι απόκοσμο αυτό το πλήθος. Ωραία χρώματα και όμως έχει μια ερημιά αυτό το πλήθος. Σαν να ξέχασε να ονειρεύεται. Σαν να ξέχασε να ελπίζει. 

«Οι άνθρωποι, τα Ανθρωπάκια που λέω, το κατεστημένο, έφτασε σ’ ένα σημείο όπου δεν παίρνει άλλο να πάει πιο μακριά […] γίνανε ένα νούμερο και τίποτα παραπάνω. Εδώ εγώ κάνω μια μαρτυρία και σας λέω: φροντίστε να σωθείτε, να σωθούμε…. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο εγώ εκτός απ’ αυτήν τη μαρτυρία [….]».
Γιάννης Γαΐτης, 1984

«Ο Γιάννης Γαΐτης μετά το 1965 έχει προσανατολιστεί προς αυτά τα Ανθρωπάκια, τα οποία δεν θα πάψουν να ζουν στα έργα του, κύριοι αγγελιοφόροι των ιδεολογικών και καλλιτεχνικών στοχασμών του […] Ο Γιάννης Γαΐτης ενδιαφέρεται κυρίως για τις βαρύτερες συνέπειες του βιομηχανικού πολιτισμού: Από τη μια πλευρά η αλλοτρίωση, η ομοιομορφοποίηση, η ανωνυμία, η απομόνωση, ο υπερπληθυσμός, η υπερπαραγωγή, η υπερκατανάλωση. Και από την άλλη η αγωνία, η απάθεια, η κατάθλιψη. Αυτή η ηθικής διάστασης αναζήτηση του ανθρώπινου πεπρωμένου στην εποχή μας, αποτελεί τον βασικό προβληματισμό αυτού του ειλικρινούς καλλιτέχνη και ανθρωπιστή».
Sonia Dimitrova

«Έχω ζωγραφίσει περίπου τεσσερισήμισι χιλιάδες έργα, εκ των οποίων τα, δεν θυμάμαι ακριβώς τα πούλησα […]» 

Εκεί όμως που κρύβεται η έκπληξη είναι η αίθουσα που εκθέτει εκείνη. Θα ήθελα μια μεγαλύτερη αίθουσα. Με περισσότερο χώρο. Έμεινα ώρα να κοιτώ τις λευκές πλαστικές φόρμες. Η σιωπή είναι προϋπόθεση για να μπεις στον κόσμο της. Να ακούσεις τους ήχους της Γαβριέλλα Σίμωσι. Τον παφλασμό από τα κύματα του Αιγαίου. Τον αέρα. Οι μυρωδιές της ελληνικής γης είναι εκεί. Είναι μεγάλη η χαρά μου που μπαίνω στον κόσμο της. Είναι φτιαγμένη από κομμάτι πηλού από το πλευρό του Γιάννη Γαΐτη; Με λίγες ματιές και μόνο καταλαβαίνεις πως η γυναίκα είναι αυτόφωτη. 

Διαβάζω τη βιογραφία της. Πώς να μπω στα παπούτσια της; Είναι γίγαντας! Γεννήθηκε στον Πύργο, μεγάλωσε στον Πειραιά. Για φανταστείτε, αγαπητοί, το εκτόπισμα αυτής της γυναίκας. Εκείνη την εποχή, λέει, πως είναι καλλιτέχνης. Και πως θέλει να γίνει γλύπτρια. Και ποιος νοιαζόταν εκείνη την εποχή για το τι ήθελαν να γίνουν οι γυναίκες; Κανείς. 

Κι όμως. Αυτό που με ενθουσιάζει στο έργο της είναι η δύναμή της. Λιτή. Αφαιρετική. Αποστομωτική. Ακριβώς όπως ήταν η στάση της απέναντι σε όσους την αμφισβήτησαν.

Η Γαβριέλλα Σίμωσι ήρθε στη ζωή τον Αύγουστο του 1926 στον Πύργο, στην Πελοπόννησο. Ο πατέρας της πέθανε νωρίς. Η απώλειά του, ήταν πέντε ετών, πρέπει να ήταν καθοριστική για τον ψυχισμό της. Μεγάλωσε στην Αθήνα και σε ηλικία δώδεκα ετών έφτιαξε το πρώτο της γλυπτό. Η κλίση της φάνηκε νωρίς. Δούλεψε ως αντιγραφέας πρακτικών, μιας κι η ζωή ήταν δύσκολη. Μπήκε στη σχολή Καλών Τεχνών το 1945. Εκεί γνώρισε τον Γιάννη Γαΐτη. Η ίδια για τη συνάντησή τους είχε πει: «Κι ο Γιαννάκης μου πρόσφερε όπως ο Όφις πίσω από μια κολώνα ένα τσιγαράκι κι αυτό ήτανε. Αρραβώνας. Définit».

Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου το ελληνικό κράτος χορηγεί υποτροφίες για σπουδές στο εξωτερικό. Η Γαβριέλλα παίρνει υποτροφία, στήριξαν τη δουλειά της οι ζωγράφοι Αλέκος Κοντόπουλος και Γιώργος ΜπουζιάνηςΣτις 30 Σεπτέμβριου παντρεύτηκε τον Γιάννη Γαΐτη

Μια γυναίκα εκείνη την εποχή ορθώνει ανάστημα και δείχνει χαρακτήρα. Δεν ήταν εύκολο. Κοιτώ την αέρινη κορμοστασιά της και τη θαυμάζω. Πόση δύναμη έκρυβε μέσα του το κορίτσι αυτό; Ανήσυχη. Με μια πίκρα. Μια θλίψη που την κάνει ακαταμάχητη. Είναι σίγουρο ότι έχει δουλέψει με τις ώρες. Ό,τι το παραπανίσιο λείπει. 

Τα γλυπτά, μέλη του σώματος, πρόσωπα αγαλμάτων, τα κολάζ της Γαβριέλλα Σίμωσι που κοσμούν τους λευκούς τοίχους του ιδρύματος μιλούν για την απουσία. Η αφαίρεση άλλωστε έχει κεντρική θέση στην καλλιτεχνική τοποθέτηση του ζευγαριού. Το Αιγαίο κι οι κυματισμοί του στο επίκεντρο. Καθώς και τα κοχύλια, ένα αναδυόμενο γυναικείο κορμί ως μια άλλη Αφροδίτη. Δίχως κεφαλή μόνο με υπέροχα άκρα έτοιμα να περπατήσουν και να αγγίξουν ό,τι έχει πραγματικά έννοια. Η ίδια η δημιουργός λέει: «Μην κάνετε θόρυβο, ένα κοχύλι τυλίγει τις αναμνήσεις του».

Το λευκό χρώμα στα γλυπτά της συνεχίζει να μιλά για τη στέρηση, τη μη ολοκλήρωση. Είναι η απουσία του περιττού που με συγκίνησε στα έργα της. Ίσως και να είναι ακριβώς αυτό που δίνει την τόσο υψηλή αισθητική στα έργα της. Και όμως αυτά τα φτερά που καλύπτουν ένα κομμάτι σώματος μιλούν για την ελπίδα. 

Σε συνέντευξή της είχε πει. «Ζω ασκητικά. Μου αρκεί η μικρή καθημερινή χαρά της δουλειάς μου. Όταν δουλεύω, βαθιά μέσα μου υπάρχει ένα όραμα: το όραμα μιας καλής γλυπτικής. Μιας γλυπτικής σωστής, που το αποτέλεσμα να προκαλεί συγκίνηση».

Περισσότερα στοιχεία για την έκθεση στο City Guide της Athens Voice