Εικαστικα

Αποχαιρετισμός στον Γιώργο Λαζόγκα

Ένα φωτεινό καράβι βγήκε πάνω απ την Ακρόπολη, εν μέσω Ιουλίου [...] Ύστερα χάθηκε στις κεραίες. Και βυθίστηκε στον θάνατο

Ηλίας Ευθυμιόπουλος
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Ηλίας Ευθυμιόπουλος, συγγραφέας - πρώην υπουργός, αποχαιρετά με ένα ποίημα τον φίλο του για μια ολόκληρη ζωή, Γιώργο Λαζόγκα.

ΑΠΟΧΡΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΠΛΕ

Ένα φωτεινό καράβι βγήκε πάνω απ την Ακρόπολη,
Εν μέσω Ιουλίου.
Κατεβαίνοντας την Ερμού  
Στάθηκε λίγο Πειραιώς και Σαλαμίνος.
Ύστερα χάθηκε στις κεραίες 
Και βυθίστηκε στον θάνατο

Εγώ δεν έβλεπα τη θάλασσα από εκεί που ήμουν
Μόνο ένα καπέλο έλαμπε στο μπλε
Αυτού που οδηγούσε τις αποχρώσεις 
Με μελάνια από προϊστορκές φυλές οστράκων
Με εκτυπώσεις, με χαράξεις, με τεθλασμένες αποδράσεις 
Με διασπάσεις του προφανούς, κοντά στο Γιβραλτάρ, γυρεύοντας
Το χρυσάφι στα ρηχά νερά της άμμου
Εκεί που το μαλακό πόδι του σκύλου δεν αφήνει αποτυπώματ
Περνώντας
Και το χέρι γράφει ασταμάτητα, ξύνει. απλώνει
Πάνω σε περγαμηνές, 

Το λέω έτσι συμβολικά 
Και βλέπω  το όνομά του στην άκρη αυτού του τοίχου 
Που βάφτηκε με σκούρο από την εντύπωση.
Ιmpression  
Δεν υπάρχει χορτάρι στον κήπο του Κεραμεικού
Και το φεγγάρι λυγίζει προς τα πίσω
Και τα ανάγλυφα στις επιτύμβιες πλάκες λυγίζουν προς τα πίσω
Και ανοίγει  τότε η γη τα σπλάχνα της
Και περιμένει μια διάψευση 
Το μαύρο νερό μουλιάζει στις λακούβες 
Μικρές βαρκούλες περνούν σε καρτ ποστάλ 
Τα λουλούδια μαραίνονται στα σελοφάν
Η στάμνα αδειάζει από μόνη της
Και δέκα δοχεία γκαζιού αναφλέγονται από κοινού, ταυτοχρόνως

Έτσι πως ανέμιζε εκείνο το σεντόνι 
Το σεντόνι απλώθηκε στη βελούδινη θάλασσα
Ήταν το μπλε της κορυφής της στήλης του άλατος
Ένα κέντημα στην πέτρα
Οι δίδυμοι άνεμοι συνέχισαν να ανεμίζουν
Είναι φύλλα και πάγος.
Εκεί που η μαρμαρυγή ακουμπούσε το βασίλειο της τρέλλας
Εκεί που η πάχνη ρουφούσε το βελούδο
Στην Πυλαία επιπλωμένη, στην κίτρινη Λάρισσα
Στην οδό Μελενοίκου, στο Χρυσό Παγώνι
Στην Τσιμισκή που φύτρωσε ένας Μανδραγόρας
Λαιμός κύκνου σε κονσέρβα λάδι

Ήταν μια βρώμικη μέρα 
Με βατράχους που πέταγαν ιπτάμενοι και πέφτανε.
Τότε που το φεγγάρι λύγιζε προς τα πίσω
Και τα φώτα της παραλίας έκρυβαν ξαφνικά το πρόσωπό τους
Μια φωτοβολίδα βγήκε απ το Λυκαβητό
Τον χαρταετό τον πήρε η θάλασσα κι ας ήταν σεντόνι
Ο τοίχος της θάλασσας ξαναγύρισε στο μπλε
Και στο μωβ της Παλαιστίνης 
Ένα ρολόι που ξεχάστηκε πεσμένο
Τα ράμφη των γλάρων παγωμένα με αλάτι στο Μόλυβο, στη Σάνη
Σιδερένια τύμπανα παραγεμισμένα με φτερά και μπακαλιάρο
Μαλλιά ξεσηκωμένα στο καπέλο
και ο χρόνος υλικός, ανάγλυφος

Κανένα γρασίδι δεν ουρλιάζει τώρα στα πόδια των αλόγων
Κανένας βράχος δεν ματώνει στην άκρη της θάλασσας
Κανένας άνεμος  δεν μπορεί να ξεπατώσει τα καλάμια 
Τα φύκια ορθώνουν το ανάστημά τους
Κι ούτε άλλος ήχος εκτός από ένα ούτι μονόχορδο
Στη Aγορά στου Μοδιάνο
Και το ποτήρι που χύθηκε γεμάτο