Εικαστικα

Η γκαλερί Ευριπίδης υποστηρίζει το «Start» νέων καλλιτεχνών

Οι δύο ώρες που πέρασα, μιλώντας με τα νέα αυτά παιδιά, ήταν σκέτη απόλαυση

125052-280643.jpg
Έλενα Ντάκουλα
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
foto_1._apo_aristera_pros_dexia._elena_kyrkili_dionisis_papas_giorgos_armkalolla_giannis_eythymioy_malvina_tsiora.jpg
Από τα αριστερά προς τα δεξιά: Έλενα Κυρικλή, Διονύσης Παπάς, Γιώργος Αρμακόλλας, Γιάννης Ευθυμίου, Μαλβίνα Τσιώρα

Ως μητέρα δύο νεαρών καλλιτέχνιδων είμαι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη με τους καλλιτέχνες που βρίσκονται στο ξεκίνημα της δημιουργικής τους πορείας.

Ετσι, αισθάνθηκα ιδιαίτερη συγκίνηση όταν πριν μερικές μέρες συνάντησα  τους πέντε νέους εικαστικούς,  οι οποίοι συμμετέχουν στην ομαδική έκθεση με τίτλο «ΤΗΕ STARΤ», που φιλοξενείται, μέχρι τις 30 Νοεμβρίου,  στην Γκαλερί Ευριπίδη. 

Ο  τίτλος της έκθεσης είναι απόλυτα συμβατός  με έναν από τους αρχικούς στόχους της Γκαλερί,  η οποία αναγνωρίζοντας  τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι νέοι Ελληνες καλλιτέχνες, στηρίζει το ξεκίνημά τους, the start,   δίνοντάς τους την ευκαιρία να παρουσιάσουν την δουλειά τους σε ομαδικές εκθέσεις μέσα στις φιλόξενες αίθουσές της.   

Οι δύο ώρες  που πέρασα, μιλώντας με τα νέα αυτά παιδιά, ήταν σκέτη απόλαυση. Η Ελενα Kυρκιλή, η Μαλβίνα Τσιώρα, ο Γιάννης Ευθυμίου, ο Γιώργος Αρμακόλλας, ο Διονύσης Παππάς. Πέντε νέοι ταλαντούχοι, ώριμοι, ευχάριστοι, μοντέρνοι, σκεπτόμενοι άνθρωποι, με άποψη, προβληματισμούς, χιούμορ, όνειρα, αισιοδοξία   και μία  φρέσκια, ανατρεπτική ματιά στον εικαστικό χώρο,  απόφοιτοι του 2017 από την Σχολή Καλών Τεχνών,  αρχίζουν τώρα τα βήματα τους στον δύσκολο αλλά μαγικό και γοητευτικό κόσμο της Τέχνης. Εχουν συμμετάσχει σε πολλές εκθέσεις στο παρελθόν, σε διάφορους χώρους, αλλά αυτή είναι η πρώτη εμπορική για όλους τους.

Τα χρόνια των σπουδών τους ήταν  για όλους μία απολαυστική διαδρομή. Το ιδιαίτερο περιβάλλον της Σχολής Καλών Τεχνών, το κλίμα με τους καθηγητές  και  τους συμφοιτητές, το ομαδικό πνεύμα και οι συνεργασίες είναι κάτι που κάνει αυτή την Σχολή να διαφέρει  απ’ τις άλλες. Απαιτούσε αφοσίωση και πάθος, δεν τους απογοήτευσε καθόλου. Όμως, δεν την εξιδανικεύουν  και  όπως πιστεύει ο Γιώργος «μπορεί η σχολή να μην είναι άριστη  αλλά το ότι έχουν κρατήσει τις εξετάσεις όπως τις έχουν κρατήσει δίνει ένα επίπεδο στους εισαχθέντες,  οπότε έχουν κάποια βάση για να συνεχίσουν μόνοι τους».

Η Ελενα παραδέχεται ότι η ΑΣΚΤ ήταν ό,τι καλύτερο έκανε στη ζωή της. Όπως είπε  δε  συμβαίνει και κάτι το οποίο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. «Κάναμε φροντιστήριο για να μπούμε,  και μόλις μπήκαμε μας είπαν να ξεχάσουμε  ό,τι κάναμε  στο φροντιστήριο. Και όταν αποφοιτήσαμε διαπιστώσαμε  ότι αυτά που θέλουν οι γκαλερί είναι αυτά που κάναμε πριν μπούμε  στο φροντιστήριο».  

Αναγνωρίζουν τον θετικό ρόλο που παίζουν οι γκαλερί  στην προώθηση της δουλειάς τους, μια και οι ίδιοι δεν διαθέτουν ακόμη τις άκρες ή το μέσον για να επικοινωνήσουν μ’ένα μεγάλο μέρος του φιλότεχνου κοινού.  Αλλά όπως λέει ο Διονύσης, «τώρα, λόγω της κρίσης αλλά και των μεγάλων δυνατοτήτων που προσφέρουν τα social media, ο εικαστικός ψάχνει και βρίσκει καινοτόμες ιδέες και διαφορετικές ώστε να προωθήσει τη δουλειά του προς τα έξω και η ραγδαία ανάπτυξη της street art, από καλλιτέχνες που δεν μπαίνουν στις γκαλερί είναι η καλύτερη απόδειξη γι’αυτό. Ο κόσμος βλέπει τα έργα και ψάχνει τον καλλιτέχνη».  Ο ίδιος, το καλοκαίρι έδειξε μία δουλειά του σε βιτρίνες της οδού Αιόλου και επισκέπτες που έρχονται αυτές τις μέρες στην γκαλερί και βλέπουν τα έργα του τον αναγνωρίζουν. 

Ο Γιώργος, κατάγεται από ένα νησί με ιδιαίτερη παράδοση στη Τέχνη, την Τήνο. Σχολιάζει με χιούμορ τον τρόπο που αντιμετωπίζουν οι μεγαλύτεροι το επάγγελμά του,  όταν το καλοκαίρι επιστρέφει στο χωριό του. «Αυτός τώρα, σαν καλλιτέχνης πώς θα ζήσει;;;», αναρωτιούνται. «Θέλουν να σε φτιάξουν, να σε αλλάξουν....», συμπληρώνει.

Η θεματική των έργων ποικίλει και αυτά χωρισμένα, ανά  καλλιτέχνη, στους τοίχους αντανακλούν τους προβληματισμούς, τις ανησυχίες και τις πηγές έμπνευσης του καθενός. 

Την Έλενα την ενδιαφέρει ο διάλογος με το παρελθόν και το σήμερα. Πειραματίζεται με διάφορα υλικά και προσπαθεί να βρει σχέσεις μεταξύ αυτών. Τα έργα της αποπνέουν μία αίσθηση ρομαντισμού και είναι εμφανής η επιρροή της από διάφορες εποχές  στην ιστορία της τέχνης, όπου μπορεί να επικρατούσε το σκούρο και το σκοτεινό αλλά υπήρχε και ένα φως.  Αυτό το φως την μάγευε και ήθελε να το εντάξει σε μία πιο σύγχρονη εικόνα. 

Η επιρροή των σπουδών του στην αρχαιολογία είναι εμφανής στην δουλειά του Διονύση, «όχι σαν αντικείμενο αλλά στη σχέση με τον χρόνο, το παρελθόν». Όπως οι αρχαιολόγοι σκάβουν ψάχνοντας να βρουν κάτι έτσι και αυτός «σκάβει»  τρισδιάστατες εικόνες, όπως π.χ. της Αφροδίτης, σύμβολο της απόλυτης ομορφιάς, παραμορφώνοντάς τες, δημιουργώντας ένα βάθος προς το κέντρο το οποίο μοιάζει με μία χοάνη που δίνει την αίσθηση ότι κάπου πηγαίνει, χάνεται στον χρόνο και μεταφέρεται σε μία άλλη διάσταση. 

Τα ιδιαίτερα, έργα του Γιώργου, βασισμένα σε δύο λογοτεχνικά κείμενα ενώ μοιάζουν με  χαρακτικά, είναι φτιαγμένα με την αιχμή του μολυβιού με το οποίο καλύπτονται οι  μικρές τους επιφάνειες. Τα άλλα, νεκρές φύσεις με βάση το ψάρι  το οποίο αποτελεί ένα ιδανικό θέμα για τον καλλιτέχνη δίνοντάς του πολλές  ποιότητες ώστε  να το ψάξει και σαν τοπίο. 

Στα έργα της Μαλβίνας κυριαρχεί η έννοια της παιδικότητας, η οποία όπως υποστηρίζει η ίδια δεν πρέπει να ταυτίζεται αποκλειστικά με το παιδί και είναι ωραίο να την έχουν και οι ενήλικες. Το ζώο και στα συγκεκριμένα έργα η γάτα, μαζί  με το παιδί αντιλαμβάνονται την  ύπαρξή τους απέραντη σε έναν άχρωμο,  άχρονο κόσμο.

Ο Γιάννης  δεν έχει βρει ακριβώς αυτό που θέλει. Ψάχνεται αλλά θεωρεί ότι δεν είναι πάντα οι μεγάλες ιδέες η απάντηση στις αναζητήσεις του. Η έμπνευσή του μπορεί  να προέρχεται από κάτι που τον περιβάλλει, κάτι που διάβασε, κάτι που έχει στο χώρο  και προσπαθεί   να δημιουργήσει  «κάτι καλύτερο απ’αυτό που έχει στα χέρια του». Είναι πολύ αυστηρός  με τα έργα του τα οποία  δουλεύει πολύ καιρό, σβήνοντας, διορθώνοντας, αφαιρώντας και όπως τονίζει «βοηθάει ν’απελευθερώσεις τη σκέψη όταν χρησιμοποιείς ένα υλικό που από τη φύση του δεν είναι κάτι ακριβό». Ο σκοπός του είναι να δημιουργήσει  μία αμφίδρομη σχέση με τον θεατή χωρίς όμως  να μπει στην διαδικασία να ερμηνεύσει το συναίσθημα που του προκάλεσε. «Πάνω απ’όλα πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε,  όσο πιο αγνά και ειλικρινά  γίνεται και να το υποστηρίξουμε γιατί μόνο έτσι θα δώσουμε κάτι στον άλλον. Και αυτό είναι ένα είδος θυσίας γιατί μπορεί να μην έχει θετικό αντίκτυπο οικονομικά» 

Αν και το βιοποριστικό τους προβληματίζει,  η κρίση δεν τους τρομάζει, γιατί όπως είπε ο Γιάννης «δεν έχεις να χάσεις τίποτα άλλο, μαθαίνεις δε να περιορίζεις τις ανάγκες σου ...».  «Αν αγαπάς  αυτό που κάνεις, έχεις πάθος και το κυνηγάς αυτό κάπου θα σε πάει κάποια στιγμή», λέει η Μαλβίνα και δεν μπορώ να μην συμφωνήσω απόλυτα μαζί της. Ολοι υποστηρίζουν, «ο σκοπός του καλλιτέχνη είναι να εκτεθεί και να βγάλει από μέσα του αυτό που αισθάνεται.  Δεν τον ενδιαφέρει τόσο το οικονομικό». Αρκεί στην δουλειά του να υπάρχει ειλικρίνεια και όχι μίμηση, η οποία είναι σκέτη καταστροφή.

Αλλά μια και το οικονομικό θέμα δεν είναι κάτι που μπορεί ν’αγνοηθεί, ψάχνουν δημιουργικές λύσεις για να το  αντιμετωπίσουν. Σκέπτονται ακόμη και το εξωτερικό σαν ένα δρόμο  που θα τους βοηθούσε  να συνεχίσουν να κάνουν αυτό που κάνουν. Το εργαστήριό τους,  ο  «παιδότοπος», όπως τον χαρακτήρισε αστειευόμενος ο Διονύσης,  είναι το βασίλειό τους.  Πηγαίνουν εκεί με όρεξη και λαχτάρα  άσχετα αν μπορεί να υπάρξει μέρα που δεν θα σηκώσουν καν το χέρι για να κάνουν κάτι. Σημασία είναι να βρίσκονται  εκεί, να βλέπουν  τα έργα, να σκέφτονται. Και αυτή είναι δουλειά. 

Γελώντας,  εξέφρασαν την αντίθεσή τους με το στερεότυπο που επικρατεί ότι οι καλλιτέχνες είναι  στην κοσμάρα τους ή κάπου αλλού.  «Κάθε άλλο.  Η τέχνη σου δίνει την δυνατότητα να σκεφθείς.  Δεν σ’αφήνει  ποτέ σ’ησυχία.  Είσαι συνεχώς σε εγρήγορση.  Μπορείς να στοχαστείς πάνω σε πολλά πράγματα, ακόμη και στα απλά καθημερινά.  Βλέπεις πράγματα που πριν δεν έβλεπες και εκτιμάς λίγο παραπάνω αυτά που ίσως παλιά σου φαινόντουσαν λίγο πιο αδιάφορα. Εκφράζουμε αυτό που βιώνουμε.  Υπερβαίνουμε τον εαυτό  μας, ερχόμαστε σε συνεχείς ρήξεις μαζί του  παρόλο που αυτό δεν φαίνεται στο αποτέλεσμα», ήταν μερικά από τα σχόλιά τους πάνω σ’αυτό. 

Με την όλη αυτή την ωραία συντροφιά δεν κατάλαβα καν πως πέρασε η ώρα. Χάρηκα που  γνώρισα από κοντά τους πέντε πολλά υποσχόμενους εικαστικούς, οι οποίοι έχουν  επίγνωση  των δυσκολιών του χώρου μέσα στον οποίον θα κινηθούν, αλλά διαθέτουν  την τεχνογνωσία, το ήθος, την όρεξη,  το πάθος και όλα τα όπλα που τους προσφέρει το σύγχρονο περιβάλλον των social media,  ώστε να κυνηγήσουν τα όνειρά τους και να πραγματοποιήσουν  τους στόχους τους. 

Τους το εύχομαι μ’όλη μου την καρδιά! 

Και εύχομαι η Γκαλερί Ευριπίδη να συνεχίσει αυτή την αξιέπαινη προσπάθεια για τους νέους καλλιτέχνες.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ