Design & Αρχιτεκτονικη

Global City

Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης ανιχνεύει πόλεις μέσα στην πόλη.

unnamed.jpg
Γιάννης Κωνσταντινίδης
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
12719-37876.jpg

Τις τελευταίες δεκαετίες κάποιες περιοχές της πόλης έχουν αποκτήσει χαρακτήρα «κέντρων επιχειρηματικότητας», χάρη τόσο στην αυξημένη συγκέντρωση κτιρίων γραφείων, όσο και στο ρυθμό της ζωής στον οποίο αυτή τις παρασέρνει. Μπορούμε άραγε να λέμε ότι η Αθήνα έχει πια τα δικά της “City”, σαν εκείνο του Λονδίνου; Αλλά κι αν δεν μπορούμε, πειράζει πολύ που μας αρέσει να λέμε ότι τα έχει;

Σήμερα, το City του Λονδίνου είναι ίσως το μόνο μέρος στον κόσμο όπου μπορεί να δεις να περπατά στο δρόμο κάποιος κύριος με ρεπούμπλικα, «τρουά πιες» κοστούμι, χαρτοφύλακα και ομπρέλα-μπαστούνι, χωρίς να σου περάσει απ’ το μυαλό ότι μόλις βγήκε από πάρτι μεταμφιεσμένων. Κι αυτό γιατί ο γηραιότερος «κόμβος» της αγγλικής πρωτεύουσας –που χαίρει των γνωστών ειδικών προνομίων αυτοδιοίκησης– διατηρεί μια ζωντανή παράδοση «επιχειρηματικότητας» που ξεκινά από τα βάθη του Μεσαίωνα. Το City του Λονδίνου συντηρεί και προστατεύει αρχιτεκτονικά μνημεία, φορείς, ήθη και συνήθειες που σχετίζονται με την παράδοσή του ως οικονομικού και επιχειρηματικού κέντρου. Ταυτόχρονα –χάρη στην ακατάπαυστη ανάπτυξη και το συνεχή εκμοντερνισμό του– αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα παγκόσμια πρότυπα πολεοδομικής και κοινωνικής ανάπτυξης ενός «ομφαλού» των μπίζνες. Ακόμα και το Μανχάταν, το City είχε στο μυαλό του σαν πρότυπο όταν εφεύρισκε τον εαυτό του. Το ίδιο ίσως θέλησε να κάνει και η πόλη μας, αλλά προφανώς στην πορεία μάλλον της προέκυψε μια αδυναμία συγκέντρωσης στο στόχο της.

»Όταν λοξοδρόμησε η Κηφισίας. Το φαινόμενο ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν: οι εταιρείες ένιωθαν μια πίεση να βγουν έξω από το κέντρο της Αθήνας και να χτίσουν εκεί κτίρια γραφείων. Ωστόσο, η πιο σημαντική πινελιά μπήκε στη δεκαετία του ’90. Όταν οι μεγάλες πολυεθνικές –που τότε επέκτειναν την επενδυτική τους δράση στην Ελλάδα– θέλησαν να εγκατασταθούν σε άνετα, ιδιόκτητα, μεγάλα και σύγχρονα κτίρια. Παράλληλα, εμφανίστηκε μια «προσφορά» κτιρίων γραφείων που ετοίμαζαν εργολάβοι για να στεγάσουν μικρότερες επιχειρήσεις, οι οποίες ήθελαν κι αυτές να ξεμπλέξουν πια με το κέντρο της πόλης. Σήμερα, συνεχίζεται η προσφορά κτιρίων γραφείων-κουτιών με αποτέλεσμα σε περιοχές –όπως είναι ολόκληρο το μήκος των λεωφόρων Κηφισίας και Συγγρού– να έχουμε την αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε «πολεοδομικά κέντρα επιχειρηματικότητας» ανάλογα μ’ εκείνα της Δύσης.

Από την αίσθηση στην ψευδαίσθηση. Όμως, στα κέντρα αυτά λείπει ο σχεδιασμός και η οργάνωση που θα έδινε την πολεοδομική συνοχή ενός αυθεντικού “City”. Μπορεί μερικά κτίρια να έχουν τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα που θα έπρεπε να έχουν, αλλά συχνά διακόπτονται από βλαχοκατασκευές ή από απομεινάρια του παρελθόντος που έχουν μεταποιηθεί μόνο επιφανειακά.

Στην πραγματικότητα οι περιοχές αυτές θα μπορούσαν να χαρακτηρίζονται ως “City”, μόνο λόγω του δημόσιου χώρου, δηλαδή των λεωφόρων και της συνεχούς αυξημένης κίνησής τους – των μποτιλιαρισμάτων και της κατανομής μέσα στην ημέρα αυτών που ονομάζουμε «ώρες αιχμής».

Η γενικότερη «κυκλοφορία» είναι το κριτήριο που βαρύνει περισσότερο, παρά η αρχιτεκτονική και η πυκνότητα των κτιρίων. Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, όμως, το πιο σημαντικό είναι το πώς έχουν καταχωριστεί τα πράγματα στο μυαλό των ανθρώπων και όχι το ποια ακριβώς είναι η αλήθεια. Κι αν για τους περισσότερους κατοίκους αυτής της πόλης η Κηφισίας, η Συγγρού και το Κέντρο έχουν κάτι από “City” πολύ δυνατό, τότε αυτά είναι πράγματι τα “City” της πόλης.

Ιστορίες κύρους και παντρολογημάτων. Το ότι ένα κτίριο γραφείων πρέπει να καθρεφτίζει το κύρος της εταιρείας που στεγάζει είναι κάτι που δεν χρειάζεται επεξήγηση. Παρ’ όλ’ αυτά, υπάρχουν μερικά στοιχεία που επανεμφανίζονται ανησυχητικά συχνά κι έτσι θα μπορούσε κανείς να πει ότι συνιστούν σταθερά σημάδια κύρους. Πρώτο σ’ αυτή τη λίστα θα ήταν το μεγάλο μέγεθος του κτιρίου και η επιβλητικότητα που του προσδίδει. Ακολουθούν η διαμόρφωση της κεντρικής εισόδου και του κύριου διευθυντικού γραφείου. Γι’ αυτό  βλέπουμε κτίρια με «θεαματικές» κεντρικές εισόδους που οδηγούν σε αντίστοιχα «θεαματικούς» χώρους υποδοχής, στους οποίους λάμπουν εκθαμβωτικές ορθομαρμαρώσεις και εντυπωσιακά γκισέ υποδοχής, επενδυμένα με πανάκριβα ξύλα. Αλλά μόλις διαβείς το κατώφλι αυτής της «περιοχής πολυτέλειας» αντιλαμβάνεσαι ότι π.χ. στους τοίχους έχει χρησιμοποιηθεί ό,τι φθηνότερο υπάρχει σε σοβά ή ότι τα κουφώματα είναι για κλάματα.

Πρόκειται για μια πολύ συνηθισμένη ανισορροπία: στα κτίρια γραφείων είναι που συμβαίνει ο «γάμος του αιώνα» και το εξεζητημένο - ραφιναρισμένο παντρεύεται την απλοϊκή χοντροκοπιά. Αντίστοιχο αίσθημα απογοήτευσης μπορεί να νιώσει κάποιος παρατηρώντας σε πολλά απ’ αυτά την «ατημελησία» των πίσω όψεών τους. Έτσι προκύπτει το γενικό συμπέρασμα ότι η πρόσοψη είναι η κεντρική «οθόνη» όπου προβάλλεται το κύρος ενός κτιρίου γραφείων και επιβεβαιώνεται η λαϊκή ρήση: «Από έξω bella-bella κι από μέσα σα κουρέλα».

Υπερηφάνεια και στιλπνότητα. Η στιλπνή εξωτερική επιφάνεια της πρόσοψης ως συμβόλου κύρους είναι ένα φρούτο που ήρθε στην Ευρώπη από την Αμερική. Και ήρθε για να μείνει. Ο γυαλιστερός γρανίτης και το γυαλί είναι τα δύο υλικά που και η απλή χρήση τους –χωρίς περαιτέρω σχεδιασμό– εξασφαλίζει de facto το πολυπόθητο αστραφτερό αποτέλεσμα. Κι αυτό παραμένει πάντα πέραν της κριτικής. Σαν να λέμε «πέραν του καλού και του κακού», επειδή είναι ένα τόσο «σίγουρο χαρτί» – το φλος ρουαγιάλ του εντυπωσιασμού. Ποιος όμως εντυπωσιάζεται ακόμα με αυτά τα υλικά;  Με βάση τα κριτήρια των αρχιτεκτόνων, αυτά είναι που οδηγούν στο πλέον αδιάφορο –άρα κακό– αποτέλεσμα.

Όμως όλοι οι άλλοι (που είμαστε τόσο πολύ περισσότεροι) εξακολουθούμε να πιστεύουμε  ότι έχουν ενδιαφέρον – γιατί μας «γυαλίζουν».

Στο “City” της Κηφισίας. Περισσότερο ίσως από οποιαδήποτε άλλη λεωφόρο της πόλης, η Κηφισίας έχει κάτι το αφιλόξενο για τους περιπατητές. Αντίθετα, είναι πολύ φιλόξενη για τα μποτιλιαρίσματα κι έτσι ο εγκλωβισμένος στη «μεταφορική του κάψουλα» (αυτοκίνητο, ταξί, λεωφορείο) –σχεδόν υποχρεώνεται– να παρατηρήσει το μπίζνες αστικό τοπίο. Επιπλέον λόγω της πυκνότητας των κτιρίων γραφείων, η Κηφισίας είναι το πιο “City” από τα μη-“City” της Αθήνας.

Ευχάριστο δειλινό. Το κτίριο της φαρμακευτικής εταιρείας Glaxo Smith Kline στο νούμερο 266 της λεωφόρου, στο Χαλάνδρι, είναι ένα από τα καλύτερα δείγματα κτιρίων γραφείων, με σαφή και ευδιάκριτο αρχιτεκτονικό χαρακτήρα που αδιαμφισβήτητα αποδίδει το πρεστίζ της ιδιοκτήτριας εταιρείας. Έργο του 1996, που προέκυψε από τη συνεργασία των αρχιτεκτονικών γραφείων του Κυριάκου Κυριακίδη και των Τάκη Εξαρχόπουλου και Γιώργου Αποστολάκου, αποτελεί πραγματικό ορόσημο για ολόκληρη τη λεωφόρο. Ο τότε διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας τούς είχε ζητήσει να του σχεδιάσουν ένα κτίριο τόσο εντυπωσιακό και γοητευτικό, ώστε «να θέλουν να δίνουν ραντεβού εκεί τα ζευγαράκια» (μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόθεση παραχώρησης ιδιωτικού χώρου στη δημόσια χρήση).

Το γεωμετρικό σώμα του οικοδομήματος –ένα τριγωνικό πρίσμα που εντυπωσιάζει με το δυναμισμό του–, το μικρό αμφιθέατρο διαλέξεων που βυθίζεται σε μια λίμνη νερού στο κέντρο του αδόμητου χώρου του οικοπέδου και η δενδροφύτευση του οικοπέδου –ξεκινώντας από τη διατήρηση όλων των προϋπαρχόντων μεγάλων κυπαρισσιών– είναι τα τρία βασικότερα στοιχεία που καθορίζουν το χαρακτήρα του οικοδομήματος.  Εξωτερικά το κτίριο επενδύθηκε με ένα σκανδιναβικό μπλε γρανίτη, ο οποίος παίρνει μια πολύ όμορφη απόχρωση με το απογευματινό φως του ήλιου και σχεδόν αποκτά το περίφημο μενεξεδί χρώμα του Υμηττού την ώρα του δειλινού.

Το κτίριο αναπλήρωσε το κενό που γεννούσαν οι περιορισμοί στη διαφήμιση των φαρμακευτικών εταιρειών στον τύπο, καθώς, χάρη σ’ αυτό, το κοινό έμαθε την Glaxo Smith Kline.

Η αρχαία - μοντέρνα αγορά. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 άρχισαν να εμφανίζονται στην Κηφισίας τα πρώτα δείγματα του ποστμοντερνισμού, που άνθισε για τα καλά στη δεκαετία που ακολούθησε, χαρίζοντάς της μερικά από τα καλύτερα κτίρια-ανέκδοτα που γνώρισε στη μακραίωνη ιστορία της αυτή η πόλη. Σπασμένα αετώματα, κίονες που αλλού έχουν κι αλλού δεν έχουν γλυφές, που άλλοτε πατάνε κι’ άλλοτε δεν πατάνε στη γη, ανατριχιαστικά καγκελάκια κι άλλα ανάλογα σύμβολα σκωροφαγωμένης κλασικολαγνείας, «πλέουν» στις προσόψεις κτιρίων γραφείων και φαντάζουν πάνω τους σαν μαγνητάκια ψυγείου.

Από εκείνη την περίοδο το Agora Center παραμένει το μόνο στο οποίο μπορεί να αναφερθεί κανείς με επιείκεια – κυρίως λόγω της τόλμης της καμπυλωτής στέγης του. Συγχρόνως αποτελεί το καλύτερο - χειρότερο παράδειγμα του πόσο άσχημα γερνούν τα κτίρια εκείνης της περιόδου.

Μίνι ουρανοξυστάκος. Το Atrina Center είναι ένα ενδιαφέρον κτίριο-κουτί, επειδή μοιάζει σαν να έχει πέσει από τον ουρανό ή να αναδύθηκε από τα έγκατα της γης σαν ορυκτός κρύσταλλος. Είναι γοητευτικά μικρομέγαλο σαν υπερμεγέθης μακέτα ουρανοξύστη και οφείλει τη χάρη του στις αναλογίες των όγκων του. Παραμένει ακόμα και σήμερα σχεδόν άφθαρτο από την υπερέκθεση στο βλέμμα μας, παρά το ότι επί μια δεκαπενταετία πρωταγωνίστησε στο σίριαλ «Λάμψη» και σε ταινίες και διαφημίσεις ως κτίριο γραφείων για ισχυρούς κι αδίστακτους.

Τηλεφωνικό μέγαρο. Ο διαγωνισμός για την κατασκευή του κτιρίου του ΟΤΕ προκηρύχθηκε το 1971 και το πρώτο βραβείο απέσπασε η πρόταση των αρχιτεκτόνων Πλ. Μασσέλου, Γ. Μαυρομάτη και Δ. Νάκου. Αν είχε χτιστεί αμέσως θα είχε ανακηρυχθεί ως το ψηλότερο κτίριο των Βαλκανίων εκείνης της εποχής. Ωστόσο, η πορεία του θα περιγραφόταν ως «ιστορία αμαρτωλή», αφού πέρασε τουλάχιστον μια δεκαετία «στα μπετά» και στη συνέχεια ολοκληρώθηκε τμηματικά μέσα στη δεκαετία του ’80. Από τότε και μετά αναγνωρίστηκε πόσο ενδιαφέρον αρχιτεκτόνημα είναι, με τη δεσπόζουσα θέση που κατέχει στην Κηφισίας.

Με την καρδιά ενός Μαρουσιού. Η πανδαισία «ομοειδών» κτιρίων γραφείων αποτελεί εκπληκτική περίπτωση εργολαβικού branding και προσδίδει σε όλη την περιοχή, στο ύψος του Αμαρουσίου, ένα απαράμιλλο “City-γκρι” που λειτουργεί ως ιδανικό “ton sur ton” φόντο για μπίζνες-κοστούμια όλων των ποιοτήτων, ξεκινώντας από τα οικονομικά και φτάνοντας μέχρι τις μνημειακές δημιουργίες της Savile Row.

Espresso City. Τα απογεύματα –αφήνοντας το γραφείο– φαίνεται πόσο είναι εξοικειωμένοι οι εργαζόμενοι σ’ αυτή την περιοχή με το “City look” της, καθώς πραγματικά απολαμβάνουν τα γειτονικά «κέντρα αναψυχής» (βλ. καφέ, εστιατόρια και μπαρ). Το Μαρούσι είναι ίσως η περιοχή με τα περισσότερα κατά κεφαλήν κινητά τηλέφωνα κι εκεί όπου, συχνότερα από οπουδήποτε αλλού, συναντάς αγχωμένους από την καπνο-απαγόρευση στα γραφεία να αναζητούν με ικετευτικό ύφος αναπτήρα, από άλλους «ίσους στην αμαρτία».

Στο City του Κέντρου. Αντίθετα από την Κηφισίας, όπου το “City lifestyle” διαρκεί όσο το συνηθισμένο ωράριο εργασίας συν 2 ώρες (δηλαδή μέχρι –ας πούμε– τις 7 το απόγευμα), στο κέντρο είναι χρονικά διευρυμένο, κυρίως χάρη στην εργατικότητα της ευγενούς τάξης των δικηγόρων που βγαίνουν από τα γραφεία τους πολύ αργότερα (πες από τις 9 το βράδυ και μετά), οπότε πίνουν το (πρώτο τουλάχιστον) ποτό τους, φορώντας ακόμα το κοστούμι με το οποίο αγόρευαν το πρωί στο δικαστήριο.

Παρά το ότι ο μπίζνες πληθυσμός διαχέεται παντού στο χώρο, υπάρχουν ορισμένα σημεία που θεωρούνται “αρχι-City”, όπως το καφέ «Μαζί» στη στοά της Alpha Bank στη Σταδίου ή τα Starbucks στη Σοφοκλέους απέναντι από το παλιό Χρηματιστήριο.

City by Art. Άλλη ιδιαιτερότητα του “City look” του κέντρου είναι η σχέση του με την τέχνη. Αν στην Κηφισίας η ιδιόκτητη - δημόσια τέχνη (βλ. κυρίως γλυπτική σε ανοιχτούς χώρους) παρουσιάζει μια ανεξήγητη αναντιστοιχία ύφους σε σχέση με την περιβάλλουσα αρχιτεκτονική (με την τέχνη να είναι πολύ πιο συντηρητικού γούστου απ’ ό,τι οι «αρχιτεκτονικές αιχμές» των κτιρίων), στο κέντρο συμβαίνει το αντίστροφο. Καλύτερο παράδειγμα αυτής της τάσης είναι η «Αρπαγή της Ευρώπης» –το εξαιρετικό γλυπτό του Μποτερό– στα γραφεία της Τράπεζας Πειραιώς, στην οδό Αμερικής. Γενικότερα, το “City look” στο κέντρο έχει καλύτερη σχέση με τη σύγχρονη καλλιτεχνική παραγωγή, όπως δείχνει και η επιτυχία αρκετών μικρών γκαλερί.

Το παλιό και το νέο. Στο κέντρο είναι πολλά τα δείγματα εξαιρετικής σύγχρονης αρχιτεκτονικής, όπως, για παράδειγμα, το κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδος στην οδό Αμερικής ή το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας στη γωνία Αιόλου και Σοφοκλέους. Αντίστοιχα, το κτίριο της Alpha Bank στην οδό Σταδίου είναι ένα πολύ καλό δείγμα της επιρροής του μοντέρνου ιστορικισμού από τη δεκαετία του ’80.

Υπάρχουν ωστόσο ορισμένα πολύ παλιότερα κτίρια που, αν συντηρούνταν, θα έλαμπαν πολύ περισσότερο από τα νέα μέσα στο πυκνό αστικό τοπίο. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκει το Γρυπάρειο Μέγαρο στη συμβολή της Αριστείδου με τη Σοφοκλέους. Με την υπέροχη τοξωτή πρόσοψή του και τους άξονες που ορίζουν τα ανοίγματά του συνιστά ένα εξαιρετικό δείγμα παρελθόντος αρχιτεκτονικού λεξιλογίου, του οποίου η γοητεία παραμένει άφθαρτη μέχρι σήμερα.

Γεφυρώνοντας το χάσμα των γενεών. Στο κέντρο συναντά κανείς και τις πιο ενδιαφέρουσες προσθήκες παραρτημάτων σε προϋπάρχοντα κτίρια. Το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας στην οδό Πανεπιστημίου (κοντά στο REX), έργο του αρχιτέκτονα Καλλιγά, είναι υπόδειγμα επιτυχημένης προσθήκης τέτοιου τύπου. Το νέο παράρτημα –όσο «σκληρή» κι αν χαρακτηρίζεται η αρχιτεκτονική του– υψώνεται πάνω από το παλιό νεοκλασικό με χάρη, αποτελώντας εξαιρετικό παράδειγμα του πώς η προσθήκη μπορεί να έχει ξεκάθαρα ανεξάρτητο αρχιτεκτονικό χαρακτήρα, χωρίς να καταπλακώνει το παλαιό κτίριο.

Από πόρτα σε πόρτα. Στο Κέντρο αντιλαμβάνεται κανείς ότι τα σημερινά κτίρια γραφείων δεν θα μπορούσαν ποτέ να ανταγωνιστούν εκείνα των παλαιότερων. Π.χ. η είσοδος του κτιρίου της άλλοτε Ιονικής Τράπεζας και νυν Alpha Bank, στην οδό Πεσμαζόγλου. Σε άψογο νεοκλασικό ρυθμό και με εντυπωσιακούς δωρικούς κίονες, ξεχωρίζει για τον ανάγλυφο μαρμάρινο διάκοσμο γύρω από την πόρτα, που είναι πιστό αντίγραφο εκείνου της πύλης του Ερεχθείου. Σήμερα δεν θα γινόταν ποτέ μια ανάλογου κόστους επένδυση για εξωραϊσμό μιας εισόδου.

Στην κατηφόρα της Συγγρού. Σε σύγκριση με την Κηφισίας, η Συγγρού θα έμοιαζε με επαρχιακό δρόμο, αν δεν είχε αποκτήσει –μέσα στην τελευταία δεκαετία– ορισμένα κτίρια που άνοιξαν νέους ορίζοντες στην πόλη.

Το γεγονός αυτό κάνει τη Συγγρού να μην έχει αρχιτεκτονική «συνοχή» αντίστοιχη με εκείνη της Κηφισίας, ενώ δίνει την εντύπωση ότι το νέο “City” που γεννιέται, επισκιάζει το παλαιότερο, το οποίο με τη σειρά του μοιάζει γηραιότερο απ’ ό,τι είναι, καθώς τα κτίρια της δεκαετίας του ’70 και του ’80 είναι ασυντήρητα και παρατημένα στη μοίρα τους.

Ωστόσο αναμένεται ότι, όταν προστεθούν και τα νέα δημόσια κτίρια στο Φαληρικό Δέλτα, τα οποία προσφέρει το Ίδρυμα Νιάρχου και θα σχεδιάσει ο Ρέντζο Πιάνο, η Συγγρού θα γίνει ένας μίνι «άτλαντας σύγχρονης αρχιτεκτονικής», που θα μπορούσε να τον ζηλεύει ακόμα και το νεόδμητο Βερολίνο.

Τρεις περιπτώσεις και ένα φαινόμενο. Το περίφημο κτίριο της Εθνικής Ασφαλιστικής –έργο των αρχιτεκτόνων Μόρφως Παπανικολάου και Ρένας Σακελαρίδου σε συνεργασία με τον Mario Botta– είναι ίσως το μόνο σε όλη την Αθήνα, που λόγω μεγέθους κυρίως έχει αυθεντικό “City” χαρακτήρα.

Στο ίδιο περίπου ύψος αλλά στην απέναντι πλευρά, το νέο κτίριο της Interamerican, έργο του αρχιτεκτονικού γραφείου του Δημήτρη Πορφυρίου –με έδρα στο Λονδίνο– ακολουθεί μια γλώσσα που προσπαθεί να επιβάλει στοιχεία παλιότερων αρχιτεκτονικών λεξιλογίων σε ένα σύγχρονο πνεύμα και το επιτυγχάνει.

Τέλος, το κτίριο της φαρμακευτικής Sanofi Aventis, στο νούμερο 348 της λεωφόρου, έργο του Αλέξανδρου Τομπάζη, είναι ίσως το καλύτερο παράδειγμα κτιρίου με δυναμική και επιβλητική αρχιτεκτονική, το οποίο σχεδιάστηκε με πλήρη οικολογική συνείδηση.

Όμως, η Συγγρού είναι ένας δρόμος όπου ανθεί η νέα μόδα, που θέλει τις προσόψεις των κτιρίων να γίνονται τεράστιες διαφημιστικές επιφάνειες. Αυτό από μια άποψη έχει κάποιο γούστο και μια παιχνιδιάρικη πλευρά, καθώς κάνει το δρόμο να αλλάζει κάθε τόσο όψη.

Αλλά από την άλλη γεννά το ερώτημα, γιατί να καταβάλλεται τόσος κόπος και να γίνεται τόσος λόγος για την αρχιτεκτονική, αφού η Αθήνα θα μπορούσε να καλύψει με ρεκλάμες όλα της τα κτίρια και αυτό να προκαλέσει παγκόσμια πρωτοπορία και τουριστική ατραξιόν.

Φωτό: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ