Πολιτισμος

Η μανία με το παρελθόν

Γιατί κάποιοι επιμένουν να αγαπούν τα «παλιά» πράγματα στην τέχνη (και όχι μόνο)

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Από τα βιβλία στον κινηματογράφο, και από τον αθλητισμό στην εστίαση, η γοητεία του παρελθόντος είναι για κάποιους ακατανίκητη
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Τome.

Από τα βιβλία στον κινηματογράφο, και από τον αθλητισμό στην εστίαση, η γοητεία του παρελθόντος είναι για κάποιους ακατανίκητη

Διάβασα εχθές τον τίτλο μιας συνέντευξης του Sebastian Faulks στον Independent, σχετικά με το δέκατο έκτο μυθιστόρημά του. Η συνέντευξη πάντως είχε τίτλο σχετικό με ένα παλιότερό του βιβλίο — αυτόν: «I stopped watching Bond when Sean Connery left». Το κείμενο είναι βέβαια μια χαρά και να το διαβάσετε —ο Φοξ είναι μια χαρά συγγραφέας—, αλλά εμένα το μάτι μου κόλλησε στον τίτλο. Γιατί κι εγώ σταμάτησα να βλέπω τις ταινίες με τον Τζέιμς Μποντ όταν σταμάτησε να τον υποδύεται ο Σον Κόνερι. Ή περίπου, τέλος πάντων. Μπορεί να είδα μερικές κι από τις άλλες, ξεφυλλίζοντας κι από κανένα βιβλίο του Ρόμπερτ Ε. Χάουαρντ στο μεταξύ, αλλά ο Τζέιμς Μποντ βέβαια ΕΙΝΑΙ ο Σον Κόνερι (άντε και ο Ρότζερ Μουρ). Ο Τίμοθι Ντάλτον προφανώς δεν πιάνεται, και ο Πιρς Μπρόσναν είναι καλός-χρυσός αλλά είναι ο Πιρς Μπρόσναν, δηλαδή οκέι — ενώ ο Ντάνιελ Κρεγκ μού προκαλεί καούρες στο στομάχι ακόμα και αν δεν φαίνεται στα πλάνα, ακόμα κι αν δεν παίζει στο έργο και κάποιος τύχει να τον αναφέρει. Άλλωστε τα έργα που παίζει ο Κρεγκ δεν είναι τζεϊμσμποντικά, είναι κωμικές περιπέτειες με εκρήξεις, ρολόγια που κάνουν πιο πολλά λεφτά απ’ όσα κάνω όλος μαζί εγώ, κασκαντεριλίκια (τα οποία αγαπώ μεν, αλλά ό-χ-ι στον Τζέιμς Μποντ: στις Επικίνδυνες Αποστολές), με μια λέξη τραγέλαφοι.

Εν πάση περιπτώσει: σταμάτησα να βλέπω τις ταινίες του Τζέιμς Μποντ όταν σταμάτησε να τον υποδύεται ο Σον Κόνερι.

Αλλά δεν έμεινα εδώ. Όχι βέβαια. Σταμάτησα επίσης, ας πούμε, να παρακολουθώ Φόρμουλα 1 όταν έπαθε ό,τι έπαθε ο Σουμάχερ, σταμάτησα να βλέπω τένις όταν τα παράτησε ο Μποργκ, σταμάτησα να βλέπω μποξ όταν δάγκωσε το πρώτο αυτί του ο Μάικ Τάισον, σταμάτησα να ασχολούμαι φανατικά με το μπάσκετ όταν ο Μητρούδης έδιωξε τον Γκάλη από τον Αυτοκράτορα Άρη (κι αν πάω πού και πού στο Παλέ, πάω γιατί δεν γίνεται αλλιώς), σταμάτησα να διαβάζω κόμικς όταν τα έβαλε η Ελευθεροτυπία στο «9» κι έγιναν του συρμού, σταμάτησα να πηγαίνω σινεμά όταν χτίστηκαν τα μούλτιπλεξ, σταμάτησα να διαβάζω αστυνομικά όταν άρχισαν να ασχολούνται με κοινωνικο-πολιτικά θέματα και με το πόσο κακός είναι ο καπιταλισμός και πόσο λίγο το κοινωνικό κράτος, και όχι με δολοφόνους, μπουνίδια και πιστολίδια. Πιάνετε το νόημα. Προφανώς και δεν έχω δει το καινούργιο Dune, αυτό μάς έλειπε, και έπαθα κορονοϊό με το που είδα τα πρώτα δέκα λεπτά τού Blade Runner 2000-κάτι, απλώς και μόνο βλέποντάς το, χωρίς να υπάρχει άνθρωπος εκεί κοντά για να με κολλήσει. (Τι αίσχος ήταν αυτό. Και να πω εδώ ότι το κανονικό Blade Runner είναι μακράν η #1 ταινία μου όλων των εποχών).

Αν ψάξω θα βρω πάμπολλα παρόμοια παραδείγματα. Μου αρέσουν, π.χ., οι Ford Mustang, αλλά οι Ford Mustang της δεκαετίας τού 60, οι σημερινές όχι — κι ας μην τις έχω δει καν: δεν μου αρέσουν καθόλου, δεν μου αρέσουν οριστικά, και πιθανότατα έχει αγοράσει το μαγαζί καμιά κινέζικη εταιρία που φτιάχνει ηλεκτρικές σκούπες και λούτρινα αρκουδάκια. Ή τις Βέσπες. Δεν τις μπορώ. Κι ας καβάλαγα ένα σαράβαλο κι εγώ πριν από σαράντα χρόνια, αιωνία του η μνήμη. Σταμάτησαν να μου αρέσουν οι καινούργιες. Κάτι φιστικί ματ που βλέπω τώρα με τον Σνούπι επάνω με κάνουν να αλλάζω πεζοδρόμιο — γιατί είναι παρκαρισμένες στο πεζοδρόμιο. Όπως επίσης ακούω νεγκρόνι και φουντώνει ο woke εαυτός μου. Δεν μπορώ να βάλω στο στόμα μου άλλο ποτό από κρασί-μπίρα-ουίσκι, άντε και κανένα τσίπουρο άνευ, αλλά ΝΕΓΚΡΟΝΙ, μπρο; Λίγο ήμαρτον. Ή ξέρω γω κάτι άλλα κοκτέιλ της μόδας, ή κάτι απεριτίφ που τα ανακάλυψαν στην Ελλάδα επί Κρίσεως, τύπου άπερολ και τα λοιπά, και πρέπει να τα πίνεις και να σου αρέσουν αλλιώς δεν δικαιούσαι διά να ομιλείς. Προτιμώ να πιω το λικέρ από κράνα που έβαζε σε μπουκάλια η μάνα μου να ζυμωθεί στον ήλιο, που άμα έπινες δυο-τρία σφηνάκια άρχιζες να τραγουδάς τον εθνικό ύπνο — ανάποδα.

Όχι, δεν μου αρέσει το φιλμ (στη φωτογραφία και στον κινηματογράφο), δεν έχω τέτοια φετίχ, ούτε πιστεύω ότι τα βινύλια ακούγονται καλύτερα και κάτι τέτοια χαζά που λένε κάτι περίεργοι. Ούτε βγαίνω έξω με καμπάνες και λευκές ρίγες στο στενό κοτλέ μαύρο παντελόνι μου, όπως τότε μια φορά στα δεκαεφτά μου σε μια υπαίθρια ντισκοτέκ της Καλαμαριάς — ένα δημόσιο ρεζίλεμα που δεν θα ξεπεράσω ποτέ στη ζωή μου. Ούτε ξαφνικά αγαπώ το κοτόπουλο επειδή μία Κυριακή στις τέσσερις πηγαίναμε οικογενειακώς και τρώγαμε ψητή κότα όταν ήμουν παιδί, και κάτι μάς φαινόταν — ότι ήμασταν στη Βενετία, ας πούμε, και όπου να ’ναι θα μπαίναμε στις γόνδολες να μας τραγουδάνε βενετσιάνικα σκυλάδικα οι βαρκάρηδες. Το κοτόπουλο το σιχαίνεται το είναι μου.

Ούτε ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ παλιό, οτιδήποτε συνέβαινε ή υπήρχε «τότε» ήταν καλύτερο από σήμερα. Το αντίθετο ισχύει. Στα ΠΑΝΤΑ. Το ξέρουμε πια, δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος που να βλέπει μια νυχτερινή φωτό από την Ομόνοια επί χούντας, με τις κούρσες να κάνουν τον κύκλο, τα νερά να πλατσουρίζουν, τις ρεκλάμες να λανσάρουν το Cinzano και τις μαρκίζες να διαφημίζουν τις ντίβες της εποχής, ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΤΑΕΙ ΛΑΪΚ.

Αυτό που προσπαθώ να πω είναι πως κάποιοι άνθρωποι, για λόγους που εκείνοι ξέρουν, τείνουν πού και πού — σημειωθήτω: χωρίς να ενοχλούν κανέναν— να πιάνονται από κάποια, ίσως μια στάλα σκουριασμένα, πραγματάκια για να εξισορροπήσουν κάπως την τρέλα τού σήμερα. (Είδατε τον τόνο; ΠΑΝΤΑ τονίζουμε το άρθρο όταν προηγείται λέξη που ΔΕΝ τονίζεται στην προπαραλήγουσα και ακολουθεί άκλιτη λέξη: απλό). Και όταν λέμε τρέλα, εννοούμε τη μανία και την παραφορά των πολλών, τη βουή και την αντάρα του πλήθους, όλων αυτών που τρέχουν αιωνίως διψασμένοι και ανευχάριστοι πίσω από τους λογής νεωτερισμούς.

Μερικοί, βέβαια, ίσως να το παρακάνουμε. Δεν λέω. Μερικοί απέχουμε σχεδόν πλήρως από τα σημερινά σίριαλ, ξέρω γω (φανταστείτε: τα λέμε ΣΙΡΙΑΛ και όχι ΣΕΙΡΕΣ, από κει να δείτε — πόσο μπούμερ, Θεέ μου!…), βλέπουμε αντ’ αυτών παλιά επεισόδια από κάτι αμερικάνικα έργα όπου όλοι οι ηθοποιοί έχουν πεθάνει προ πολλού, ξεφυλλίζουμε για εκατοστή φορά παλιά βιβλία τσέπης (αν και εννιά στις δέκα φορές το κάνουμε στο Kindle, στο Fire ή στο iPad — τα έχουμε όλα αυτά, δεν είναι η τεχνολογία το πρόβλημα, οι άνθρωποι είναι: οι πολλοί), και γενικώς, ω ναι, νοσταλγούμε την παιδική μας ηλικία, έναν καιρό που έμοιαζε κάπως με βιβλίο του Μπράντμπερι, έναν καιρό που ήμασταν νέοι, που ήμασταν πολύ πιο μακριά από τον θάνατο.

Γιατί κάποιοι επιμένουν να αγαπούν τα «παλιά» πράγματα στην τέχνη (και όχι μόνο)
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Τome.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ