Πολιτισμος

Κωνσταντίνος Τζούμας: Το τελευταίο «δήθεν» ήταν το σημαντικότερο

Εκείνη τη μέρα που το τηλεοπτικό συνεργείο κάποιου πρωινάδικου του «πήρε συνέντευξη»...

Καρολίνα Μέρμηγκα
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Κωνσταντίνος Τζούμας έφυγε σήμερα από τη ζωή κλείνοντας μαλακά την πόρτα

Αποχαιρετώντας μας με μια ευγενική και κομψά ειρωνική κίνηση του κεφαλιού, ο Κωνσταντίνος Τζούμας κλείνει μαλακά την πόρτα πίσω του. Μαζί του παίρνει μιαν εποχή που τέλειωσε· κάποιοι το έχουμε πάρει ήδη είδηση, άλλοι θα το καταλάβουμε σε λίγο.

Η εποχή εκείνη δεν ήταν πιο «αθώα», όχι. (Το να βαφτίζουμε το παρελθόν αθώο δεν είναι παρά μια ακόμα παρακαμπτήριος της νοσταλγίας μας για κάτι που πιθανότατα δεν υπήρξε ποτέ.) Ήταν όμως πιο γενναία, όχι μόνο γιατί δεν είναι και τόσο εύκολο να σαρκάζεις το είδωλό σου χωρίς να συνοδεύεσαι από κανένα φίλτρο καλλωπιστικών, κανέναν υπερεξοπλισμό δικαιολογιών και κυρίως καμία πολιτοφυλακή δικαιωματιστών, αλλά και γιατί η ανοησία, η αποτυχία, ήταν τότε ακόμα αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα. Και ήταν και πιο διασκεδαστική: με τον τρόπο μιας διασκέδασης που σήμερα, ήδη, γίνεται όλο και πιο σπάνια. Με τον τρόπο όσων μπορούσαν να κοιτούν τον εαυτό τους στον καθρέφτη και να χαμογελούν, έστω και λίγο πικρά.

Και ήταν, πάντως, και πιο τίμια.

Εκείνη τη μέρα που το τηλεοπτικό συνεργείο κάποιου πρωινάδικου του «πήρε συνέντευξη», ο Κωνσταντίνος Τζούμας δεν ήταν καλά. Τα σημάδια ότι κάποιος δεν είναι καλά είναι πάντα εκεί, δεν απαιτείται ιδιαίτερη ευαισθησία για να τα δούμε – απαιτείται αντίθετα ιδιαίτερη, αμείλικτη αποφασιστικότητα για να τα αγνοήσουμε. Απαιτείται η στοχοπροσήλωση του να πρέπει να κάνεις γρήγορα-γρήγορα την πιασάρικη ερώτηση σ’ εκείνον που ξέρεις ότι δεν πρόκειται ποτέ να αρνηθεί ν’ απαντήσει, να ζητήσεις τις «δυο φρασούλες» περιορισμένων λέξεων, κατανοητές για τους ακροατές κι εύχρηστες για τους δημοσιογράφους, ώστε μετά να μαζέψεις μικρόφωνα και κάμερες και να τρέξεις να τις παραδώσεις. Για να βγουν στον αέρα, αυτές οι φρασούλες ειπωμένες στο τσάκα-τσάκα, και μετά ν’ ανέβουν στα σόσιαλ, και μετά στα πληκτρολόγια. Για να τις παραδώσεις στο λιντσάρισμα του κάθε πληκτρολογίου. Είναι τόσο εύκολο και γρήγορονα μετατραπεί μια φράση σε χημικό όπλο μαζικής εξόντωσης· αυτός είναι ο γενναίος καινούργιος κόσμος μας.

Αλλά δεν ήταν ο κόσμος του Κωνσταντίνου Τζούμα. Μπορεί να ήξερε ότι η δημοσιότητα πάντα μυρίζει και λίγο θειάφι, αλλά γι’ αυτόν ένα τηλεοπτικό συνεργείο δεν μπορούσε να είναι ο εχθρός – ήταν ένας τρόπος να ζει. Γιατί να φοβηθεί και ν’ αποφύγει να κοιταχτεί μπροστά μας, ατελής κι ελαφρός κι αντιφατικός, πότε σωστός και πότε λάθος, στον καθρέφτη; Αυτό έκανε πάντα. Γιατί να μη δώσει μιαν ακόμα επιτυχημένη ή όχι παράσταση που (το ξέρουμε δα) δεν γίνεται ποτέ χωρίς μάσκα; «Το δήθεν εμπεριέχει μια παράσταση» έλεγε. «Δίνεις μια παράσταση για τους άλλους, για να δείξεις ότι είσαι κάτι άλλο από αυτό που νομίζεις ότι είσαι, γιατί δεν αντέχεις αυτό που είσαι. Πάρα πολλά όμορφα πράγματα, όμως, ξεκίνησαν από κάτι δήθεν, για να καταλήξουν σε κάτι ουσιαστικό».

Συμβαίνει και θα συμβαίνει πάντα: το άγριο θηρίο που τόσα χρόνια χειριζόσουν επιδέξια χτυπώντας σαν θηριοδαμαστής το μαστίγιό σου μ’ ένα σαρκαστικό χαμόγελο, μιαν αεράτη χειρονομία, ξαφνικά έχει αλλάξει και δεν το ξέρεις. Είναι κάτι άλλο, πολύ πιο άγριο κι ανελέητο – είναι εμείς, τώρα, η νέα εποχή. Που για να βγάλει το πεντάλεπτό της στον αέρα θα αποφασίσει να μη δει, να μην ακούσει, να μην καταλάβει. Το παιχνίδι που μια ζωή έπαιζε ο Κωσταντίνος Τζούμας όσο πιο επιδέξια κι ανώδυνα μπορούσε (πετάς μια προκλητική λέξη εδώ και μιαν υπαινικτική εκεί χωρίς να λες στην πραγματικότητα τίποτα, δίνοντας μόνον ό,τι χρειάζεται για να κάνουν εκείνοι τη δουλειά τους κι εσύ τη δική σου), άλλαξε. Και έτσι το «δήθεν» του, η σκληρή no filter ματιά του στον καθρέφτη που ίσως δεν άντεχε αυτό που έβλεπε (ίσως κι εμείς τότε αντέχαμε πολύ λιγότερο τα δικά μας είδωλα), η απροστάτευτή του παράσταση που ακριβώς γι’ αυτό ήταν πάντα τίμια, τιμωρήθηκε.

Τον τιμωρήσαμε εμείς, τον Κωνσταντίνο Τζούμα. Η καινούργια αντισηπτική εποχή μας που δεν συγχωρεί, μόνο παραβλέπει όταν πρέπει να προλάβει το δελτίο των οκτώ. Μόνο που, βέβαια, η τιμωρία τον ίδιο τον άγγιξε ελάχιστα – να, έκανε μια ελαφρά υπόκλιση κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. Εμείς τιμωρηθήκαμε, μ’ έναν τρόπο που ακόμα δεν καταλαβαίνουμε. Χάθηκαν μαζί του οι γελαστοί απόηχοι μιας άλλης εποχής και μείναμε μόνοι εδώ, μέσα στη προσεγμένη σιωπή μας – μέσα στην όλο και πιο πυκνή αφωνία μας, συμπύκνωση του φόβου μας ότι κάποιος κοντά μας θ’ αρπάξει το κάθε «δήθεν» μας, την κάθε επιτυχημένη ή όχι παράστασή μας, την κάθε σοφή ή ανόητη κουβέντα μας, και θα την κάνει λάβαρο μιας ακόμα πιο αυτάρεσκης σταυροφορίας.

Μείναμε αγέλαστοι κι άκαμπτοι, ολοένα και πιο τρομαγμένοι ότι μπορεί κάποιος δίπλα μας, πλάι μας, να βιάζεται για να παραδώσει στο δελτίο των οκτώ.