Πολιτισμος

Κωνσταντίνος Τζούμας: Οι εκμυστηρεύσεις για τη ζωή του και την Αθήνα στην ATHENS VOICE

Ο κοσμοπολίτης Αθηναίος μέσα από τα δικά του λόγια

Δημήτρης Αθανασιάδης
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πέθανε ο Κωνσταντίνος Τζούμας σε ηλικία 78 ετών: Οι διηγήσεις και οι συνεντεύξεις του στην ATHENS VOICE για τη ζωή στην Αθήνα, τη Νέα Υόρκη, τον κόσμο που έζησε

Γεννήθηκε στον Πειραιά το καλοκαίρι του 1944, στις 30 Αυγούστου, κι έγινε ένας κοσμοπολίτης Αθηναίος αφήνοντας την τελευταία του πνοή σε ηλικία 78 ετών, το καλοκαίρι του 2022. Ηθοποιός, ραδιοφωνικός παραγωγός και συγγραφέας, ο Κωνσταντίνος Τζούμας ήταν ένας άνθρωπος που τραβούσε πάντα τον δικό του δρόμο, ξεχωρίζοντας με το ύφος και το στιλ του σε όποια διαδρομή κι αν τον αντίκριζες.

Κωνσταντίνος Τζούμας, Τάκης Σπυριδάκης και Τάκης Μόσχος στην ταινία «Γλυκιά Συμμορία» του Νίκου Νικολαΐδη

Η Αθήνα του Κωνσταντίνου Τζούμα

Το πρώτο διαμέρισμα που έζησε μόνος του ήταν «στο υπερυψωμένο ισόγειο της Ξενοκράτους - κέντρο διερχομένων κοσμοπολίτικης ελεγκάντσας». Η καλύτερη δεκαετία για την Αθήνα κατά τη γνώμη του ήταν «πριν τη Χούντα, γιατί κάτι είχε απογειωθεί, και κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, που επέστρεψαν διάφορες φυσιογνωμίες από το εξωτερικό». Θαμώνας του ιστορικού καφέ «Φίλιον» στην οδό Σκουφά, στο Κολωνάκι, σύχναζε κάποτε στα Μπραζίλιαν, Zonar’s, Floca και Βυζάντιο. «Θα σου φύγει το κλαπέτο», «κλατάρω», «φρικάρω», «φλιπάρω», ήταν οι «αθηναϊκές» φράσεις που θεωρούσε πως έχουν εκλείψει. Και στην ερώτηση τι κάνει κάποιον Αθηναίο, ο ορισμός που έδινε ο ίδιος ήταν «το να μην αγωνιά να διακριθεί». Έχοντας περιγράψει το αθηναϊκό πνεύμα στο βιβλίο του «Ως εκ θαύματος», ο εστέτ Κωνσταντίνος Τζούμας είχε πάντα ένα coolness που κάποιοι θα μπορούσαν να περιγράψουν ως ιδιορρυθμία. Την καλοκαιρινή βραδιά που η εθνική κατέκτησε το EURO 2004, βρισκόταν στον Ευαγγελισμό με τον ορό της χημειοθεραπείας στη φλέβα. Ο μεγαλύτερος αθηναϊκός φόβος του ήταν «να χάσει η Αθήνα τον κοσμοπολιτισμό της» είχε εκμυστηρευτεί μιλώντας στην ATHENS VOICE και τη στήλη ΑΘΗΝΑ ID τον Ιούνιο του 2010.

Κωνσταντίνος Τζούμας: Οι ιστορίες για τη ζωή του

«Όταν ήμουν νέος έγραφα εκθέσεις που έκαναν αίσθηση. Όπως γράφω και στο βιβλίο (σ.σ. «Πανωλεθρίαμβος», εκδόσεις Καστανιώτη) υπάρχει ο Πάρης ο Σιδηρόπουλος, που περιέγραφε έναν κόσμο τύπου σοσιαλιστικού ρεαλισμού επηρεασμένος από το μαρξισμό, ένα καλύτερο αύριο, και γω από τότε, ξεκάρφωτα, χωρίς καμία γνώση, περιέγραφα τον παράλογο κόσμο στον οποίο ήδη ζούμε, ότι η παρέλαση της 25ης Mαρτίου φερ’ ειπείν είναι γεμάτη από μπανιστηρτζήδες, κολλητιτζήδες και αυτά όλα κάνανε μεγάλη αίσθηση στους μαθητές, αλλά μονίμως οι καθηγητές... “εκτός θέματος”, υπογράμμιση: “Aλλά τι ωραία που αφηγείσαι την ιστορία”. Ήδη είχα, λοιπόν, το πρώτο δείγμα αυτού που λέμε “πανωλεθρίαμβος”, δηλαδή την ίδια στιγμή που ανέβαινα στα μάτια των συμμαθητών μου και αυτοστεφανωνόμουνα για το κατόρθωμά μου, που είχε να κάνει με παραβατικότητα, με φάουλ στην ουσία, η επίσημη πλευρά, γυμνασιάρχες, καθηγητές κ.λπ. το θεωρούσαν εκτός θέματος» είχε εξηγήσει ο Κωνσταντίνος Τζούμας το 2008 μιλώντας στην ATHENS VOICE για το πρώτο βιβλίο της αυτοβιογραφικής του τριλογίας.

Ο Κωνσταντίνος Τζούμας για τους μύθους

«Ήμουνα πάντα υπέρ της απομυθοποίησης. Nομίζω ότι συνδεθήκαμε και ως γενιά με την αμφισβήτηση. Mε παρέλαβε η τζαζ και το σινεμά, ο ήχος και η εικόνα, και με πήγε μέχρι τα 30-40. Ξαναγύρισα τώρα στα βιβλία γιατί διαπίστωσα ότι μπορεί να είναι πολύ απατηλό να ζεις ντοπαρισμένος για πολύ καιρό, μια που μιλάμε αυτή την εποχή και για το ντόπινγκ. Eίμαι πολύ εξοικειωμένος με την ιδέα της μυθοποίησης και απομυθοποίησης. Aπό πολύ νωρίς βρέθηκα και στα παρασκήνια ξέρεις, και το είδα. Έβλεπα μεγαλειώδεις χορεύτριες να εκπέμπουν θηλυκότητα, και πήγαινες στα καμαρίνια και ήταν γεμάτες κράμπες, τσιρότα, νευροκαβαλικεύματα, γρατσουνιές. Ένα Bατερλό, ερείπιο, αυτό το κάλλος πάνω στη σκηνή, η τελειότης, η ομορφιά. Eντέλει, αυτός ο μύθος είναι από τα πιο απατηλά πράγματα που μπορεί να συναντήσει κανείς. Kοστίζει τα πάντα και δεν έχει κανένα νόημα...» είχε σχολιάσει.

Ο Κωνσταντίνος Τζούμας και η γενιά του

«…από κάθε γενιά κάποια παιδιά μπορεί να έχουν ένα κοινό εύρος, να τα συνδέει κάτι, ένα υπόγειο ρεύμα. Θυμάμαι παλιά πηγαίναμε σε κάτι συνεστιάσεις παλιών συμμαθητών, οι περισσότεροι είχαν μπει σε έναν τρόπο ζωής με πολλές φροντίδες, υποχρεώσεις, οικογένεια, τα χρόνια του σουρεάλ, του ονείρου, είχαν σταματήσει με το τέλος των γυμνασιακών, άντε των φοιτητικών χρόνων. Δεν υπήρξε συνέχεια. Kαι προσπαθούσαν σαν φαντάσματα να αναστήσουν εκείνα τα αστειάκια μες στην τάξη, και μας έκανε εντύπωση με 1-2 φίλους, εμείς είχαμε προχωρήσει, είχαμε κάνει άλλα πράγματα, είχαμε ταξιδέψει, εμάς η ζωή μας στη συνέχεια είχε ακόμα πιο συναρπαστικές περιπέτειες, ακόμα πιο αστείες ιστορίες, ακόμα πιο σπαρταριστά επεισόδια» είχε εξηγήσει.

Ο Κωνσταντίνος Τζούμας για το ίντερνετ και τη γενιά της περιπλάνησης

«Yποθέτω πως και το να σερφάρεις στο ίντερνετ είναι ένα είδος τυχοδιωκτισμού. Nα παίζεις και να επικοινωνείς. Πρέπει να πω ότι τότε, εκείνα τα χρόνια, ο τυχοδιώκτης έχαιρε μεγάλης εκτίμησης. Συνεπαγόταν ότι είναι έξυπνος, ξέρει να επιβιώνει, ερωτικός. Eίχαμε την εικόνα ενός ανθρώπου που έχει μάθει πιάνο και ταξιδεύει όπου τον φέρνουν οι έρωτες και οι φιλίες, και επί τη ευκαιρία πιάνει δουλειά σε ένα πιάνο μπαρ και όσο καθίσει εκεί, όσο κρατήσει η φιλία ή ο έρωτας παίζει το βράδυ πιάνο...» είχε απαντήσει στην ATHENS VOICE.

Ο Κωνσταντίνος Τζούμας με την Ίζαμπελ Γουόρντ στη Νέα Υόρκη. Παντρεύτηκαν για να βγάλει η Ίζαμπελ Γουόρντ διαβατήριο στην Αμερική.

Ο Κωνσταντίνος Τζούμας για τη Νέα Υόρκη

«Όχι. Kαταρχήν είμαι σίγουρος ότι δεν θα μπορούσα να συνεχίσω αυτόν το ρυθμό. Δηλαδή, ένας από τους λόγους που έφυγα είναι ότι το είχα δει το έργο και είπα, όχι, δεν θέλω άλλο από αυτό! Eξού και όταν γύρισα δεν ξαναπήγα ούτε και επίσκεψη στο Mανχάταν. Δεν είχα καμία περιέργεια. Ήθελα να γνωρίσω άλλες φάσεις... Kαι άρχισα να γοητεύομαι από την Kεντρική Eυρώπη, τα καλλιτεχνικά της καφενεία. Στα Hμερολόγια του Kανέτι σου τρέχουν τα σάλια να ήσουνα εκεί, στα καφενεία του μεσοπολέμου, στη Zυρίχη, στη Bιέννη, στο Bερολίνο. Kαι να κάθεται τώρα στα διπλανά τραπέζια ο Thomas Man, ο Kokoska, ξέρεις, ο Veil, o Brecht, όλοι αυτοί, όλοι συγγραφείς απίστευτοι. Tώρα, επειδή έχει ισοπεδωθεί το σύμπαν, έχω πιο πολύ ανάγκη να μου θυμίζει ότι υπήρξε κάποτε αυτή η ατμόσφαιρα. Προσπαθώ να διασώσω στο χαρτί τι γινόταν τότε και πώς παιζότανε το παιχνίδι» είχε εξομολογηθεί ο Κωνσταντίνος Τζούμας απαντώντας στην ερώτηση αν μετάνιωσε που έφυγε από τη Νέα Υόρκη.

Κωνσταντίνος Τζούμας: Θα μπορούσε κάλλιστα να με έχει πετάξει κι εμένα έξω η ζωή

«Kατά κάποιον τρόπο ναι, γιατί πάρα πολλοί φίλοι και γνωστοί στην πορεία, στη διαδρομή, έχουν φλιπάρει... και πολύ ωραίοι τύποι, που περίμενε κανείς ότι είχαν βρει έναν τρόπο να κρατάνε τις ισορροπίες και να έχουν ένα μέτρο, αλλά όμως δεν... Eυχαριστιέμαι και με αυτό, ότι είμαι τυχερός, γιατί θα μπορούσε κάλλιστα να με έχει πετάξει κι εμένα έξω η ζωή, στις ξέρες...» είχε σχολιάσει χαρακτηριστικά εξηγώντας αν αισθάνεται «επιβιώσας».

Ο Κωνσταντίνος Τζούμας περπατά στο αγαπημένο του Κολωνάκι

Ο Κωνσταντίνος Τζούμας και η αγάπη του για το Κολωνάκι

Ο Κωνσταντίνος Τζούμας είχε αναλύσει με τον δικό του μοναδικό τρόπο τον κοσμοπολιτισμό της αθηναϊκής γειτονιάς του κέντρου μέσα από το κείμενο «Το σατέν και το μηδέν» που δημοσιεύτηκε στην ATHENS VOICE.

«Τη δεκαετία του ’60 η ηθοποιός Ρίτα Μπενσουσάν είχε δημιουργήσει το Market – ένα μίνι πολυκατάστημα με καφέ στο τέρμα της Τσακάλωφ πίσω από τον Άγιο Διονύσιο. Σ’ ένα από τα μαγαζάκια ήταν μια κοπέλα που φλέρταρε κρυφά –υποτίθεται– τον γκόμενο της Ρίτας. Μόνο που η Ρίτα ήταν γάτα και για να την εκδικηθεί, μια μέρα που η άλλη φορούσε ένα ελαφρύ φουστανάκι, ρωτώντας την “τι είναι;” και παίρνοντας την απάντηση “σατέν”, τράβηξε το φουστάνι και αφήνοντάς τη γυμνή της είπε: “To σατέν και το μηδέν”. Μια φράση που μερικοί θεωρούν πως περιγράφει το μέσα και το έξω του Κολωνακίου. Όμως το Κολωνάκι ήταν ανέκαθεν η πιο κοσμοπολίτικη περιοχή της Αθήνας.

Το νιώθαμε από τότε, στη δεκαετία του ’60, όλα εμείς τα παιδιά του Πειραιά που κατεβαίναμε στην πλατεία. Είχε άλλες μυρωδιές, ήταν διαφορετικός ο τρόπος που ντυνόντουσαν κάποιες τύπισσες, μέχρι και η επιδερμίδα τους ήταν πιο διάφανη! Εκεί συναντούσες κορίτσια να κρατάνε ένα βιβλίο των εκδόσεων Γαλαξίας – ιδανική αφορμή για να πιάσεις συζήτηση. Για μας οι κάτοικοι του Κολωνακίου ήταν περισσότερο φιλέλληνες παρά  Έλληνες –ίσως γιατί είχαν έναν ευρωπαϊκό αέρα, λόγω των πολλών ταξιδιών. Θυμάμαι να καθόμαστε με την παρέα μου και να προσπαθούμε να καταλάβουμε τι καπνό φουμάρει η διπλανή μας παρέα: “Αυτή πρέπει να πηγαίνει σχολή Δοξιάδη”, που ήταν πολύ στη μόδα, μαντεύαμε. Το κλίμα… μύριζε Λονδίνο, με φωτογράφους σαν τον Μανιάτη, τη Ρηνιώ Παπανικόλα με το δισκάδικο “Blow Up”, τη συγγραφέα Μαρία (τότε Μπερνάρ) Μήτσορα –ένας θρυλικός Μικ Τζάγκερ–, τον Φαληρέα με το θρυλικό Pop Eleven, τον Γιώργο Κούνδουρο με το μπαρ No1 στον πρώτο όροφο στη Σκουφά 1. Ο Kούνδουρος είχε την άποψη πως πάντα πρέπει να έχεις ένα στέκι, “διότι κάποια ξέμπαρκη ψυχή κάποτε θα περάσει και θα θελήσει τη συντροφιά σου, γι’ αυτό πρέπει να είσαι πάντα εκεί”, έλεγε.

Εκτός από αυτούς τους “λονδρέζους” συναντούσες και εκπροσώπους της γερμανικής –δες Ροντήρη– αλλά και της γαλλικής κουλτούρας, όπως κυρίες με λουλακί μαλλί που σύχναζαν στου Μπόκολα, εκεί που είναι τώρα το Da Capo. Μιλούσαν ελληνικά με γαλλική προφορά: “Μολών λαβιεεέ”! Παρά τον κοσμοπολιτισμό τους ήταν αθώες. Βλέποντας τα αγόρια με τα τριπαρισμένα μάτια να συχνάζουν για να φάνε λουκουμάδες, μουρμούριζαν “Αx, τι ωραία που οι νέοι σέβονται τα παραδοσιακά γλυκά μας!”, ενώ αυτά ήταν λιώμα από τα χασίσια και το μόνο που θέλανε ήταν να φάνε κάτι γλυκό.

© Βασίλης Γκογκτζίλας

Μια φορά μια φίλη παραπονιόταν πως δεν υπάρχουν πια άνδρες που να είναι και έτσι και αλλιώς – εξαιρώντας εμάς. “Δηλαδή, βρε παιδί μου, πώς θέλεις να είναι;” την είχα ρωτήσει. “Να είναι σαν αυτόν!” μου απάντησε και μου έδειξε τον… Τζον Κασαβέτις, που στεκόταν στο περίπτερο! Έτυχε να τον είχα γνωρίσει στην Αμερική, έτσι σηκώθηκα να τον φέρω στην παρέα. Δέχτηκε, αλλά εμφανίστηκαν δύο με μια Μερσεντές από το γραφείο του Δημητριάδη, που τότε αναλάμβανε ξένες κινηματογραφικές παραγωγές στην Ελλάδα, και τον πήραν – έπαιζε στην “Τρικυμία” του Μαζούρσκι, που γυριζόταν στο Αγκίστρι. Έβλεπες συχνά σταρ, όπως τον Φρανκ Σινάτρα, τον Ζιλμπερτ Μπεκό, τον Σαρλ Αζναβούρ, τη Ρόμι Σνάιντερ, τον Μπελμοντό… Έπιαναν κουβέντα μαζί σου, μπορεί να έπαιζε και κανένας έρωτας. Τώρα βλέπεις μόνο κάτι τηλεοπτικές φάτσες…

Ήταν ένα ωραίο καφέ μπαρ, το Piccolo στην Πατρ. Ιωακείμ & Αναγνωστοπούλου, αλλά με μια ιδιαιτερότητα. Μαζευόντουσαν διάφοροι χαριτωμένοι φτωχοδιάβολοι ή κάποιες μούρες-βετεράνοι, μεταξύ αυτών και ένας πρωταθλητής του πινγκ-πονγκ με φάτσα Αλέν Ντελόν. Αυτοί ξέρανε σε πιο μπαλκόνι έπαιζε κάποιο καλό γυμνό ώστε να πάρουν μάτι, και είχαν στο μυαλό τους να αρπάξουν και καμία τσάντα. Εκεί λοιπόν, ένα μεσημέρι με απίστευτη ζέστη, είδαμε την κουκλάρα, τη Βερούσκα –τη θυμάσαι στο “Blow-Up” του Αντονιόνι;–, καθισμένη με μια τέτοια παρέα! Ούτε στη Λυκόβρυση ούτε στο Βυζαντινόν, που ήταν πιο σικάτα! Γενικά τότε δεν υπήρχαν “φυλές”. Όλοι μπερδευόντουσαν με όλους.

Ένα από τα χαρακτηριστικά της εποχής ήταν η γενναιοδωρία. Δεν υπήρχε περίπτωση να καθόσουν δίπλα σε μια φυσιογνωμία, όπως ο Χατζιδάκις, και να σε άφηνε να πληρώσεις! Ή θυμάμαι τον Χαρίλαο, είχε σαπουνοποιία, για τον οποίο λέγανε πως έπαιζε χαρτιά με τους Ρότσιλντ και συνόδευε στην όπερα την Γκάρμπο. Γε-ναι-ό-δω-ροι με ευγένεια και πολιτισμό, που διατηρούσαν ακόμη και στις εκπαραθυρώσεις τους. Και με τα ρούχα συνέβαινε αυτό. Σου άρεσε κάτι; Σου δάνειζε το αναθεματισμένο βελούδινο σακάκι, για να πας στο πάρτι το βράδυ. Καμία σχέση με τη σημερινή επίδειξη. Δεν ζητιόταν ούτε οικονομική επιφάνεια, ούτε σε ρωτούσαν σε ποιο κολέγιο πηγαίνεις.

Έπεφταν ξενύχτια με πολλές συζητήσεις – δεν έπαιζαν μόνο πειράγματα και γκομενιλίκα. Όλα αυτά  μέχρι τις αρχές του ’70. Τότε άρχισαν τα πολλά ναρκωτικά, εμφανίστηκαν καινούργιες πιάτσες και ξεκίνησαν οι διαρροές προς άλλες γειτονιές. Η δεκαετία του ’80 έφερε τη μεγάλη αλλαγή και καινούργιες τάξεις εμφανίστηκαν. Ευτυχώς, όμως, το Κολωνάκι ήταν ήδη χτισμένο κι έτσι γλίτωσε από τα οχυρωματικά έργα που έχτισαν σε άλλες συνοικίες οι νεόπλουτοι. Παραμένει μποέμ και χαλαρό. Γιατί μπορεί να είναι καταγραμμένο στη συνείδηση πολλών σαν μια πανάκριβη συνοικία με ακριβά καταστήματα κ.λπ., ωστόσο εκτός της πλατείας παραμένει μια γειτονιά με φούρνους, καθαριστήρια και φαγητό, από το πιο απλό μέχρι σκουπίδια πολυτελείας. Και με βολεύει απόλυτα. Σήμερα που δεν είμαι νέος, θέλω όλα να τα έχω στα πόδια μου. Αν και το αστείο είναι πως κάθε δεκαετία πιάνω τον εαυτό μου να κατεβαίνει προς τα κάτω· να μειώνω την ανηφόρα.

Όταν αναμόρφωναν την πλατεία, κάποιες κυρίες μουρμούριζαν. “Κύριε Τζούμα, εσείς που έχετε εκπομπή στο ραδιόφωνο, πρέπει να το καταγγείλετε. Την καταστρέφουν!” “Για καθίστε”, απάντησα, “λέτε συνέχεια τι ωραία που ήταν η πλατεία κάποτε! Γιατί ήταν ωραία; Κάτι φαντάροι με μπέιμπι σίτερ σύχναζαν και είχε και κάποια ουρητήρια. Ποια ήταν η ομορφιά της, δηλαδή; Τώρα είναι γεμάτη από νέα παιδιά που κάνουν σκέιτ μπορντ”. Όλα αυτά είναι εφηβικά κολλήματα. Νομίζω πως οι περισσότεροι γκρινιάζουν γιατί πέρασε η ηλικία που ένιωθαν ερωτικά επιθυμητοί. Γιατί πέρασε εκείνη η εποχή που ήταν περιζήτητοι/τες στα κρεβάτια και τώρα κάτι ξεσαλωμένες κλέβουν την παράσταση. Γι’ αυτό όμως δεν φταίει η πόλη. Πρέπει να δεχόμαστε πως έχουμε περάσει λίγο πιο πίσω, πως οι σημερινοί νέοι έχουν τον πρώτο λόγο, πως η ζωή προχωράει με τα καλά της και τα αρνητικά της. Αυτό χρειάζεται. Τίποτα περισσότερο».

Ο Κωνσταντίνος Τζούμας ως Κ. Π. Καβάφης

Ο θεατρικός Κωνσταντίνος Τζούμας

«Θεατρίνος είμαι. Αλλά στην ουσία ξέρω πολύ καλά ότι κάθε φορά προετοιμάζω με μεγάλη ακρίβεια το επόμενο λάθος μου. Έχω πειστεί για αυτό. Δεν έχω ψευδαισθήσεις ότι θα πάω για κάτι μεγάλο και υψηλό… αυτό μου διαφεύγει!» είχε σημειώσει χαρακτηριστικά ο Κωνσταντίνος Τζούμας σε μία άλλη συνέντευξή του στην ATHENS VOICE με αφορμή τη μεταμόρφωσή του στον ποιητή των ηδονών στην παράσταση «Κ. Π. Καβάφης Αυτοβιογραφούμενος».

«Οι καλλιτέχνες παλεύουμε με τη μαγεία, δεν μας ενδιαφέρουν οι εξηγήσεις. Ο καλλιτέχνης είναι ένας ταχυδακτυλουργός, ο οποίος βγάζει κι εγώ δεν ξέρω τι μέσα απ’ τα μανίκια του. Η τέχνη δεν έχει φύλο. Μπορεί να σου έρθει από κει που δεν την περιμένεις. Δεν έχει να κάνει ούτε με διπλώματα που μπορεί να σου εξασφαλίσει η προνομιούχα οικονομική θέση της οικογένειάς σου και να σε στείλει σε ένα ακριβό κολέγιο. Αν είσαι κούτσουρο, κουτσουράκι θα παραμείνεις και κάποιο παιδί από κάποια μακρινή Φλώρινα ή Αλεξανδρούπολη, που το ’χει αυτό το θεϊκό πράγμα που λέγεται ταλέντο, θα εμφανιστεί και θα κάνει κάτι μαγικό» είχε εξηγήσει.

Λάκης Παπαστάθης, Διονύσης Σιμόπουλος, Κωνσταντίνος Τζούμας στην παρουσίαση © Θανάσης Καρατζάς

Κωνσταντίνος Τζούμας: Τη βαριέμαι την Αθήνα έτσι όπως έχει γίνει

«Τα τελευταία χρόνια κάνω μια πάρα πολύ μεγάλη προσπάθεια να βρω στην Αθήνα κάτι που να μου αρέσει γι’ αυτό και με την παραμικρή ευκαιρία δραπετεύω στο εξωτερικό. Τη βαριέμαι την Αθήνα έτσι όπως έχει γίνει» είχε δηλώσει τον Δεκέμβριο του 2019 στην παρουσίαση του βιβλίου της ATHENS VOICE και του Μάκη Προβατά «21 υπέροχοι Έλληνες μιλούν για την Αθήνα».

Είτε τον άκουγες, είτε τον έβλεπες, είτε τον διάβαζες, ο Κωνσταντίνος Τζούμας ήταν ένας άνθρωπος που διέφερε σε μία χώρα που παλεύει να λύσει τις διαφορές της και να δεχτεί το διαφορετικό.