Πολιτισμος

Μίλτος Σαχτούρης: Ο εξορκισμός του θανάτου και η δίψα για ουρανό

«Με είχε ήδη συγκλονίσει, πριν τον συναντήσω»

Θανάσης Δρίτσας
Θανάσης Δρίτσας
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Εικονογράφηση του ποιητή Μίλτου Σαχτούρη

Ο Θανάσης Δρίτσας, Καρδιολόγος, Αν. Διευθυντής του Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου, συνθέτης και συγγραφέας, θυμάται τη γνωριμία του με τον Μίλτο Σαχτούρη.

Έχουν συμπληρωθεί ήδη εκατό χρόνια από την γέννηση του αειμνήστου-μέγιστου Έλληνα ποιητή Μίλτου Σαχτούρη (1919-2005). Ο ποιητής αυτός με είχε κατακλύσει τα χρόνια της μετεφηβείας μου, είχα ταυτιστεί με τις ποιητικές του εικόνες και σήμερα θεωρώ ότι ο Σαχτούρης υπήρξε για εμένα αφενός πηγή δημιουργικής έμπνευσης αφετέρου διαχρονικό  παυσίλυπο-ψυχοθεραπευτικό ανάγνωσμα. Ο Σαχτούρης γεννήθηκε (επετειακά) την 29η ημέρα του Ιουλίου, γράφει μάλιστα ο ίδιος σχετικά με τη γέννηση του το εξής:

«29 Ιουλίου, Αποφράδα ημέρα της Μη Γεννήσεώς μου. Βρίσκομαι βαθιά μέσα στα Νερά της θάλασσας του Πόρου, νεοφώτιστος, συντροφιά με τους φίλους μου τα ψάρια».

Σήμερα ανακάλυψα (κατά σύμπτωση) κάτι νοσταλγικά σημαντικό. Βρήκα στη βιβλιοθήκη μου μια ποιητική συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη με ιδιόχειρη αφιέρωση του ποιητή. Αμέσως θυμήθηκα την γνωριμία με τον αγαπημένο μου ποιητή τον οποίο συνάντησα για πρώτη φορά νομίζω μεταξύ 1978-1979. Είχαμε τότε οργανώσει επίσκεψη στο διαμέρισμα του ποιητή στην Κυψέλη τρείς φίλοι και πνευματικοί συνοδοιπόροι εξ απαλών ονύχων: Εγώ Φοιτητής Ιατρικής και παράλληλα μουσικός/σπουδαστής σύνθεσης, ο Δημήτρης Γιαλαμάς που είχε κυκλοφορήσει την πρώτη του ποιητική συλλογή (σήμερα είναι μορφωτικός ακόλουθος της Ελληνικής Πρεσβείας στη Μόσχα) και ο Χρήστος Τσιαμούλης ταλαντούχος νεαρός μουσικός (στη συνέχεια ο Χρήστος διακρίθηκε στο χώρο της παραδοσιακής μουσικής ως κύριο στέλεχος της δημοφιλούς ομάδας «Δυνάμεις του Αιγαίου»). Και οι τρεις μας οργισμένα νιάτα, παθιασμένοι με την ποίηση και τη μουσική. Εγώ προσωπικά (εναγωνίως) αναζητούσα φρέσκο ποιητικό υλικό για μελοποίηση. Είχε μεσολαβήσει θυμάμαι να επισκεφτούμε τον Σαχτούρη ο αείμνηστος ποιητής Μάνος Ελευθερίου με τον οποίο είχε ήδη γνωρισθεί ο Δημήτρης Γιαλαμάς.

Με είχε ήδη συγκλονίσει, πριν τον συναντήσω, η πρώτη συλλογή του Σαχτούρη (ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1945-1971, εκδ. Κέδρος) και οι σουρεαλιστικές τραγικές και συνάμα γοητευτικές εικόνες που έβγαιναν μέσα από την ποίηση του. Με συγκλόνισε η ευαισθησία του αλλά και η αίσθηση σαρκασμού-καταφρόνιας του απέναντι στο θάνατο και τη φθορά. Στα κείμενα του Σαχτούρη  ένοιωσα, ήδη με την πρώτη ανάγνωση, ότι συναντούσα μίαν αδελφή ψυχή, ένοιωθα ότι με αγκάλιαζε θερμά  ο ιδιότυπος υπερρεαλισμός του. Άρχισα τότε να μελοποιώ τον Σαχτούρη σχεδόν αυτόματα, παρότι οι δομές της ποίησης του απέχουν από μια κλασική αντίληψη μελοποίησης τραγουδιού. Ένοιωθα την ανάγκη να αφηγηθώ τις εικόνες που πλάθει ο ποιητής, μελοποιώντας Σαχτούρη νοιώθει ο δημιουργός περισσότερο ίσως σκηνοθέτης και λιγότερο συνθέτης. Μου είχε κάνει εντύπωση η αίσθηση των τοπίων του Σαχτούρη:

«Χιόνι που πέφτει έξω, σαν παγοπώλης του θανάτου ο Θεός με κόκκινα από τον πυρετό τα μάτια, καπνός θεού στη στέγη, ουρλιάζει η γυναίκα στο κρεβάτι σαν παγωμένο περιστέρι, χιόνι που πέφτει έξω/ ένας μπαξές γεμάτος αίμα είναι ο ουρανός και λίγο χιόνι».

Πολύπλοκες συνειρμικές εικόνες συνέθεταν το εξπρεσιονιστικό τοπίο του Σαχτούρη, οι αντιθέσεις άσπρο (χιονιού) και κόκκινο γίνονται μέρος του υπερρεαλιστικού πίνακα και όχι ένα εξαγνιστικό άσπρο χιόνι όπως πχ το χιόνι του Παπαδιαμάντη στο διήγημα Έρωτας στα Χιόνια. Σκοτεινός, ολιγομίλητος και κλειστός άνθρωπος ο Σαχτούρης. Είχα εντυπωσιαστεί θυμάμαι από τη θωριά του και τα μάτια του. Πίσω από μια σκοτεινιά θλίψης τα μάτια του φανέρωναν μια αέναη παιδικότητα και μια διάθεση για παιχνίδι με τις λέξεις, έτσι άλλωστε έβαζε ο ίδιος και το ζήτημα της ποίησης: ως ένα εξπρεσιονιστικό παιχνίδι. Με βάση αυτά που έλεγε φαίνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής του ζωής πέρασε ατενίζοντας τον κόσμο μέσα από το παράθυρο του διαμερίσματος του, ζούσε μάλλον μιαν αυστηρά εσωστρεφή ζωή. Μας έλεγε τότε ότι η ποίηση του ήταν περισσότερο γνωστή στην Γερμανία, είχαν γίνει πολλές μεταφράσεις και είχε αποτελέσει αντικείμενο διδαχής στα Γερμανικά Πανεπιστήμια. Φαινόταν να αποπνέει μίαν αρχοντιά, άλλωστε ήταν απόγονος του Υδραίου ναύαρχου Σαχτούρη. Ζούσε πολύ λιτά, κλεισμένος στο μικρό αυτό διαμέρισμα έμοιαζε να παρατηρεί σταθερά τον κόσμο μέσα από το περισκόπιο του παραθύρου της Κυψέλης, δεν κυκλοφορούσε συχνά έξω. Εξέφρασε μίαν απογοήτευση σχετικά με την αποδοχή και την  αναγνώριση της ποίησης του  τότε. Θυμάμαι μερικές χαρακτηριστικές κουβέντες του. Μας έλεγε ότι ο ποιητής είναι μια πρακτικά άχρηστη οντότητα, είναι είδος πολυτελείας και βοηθάει μόνο τους ευαίσθητους ανθρώπους να ξεπεράσουν τις οποίες δυσκολίες έχει αυτή η ζωή. Επίσης μας τόνισε το γεγονός ότι ήθελε να ασχοληθεί αποκλειστικά και έτσι αφιερώθηκε πλήρως στην ποίηση, δεν άσκησε ποτέ κάποιο άλλο βιοποριστικό επάγγελμα. Χρωστούσε μεγάλη ευγνωμοσύνη στη σύντροφο της ζωής του και φύλακα άγγελο του, την ζωγράφο Γιάννα Περσάκη, η οποία είχε αναλάβει όλες τις πρακτικές φροντίδες της ζωής του και έτσι του επέτρεπε να αφιερωθεί στο ποιητικό του έργο.

Μου έκανε εντύπωση η ευρύτητα της παιδείας του ακόμη και στο χώρο της μουσικής του 20ού αιώνα, εκτιμούσε πολύ το έργο του Μπέλα Μπάρτοκ και του Νίκου Σκαλκώτα. Μας έλεγε πόσο κατατρεγμένος για το μουσικό του μέγεθος ήταν ο Σκαλκώτας από το ελλαδικό κατεστημένο της εποχής του. Θαύμαζε και εκτιμούσε ιδιαίτερα το ήθος, την προσωπικότητα και το έργο του Νίκου Εγγονόπουλου. Από τον Σαχτούρη παρέλαβα (στη συνέχεια) την αγάπη μου για τον Ντύλαν Τόμας, ο Σαχτούρης μιλούσε συνέχεια με θαυμασμό για τον Ντύλαν Τόμας. Δεν είχα έρθει σε επαφή με το έργο του Ντύλαν Τόμας πριν συναντήσω τον Σαχτούρη. Μας έλεγε τότε ότι το έργο του Ντύλαν Τόμας του αποκαλύφθηκε στα σαράντα του και κατάλαβε αμέσως ότι υπήρξαν αδελφές ψυχές. Ο Σαχτούρης λάτρεψε την καθαρότητα στα κείμενα του Τόμας. Έλεγε ότι στην περίπτωση του Ντύλαν Τόμας δεν χρειάζεται να ανοίγεις λεξικό (όπως πχ στην περίπτωση TS Eliot) για καταλάβεις τι σημαίνουν οι κώδικες και τα ονόματα. Του είχε κάνει εντύπωση ότι ο Ντύλαν Τόμας, ένας χωριάτης από την Ουαλία, ήρθε  στο Λονδίνο και ξεπέρασε  όλους τους ακαδημαϊκούς του κατεστημένου.

Ήξερε καλά και τη μοντέρνα ζωγραφική ο Σαχτούρης π.χ. το έργο του Πικάσο και του Νταλί. Θεωρούσε τον Νταλί ολίγον απατεώνα αλλά εκτιμούσε πολύ τον Σαγκάλ και τον συμβολιστή Πάουλ Κλέε. Επίσης οφείλω στον Σαχτούρη την γνωριμία μου με το έργο του Klee, αυτός έγινε η αιτία της συστηματικής επαφής και του  διαχρονικού θαυμασμού μου για τον Paul Klee. Θεωρώ ότι οι ποιητικές εικόνες του Σαχτούρη είναι εξπρεσσιονιστικοί πίνακες. Ο κριτικός Γιάννης Δάλλας είχε αναφέρει μάλιστα κάποια πιθανή σχέση-αναλογία της ποίησης του Σαχτούρη με την τεχνοτροπία  του ζωγράφου Ιερώνυμου Μπος. Ο Σαχτούρης δίνει επιπλέον έναν μοναδικό ορισμό της εργασίας του ποιητή (τι κάνει ένας ποιητής; την καρδιά μας καρφώνει) στο ακόλουθο ποίημα του με τίτλο ΤΑ ΔΩΡΑ:

Σήμερα φόρεσα ἕνα
ζεστὸ κόκκινο αἷμα
σήμερα οἱ ἄνθρωποι μ᾿ ἀγαποῦν
μιὰ γυναίκα μοῦ χαμογέλασε
ἕνα κορίτσι μοῦ χάρισε ἕνα κοχύλι
ἕνα παιδὶ μοῦ χάρισε ἕνα σφυρί

Σήμερα γονατίζω στὸ πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στὶς πλάκες
τὰ γυμνὰ ποδάρια τῶν περαστικῶν
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κανεὶς δὲν τρομάζει
ὅλοι μείναν στὶς θέσεις ποὺ πρόφτασα
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κοιτάζουν τὶς οὐράνιες ρεκλάμες
καὶ μιὰ ζητιάνα ποὺ πουλάει τσουρέκια
στὸν οὐρανό

Δυὸ ἄνθρωποι ψιθυρίζουν
τί κάνει τὴν καρδιά μας καρφώνει;
ναὶ τὴν καρδιά μας καρφώνει
ὥστε λοιπὸν εἶναι ποιητής

Κατάλαβα ότι το κόκκινο-άσπρο του χιονιού του Σαχτούρη είχε να κάνει με τα χιόνια και αίματα του Αλβανικού μετώπου όπως και με τον βαρύ κατοχικό χειμώνα του 1942. Τότε που και ο Θεός είχε χαθεί και φάνταζε στα μάτια των παιδιών ως παγοπώλης του θανάτου, εδώ μεταφέρω ακριβώς τα λόγια του Μίλτου Σαχτούρη. Το ποίημα του Σαχτούρη με τίτλο ΤΟ ΨΩΜΙ άσκησε ίσως πάνω μου κάποτε τη μεγαλύτερη γοητεία από όλα τα ποιήματά του:

Ένα τεράστιο καρβέλι,
μια πελώρια φρατζόλα ζεστό ψωμί είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό,
ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι έκοβε και μοίραζε στον κόσμο
γύρω όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος κι αυτή μ' ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε κομμάτια γνήσιο ουρανό
κι όλοι τρέχαν σ' αυτή,
λίγοι πήγαιναν στο ψωμί,
όλοι τρέχανε στο μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό, ας μη το κρύβουμε, διψάμε για ουρανό.

Τα εξής λόγια του ίδιου του Μίλτου Σαχτούρη νομίζω περιγράφουν απόλυτα την ουσία της ποίησης του: Τα ποιήματά μου δεν είναι απαισιόδοξα. Απεναντίας, είναι σαν τα ξόρκια. Ξορκίζουν το κακό. Μοιάζουν με μάσκες αφρικάνικες. Με μάσκες ζώων και προγόνων, για να ξορκιστεί ο θάνατος. Όπως συμβαίνει απαράλλαχτα και με τις μάσκες των ιθαγενών.

Μεγάλος αληθινά ποιητής υπήρξε ο αείμνηστος Μίλτος Σαχτούρης και αξέχαστη θα μου μείνει εκείνη η συνάντηση μαζί του. Τρείς διψασμένοι για ποίηση και μουσική νεαροί, φύγαμε γεμάτοι ουρανό από την επαφή μας με τον σκοτεινό ποιητή. Χρωστάω πολλά στον Σαχτούρη και έχω γράψει αρκετές συνθέσεις πάνω στην ποίηση του (αρκετές έχουν παρουσιαστεί και δισκογραφηθεί αλλά αρκετές  κρατάω ακόμη ανέκδοτες στα συρτάρια μου). Ονειρεύομαι μελλοντικά μια μεγάλη συναυλία αφιερωμένη στο έργο του και στη μνήμη του.


Στη συνέχεια δύο μουσικά έργα του Θανάση Δρίτσα εμπνευσμένα από ποιητικές εικόνες του Μίλτου Σαχτούρη. Βασίζονται στα ποιήματα:

ΟΤΑΝ

Ὅταν κλείνω τὰ μάτια
ξεκινάει ἀπὸ μακριὰ
ἡ ἀγαπημένη ἔρχεται
καὶ μὲ κοιτάζει

ὅταν σβήνω τὸ φῶς
ἔρχεται ὁ θάνατος καὶ
μοῦ φιλᾶ τὰ χέρια.

(1) ΟΤΑΝ. Για πιάνο και τσέλο. Από τον δίσκο του Θανάση Δρίτσα, A portrait in three colors. 

Thanassis Dritsas - When

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΒΡΟΧΗ

Κάτω από τη βροχή
τρέχουν οι γιατροί
να σώσουν τους αρρώστους,
τρέχουνε κι οι γάτες να σώσουν τα γατιά τους. Κάτω απ’ τη βροχή τρέχουνε κι οι ποντικοί,
να βρουν καλό τυρί
και πάλι τρέχουνε οι γάτες
να βρουν ωραίους ποντικούς.

(2) ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΒΡΟΧΗ. Για πιάνο και τσέλο. Από τον δίσκο του Θανάση Δρίτσα A portrait in three colors.

Thanassis Dritsas - Under the rain

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ