Πολιτισμος

Ακέφαλος πολιτισμός

Αποπομπές, παραιτήσεις, καβγάδες, πόλεμος ανακοινώσεων. Πόσο θα αντέξουν ακέφαλοι οι πολιτιστικοί οργανισμοί της χώρας; Η Α.V. μίλησε με ανθρώπους που γνωρίζουν.

94752-190387.jpg
Στέλλα Χαραμή
ΤΕΥΧΟΣ 556
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
319558-628777.jpg

Ελληνικό Φεστιβάλ – εν αναμονή νέου διοικητικού σχήματος. Μέγαρο Μουσικής Αθηνών – εν αναμονή του σχεδίου νόμου που εγγυάται την κρατικοποίησή του. Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης – ακέφαλο μετά την παραίτηση του Δημήτρη Εϊπίδη από τη θέση της Γενικής Διεύθυνσης. Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου – ακέφαλο μετά την αποπομπή του Γρηγόρη Καραντινάκη από το Υπουργείο Πολιτισμού και την αντικατάσταση του Διοικητικού Συμβουλίου. Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης – παραμένει κλειστό και ακέφαλο μετά τη λήξη της θητείας της Κατερίνας Κοσκινά η οποία με τη σειρά της εκτελούσε τον κύκλο θητείας της αποπεμφθείσας Άννας Καφέτση. Εθνικό Θέατρο – εν αναμονή της ανανέωσης ή όχι της θητείας των καλλιτεχνών διευθυντών Στάθη Λιβαθινού και Θοδωρή Αμπαζή, που λήγει τον προσεχή Μάιο. Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας – ακέφαλο ύστερα από την αποχώρηση της Βίκυς Μαραγκοπούλου από τα καθήκοντα της καλλιτεχνικής διευθύντριας.

Όσο συνοπτικά κι αν παραθέσουμε τα δεδομένα όπως διαμορφώνονται τους τελευταίους μήνες στους πολιτιστικούς οργανισμούς της χώρας, ένα είναι το σίγουρο: Βρίσκονται όλοι σε εκκρεμότητα. Πολλά τα μέτωπα και μεγάλοι οι πονοκέφαλοι για το αρμόδιο (εκτός από το Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας) Υπουργείο Πολιτισμού, κύκλοι του οποίου καθησυχάζουν πως μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες θα είναι σε θέση να καλύψει τα διοικητικά κενά που είτε δημιούργησε, είτε συμπτωματικά προέκυψαν στο ίδιο διάστημα.

Η τρέχουσα εικόνα πάντως περιγράφει την εγχώρια πολιτιστική δραστηριότητα σε στασιμότητα αν όχι σε υπολειτουργία. Τι μπορεί να δηλώνει αυτό ως φαινόμενο; Ο Γιάννης Χουβαρδάς, σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου για έξι χρόνια, αποπειράται να εξηγήσει: «Εννοείται πως κάθε οργανισμός που παραμένει ακέφαλος για πέρα από ένα εύλογο διάστημα συνιστά μια ανωμαλία στην πολιτιστική ζωή του τόπου. Είναι σαν να αρρωσταίνει σοβαρά και να μην του χορηγείται θεραπεία. Πόσο μπορεί να αντέξει μέχρι να σβήσει ή να μη καταλήξει ένας οργανισμός με ειδικές ανάγκες; Επομένως η αδράνεια της πολιτικής εξουσίας, είτε οφείλεται σε αμηχανία είτε σε άγνοια της πολιτιστικής πραγματικότητας είτε σε αδιαφορία (δυστυχώς συμβαίνει και αυτό) είναι απαράδεκτη και επικίνδυνη. Φυσικά και χρειάζεται προσοχή για την αποφυγή βιαστικών ή λανθασμένων επιλογών, αλλά κάθε επιλογή ενέχει ρίσκο και η μη ανάληψη ρίσκου δεν προφυλάσσει πάντα από τις κακοτοπιές. Θάρρος, λοιπόν» προτείνει.

Οι αντικειμενικές δυσκολίες στο ευρύτερο κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν εν μέρει την παρούσα κατάσταση. Ή και όχι. Αφού είναι πολλοί εκείνοι που εντοπίζουν το πρόβλημα στην άρνηση διαφόρων υποψηφίων, λαμβάνοντας υπόψη την «πικρά πείρα» των προκατόχων τους πότε σε σχέση με τις εκάστοτε ηγεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού και πότε με τις εσωτερικές συγκρούσεις (βλ. «εχθρικά» διοικητικά συμβούλια). Είναι κι άλλοι που υποστηρίζουν ότι αρκετοί υποψήφιοι «δειλιάζουν» να αναλάβουν καθήκοντα μπροστά στα ολοένα και πιο δυσοίωνα οικονομικά δεδομένα και τον όγκο γραφειοκρατικών προβλημάτων για τους πολιτιστικούς οργανισμούς. «Ο χώρος του πολιτισμού παράγει με το αξίωμα του 19ου αιώνα, χάρη στον πατριωτισμό των Ελλήνων δημιουργών δηλαδή» παρατηρεί ο συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης, που έχει θητεύσει τόσο ως πρόεδρος του (καταργημένου πια) Εθνικού Κέντρου Βιβλίου όσο και ως πρόεδρος του ΔΣ του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου· και συμπληρώνει: «Ακόμα κι έτσι, το όποιο έργο μπορεί να παράξει ένας θεσμός, ανά πάσα στιγμή κινδυνεύει να ακυρωθεί αν δεν εξυπηρετεί το όραμα του εκάστοτε υπουργού. Δείτε το παράδειγμα του ΕΚΕΒΙ που αχρηστεύτηκε εν χρήση».

Η δικαιοδοσία του εκάστοτε υπεύθυνου είτε ως Γενικού Γραμματέα είτε ως υπουργού Πολιτισμού να αλλάζει και να τοποθετεί πρόσωπα της αρεσκείας του ή συνιστώμενα από τις κομματικές επιταγές είναι ένα φαινόμενο που για δεκαετίες ταλαιπωρεί (και) το χώρο του πολιτισμού, διαιωνίζοντας ένα περιβάλλον ασυνέχειας ανάμεσα στον πρώην, στο νυν και στο μέλλοντα διοικητή. Έτσι, η εντύπωση που δίνεται αυτή τη στιγμή για τους εποπτευόμενους, από το υπουργείο, οργανισμούς δεν είναι παρά ένα ακόμα επεισόδιο στη χρόνια αμηχανία διαχείρισης του πολιτισμού. «Αν νομίζουμε πως τώρα έχουν ξεθεμελιωθεί τα πάντα είναι γιατί ποτέ δεν θεμελιώθηκαν. Ποτέ δεν χαράχτηκε πολιτιστική πολιτική στην Ελλάδα κι έτσι πάντα οι θεσμοί πολιτισμού μοιάζουν λίγο με την Ολυμπιακή: Είναι μια εταιρεία χωρίς αεροπλάνα για να πετάξουν ή το ανάποδο» διαπιστώνει ο διεθνούς κύρους ιστορικός Τέχνης και αναμορφωτής του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, Ντένης Ζαχαρόπουλος.

Την ίδια ώρα, η έλλειψη ομαλής μετάβασης από τον ένα διευθυντή ενός πολιτιστικού φορέα στον άλλο είναι από μόνη της προβληματική. Οι βίαιες αλλαγές σκυτάλης είναι μια συνήθης, επαναλαμβανόμενη πρακτική που συνάμα ακυρώνει και τα όποια αντικειμενικά κριτήρια έχουν υπάρξει για την επιλογή ενός προσώπου. «Σε όλες τις οργανωμένες χώρες, οι αντικαταστάσεις ανακοινώνονται ένα χρόνο πριν υλοποιηθούν. Αυτό σημαίνει ότι ο νυν και ο μέλλων διευθυντής συνυπάρχουν για ένα εύλογο χρονικό διάστημα. Ο πρώτος ενημερώνει αναλυτικά τον δεύτερο για την κατάσταση που παραδίδει και φροντίζουν μαζί να λύσουν πιθανά προβλήματα. Στην Ελλάδα, πάλι, ο ένας έρχεται για να εκδιώξει τον άλλο. Όσο κι αν θέλουμε να λεγόμαστε Ευρώπη, συμπεριφερόμαστε σαν επαρχία τρίτης κατηγορίας» σημειώνει ο άρτι αποχωρήσας (για προσωπικούς λόγους) από την καλλιτεχνική διεύθυνση του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και συνδεδεμένος με πέντε ακόμα πολιτιστικούς φορείς, συνθέτης Γιώργος Κουρουπός.

Οι περιπτώσεις που η κομματική ταυτότητα δεν καθόρισε το διορισμό προσώπων ως επικεφαλής οργανισμών είναι μετρημένες στα δάχτυλα, ακόμα κι αν αυτοί πληρούσαν τα τυπικά προσόντα ενός καλλιτεχνικού διευθυντή. «Η επιλογή διευθυντών ή Μελών ΔΣ με κομματικά κριτήρια είναι δυστυχώς μια πολύ παλιά αρρώστια. Πέρα από το ηθικό ζήτημα που εμπεριέχει, πρόσωπα που έχουν επιλεγεί κατ’ αυτόν τον τρόπο σπάνια γνωρίζουν σε βάθος το αντικείμενο με το οποίο πρόκειται να ασχοληθούν. Υπάρχουν βέβαια και οι αντίθετες περιπτώσεις – αλλά αυτές είναι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα» υπερθεματίζει ο Γιάννης Χουβαρδάς. «Φυσικά ο πειρασμός για την εκάστοτε πολιτική ηγεσία και οι πιέσεις που ασκούνται πάνω της από τα κόμματα είναι μεγάλες, αλλά αν ο υπουργός έχει το όραμα και το σθένος να αντισταθεί (στη μακρά πορεία μου δυστυχώς αυτές οι ιδιότητες ήταν δυσεύρετες), θα έχει προσφέρει μεγάλη υπηρεσία στον πολιτισμό μας».

Αντιστοίχως, ο Πέτρος Μάρκαρης αναζητά τον ένοχο ένα βήμα νωρίτερα, στη λογική ανάθεσης του Yπουργείου Πολιτισμού σε ανεξοικείωτους πολιτικούς με το χώρο. «Ας το παραδεχτούμε: Το Υπουργείο Πολιτισμού είναι ένα πάρκινγκ πολιτικών προσώπων και ο κάθε υπουργός λειτουργεί σαν γενικός παρκαδόρος που με τη σειρά του μοιράζει θέσεις... πάρκινγκ. Όμως το να βγάλεις τον Γιάννη για να βάλεις τον Παύλο, πραγματικά δεν έχει κανένα νόημα και μαρτυρά την αδιαφορία των κυβερνήσεων για τα πολιτιστικά πράγματα. Οι υπουργοί καταλήγουν να μοιράζουν τίτλους ευγενών όπως γινόταν στη Γαλλία μετά την Επανάσταση».

Όλα τα παραπάνω καταγράφονται ως συμπτώματα μιας νόσου που μπορεί να θεραπευτεί – αρκεί φυσικά να το θελήσει ο «πάσχων οργανισμός». Είναι, βεβαίως, ζήτημα μιας συνολικής αναθεώρησης στον μέχρι τώρα τρόπο λειτουργίας και σε αυτό μοιάζουν να συμφωνούν όλοι. Επί θητείας Παύλου Γερουλάνου στο ΥΠΠΟ, ο Ντένης Ζαχαρόπουλος είχε εργαστεί για ένα υπόμνημα το οποίο σε 90 σελίδες συνόψιζε ένα σύνολο εισηγήσεων που εγγυόντουσαν το αδιάβλητο των διαδικασιών αναφορικά με τους εποπτευόμενους φορείς. «Καταρχάς, να υπάρχει μια θεώρηση, ένας σχεδιασμός για τον ίδιο τον οργανισμό και τους στόχους του και στη συνέχεια να αναζητάμε το πρόσωπο που θα τα υλοποιήσει. Τα δε πρόσωπα να προκύπτουν από ένα ανεξάρτητο Συμβούλιο Τεχνών, μια πολυμελή ομάδα εξπέρ και προσωπικοτήτων εντός κι εκτός υπουργείου που θα καταθέτουν τεκμηριωμένες προτάσεις στον εκάστοτε υπουργό με ονόματα ικανά να αναλάβουν έναν οργανισμό. Η Τέχνη δεν είναι στρατός, οφείλουν να ακολουθούνται διαδικασίες, να γίνονται διαγωνισμοί. Αν λοιπόν κρίνει με αντικειμενικούς όρους το Συμβούλιο, δεν θα έχει λόγο ούτε ο υπουργός ούτε το κόμμα. Δεν θα έχουμε δηλαδή ανατροπές κάθε φορά που θα αλλάζει η κυβέρνηση. Στο ίδιο πλαίσιο, τα ΔΣ των φορέων, θα έχουν ρόλο ρυθμιστικών οργάνων, χωρίς αφενός να διεκδικούν λόγο στο καλλιτεχνικό πρόγραμμα ή να αυτοσχεδιάζουν σε διοικητικά ζητήματα» εξηγεί ο κ. Ζαχαρόπουλος για τον πυρήνα μιας μελέτης που παραμένει στο συρτάρι εδώ και έξι χρόνια.

Σε πρόσφατη τοποθέτηση του στη Βουλή, ο υπουργός Πολιτισμού Αριστείδης Μπαλτάς άφησε να εννοηθεί πως προσανατολίζεται προς τη λύση της «επιτροπής σοφών». «…η επιλογή του καλλιτεχνικού διευθυντή και αυτή είναι ένα πρόβλημα, διότι παρέχει υπερβολικές ελευθερίες ο νόμος στον υπουργό Πολιτισμού σε σχέση με τέτοιες επιλογές. Είναι σαν ο υπουργός Πολιτισμού, επιλέγοντας καλλιτεχνικούς διευθυντές σε όλους τους φορείς που εποπτεύει, να φτιάχνει εμμέσως τουλάχιστον το γούστο της ελληνικής κοινωνίας, την ιδεολογική προσέγγιση μιας κοινωνίας κ.ο.κ. Ψάχνουμε να βρούμε έναν τρόπο να υπάρχει κάτι σαν συμβούλιο τεχνών ή κάπως έτσι, όπου αυτοί να κάνουν την κύρια δουλειά σε σχέση με τους προκρινομένους για θέσεις καλλιτεχνικού διευθυντή και επειδή και ο υπουργός πρέπει να έχει μία πολιτική ευθύνη, να μπορεί να επιλέξει έναν εκ των δύο» δήλωνε χαρακτηριστικά. Για την ώρα, οι ακέφαλοι οργανισμοί απαιτούν άμεση τακτοποίηση.

Προτάσεις για το μέλλον των πολιτιστικών οργανισμών

Γιώργος Κουρουπός

για το Μέγαρο Μουσικής και το Ελληνικό Φεστιβάλ

image

«Καταρχάς, επείγει να υπογραφεί η σύμβαση με το κράτος όχι μόνο για να διασωθεί το Μέγαρο αλλά και για να μπορέσει να αναπτυχθεί, να αποδείξει την αντικειμενική υπεροχή του και να μεγαλουργήσει. Από εκεί και πέρα, το οργανόγραμμα θα πρέπει να διαμορφωθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να καλυφθούν δύο έκδηλες ανάγκες: Από τη μία ένας νέος καλλιτεχνικός διευθυντής που να επιμελείται τον προγραμματισμό του Μεγάρου κι από την άλλη ένας μάνατζερ που θα φροντίσει για το αναπτυξιακό κομμάτι. Στην περίπτωση του Ελληνικού Φεστιβάλ θα είναι δύσκολο να βρεθεί αντικαταστάτης του Γιώργου Λούκου, μιας φυσιογνωμίας που είχε άριστες σχέσεις με τη διεθνή πρωτοπορία. Επομένως, αν σε κάτι πρέπει να δοθεί μεγάλη προσοχή είναι η τάση της χώρας μας να εσωστρέφεται».

Πέτρος Μάρκαρης

για το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

image

«Έτσι όπως διαμορφώνεται το τοπίο στο ελληνικό σινεμά, οι παραγωγές μπορούν να πραγματωθούν μόνο με τη συμμετοχή ενός φορέα, κεντρικού ή περιφερειακού, όπως γίνεται και σε αντίστοιχους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Αυτός ο φορέας πρέπει να παίζει καθοριστικό ρόλο στην παραγωγή των ταινιών, αν υποθέσουμε ότι μας απασχολεί η στρατηγική για ένα εθνικό σινεμά. Στον αντίποδα αυτού, οι διαρκείς αλλαγές προσώπων υπονομεύουν τη λειτουργικότητα των φορέων και την πορεία του νέου και δυναμικού ελληνικού κινηματογράφου στο εξωτερικό».

Ντένης Ζαχαρόπουλος

για το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης

image

«Δεν πιστεύω στην ιδιοκτησία αλλά στην πνευματική κληρονομιά των ανθρώπων. Η Άννα Καφέτση, λοιπόν, έφτιαξε ένα μουσείο Σύγχρονης Τέχνης όταν δεν το ήθελε κανείς. Κι ύστερα τη χώρισαν από το δημιούργημά της. Τώρα πια το ΕΜΣΤ, εις διπλούν βιασμένο και κακοποιημένο, κινδυνεύει να είναι μια αποβολή· στερείται από τη μάνα του – ό,τι πιο βάρβαρο μπορεί να συμβεί σε τέτοιες περιπτώσεις. Εύχομαι να της επιτραπεί να επιστρέψει στη θέση της, να στήσει τη συλλογή του μουσείου, να το δει να “περπατάει”. Κι αφού το παραδώσει σε λειτουργία ας κηρυχθεί ένας διαγωνισμός με ορθά κριτήρια ώστε να βρεθεί ο αντικαταστάτης της. Ας πάρουμε απόφαση πως δεν είναι οι υπουργοί που ιδρύουν τα μουσεία».

Γιάννης Χουβαρδάς

για το Εθνικό Θέατρο

image

«Εκτός από σταθερή χρηματοδότηση, στα πλαίσια φυσικά των εκάστοτε δυνατοτήτων του κρατικού προϋπολογισμού, χρειάζεται η τοποθέτηση στις καίριες θέσεις (Δ.Σ. και καλλιτεχνικού διευθυντή) ανθρώπων με τα κατάλληλα προσόντα και εμπειρία στο διοικείν, οι οποίοι –προσοχή– να έχουν επιλεγεί με βασικό κριτήριο ότι μπορούν να ομονοήσουν. Και να έχουν εκ των προτέρων ρητά συμφωνήσει με τον αρμόδιο υπουργό ότι το όραμα και οι καλλιτεχνικές και οργανωτικές αποφάσεις προέρχονται από τον καλλιτεχνικό διευθυντή και ο διοικητικός και οικονομικός έλεγχος ανήκει στο συμβούλιο. Επίσης, βασικό ζήτημα είναι ο εκσυγχρονισμός του εσωτερικού κανονισμού, ώστε να λιγοστέψουν οι γραφειοκρατικές διαδικασίες και ο καλλιτεχνικός διευθυντής να έχει ευελιξία, υποκείμενος φυσικά πάντα στον έλεγχο του ΔΣ. Τέλος, σημαντική αλλαγή που πρέπει να γίνει στο οργανόγραμμα των κρατικών θεάτρων είναι η θεσμοθέτηση θέσης οικονομικού διευθυντή, ο οποίος πρέπει να κάνει το συνολικό οικονομικό σχεδιασμό και να έχει την ευθύνη της εκτέλεσής του από κοινού με τον καλλιτεχνικό διευθυντή και το ΔΣ να ελέγχει». 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ