Πολιτικη & Οικονομια

Η ακαταμάχητη γοητεία των επιδομάτων

Από την άγρια φορολόγηση φτωχών και πλούσιων, περάσαμε στην οριζόντια θέσπιση φοροαπαλλαγών και στην οριζόντια καταβολή επιδομάτων

62445-139121.jpg
Σπύρος Βλέτσας
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Κολώνα Ηλεκτροδότησης
© Fré Sonneveld / Unsplash

Σχόλιο για το νέο πακέτο επιδοτήσεων της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου που ανακοίνωσε η κυβέρνηση.

Ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση νέο πακέτο επιδοτήσεων της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου, ύψους 400 εκατομμυρίων, με σκοπό να προστατευθούν νοικοκυριά και επιχειρήσεις από τις αυξήσεις στα τιμολόγια της ενέργειας. Η επιδότηση των φτωχών και των μεσαίων νοικοκυριών είναι απαραίτητη για να αντιμετωπιστούν φαινόμενα ενεργειακής φτώχειας. Η επιδότηση των επιχειρήσεων στοχεύει στην αποφυγή των ανατιμήσεων στα προϊόντα που θα επιβάρυναν τους καταναλωτές και θα τροφοδοτούσαν τον πληθωρισμό.

Όμως μαζί με φτωχά και μεσαία νοικοκυριά επιδοτούνται και τα πλούσια. Η κυβέρνηση δεν έβαλε εισοδηματικά ή περιουσιακά κριτήρια στις ενισχύσεις, όπως γίνεται με το επίδομα θέρμανσης. Έτσι ακόμη και μια πολύ πλούσια οικογένεια, που θα μπορούσε πολύ άνετα να πληρώσει τους λογαριασμούς, θα λάβει εμμέσως χρήματα από τον κρατικό προϋπολογισμό. Στην πράξη τα ποσά είναι ασήμαντα για ένα εύπορο νοικοκυριό, αλλά ως σύνολο είναι σημαντικά για το κράτος. Εκτός από την επίπτωση στο δημόσιο ταμείο, πρόκειται και για ένα εντελώς λάθος μήνυμα.

Το κράτος ξόδεψε, λόγω των επιπτώσεων της κρίσης του κορωνοϊού στην οικονομία, το ποσό των 40 δισεκατομμυρίων ευρώ, σύμφωνα με τους κυβερνητικούς υπολογισμούς, οι οποίοι δεν αμφισβητούνται. Τα χρήματα αυτά δεν περίσσευαν από κάπου. Στο μεγαλύτερο μέρος τους βρέθηκαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από δανεισμό. Το ήδη χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος, αφού χρεώθηκε ακόμη περισσότερο, βρίσκει σήμερα χρήματα για να επιδοτεί την κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος σε εύπορα στρώματα.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποφασίζει να κάνει οικονομική παρέμβαση που ζημιώνει το δημόσιο ταμείο χωρίς εισοδηματικούς περιορισμούς. Τον περασμένο Σεπτέμβριο ανακοινώθηκε στη ΔΕΘ η αύξηση του αφορολόγητου ορίου για γονικές παροχές περιουσιακών στοιχείων στις 800 χιλιάδες για τον κάθε γονέα, δηλαδή ένα εκατομμύριο εξακόσιες χιλιάδες για ένα ζευγάρι. Καθώς πολύ λίγοι έχουν μεγαλύτερη περιουσία από αυτό το όριο, ουσιαστικά πρόκειται για κατάργηση του φόρου μεταβίβασης.

Η αύξηση του αφορολόγητου θα μπορούσε να είναι θετική, αλλά το όριο που μπήκε είναι εξωφρενικό. Οικογένειες που είχαν την άνεση να πληρώσουν τον φόρο, τώρα απαλλάσσονται. Μακάρι να μην υπήρχε η ανάγκη για φόρους και να καταργούνταν όλοι, αλλά επειδή αυτό δεν γίνεται, οι απαλλαγές και οι επιβαρύνσεις πρέπει να θεσπίζονται με δύο ειδών κριτήρια. Το πρώτο είναι η κοινωνική δικαιοσύνη και το δεύτερο είναι οι αναπτυξιακές επιπτώσεις των φόρων.

Η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων -μέχρις ενός ορίου και υπό προϋποθέσεις- μπορεί να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας, κι ας καταγγέλλεται σαν κοινωνικά ανάλγητη. Το ίδιο μπορεί να κάνει και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Η κυβερνητική απόφαση για ένα τόσο υψηλό αφορολόγητο όριο στις γονικές παροχές δεν καλύπτει κανένα από τα κριτήρια που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ούτε κοινωνικά δίκαιη είναι, ούτε αναπτυξιακή. Το ίδιο ισχύει και με τις επιδοτήσεις στην ενέργεια σε πλούσια νοικοκυριά.

Από την άγρια φορολόγηση φτωχών και πλούσιων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να δημιουργούνται υπερπλεονάσματα και να δίνονται στο τέλος μποναμάδες, περάσαμε στην οριζόντια θέσπιση φοροαπαλλαγών και στην οριζόντια καταβολή επιδομάτων.

Μέχρι την οικονομική κρίση και την ελληνική χρεοκοπία οι περισσότεροι συμπολίτες μας νόμιζαν ότι όταν πληρώνει το κράτος δεν πληρώνει κανένας. Παρότι η δεκαετής περιπέτεια μας έκανε περισσότερο υποψιασμένους γύρω από τα δημόσια οικονομικά, κόμματα, κυβερνήσεις και μέσα ενημέρωσης συμπεριφέρονται σαν τα χρήματα του κράτους να είναι απεριόριστα, σαν να υπάρχει πάντα το λεφτόδεντρο.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ