Πολιτικη & Οικονομια

Μοντέλα ένταξης μεταναστών (κι εμείς) - 1ο μέρος

Σήμερα ο όρος «αφομοίωση» έχει αντικατασταθεί από τον όρο «ενσωμάτωση» που δεν σημαίνει πια την εγκατάλειψη της κουλτούρας προέλευσης των μεταναστών

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 775
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Εικονογράφηση του παγκόσμιου χάρτη της Γης

Το μοντέλο της αφομοίωσης και το μοντέλο της πολυπολιτισμικότητας: οι δύο διαφορετικές πολιτικές ένταξης των μεταναστών στο έθνος-κράτος και πώς εφαρμόζονται

Οι δημογραφικές αλλαγές στην Ευρώπη και γενικότερα στον ευρω-ατλαντικό κόσμο απαιτούν μια πολιτική ― μια πολιτική ένταξης, ενσωμάτωσης, των αλλοδαπών που αυτή τη στιγμή είτε λείπει, είτε είναι λανθασμένη. Με αποτέλεσμα αυτές οι αλλαγές να δυσχεραίνουν τη λειτουργία του εκπαιδευτικού και νομικού συστήματος υπονομεύοντας την κοινωνική συνοχή. Η περιβόητη πλέον εθελοτυφλία της αριστεράς και του politically correct κέντρου ―ο ανορθολογισμός, οι ευσεβείς πόθοι, η επιθετική αφέλεια― έχουν αφήσει ελεύθερο το πεδίο στα κόμματα της ακροδεξιάς, τα οποία εκμεταλλεύονται τις αποσχιστικές τάσεις μέρους της μουσουλμανικής νεολαίας, την αύξηση των μεταναστευτικών πιέσεων, την επέκταση του ισλαμικού φονταμενταλισμού ― συνδέοντας αυτά τα φαινόμενα με την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όχι εντελώς άδικα: το Brexit οφείλεται εν πολλοίς στην ιδέα ότι μετά την αποχώρηση από την ΕΕ η Βρετανία θα μπορέσει να ενισχύσει τα σύνορά της.

Σε αυτό το πλαίσιο, φαίνεται σκόπιμο να αναθεωρηθούν οι πολιτικές ένταξης των μεταναστών σε όλη την Ευρώπη και στην Αμερική, για να εκτιμηθεί αν κάποια είναι καλύτερα προσαρμοσμένη στις σημερινές προκλήσεις.

Στη δεκαετία του 1980 κάθε χώρα υποτίθεται ότι εφάρμοζε ένα συγκεκριμένο «μοντέλο» ένταξης: αλλά το ζήτημα της διαχείρισης της πολιτιστικής ποικιλομορφίας είναι πιο περίπλοκο· σήμερα τα μοντέλα έχουν γίνει υβριδικά και οι χώρες υιοθετούν πολιτικές που είχαν απορρίψει στο παρελθόν προκειμένου να ανταποκριθούν στις μεταναστευτικές πιέσεις. 

Το Έθνος-Κράτος, όπως είναι, ή ήταν, τα ευρωπαϊκά κράτη, μπορεί να οριστεί με την κοινή χρήση μιας κοινής γλώσσας και πολιτισμού: η πλειοψηφία που έχει καταγωγή από το συγκεκριμένο έδαφος οργανώνει την κοινή ζωή  σύμφωνα με την ιστορία και τον πολιτισμό της. Αυτός ο τύπος κράτους δέχεται και αναγνωρίζει την παρουσία μειονοτήτων στην επικράτειά του, αλλά η ανοχή δεν φτάνει, θεωρητικά, μέχρι την αμφισβήτηση του πολιτιστικού και γλωσσικού μονοπωλίου της πλειοψηφίας. Επιτρέπεται στις μειονότητες η ελεύθερη έκφραση της θρησκείας, της κουλτούρας και της γλώσσας τους στην ιδιωτική σφαίρα, αλλά η επίδειξη των ιδιαιτεροτήτων στη δημόσια σφαίρα θα μπορούσε, σε ορισμένες περιπτώσεις, να θεωρηθεί προσβολή στις αξίες και στον νομικό πολιτισμό. Ως εκ τούτου, στη Γαλλία, ένα έθνος-κράτος, απαγορεύτηκε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 η μουσουλμανική μαντίλα στα σχολεία και η μπούρκα παντού στον δημόσιο χώρο. Η εν λόγω απόφαση ήταν συμβολική της διάθεσης του έθνους-κράτους να προστατέψει τον νομικό του πολιτισμό ― αλλά και πάλι, στην πράξη, δεν σήμαινε τίποτα και εξελήφθη ως αυταρχικό μέτρο. 

Δεδομένου ότι εξ ορισμού το έθνος χαρακτηρίζεται από την κοινή χρήση ορισμένων πολιτιστικών χαρακτηριστικών, η ενσωμάτωση των μεταναστών στην κοινωνία συνεπάγεται προοδευτική αφομοίωση (η λέξη «αφομοίωση» δεν χρησιμοποιείται πλέον ως politically incorrect) διαφόρων κοινοτήτων ή ομάδων που ζουν στο έδαφός του. Στη Γαλλία, η Επανάσταση του 1789 πυροδότησε μια διαδικασία πολιτικής, πολιτιστικής και γλωσσικής ενοποίησης που στηρίχθηκε στην κατάργηση των φεουδαρχικών τάξεων, άρα και της κατάτμησης του εδάφους σε φέουδα-περιφέρειες με τοπικές γλώσσες.

Αυτή η διαδικασία ομογενοποίησης συνεχίστηκε στη διάρκεια του 19ου αιώνα όταν ολοκληρώθηκε η οικοδόμηση των εθνών ― όσο για τους αλλοδαπούς υπήρχαν προσδοκίες, σιωπηρές και ρητές, να ενστερνιστούν την κουλτούρα της πλειοψηφίας, αφήνοντας πίσω τους τα στοιχεία του πολιτισμού τους που δεν εναρμονίζονταν με αυτή. Οι ΗΠΑ ήταν τότε το χαρακτηριστικό παράδειγμα: το melting pot χώνευε και αφομοίωνε τους νεοφερμένους και τους μεταμόρφωνε σε «Αμερικανούς». Η κυρίαρχη κουλτούρα ήταν εκείνη των White Anglo-saxon Protestant και κανείς δεν φαινόταν να της αντιστέκεται: οι άνθρωποι επιθυμούσαν να εξαμερικανιστούν. 

Σήμερα ο όρος «αφομοίωση» έχει αντικατασταθεί από τον όρο «ενσωμάτωση» που δεν σημαίνει πια την εγκατάλειψη της κουλτούρας προέλευσης των μεταναστών, αλλά προβλέπει τη δυνατότητα της προσκόλλησης στην αρχική κουλτούρα, ενώ παρουσιάζει την ευκαιρία της λίγο έως πολύ εσωτερίκευσης των προτύπων συμπεριφοράς μιας κοινωνίας. Οι προσδοκίες του έθνους για τους μετανάστες φαίνονται φυσικές: οι μετανάστες καλούνται να μάθουν την επίσημη γλώσσα, να σεβαστούν τον πολιτισμό και τις αξίες και να συμμορφωθούν με τον τρόπο ζωής της πλειοψηφίας. Αλλά οι θιασώτες της μη ενσωμάτωσης, της πολυπολιτισμικότητας, θεωρούν αυτό το σχήμα υπερβολικά βίαιο και αντίθετο στα ανθρώπινα δικαιώματα. 

Σήμερα σε πολυεθνοτικές χώρες όπως ο Καναδάς και οι ΗΠΑ, όπου εφαρμόζεται πολιτική πολυπολιτισμικότητας, η ένταξη δεν απαιτεί την απώλεια της ταυτότητας των νεοφερμένων, των αρχικών τους χαρακτηριστικών, της μητρικής και πολιτιστικής τους γλώσσας. Ως εκ τούτου, οι μετανάστες καλούνται να διατηρήσουν τον πολιτισμό προέλευσής τους, χωρίς αυτό να θέτει υπό αμφισβήτηση τη συμμετοχή τους στην κοινωνία. Η ένταξή τους  αξιολογείται μέσω μιας σειράς παραμέτρων που συνδέονται με την κοινωνική, οικονομική και επαγγελματική του κατάσταση, οι οποίες βασίζονται στην ιδέα ότι η ένταξη είναι μια αμοιβαία κίνηση που αφορά τόσο την κοινωνία υποδοχής όσο και τις κοινότητες που φιλοξενούνται. Σε τέτοιες κοινωνίες, που έχουν χτιστεί από τη μετανάστευση, το κράτος προσπαθεί να διαχειριστεί τους πολιτισμούς που υπάρχουν στο έδαφός του με τη μεγαλύτερη δυνατή αμεροληψία ώστε να αποφευχθεί η προκατάληψη προς ορισμένες ομάδες.

Η έννοια της ενσωμάτωσης και το σχήμα που παίρνει εξαρτάται από την ιστορία και τον τύπο του πολιτικού συστήματος

Στον Καναδά η πολυπολιτισμική πολιτική που χρονολογείται από το 1971 οφειλόταν στο ότι ο Pierre-Elliott Trudeau φοβόταν πως ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο ιδρυτικών λαών θα οδηγούσε στη διαίρεση του Καναδά: έτσι κι αλλιώς, αποσχιστικές τάσεις υπήρχαν. Η πολυπολιτισμικότητα ήταν μια τακτική που θα μπορούσε να ενισχύσει την καναδική ενότητα εφόσον θα δημιουργούσε μικρότερες κοινότητες ανάμεσα στις δύο κυρίαρχες. Όμως πολλά έχουν αλλάξει από το 1971. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, η πολυπολιτισμικότητα βασίστηκε σε μια σειρά προγραμμάτων για τη διαφύλαξη των πολιτισμών των μεταναστών χωρίς να εξετάζονται οι συνέπειες στην κοινωνική ενότητα. Σε δεύτερη φάση, από το 1991, έγινε προτεραιότητα η μάχη για την καταπολέμηση του ρατσισμού ―ο οποίος οφειλόταν εν μέρει στο ότι οι μετανάστες διατηρούσαν ανέπαφη την κουλτούρα της χώρας προέλευσης― και συνέπεσε με τη συνειδητοποίηση ότι η εξύμνηση της διαφοράς δεν αρκούσε για να άρει τα εμπόδια στην ένταξη. Στην τελευταία φάση, από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η πολυπολιτισμικότητα στράφηκε στην έμφαση σε μια περιεκτική καναδική ταυτότητα και στις κοινές αξίες: με λίγα λόγια, ο Καναδάς, αν και επιτρέπει στους νέους πολίτες να διατηρήσουν την κουλτούρα προέλευσής τους, απαιτεί να μιλούν τουλάχιστον μία από τις δύο επίσημες γλώσσες, είτε γαλλικά είτε αγγλικά, και να έχουν γνώση για το πώς λειτουργεί η καναδική κοινωνία, τους νόμους του και τις ευθύνες του πολίτη. Αυτή η γνώση αξιολογείται μέσω ενός τεστ που περνούν όσοι φιλοδοξούν να πάρουν την καναδική υπηκοότητα.  

Η Ελβετία είναι, θεωρητικά, ένα διαφορετικό παράδειγμα, αν και όπως είπα, τα μοντέλα ενσωμάτωσης τείνουν να συγκλίνουν. Η Ελβετία είναι μια ένωση κοινοτήτων: η κάθε κοινότητα έχει τα σχολεία της και τα έθιμά της, αλλά το σύστημα ένταξής της όσον αφορά τους αλλοδαπούς μετανάστες είναι η «αφομοίωση». Παρότι πολυγλωσσική κοινωνία, η Ελβετία είναι έθνος-κράτος με έναν και μοναδικό πολιτισμό: πλουραλιστική και χωρίς πολυπολιτισμικό πρόγραμμα. 

Πράγματι, η έννοια της ενσωμάτωσης και το σχήμα που παίρνει εξαρτάται από την ιστορία και τον τύπο του πολιτικού συστήματος. Και παρότι ο κανόνας μεταβάλλεται στο πέρασμα του χρόνου, μπορούμε να συγκρίνουμε ακόμα τα δύο κύρια μοντέλα ενσωμάτωσης ―το μοντέλο της «αφομοίωσης» με το μοντέλο της «πολυπολιτισμικότητας»― τα οποία αντιστοιχούν εντέλει στις δύο μεγάλες πολιτικές παρατάξεις. Το μοντέλο της αφομοίωσης, γνωστό και ως «κοσμικό» ή «ρεπουμπλικανικό», βασίζεται στον παραμερισμό των πολιτιστικών και θρησκευτικών διαφορών και με βάση την αρχή της αξιοπρέπειας για όλους τους πολίτες, αποδίδει τα ίδια δικαιώματα σε όλους, ανεξάρτητα από τις διαφορές τους: σήμερα το στηρίζουν οι συντηρητικές παρατάξεις, ενώ, στο παρελθόν αποτελούσε έμπνευση της αντικληρικής αριστεράς. Αντιθέτως, το μοντέλο της πολυπολιτισμικότητας βασίζεται σε μια πολιτική διαφοράς που οδηγεί σε μια καθολική αξίωση: όλοι οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να ζουν σύμφωνα με τον πολιτισμό και τη θρησκεία τους. Και καθώς ο αντίκτυπος των καθολικών νόμων που υιοθετεί η πλειοψηφία μπορεί να θεωρηθεί «κοινωνική διάκριση» για άτομα που ανήκουν σε μια μειονότητα και σε μια θρησκευτική κουλτούρα, υπάρχει η δυνατότητα της προσαρμογής των νόμων με σκοπό την αποκατάσταση της ισότητας. Αυτή είναι περίπου η ιδέα της διεθνούς αριστεράς.  

Ο στόχος αυτών των δύο πολιτικών είναι ο ίδιος ―η διασφάλιση της ισότητας― αλλά διαφέρουν ως προς τον τρόπο που τον προωθούν. Στην πρώτη περίπτωση, η ισότητα διασφαλίζεται με αυστηρά ίση μεταχείριση, ανεξάρτητα από τις διαφορές, ενώ στη δεύτερη περίπτωση η ισότητα αναφέρεται στην ισότητα των ατομικών ευκαιριών οι οποίες εξαρτώνται από τις ιδιαιτερότητές τους. Σύμφωνα με την πολιτική της πολυπολιτισμικότητας χρειάζονται νομικές διαφοροποιήσεις, με στόχο την αποκατάσταση της ισότητας: η εμπειρία όπως εκτιμάται σήμερα ήταν μάλλον αποτυχημένη και οι προσαρμογές που έγιναν στο πολυπολιτισμικό μοντέλο αποδεικνύουν την υπόρρητη παραδοχή του φιάσκου. 

[η συνέχεια την επόμενη εβδομάδα]

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ