Πολιτικη & Οικονομια

Ελλάδα - Τουρκία, η ώρα της αλήθειας

Το μέγα ζητούμενο είναι κατά βάση το εύρος του διαλόγου

kyriakos-mpermperidis.jpg
Κυριάκος Μπερμπερίδης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Κυριάκος Μητσοτάκης, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν
© EUROKINISSI/ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ/ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΜΗΤΣΟΣ

Τι μπορεί να αλλάξει στις ελληνοτουρκικές σχέσεις η επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών στις 25 Ιανουαρίου στην Κωνσταντινούπολη.

Μετά από μήνες εντάσεων και στη σκιά τεκτονικών αλλαγών και γεωπολιτικών ανακατατάξεων, Ελλάδα και Τουρκία συμφώνησαν τελικά στην επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών στις 25 Ιανουαρίου στην Κωνσταντινούπολη.

Οι Τούρκοι, στάθμισαν προφανώς τις νέες εξελίξεις με την εκλογή Μπάιντεν και την πραγματική απειλή κυρώσεων της ΕΕ, αποτίμησαν το νέο συσχετισμό δυνάμεων, μάζεψαν τα ερευνητικά πλοία και ήταν μάλλον οι χαμένοι αυτής της 11μηνης κρίσης που ξεκίνησε με τα γεγονότα του Έβρου το Μάρτιο και κορυφώθηκε στο Αιγαίο το καλοκαίρι.

Εξαιρουμένων κάποιων υπερπατριωτών ένθεν κακείθεν, που έβλεπαν πάντα το διάλογο με καχυποψία, θα έλεγε κανείς ότι αυτή θα ήταν και η φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων καθώς οι άλλες δυο επιλογές στο τραπέζι είναι η αναμέτρηση στο πεδίο και η συνέχιση της ίδιας ατελέσφορης κατάστασης των τελευταίων 47 χρόνων, που όμως απ’ ότι φαίνεται εξάντλησε προ πολλού τη δυναμική της.

Παρά τη μεγάλη δύναμη πυρός και το αξιόμαχο γενικά των ενόπλων δυνάμεων, η ιστορία δεν μας ευνοεί και η Ελλάδα θα ήταν μάλλον το ηττημένο μέρος σ’ έναν πόλεμο με τους γείτονες πράγμα που θα την εξανάγκαζε μετά να πάει σε διαπραγματεύσεις υπό πολύ πιο δυσμενείς συνθήκες.

Οι Τούρκοι διαθέτουν ως γνωστόν τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό του ΝΑΤΟ ενώ τα τελευταία χρόνια διεξάγουν επίσης επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας σε Ιράκ, Συρία και Λιβύη, κατά κανόνα με επιτυχία.

Σημαντικό επίσης είναι ότι η τουρκική κοινή γνώμη, εκτός του ότι είναι απολύτως χειραγωγίσιμη, είναι και συνηθισμένη σε εικόνες με φέρετρα τούρκων στρατιωτών που έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Η ελληνική κοινή γνώμη, όχι.

Ο μεγάλος Κωνσταντίνος Καραμανλής συνήθιζε να λέει ότι σ’ έναν πόλεμο με την Τουρκία, αν η Ελλάδα χάσει θα πάει 100 χρόνια πίσω και αν κερδίσει, θα πάει 50.

Η συνέχιση επίσης του σημερινού status, εκτός του ότι θα μας υποχρέωνε εσαεί σε μια τρελή κούρσα εξοπλισμών, θα σήμαινε και την de facto απεμπόληση των δυνητικών κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας στην περιοχή.

Διάλογος λοιπόν και στον οποίο η χώρα μας προσέρχεται με δυο υπερόπλα: το Διεθνές Δίκαιο αλλά και την εύνοια της γεωγραφίας καθώς τα εκατοντάδες ελληνικά νησιά καθιστούν το Αιγαίο μια περίπου περίκλειστη θάλασσα ακόμα και χωρίς τα 12 μίλια.

Αλλά και διάλογος με στόχο έναν έντιμο συμβιβασμό και με νικητές αλλά χωρίς ηττημένους προκειμένου να επικρατήσει κάποτε ηρεμία στα νερά του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου προς όφελος και των δυο χωρών.

Συμβιβασμούς άλλωστε κάναμε και με την Ιταλία αλλά και με την Αίγυπτο όπου και δεχθήκαμε μειωμένη επήρεια κάποιων νησιών μας προκειμένου να φτάσουμε σε συμφωνία για τις ΑΟΖ με συνομιλίες που ας μην ξεχνάμε ότι είχαν επίσης τελματωθεί για δεκαετίες.

Αλλά αυτούς τους συμβιβασμούς τους δέχθηκε η ελληνική κοινή γνώμη καθώς με τις χώρες αυτές-και σε αντίθεση με την Τουρκία- δεν υπήρχαν στερεότυπα και προκαταλήψεις.

Το μέγα ζητούμενο φυσικά με την Τουρκία είναι κατά βάση το εύρος του διαλόγου.

Εμείς συζητάμε μόνο για οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, αυτοί βάζουν πολλά θέματα στο τραπέζι, πιθανότατα όμως είναι και αυτό θέμα της διαπραγματευτικής τους τακτικής.

Η άρση πάντως του casus belli αλλά και ένα σύμφωνο μη επίθεσης, θα βοηθούσαν ίσως την Ελλάδα να επανεξετάσει τη θέση της σχετικά με το εύρος του εναερίου χώρου, που θεσπίστηκε άλλωστε το 1931 και υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες.

Αν δεν υπάρξουν απρόοπτα, φαίνεται πάντως ότι σύνταξη ενός συνυποσχετικού και η προσφυγή στη Χάγη σ’ ένα χρόνο από τώρα, βρίσκονται εγγύτερα παρά ποτέ.

Αρκεί φυσικά να ξεπεραστούν οι αγκυλώσεις της κοινής γνώμης και η ιστορική φόρτιση εκατέρωθεν.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ